Ξεκίνησε μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2021, κι έκτοτε αναφέρεται συχνά ως «το πρόγραμμα που θα αποτρέψει μια Mega Fire στα δάση». Πρόκειται για τα Antinero I, II και III, που χαρακτηρίζονται επίσημα ως «βασικά εργαλεία για την πρόληψη και την προστασία των δασών της χώρας». Κι αυτό, γιατί στο πλαίσιό τους πραγματοποιούνται «καθαρισμοί δασών και δασικών εκτάσεων, συντήρηση του δασικού οδικού δικτύου και των αντιπυρικών ζωνών», «δημιουργούνται μεικτές αντιπυρικές ζώνες» (σ.σ.: συνδυασμός γυμνών ζωνών και ζωνών κατάλληλα αραιωμένης βλάστησης), καθώς και «ζώνες αμιγούς ή μεικτής βλάστησης με πλατύφυλλα είδη, τα οποία χαρακτηρίζονται από πιο αργή και ελεγχόμενη εξάπλωση της πυρκαγιάς» με έμφαση σε δασικές περιοχές πλησίον ή εντός οικισμών.
Το Antinero υλοποιείται με πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αλλά και από τον τακτικό προϋπολογισμό, σύμφωνα με το υπουργείο Περιβάλλοντος & Ενέργειας (ΥΠΕΝ). Υλοποιείται από το ΥΠΕΝ σε συνεργασία με τη Μονάδα Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ), η οποία διενεργεί τους διαγωνισμούς για τις αναθέσεις.
Ο ίδιος ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θεόδωρος Σκυλακάκης δήλωνε τον Αύγουστο του 2024 σε συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ, ότι το πρόγραμμα αφορά σε δαπάνες άνω των 450 εκατ. ευρώ μόνο για έργα πρόληψης, τονίζοντας μάλιστα ότι «η κυβέρνηση μετέφερε τα κονδύλια από τις αναδασώσεις κατά 80% στην πρόληψη, με το πρόγραμμα Αntinero». Παρά βέβαια την αλλαγή πολιτικής, το Antinero είναι ενταγμένο στη Δράση 1.4.4 (16849) «Εθνικό Σχέδιο Αναδάσωσης». Υπενθυμίζεται ότι το 2020 η κυβέρνηση είχε εξαγγείλει δεκαετές πρόγραμμα αναδάσωσης 500.000 στρεμμάτων με διασφαλισμένη χρηματοδότηση περί τα 700 εκατ. ευρώ.
Είναι πράγματι το Antinero ένα πρόγραμμα αποτελεσματικής πρόληψης πυρκαγιών; Για να διερευνήσουμε το θέμα, μιλήσαμε με τους ειδικούς.
«Αυτό το πρόγραμμα αποτελείται από ένα κονδύλι περίπου μισού δισεκατομμυρίου ευρώ. Πήραν εργολαβίες στα δασοτεχνικά γραφεία, χωρίς προδιαγραφές, και τους λένε για παράδειγμα ότι θα συντηρήσετε το [δασικό] οδικό δίκτυο και θα κάνετε καθαρισμούς σε βάθος 20 μέτρων περίπου δεξιά και αριστερά του δρόμου», μας λέει ο δρ Γεώργιος Καρέτσος, δασολόγος, τέως διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων και τέως πρόεδρος του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας.
Οι δασικοί δρόμοι είναι μικρής κλίμακας δασικές οδεύσεις για να περνούν οχήματα της δασικής υπηρεσίας. Δεν είναι απαραίτητο να συντηρείται το δασικό δίκτυο; ρωτώ.
«Το δασικό δίκτυο λογικό είναι και χρειάζεται, αν και δεν το χρησιμοποιεί κανένας πια. Ακόμα και σε περίπτωση πυρκαγιάς, η πυροσβεστική υπηρεσία δεν το χρησιμοποιεί γιατί δεν μπαίνει μέσα στα δάση. Άρα λοιπόν δεν εξυπηρετεί σε κάτι πλην κάποιων δασικών εργασιών, που κι αυτές σπανίζουν γιατί τα δασαρχεία δεν ασχολούνται πλέον με τη διαχείριση των δασών. Όχι επειδή δεν το θέλουν, αλλά και προσωπικό δεν έχουν και έχουν άλλες υποχρεώσεις – είτε να κάνουν τις μελέτες, είτε να ασχοληθούν με τους δασικούς χάρτες κλπ.».
«Το πρόβλημα ξεκινάει από το 1998, που έδωσαν τη δασοπυρόσβεση στην πυροσβεστική και διέλυσαν τη δασική υπηρεσία», θεωρεί ο Βαγγέλης Στογιάννης, πιστοποιημένος εκπαιδευτής εθελοντών πολιτικής προστασίας και μέλος μεταξύ άλλων της Ροής-Σύλλογος Πολιτών υπέρ των Ρεμάτων και του ΔΣ της Νέμεσις-Πανελλήνια Ομοσπονδία για το Περιβάλλον, τα Ζώα, το Κυνήγι.
«Η πυροσβεστική, τι κάνει; Κάθεται στην άσφαλτο», τονίζει ο Βαγγέλης Στογιάννης. «Λέει, στήνω γραμμή άμυνας, έρχεται το μέτωπο με φούρια, τους παίρνει και τους σηκώνει. Τρέχει και μπαίνει μέσα στην πόλη και στα χωριά. Να φυλάξω λέει ζωές και περιουσίες. Κανείς δεν πολεμάει τη φωτιά. Δεν κάνει δασοπυρόσβεση. Και το αποτέλεσμα είναι ότι, αντί να φυλάξουν ζωές και περιουσίες, χάνουν και ζωές και περιουσίες».
Παλιότερα η πυροσβεστική υπηρεσία είχε την ευθύνη της προστασίας των οικισμών και η δασική υπηρεσία την ευθύνη της προστασίας των δασών. «Η δασική υπηρεσία έμπαινε μέσα στο δάσος», υπενθυμίζει και ο Γεώργιος Καρέτσος. «Το δόγμα της πυροσβεστικής υπηρεσίας τα τελευταία χρόνια είναι να μην καούν άνθρωποι και να μην καούν περιουσίες. Αυτό σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε το δάσος και περιμένουμε μόνο την πυρόσβεση από τα αεροπλάνα, τα οποία είναι γνωστό ότι δεν σβήνουν τις πυρκαγιές, απλώς τις καθηλώνουν για να μπορέσουν τα επίγεια τμήματα να το κάνουν», λέει.
Και συνεχίζει: «Αλλά δυστυχώς, δεν χρησιμοποιούν επίγεια τμήματα κατά τον τρόπο που χρησιμοποιούσε η δασική υπηρεσία στο παρελθόν. Γιατί εμείς τότε, παλιά, κάναμε τις δουλειές κατά τη νύχτα που έπεφτε η ένταση των ανέμων, καθαρίζαμε, κάναμε ζώνες κόβοντας δέντρα και λοιπά, ώστε να χαμηλώνει η ένταση της φωτιάς. Αυτό δεν το κάνει η Πυροσβεστική Υπηρεσία, ούτε αλυσοπρίονα χρησιμοποιούν, ούτε εγκαταστάσεις για να βάλουν αντιπύρ, τίποτε τέτοιο δεν κάνουν. Περιμένουν επάνω στο ασφάλτινο δίκτυο, με αποτέλεσμα η φωτιά να έρθει με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση και να μην μπορείς να αντισταθείς, έστω και επάνω στο ασφάλτινο δίκτυο. Γι’ αυτό και έχουμε τα τελευταία αυτά γεγονότα, που η φωτιά μπαίνει μέσα σε οικισμούς. Παλιότερα δεν γινόταν αυτό».
Ο εκπρόσωπος Τύπου της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, Βασίλειος Βαθρακογιάννης, ωστόσο, υποστηρίζει ότι η πυροσβεστική χρησιμοποιεί το δασικό οδικό δίκτυο σε περίπτωση πυρκαγιάς: «Βεβαίως, πάντοτε, αυτό εννοείται, και μάλιστα τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια έχει μπει πιο βαθιά στον τομέα της συνδρομής στην αντιμετώπιση δασικών πυρκαγιών και η δασική υπηρεσία», μας είπε. Με το που ξεσπάει πυρκαγιά σε δασική έκταση, «ενεργοποιείται και η κατά τόπους δασική υπηρεσία, με τζιπάκι βγαίνουν έξω οι υπάλληλοι, ώστε να υποδείξουν αν τελικά υπάρχει εκεί κάποιος δρόμος έξτρα ή να μας δώσουν κι αυτοί τη συνδρομή τους στην αντιμετώπιση της πυρκαγιάς, κυρίως με τη φυτοκάλυψη που υπάρχει στην περιοχή και το πώς η φυτοκάλυψη αυτή επηρεάζει την εξέλιξη της πυρκαγιάς».
Η δασική υπηρεσία έχει δηλαδή υποστηρικτικό ρόλο; ρωτώ. «Ναι, εννοείται. Η πυροσβεστική έχει την καταστολή», απαντά ο κ. Βαθρακογιάννης. Σημειώνει επίσης ότι όταν το 1998 πέρασε η δασοπυρόσβεση στην πυροσβεστική υπηρεσία, άνθρωποι που εργάζονταν μέχρι τότε στη δασική υπηρεσία «ήρθαν στο πυροσβεστικό σώμα. Κι έτσι αυτή η γνώση δεν πήγε χαμένη, αντιθέτως αξιοποιήθηκε και εξελίχθηκε περαιτέρω».
Ο Βαγγέλης Στογιάννης μετέρχεται ωστόσο δύο κραυγαλέα παραδείγματα που, όπως λέει, καταδεικνύουν απουσία δασοπυρόσβεσης. «Δύο φωτιές πριν τρία χρόνια που τις ξέρουν όλοι οι Έλληνες», σημειώνει.
«Η φωτιά της Βαρυμπόμπης. Έλεγαν ότι μόλις άλλαζε ο αέρας, γινόταν αναζωπύρωση. Καμία αναζωπύρωση. Σε τρεις μέρες έδωσε τρεις φωτιές και έκαψε την Αττική όλη. Η φωτιά της Βαρυμπόμπης, από τη φτέρνα της αρχικής πυρκαγιάς. Ούτε την αρχική φτέρνα δεν είχαν δουλέψει! Και δεν είχε αέρα. Είχε ένα αεράκι και παρακάλαγε η φωτιά να τη σβήσουν. Τις ίδιες μέρες, η φωτιά στην Βόρεια Εύβοια. Στη Λίμνη της Εύβοιας, που πήγε τη μία στο Αιγαίο και ξαναγύρισε κι έκαψε και τη Λίμνη. Δύο φωτιές από την ίδια φτέρνα της αρχικής, και αυτή δεν την είχαν δουλέψει. Χιλιάδες τέτοια. Σε όλες τις φωτιές, τα ίδια. Σας λέω, δεν κάνουν δασοπυρόσβεση!»
Τι είναι η “αρχική φτέρνα”;
«Όταν ξεκινάει η φωτιά και απλώνει, φανταστείτε ότι είναι σαν μια παλάμη ανοιγμένη. Ο καρπός είναι η φτέρνα της φωτιάς, από εκεί ξεκινάει η δασοπυρόσβεση, σε όλο τον κόσμο. Προσβάλλεις την ένταση της πυρκαγιάς στην αρχή κι αρχίζεις να δουλεύεις γύρω γύρω την περίμετρο όπου αυτή θα απλώνει. Η περίμετρος είναι το ενεργό μέτωπο», εξηγεί ο Βαγγέλης Στογιάννης. «Σβήνεις λοιπόν εκεί, πηγαίνοντας προς την κεφαλή του μετώπου, διαχωρίζεις την καμένη από την άκαυτη έκταση, και οριοθετείς την πυρκαγιά. Αυτό η πυροσβεστική δεν το κάνει! Πάει και στήνεται στην άσφαλτο.
»Και αν έχεις αεροπλάνα, τα αεροπλάνα δεν κάνουν κατάσβεση. Κάνουν πιο γρήγορη την ενσφήνωση αυτού του μετώπου που σας περιέγραψα. Ρίχνουν, δηλαδή, το θερμικό φορτίο για 10-15 λεπτά -γιατί μετά θα ξαναφουντώσει- με την προϋπόθεση να μπουν οι επίγειες δυνάμεις και να κάνουν αυτό που σας είπα. Οι οποίες όμως δεν μπαίνουν!».
Έχει αναφερθεί ξανά από ειδικούς ότι η πυροσβεστική δεν επιχειρεί μέσα στο δάσος (ενδεικτικά, εδώ, εδώ, κι εδώ). Σε δε ρεπορτάζ της «Καθημερινής» τον Ιούλιο του 2022, επισημαινόταν πως «[ε]να από τα συμπεράσματα που προέκυψαν την περυσινή καταστροφική αντιπυρική περίοδο ήταν ότι οι δυνάμεις της Πυροσβεστικής δεν είχαν δυνατότητα να επιχειρούν μέσα στο δάσος, κοντά στο μέτωπο της φωτιάς». Και αυτός υπήρξε λόγος για την ίδρυση των ομάδων δασοκομάντος (ΕΜΟΔΕ), που φέτος αυξήθηκαν σε 16.
«Όλοι μπαίνουν μέσα στο δάσος, απλώς οι δασοκομάντος έχουν πρόσθετη εκπαίδευση», λέει ο κ. Βαθρακογιάννης. «Οι δασοκομάντος είναι μια υπηρεσία που δημιουργήθηκε πριν δύο χρόνια».
Δηλαδή, πριν τι γινόταν; Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι στην αρχή της φετινής αντιπυρική περιόδου παρουσιάστηκε από το υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας το «νέο επιχειρησιακό δόγμα» του Πυροσβεστικού Σώματος για το 2024, το οποίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων «άμεση απογείωση εναέριων μέσων με την έναρξη της πυρκαγιάς, μεγαλύτερες δυνάμεις στο πεδίο, πυροσβέστες και οχήματα, υποχρεωτικά δασάρχης κατά την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς…» (αναλυτικά, εδώ).
Καλώς επεμβαίνουν οι δασοκομάντος, υποστηρίζει ο Βαγγέλης Στογιάννης, αλλά επεμβαίνουν «σημειακά, σταγόνα στον ωκεανό», δεν δουλεύουν την περίμετρο της φωτιάς. Η πυροσβεστική -συμπληρώνει- συνεχίζει να δουλεύει με γραμμές άμυνας σε ασφάλτινα σημεία. Πράγματι, κάποιες φωτιές τις πρόλαβαν στην αρχή φέτος, χάρη όμως στη μεγάλη συγκέντρωση δυνάμεων, όχι επειδή έκαναν δασοπυρόσβεση, εκτιμά. «Αν κουραστούν ή γίνει πιο δυνατός ο αέρας, θα τους φύγουν οι φωτιές, όπως έγινε στην Αττική».
Στο πλαίσιο του φετινού δόγματος, αναφερόταν ότι έγινε επιμόρφωση σε στελέχη της πυροσβεστικής από τη δασική υπηρεσία για τις πυρκαγιές. Αρκεί; «Ο “στραταίος” πυροσβέστης μπορεί να είναι ήρωας, μπορεί να είναι φιλότιμος, αλλά δεν είναι ειδικός», υποστηρίζει ο κ. Στογιάννης, «όπως η Δασική Υπηρεσία, που σε όλο τον κόσμο έχει την ευθύνη της δασοπυρόσβεσης». Πλην Ελλάδας.
«Σήμερα ο δασικός πόρος δεν είναι κατακερματισμένος όπως ήταν στο παρελθόν, που υπήρχαν για παράδειγμα χωράφια, αμπέλια, καλλιέργειες και έσπαγε κάπως το δάσος σε ένα μωσαϊκό, και υπήρχαν σημεία ανάσχεσης της φωτιάς όπου μπορούσες να την περιμένεις», σημειώνει ο δρ Καρέτσος. «Τώρα όλες αυτές οι γεωργικές καλλιέργειες έχουν εγκαταλειφθεί, με αποτέλεσμα τα δάση να έχουν επεκταθεί, να έχουν καταλάβει τον χώρο που κατείχαν στο απώτερο παρελθόν αυτές οι εκτάσεις. Και είναι ενιαίος πλέον ο δασικός χώρος, δεν υπάρχουν σημεία-περιοχές αντίστασης της φωτιάς».
Εκτός του ότι ο δασικός χώρος πλέον είναι συνεχής, «δεν τον διαχειρίζονται κιόλας, με την έννοια έστω ακόμα και της ξυλοπονίας, να αφαιρείται η υπερβάλλουσα βιομάζα από μέσα, να καλλιεργείται το δάσος για παραγωγή ξυλείας ή άλλων προϊόντων», τονίζει ο δρ Καρέτσος.
Το Antinero τώρα σπάει τη συνέχεια της βλάστησης, σημειώνει ο κ. Στογιάννης. «Δηλαδή, η φωτιά μεταδίδεται από τα λεπτά καύσιμα (φύλλα, πευκοβελόνες, θαμνάκια) προς τα χοντρά καύσιμα (κορμοί δέντρων). Όταν το δάσος είναι τελείως απείραχτο, η φωτιά ανεβαίνει σε έναν “πράσινο τοίχο”. Εάν τώρα επικρατούν συνθήκες μεγάλης ξηρασίας, όπως ήταν η φωτιά της Αττικής, η μετάδοση αυτή γίνεται εκρηκτικά».
Το Antinero, λοιπόν, στο πλαίσιο του οποίου «σπάει» το συνεχές της βλάστησης και αφαιρείται η πλεονάζουσα βιομάζα, έχει νόημα όταν εφαρμόζεται σε ορισμένα σημεία όπου θα έρθει η φωτιά με φόρα μεγάλη ή όπου είναι πιο πιθανό να ξεσπάσει, για παράδειγμα 30 μέτρα εκατέρωθεν δρόμων σε όρια οικισμών, υποστηρίζει ο κ. Στογιάννης. Εκεί «κάνεις μια ζώνη όπου θα έχεις καθαρίσει τον θαμνώδη υπόροφο – δεν θα τον έχεις εξαφανίσει, τον χρειάζεται το δάσος-, κλαδεύεις δέντρα και πουρνάρια ώστε τα κλαδιά τους να ξεκινούν από τα 2,5-3 μέτρα και πάνω. Αυτές θα είναι περιοχές όπου θα μπορεί να μπει ένα πυροσβεστικό να πολεμήσει τη φωτιά. Αλλά» -επαναλαμβάνει- «εδώ η πυροσβεστική δεν κάνει δασοπυρόσβεση».
«Η πυρκαγιά, όταν θα φτάσει εκεί, πραγματικά θα χαμηλώσει η έντασή της. Άρα λοιπόν χρειάζεσαι αυτόν τον δρόμο σαν ζώνη άμυνας. Από τη στιγμή που η πυροσβεστική δεν μπαίνει σε αυτούς τους δρόμους για να κάνει ζώνες άμυνας, έχει νόημα να το κάνεις; Αυτό είναι το ερώτημά μου, για ποιο λόγο το κάνουν», τονίζει ο δρ Καρέτσος. «Και δαπανώνται τόσα χρήματα γι’ αυτό και δεν δίνονται για προσλήψεις, για την εφαρμογή της διαχείρισης στα δάση με κρατική εκμετάλλευση και τη χρηματοδότηση της έρευνας ή την ενίσχυση της βιομηχανίας που μπορεί να αξιοποιήσει ξύλο μικρών διαστάσεων. Ώστε να γίνεται δηλαδή ξυλοπονία, αλλά με όλες τις οικολογικές της διαστάσεις, και να αφαιρείται η υπερβάλλουσα βιομάζα που δημιουργεί τα προβλήματα των πυρκαγιών σήμερα».
Και συνεχίζει: «Αν είχε την πυρόσβεση η δασική υπηρεσία, προφανώς θα το χρησιμοποιούσε. Η πυροσβεστική υπηρεσία δεν το κάνει. Είναι και η στρατιωτική της δομή τέτοια, που ακόμα κι αν τοπικά κάποιος ικανός άνθρωπος ήθελε να το κάνει, αν δεν έχει την εντολή του ανωτέρου, δεν θα μπει μέσα. Όταν όμως την πυρόσβεση την είχε η δασική υπηρεσία, ο δασάρχης είχε το πρώτο πρόσταγμα – και την ικανότητα και δυνατότητα να χρησιμοποιήσει όλες τις δυνάμεις για να το κάνει. Κι επειδή γνώριζε το δάσος σπιθαμή προς σπιθαμή, ήξερε από πού θα φύγει, πού θα αμυνθεί, πού θα βρει καταφύγιο σε περίπτωση που εγκλωβιστεί και λοιπά. Ετούτοι εδώ σήμερα δεν το κάνουν αυτό».
Η δικηγόρος Σοφία Παυλάκη, ειδικευμένη στην Περιβαλλοντική και Δασική Πολιτική, μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος & Βιωσιμότητας και υποψήφια διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, φωτίζει και άλλη πλευρά, καταθέτοντας μια προσωπική εμπειρία. Πέρυσι την άνοιξη, είχε βρεθεί σε περιοχή της ΒΑ Αττικής που φέτος κάηκε. Εκεί, «είχαν μπει, προφανώς με βαριά οχήματα απ’ όσο φαινόταν από τα ίχνη στο έδαφος, και είχαν εφαρμόσει το Antinero σε μία εκτεταμένη περιοχή, έχοντας αποψιλώσει μια ρεματιά και το δάσος εκατέρωθεν του δρόμου. Σε κάποια σημεία, όπου μάλλον λόγω της έντονης κλίσης δεν μπορούσε να ελιχθεί το όχημα, είχε πατήσει πάνω σε νεαρά δέντρα και τα είχε διαλύσει ή τα είχε λυγίσει μέχρι τη γη και τα είχαν αφήσει έτσι, το ένα πεσμένο πάνω στο άλλο, χωρίς να τα βοηθήσουν να σταθούν ξανά…
»Τα δέντρα αυτά, ακόμα και αν δεν καίγονταν το καλοκαίρι, ήταν καταδικασμένα να ξεραθούν και να πεθάνουν στην κατάσταση που τα είχαν φέρει, αν και ήταν ως τότε υγιέστατα. Στην υπόλοιπη έκταση, που την είχαν “καθαρίσει”, τα δέντρα έμοιαζαν με οδοντογλυφίδες, αφού είχε μείνει απογυμνωμένος τελείως ο κορμός τους και ό,τι υπήρχε κάτω από τα κλαδιά τους είχε τελείως αφαιρεθεί! Μπορούσες να δεις από τη μια άκρη του δάσους στην άλλη ανάμεσα από τους κορμούς… Ήταν κάτι απόκοσμο και τραγικό ως εικόνα “δάσους”, που μόνο δάσος δεν θύμιζε πια..!» λέει.
«Η περιοχή αυτή που σας περιέγραψα, όπου είχε εφαρμοστεί το Antinero, κάηκε ολοσχερώς φέτος το καλοκαίρι», συνεχίζει. «Γεγονός που αποδεικνύει ότι το Antinero δεν προσφέρει καμία αντιπυρική θωράκιση στα δάση, αλλά τα εκθέτει σε ακόμα σοβαρότατους κινδύνους, πέρα από την ίδια την πυρκαγιά».
Ειδικοί, λοιπόν, αμφισβητούν τη σκοπιμότητα του Antinero, υποστηρίζοντας ότι η πυροσβεστική δεν στήνει γραμμές άμυνας στο δασικό δίκτυο. Εκτός αυτού, η Σοφία Παυλάκη αναφέρθηκε σε περιοχή στη ΒΑ Αττική όπου είχε εφαρμοστεί Antinero, η οποία, πέραν του ότι την επόμενη χρονιά κάηκε, φερόταν να έχει υποβαθμιστεί περιβαλλοντικά. Επιπλέον, ήδη στην αρχή της συζήτησης μας, ο δρ. Γεώργιος Καρέτσος επισήμανε ότι στα δασοτεχνικά γραφεία πήραν εργολαβίες «χωρίς προδιαγραφές». Κάτι που είχε αναφέρει και σε άρθρο του στο dasarxeio.gr, στο οποίο τόνιζε ότι το Antinero I, II, III, όχι μόνο αποδεικνύεται αναποτελεσματικό, αλλά «και πολλές φορές επικίνδυνο, εφόσον εκτελείται χωρίς σοβαρές προδιαγραφές…».
Στο επόμενο ρεπορτάζ του Φακέλου μας, ερευνούμε εάν το Antinero μπορεί να είναι και περιβαλλοντικά επιζήμιο.