Στα Βουρλά, στα περίχωρα της Σμύρνης, στην ακτογραμμή του «Turkaegean» της ερντογανικής προπαγάνδας, Δεκαπενταύγουστο, συνάντησα το μοναδικό όχημα με ελληνικές πινακίδες. Ένα 4Χ4. Η πινακίδα ήταν χανιώτικη. Εξεπλάγην. Αργότερα έμαθα ότι ανήκε σε αγιορείτη καλόγερο, που ταξίδεψε από τον Άθω ως τη Μητρόπολη Βρυούλων (Βουρλών), ανήμερα της Παναγίας, με μια κούτα σοκολατένια γλυκά από ζαχαροπλαστείο της Θεσσαλονίκης, έχοντας τον σοβαρό του λόγο.
Μετά από έναν αιώνα, στην μαύρη επέτειο των 100 χρόνων από την Καταστροφή της Σμύρνης, θα ξανακούγονταν στα Βουρλά για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα η πανηγυρική λειτουργία της ημέρας, χοροστατούντος του χαρισματικού χιώτικης καταγωγής Μητροπολίτη Βρυούλων Παντελεήμονα, με τον οποίο μπόρεσα και είχα μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση την ίδια ημέρα.
Η Μητρόπολη Βρυούλων, σε μια περιοχή αραιής δόμησης, με μονοκατοικίες, όλες εμφανώς κατασκευές των τελευταίων δεκαετιών, λίγα μέτρα από την ήρεμη ακόμη και σε τουριστική περίοδο κεντρική παραλιακή, στεγάζεται σε μια γκρι μεζονέτα. Ούτε σταυρό διαθέτει, ούτε καμπαναριό προκειμένου να αναγνωρίζεται η ταυτότητά της. Τίποτα, με άλλα λόγια, δεν προδίδει σαφώς τον θρησκευτικό χαρακτήρα της. Μόνο το περίγραμμα ενός λευκού περιστεριού «σπάει» το απόλυτο γκρι. Και πάλι, δύσκολα αντιλαμβάνεσαι ότι πρόκειται για ορθόδοξο ναό και πιθανώς να προσπεράσεις.
Η νομοθεσία στην Τουρκία επιτρέπει σταυρό και καμπαναριό αποκλειστικά σε εκκλησίες που προϋπήρχαν και επαναλειτουργούν ή σε ναούς που λειτουργούν ήδη. Όχι στους νέους. Το άκρως ωστόσο εντυπωσιακό και αντιφατικό είναι ότι η κυβέρνηση Ερντογάν, παρά την ακραία επιθετική ρητορική κατά της Ελλάδας και τη φρικτή τύχη που επεφύλαξε στην Αγιά Σοφιά, έδωσε άδεια και επαναλειτούργησαν, από το 2014, οκτώ ναοί στη Σμύρνη και τα περίχωρα. Μεταξύ αυτών, και η Μητρόπολη Βρυούλων. Κάτι που δεν συνέβαινε πριν την παντοκρατορία του κυβερνώντος ΑΚΡ. Τα οξύμωρα της γείτονος ή, άλλως, οι τακτικισμοί του απρόβλεπτου μονίμως αναστατωμένου Ερντογάν.
Αμαρτία εξομολογουμένη, ουκ εστί αμαρτία. Φτάνοντας στη Σμύρνη, που απέχει από τα Βουρλά μόλις 38 χιλιόμετρα (μην λησμονούμε ότι στα Βουρλά, τις καλές εποχές, οι Έλληνες της Σμύρνης διατηρούσαν τις εξοχικές κατοικίες τους) περίμενα να βρω την κακάσχημη τσιμεντούπολη για την οποία με προετοίμαζαν, από παιδί, οι πάντες. Ήμουν πεισμένη ότι το μεγαλείο και το «χρώμα» της έσβησαν ανεπιστρεπτί το 1922. Δεν είχα να περιμένω και πολλά. Η Σμύρνη θα ήταν απλώς ένα πέρασμα σε ένα μεγάλο ταξίδι. Πλάνη.
Μπορεί όντως να μην έχει πλέον το πλήθος των μεγάρων και των επαύλεων των αρχών του 20ου αιώνα. Καταστράφηκαν στη μεγάλη πυρκαγιά, το Σεπτέμβρη του 1922. Αλλά η πόλη είναι μια αποκάλυψη. Σύγχρονη και διαρκώς ξύπνια, είναι ο ορισμός της ευρωπαϊκής μητρόπολης που θες να ανακαλύψεις. Ακόμη και στο νεόδμητο κέντρο της, κρύβει πανέμορφες γωνιές, με διασωθέντα μέγαρα-τοπόσημα, που διατηρούν και σήμερα τον ευρύχωρο κήπο τους με τους αιωνόβιους φοίνικες.
Οι μαντήλες είναι σχεδόν απούσες σ’ αυτή την δυτικότροπη επικράτεια. Κορίτσια με σορτς και piercing κυκλοφορούν χωρίς να είναι δακτυλοδεικτούμενα και χωρίς να προκαλούν κανέναν.
Φαίνεται ότι και τα κινήματα και η Αριστερά «αναπνέουν» περισσότερο από ό,τι στην Κωνσταντινούπολη της συστηματικής βίαιης καταστολής. Στο κεντρικό πεζόδρομο στεγάζεται, με τα δέοντα σφυροδρέπανα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας, όταν στην Πόλη ακόμη και το δεύτερο κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, το φιλοκουρδικό HDP, στεγάζεται στο… πυρ το εξώτερο της επικίνδυνης και κακόφημης σήμερα συνοικίας του Ταρλάμπασι, κάτω απ’ την πιάτσα των τρανς σεξεργατριών.
Στον ίδιο πεζόδρομο-νυφοπάζαρο, ένα απόγευμα διαδήλωνε μια μικρή δυναμική ομάδα φεμινιστριών, μοιράζοντας φυλλάδια με την φωτογραφία του συζυγοκτόνου της τελευταίας γυναικτονονίας στην Τουρκία, που είναι «πρωταθλήτρια» στον τομέα. Ο κόσμος συμμετείχε, πλησίαζε, έπαιρνε στα χέρια του το φυλλάδιο. Το διάβαζε. Χειροκροτούσε τις γυναίκες. Δεν υπήρχε φόβος. Η αστυνομία, εκκωφαντικά -για τα δεδομένα της Τουρκίας- απούσα.
Η Σμύρνη, με το θαλάσσιο μέτωπο και τον «αέρα» της θυμίζει πράγματι τη Θεσσαλονίκη, αλλά σε κλίμακα-γίγαντα, καθώς έχουν αναπτυχθεί στα περίχωρά της και νεότερες μίνι “Σμύρνες”, με πελώρια οικιστικά μπλοκ και ουρανοξύστες. Όσο οδηγείς προς την έξοδό της, με κατεύθυνση και προς Βορρά ή προς Νότο, νομίζεις ότι η πόλη δεν τελειώνει ποτέ. Η σύντομη παραμονή μου σε αυτή ήταν αρκετή για να αντιληφθώ ότι μοιάζει πολύ και σε κάτι ακόμη στη Θεσσαλονίκη. Κουβαλάει, κυτταρικά, θα έλεγες, το σύνδρομο κατωτεροανωτερότητας και τον ανταγωνισμό-κόπια της κόντρας «Θεσσαλονίκη-Αθήνα» για την πρωτιά, με το αντίπαλον δέος που λέγεται Κωνσταντινούπολη – η Άγκυρα είναι εκτός συναγωνισμού. Τις μέρες που πέρασα στη Σμύρνη κλήθηκα επανειλημμένως να αποφανθώ -το απέφευγα συστηματικά- στο υπαρξιακό για τους ντόπιους ερώτημα αν η Σμύρνη είναι τελικά πέραν πάσης αμφιβολίας «ομορφότερη και καλύτερη» από την Πόλη.
Η προκυμαία της, όπου εκτυλίχθηκε η τραγωδία του ’22, δεν έχει σχέση με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που όλοι γνωρίζουμε. Παρόλο που τρία-τέσσερα κτήριά της στέκουν ακόμη στη θέση τους. Έχει επιχωματωθεί κι επιμηκυνθεί κατά δεκάδες μέτρα, στο πέρασμα του χρόνου.
Στο πάρκο που έχει πλέον δημιουργηθεί, μεταξύ θάλασσας και οικοδομών, ντόπιοι κι εσωτερικοί τουρίστες, μόλις πέσει ο ήλιος, σουλατσάρουν, κάθονται στο γκαζόν, στο πεζούλι της προκυμαίας, πίνοντας μπύρα κι ακούγοντας τα μουσικά live της βραδιάς.
Ο νεαρόκοσμος συζητά για σπουδές και σχολές. Μέσα Αυγούστου είναι οι μέρες που τα παιδιά, που αποφοίτησαν από το Λύκειο, περιμένουν με το πολύ οικείο χτυποκάρδι αποτελέσματα με τις βάσεις των τουρκικών… Πανελληνίων και το «εισιτήριο» στη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση. Η 18χρονη Νιλγκούν δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά της που πέρασε στο τμήμα Ψυχολογίας σε πανεπιστήμιο στη Σμύρνη, κι επομένως και θα σπουδάσει αυτό που αγαπά και θα το πράξει χωρίς να επιβαρύνει την οικογένειά της με τα έξοδα μιας νέας στέγης σε άλλη τουρκική πόλη. Τα πάντα κι οι πάντες θυμίζουν Ελλάδα κι εδώ.
Όλα τα μαγαζιά, όχι απλά στον κεντρικό πεζόδρομο που είναι μία φτωχότερη -και από αρχιτεκτονικής απόψεως- βερσιόν της Ιστικλάλ στην Πόλη, αλλά και στους παράδρομους και στην παραλιακή του Και (Quais), όποια ώρα και αν περάσω, είναι διαρκώς γεμάτα. Δεν είναι τουρίστες. Είναι ντόπιοι. Αναρωτιέσαι πάντα για αυτές τις περίεργες εξισώσεις και αλχημείες του τουρκικού πληθωρισμού, που παραμένει αόρατος.
Δεν αποδεικνύεται πολύ καλή ιδέα η βόλτα νύχτα στα πέριξ του φημισμένου Αγίου Βουκόλου Σμύρνης, του μοναδικού ορθόδοξου ναού που διασώθηκε το ’22, στην παρηκμασμένη πλέον συνοικία του Μπασμανέ, στο λοφάκι Καντιφέ Καλέ (Βελούδινο Κάστρο). Πάνω ακριβώς απ’ το πολύβουο, γεμάτο κορονοϊο, κι αυτό το καλοκαίρι, Μεγάλο Παζάρι της Σμύρνης, όπου μπορείς να βρεις τα πάντα. Από βαφτιστικά μέχρι την Ψαραγορά της πόλης και μαγαζάκια «τρύπες» που συγκέντρωναν στήφη (εντυπωσιάστηκα από την τεράστια ουρά της υπομονής μπροστά από την φωτισμένη σαν νεκροτομείο «ποντικότρυπα», όπου ένας γεράκος ψιλόκοβε, έχοντας δυο παραγιούς, ένα ισχνό λουκανικάκι για το ανάρπαστο και πάμφθηνο σημίτη του, που τύλιγε πριν παραδώσει σε φύλλο εφημερίδας).
Η περιοχή του Μπασμανέ τη νύχτα ήτανε ένα «θέατρο» σκιών, υπαινιγμών και απειλών. Μου θύμισε ξανά το Ταρλάμπασι της Πόλης, όπου δύο ανάσες απ’ το λαμπερό κέντρο λαθροβιούν οι πρόσφυγες και όλο το κοινωνικό περιθώριο της πόλης. Εδώ πρόσφυγες από την Συρία, το Κουρδιστάν, το Ιράκ, αλλά και την Αφρική, βρήκαν μια ζώνη-καταφύγιο, σκοτώνοντας το χρόνο τους με το κινητό τους ή μεταφέροντας βαλίτσες, έξω από υποφωτισμένα σπίτια-ρημάδια με πόρτες ορθάνοικτες. Απόλυτη παρακμή και βρωμιά, στην περιοχή που κάποτε είχαν τα αρχοντικά τους Έλληνες, Εβραίοι και Αρμένιοι και σήμερα είναι μια ζώνη ολοκληρωτικά αποκομμένη από τη ζωή του «υγιούς» κομματιού της Σμύρνης, που ζει κι ανασαίνει σε άλλους ρυθμούς ελάχιστα μέτρα μακρύτερα.
Κατηφορίζεις απ’ το Βελούδινο Κάστρο και μπροστά σου απλώνεται ο αρχαιολογικός χώρος της Σμύρνης, πανέμορφος, αλλά ασφυκτικά «περικυκλωμένος» από τις σύγχρονες οικοδομές. Είναι σαφές ότι δεν έχει απαλλοτριωθεί αρκετός χώρος και στριμώχνεται ακόμη κι από ένα γκρίζο πολυώροφο γκαράζ-τέρας.
Η Σμύρνη διαθέτει από οικοδομικής κι αρχιτεκτονικής απόψεως τα πάντα, όντας σήμερα το απόλυτο mix. Στο κέντρο της προβάλλουν τα φουγάρα, που «προδίδουν» την πλήρως ανακατασκευασμένη τουρκική Τεχνόπολη, την παλιά βιομηχανία Γκαζιού.
Τα τελευταία χρόνια έχει βρει εκεί την υπέροχη στέγη της η Ένωση Συντακτών Σμύρνης. Η πρόεδρος Ντιλέκ Γκαπί (Dilek Gappi), με θητεία στο οικονομικό ρεπορτάζ, με υποδέχτηκε στο οβάλ τραπέζι των συνεδριάσεων της Ένωσης με σύσσωμο το Δ.Σ. της, προσφέροντάς μου τσάι κι ένα πιάτο με καρπούζι και κουλούρι, το μεσημεριανό κολατσιό τους, θέτοντας ερωτήσεις για την κατάσταση του Τύπου στην Ελλάδα. Το μεγάλο ζήτημα παντού, καταλήξαμε, είναι η λογοκρισία. Με ξενάγησε περήφανη, πριν το κατευόδιο, στο υπερσύγχρονο στούντιο της web τηλεόρασής τους, προσκαλώντας με στο συνέδριο που διοργανώνει το προσεχές διάστημα για τη λογοκρισία στην Ευρώπη.
Ακόμη μια αναπάντεχη συνάντηση. Ελάχιστες μέρες προτού ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επαναλάβει την προσφιλή του «καραμέλα» «Μητσοτάκης γιοκ» και ο έλληνας πρωθυπουργός μας υπενθυμίσει από τη ΔΕΘ ότι ο τούρκος πρόεδρος μας παροτρύνει να ψηφίσουμε Αλέξη Τσίπρα, πολύ προτού ανέβουν κι άλλο οι τόνοι από τις εκατέρωθεν κυβερνητικές μονταζιέρες για εσωτερική κυρίως κατανάλωση, στη Σκάλα Βουρλών του«Τurkaegean» της τουρκικής διπλωματίας, η οποία παραδοσιακά γνωρίζει από τη μύγα να βγάζει ξύγκι, ο τούρκος επιχειρηματίας Ζακαρία, με το παρδαλό πουκάμισο, το αλέγρο ταπεραμέντο και τα ανοιχτόχρωμα σπινθηροβόλα μάτια με έπιανε εξ’ απήνης. Η εθνικότητά μου τον έκανε να παρατήσει την παρέα του και να έρθει να καθίσει στο τραπέζι μου ορεξάτος. Προτού με ρωτήσει, εννοώντας κάθε λέξη, «Τι θα μπορούσα να κάνω για σένα;», ο τούρκος συνομιλητής μου αναφωνούσε με ενθουσιασμό: «Ο καλύτερος πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν ένας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου».
Κατακεραύνωσε τον Μητσοτάκη, που «τα έχει κάνει μαντάρα στα Ελληνοτουρκικά» κι εμφάνισε τον Τσίπρα ως «συμπαθέστερη εναλλακτική». Δυσανασχετούσε σε όλη τη συζήτηση, συνοδεία παγωμένων Efes, για την ένταση που καλλιεργείται μεταξύ των δυο χωρών. «Εμείς εδώ ζούμε και απ’ τους Έλληνες. Δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε. Είμαστε ίδιοι», υποστήριξε, προτού αποδομήσει πλήρως τον ενθουσιασμό μου για την οικία Σεφέρη, την οποία είχα νωρίτερα επισκεφτεί.
Ένα παραδοσιακό βουρλιώτικο πετρόκτιστο οίκημα, με την τεράστια επιγραφή-δόλωμα «Hotel Yorgos Seferis – Restaurant Café», στο εσωτερικό στενό δρομάκι, πίσω από το λιμανάκι της Σκάλας, όπου ο Ζακαρία διατηρεί το δικό του ξενοδοχείο. «Είναι μεγάλη απάτη. Δεν είναι το σπίτι του Σεφέρη», επέμεινε, αποκαρδιώνοντάς με πλήρως.
Στους τοίχους πάντως του στενόχωρου, σκοτεινού lobby του ξενοδοχείου, που επικοινωνεί με την κουζίνα, οι τοίχοι είναι καλυμμένοι από κιτρινισμένα αποκόμματα τουρκικών δημοσιευμάτων με ρεπορτάζ απ΄ την απονομή του Νόμπελ. Ανάμεσά τους έχει παρεισφρήσει -αλίμονο!- μια φωτογραφία του Κεμάλ σε δεξίωση. Χορεύει αγέρωχος βαλς με ευειδή κομψή κυρία. Υπήρχε, διέκρινα, ένα και μοναδικό ελληνικό δημοσίευμα, με τίτλο: «Με τα Σεφέρια της SUN στο σπίτι του Γιώργου Σεφέρη». Ήταν ψηλά κρεμασμένο κι ήταν αδύνατο να διακρίνω την εφημερίδα και την ημερομηνία.
Στρίβοντας, βρέθηκα ενώπιον δύο καδραρισμένων σελίδων με το βιογραφικό του έλληνα ποιητή. Η ιδιοκτησία του ξενοδοχείου έχει κάνει ό,τι μπορεί, αντιλαμβάνομαι, για να «πουλήσει» τον Νομπελίστα γέννημα-θρέμμα του τόπου τους. Η υπάλληλος που μου επέτρεψε την είσοδο επέμεινε να μου δείξει τα δωμάτια του ξενοδοχείου, στο ενδεχόμενο που αναζητούσα διαμονή, προτείνοντας κατά την έξοδο να με φωτογραφίσει μπροστά από μια φωτογραφία του Σεφέρη. Υπέκυψα…
Βρίσκομαι ακόμα στις αρχαίες Κλαζομενές, στα τουρκικά Ουρλά, ελληνικά Βουρλά, όπου στο μικροσκοπικό γραφικό λιμανάκι, τη Σκάλα, μπορείς να φας μαζί με Yeni Raki τα φρέσκα ψάρια που βγάλαν προ ολίγου τα παραγάδια, τα οποία δίπλα σου ξεπλέκουν οι ψαράδες, και όπου μπορούν να σου πουν με ύφος επιστημονικό τον… καφέ. Η απόλυτη ηρεμία. Μόνο τουρκικά ακούγονται τριγύρω.
Υπάρχουν στην περιοχή πάμπολλες εναλλακτικές για μπάνια. Τα νερά, παρότι τα τιμούν οι Τούρκοι λουόμενοι, δεν δείχνουν τόσο ελκυστικά.
Στο βάθος του κόλπου της Σκάλας, το καταπράσινο νησάκι με τα μεγάλα αρχοντικά οικήματα, με είχε διαφωτίσει ο Ζακαρία, ήταν το νησί της Καραντίνας, η τουρκική Σπιναλόγκα. Δεν μπόρεσα δυστυχώς να το επισκεφτώ. Σήμερα ο τόπος είναι διατηρητέο ιστορικό μνημείο και, επειδή επισκευάζονται οι υποδομές του, δεν είναι επισκέψιμος με βαρκάκι.
Υπάρχει μια γραφικότητα στα Βουρλά, διαφορετική από αυτή που χαρακτηρίζει τις ακόμη πιο ήρεμες Αρχαίες Ερυθρές, με τους κολπίσκους, όπου κεφαλοδεμένες γιαγιάδες πουλάνε χαμογελαστές απίθανα τουρσιά σε γυάλινα βάζα και το αποτύπωμα της Ελλάδας είναι διάχυτο παντού. Στα χρώματα, στη φύση, στην εγκαταλειμμένη ταβέρνα Crete, στο Heracles Butik Otel.
Το Τσεσμέ είναι μια πανέμορφη και πανάκριβη mini Disneyland του ξένου και εγχώριου τουρισμού, αλλά στην τελική σούμα είναι ξεκάθαρο από το οδοιπορικό στο «Turkaegean» της ακραίας τουρκικής προπαγάνδας ότι ο κορυφαίος, μολονότι απρόσιτος για πάρα πολλούς, προορισμός παραμένει για τους ίδιους τους Τούρκους το γραφικό, υψηλής αισθητικής, υπερσύγχρονο Μπόντρουμ, με τις εκπληκτικές ξενοδοχειακές μονάδες, που, παρόλη την πολυτέλεια, διατηρούν την ανθρώπινη κλίμακα.
Στην γεμάτη κότερα με τουρκική σημαία μαρίνα του, εκτός από υψηλή γαστρονομία με βάση τα ψαρικά, και απογόνους Τουρκοκρητικών, θα βρεις δημοφιλή μουσικά live, club, καταστήματα με οτιδήποτε ζητήσει η ψυχή σου, το κλασικό καστράκι-σήμα κατατεθέν των λιμανιών της τεράστιας παραλιακής της αρχαίας Ιωνίας, αλλά και τον αρχαιολογικό χώρο με ένα ακόμη από τα Επτά θαύματα της αρχαιότητας. Το Μαυσωλείο του Μαύσωλου. Η αλήθεια είναι ότι μόνο θραύσματα έχουν διασωθεί, αλλά έχει γίνει δουλειά στην ψηφιακή αναπαράστασή του. Αποτελεί παρόλα αυτά σοβαρό τουριστικό πόλο έλξης.
Κάτι που με εντυπωσίασε πραγματικά σε όλη την ακτογραμμή είναι η σχέση των πολιτών με την τέχνη στον δημόσιο χώρο. Παντού συναντάς γλυπτά – δεν υπάρχει πλατεία-πλατειάκι, πάρκο-παρκάκι, άνευ – που κάποιες φορές συνομιλούν ευθέως, άλλοτε ελεύθερα, με την ταυτότητα κάθε τόπου. Δεν αναφέρομαι στα γλυπτά ή τις προτομές προσωπικοτήτων – όπως του Ναζίμ Χιμέτ ή σημαντικών γυναικών της χώρας, στρατιά σωστή – που κατακλύζουν τον δημόσιο χώρο στο Μπόντρουμ. Ούτε στις εκατοντάδες προτομές κι ανδριάντες του Κεμάλ Ατατούρκ, που απαντάς σε κάθε γωνιά πόλεων, χωριών, οικισμών, αυτοκινητόδρομων, πλατειών. Μιλώ για ένα απρόσμενα πολύ υψηλό επίπεδο σύγχρονης γλυπτικής (δεν αναζήτησα τα ονόματα των τούρκων καλλιτεχνών), με εντυπωσιακή site specific χωροταξία και «δουλεμένη» τη σχέση με τους ντόπιους, που είναι Ευρωπαίοι ξεκάθαρα.
Θα ήταν παράλειψη αν δεν έκανα μια στοιχειώδη αναφορά και στο τουρκικό κιτς, που αποδεικνύεται αθάνατο και στα ευρωπαϊκών προδιαγραφών παράλια, τα οποία συναγωνίζονται ευθέως τα ελληνικά. Ένα χτυπητό ίσως παράδειγμα είναι τo Aspat Butik Otel, στο Ακιαρλάρ, όπου με έστειλε ο Τζεμ, για να αποφύγω τη διαμονή – κυρίως το μποτιλιάρισμα – του Μπόντρουμ (η απόσταση είναι μόλις μισή ώρα). Αλησμόνητη εμπειρία. Με υποδέχτηκαν γύψινοι αρχαιοελληνικοί κίονες, φωτισμένοι από πράσινους προβολείς, γύψινες χιονάτες, δεκάδες νάνοι και μια πισίνα – στην οποία κανένας δεν βούταγε, διαπιστωμένο αυτό – σε σχήμα νεφρού.
Από το πρωϊνό, όπου η οικογένεια των ιδιοκτητών στεκόταν σαν το ελατήρια από πάνω σου περιμένοντας παραγγελία -το τουρκικό σέρβις εκτοξεύει δυστυχώς τον πήχυ και σε κάνει να δυσανασχετείς με την Ελλάδα-, έως το βράδυ, που στην πισίνα λειτουργεί ένα μπαράκι, χαμηλότατων πτήσεων, με μάλλον ανύπαρκτη πελατεία, οι μουσικές στο Aspat Butik Otel είναι σταθερά τουρκικά ποπ τσεφτετέλια. Αν αλλάξεις τον στίχο, πρόκειται για το τυπικό ελληνικό σκυλάδικο.
Από μουσικής απόψεως, στα παράλια ακούς τα πάντα. Το τραγούδι που έβγαινε από τα ηχεία του μπιτσόμπαρου Τertip, στην πεντακάθαρη παραλία του Ακιαρλάρ, όπου θα έκοβες το χέρι σου ότι βρίσκεσαι σε Κυκλαδονήσι, αν δεν έπαιρνε το μάτι σου πρέφα στο μπαρ, δίπλα από τον Τσε, τον οποίο κυριολεκτικά λατρεύουν στο «Turkaegean», το πορτρετάκι του Ατατούρκ, μου θύμιζε κάτι. Έντονα. Διαπίστωσα στην επανάληψη του ρεφρέν ότι ήταν το «Πρέζα όταν πιείς» της Ρόζας Εσκενάζι, με τουρκικό στίχο. Ενθουσιάστηκα. Ο Ορχάν, ο cool ιδιοκτήτης του μπαρ, με την ινδιάνικη αλογοουρά, που έζησε χρόνια κι έβγαλε χρήμα στη Γερμανία, δεν ήξερε ποιος έκλεψε ποιον κι αν το τραγούδι ήταν τουρκικό εν τη γενέσει του. Μάταια προσπάθησα στο αμάξι, καθοδόν προς το οχληρό Κουσάντασι, να βρω τον σταθμό με τον οποίο ήταν συντονισμένο το μπιτσόμπαρο, παίζοντας νυχθημερόν ρεμπέτικα.