Το απόγευμα της περασμένης Παρασκευής, υπερψηφίστηκε από την Ολομέλεια της Βουλής με 156 ψήφους – αποκλειστικά εκείνες των βουλευτών της Ν.Δ. – το πολυσυζητημένο νομοσχέδιο ΕΣΥ του υπουργείου Υγείας «Δευτεροβάθμια περίθαλψη, ιατρική εκπαίδευση, μισθολογικές ρυθμίσεις για τους ιατρούς και οδοντιάτρους του Εθνικού Συστήματος Υγείας», με 141 βουλευτές της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης να ψηφίζουν «κατά». Με τις ίδιες ακριβώς ψήφους υπερψηφίστηκαν ονομαστικά και τα άρθρα 7, 10 και 56 του νομοσχεδίου.
Την ίδια στιγμή, στην πλατεία Συντάγματος, μπροστά από τη Βουλή, κι ενώ εντός του κοινοβουλίου η κυβέρνηση κατέθετε το νομοσχέδιο, πλήθος υγειονομικών αντιδρούσε ενάντια στην «ιδιωτικοποίηση του ΕΣΥ», την οποία καταγγέλλουν πως αυτό θα επιφέρει. Γιατροί, νοσηλευτές, πολιτικές οργανώσεις και κόμματα, εργατικά σωματεία, φοιτητικοί σύλλογοι και απλοί πολίτες, στήριξαν το αίτημα των Ομοσπονδιών των εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία, για την άμεση ανάκληση του νομοσχεδίου, «ώστε να μην περάσει η ιδιωτικοποίηση στο Εθνικό Σύστημα Υγείας».
Η ψήφισή του, ήρθε μόλις μερικές ημέρες μετά τις εικόνες ντροπής στο παράρτημα του Λαϊκού Νοσοκομείου στη Σεβαστουπόλεως, όπου γίνονται οι χημειοθεραπείες των καρκινοπαθών. Ασθενείς, που είχαν έρθει ακόμη και από απομακρυσμένα νησιά, σχημάτιζαν ουρές από τις 5 έως τις 7 το χάραμα, για να μπουν στο νοσοκομείο και να υποβληθούν στη χημειοθεραπεία τους. Οι ίδιοι δήλωσαν πως, ενώ το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό κατέβαλε κάθε προσπάθεια ώστε να αντιμετωπιστούν οι σοβαρές ελλείψεις που αφορούν το παράρτημα, σημειώθηκαν πολύ μεγάλα προβλήματα στα ραντεβού. Ευθύνη σε αυτό φαίνεται πως φέρει η μείωση του προσωπικού κατά 40% τα τελευταία χρόνια, αλλά και η συρρίκνωση των διαγνώσεων την τελευταία διετία εξαιτίας του Covid-19 και κατ’ επέκταση η περιορισμένη πρόληψη.
Γυρνώντας τον χρόνο πίσω στην ιστορία του ΕΣΥ, το 1981 άρχισαν να μπαίνουν τα θεμέλια για μία από τις πιο προοδευτικές κοινωνικές τομές της μεταπολίτευσης, όπως έχει χαρακτηριστεί. Ο τότε υπουργός Υγείας, Γιώργος Γεννηματάς, επί κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, υλοποίησε τη μεταρρύθμιση του ΕΣΥ που είχε αρχίσει να θέτει σε εφαρμογή ο προκάτοχός του, Παρασκευάς Αυγερινός.
Η μεταρρύθμιση, που θεσμοθετήθηκε τελικά το 1983, διασφάλιζε την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση των γιατρών, ώστε να μην εισχωρεί το δημόσιο στο ιδιωτικό σύστημα υγείας – και τούμπαλιν. Χάρη σε αυτή, η δυνατότητα νοσηλείας των ασθενών (ασφαλισμένων και ανασφάλιστων), ήταν σημαντικά οργανωμένη και γινόταν με χρηματοδότηση από το κράτος και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Τώρα, όπως τονίζουν οι Ομοσπονδίες των εργαζομένων, η θεμελιώδης αυτή αρχή για τη σύσταση του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) που είχε διασφαλιστεί πριν από τέσσερις δεκαετίες με τον νόμο 1397/83, αίρεται από την κυβέρνηση. Παρά τη σημερινή υποστελέχωση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, τις σημαντικές ελλείψεις στο ΕΣΥ και τις δυσχερείς συνέπειες που αυτές επιφέρουν στους εργαζόμενους και τους πολίτες, οι ομοσπονδίες ισχυρίζονται πως τα όσα προβλέπει το παρόν νομοσχέδιο, θα υπονομεύσουν ακόμη περισσότερο την περίθαλψη των ασθενών στο δημόσιο σύστημα υγείας.
Ο νέος νόμος δίνει μεταξύ άλλων τη δυνατότητα σε γιατρούς του ΕΣΥ να εργάζονται παράλληλα και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, και στους ιδιώτες γιατρούς να εργάζονται με μερική απασχόληση στα δημόσια νοσοκομεία. Για τους καθηγητές Ιατρικής, μάλιστα, προβλέπεται ότι μπορούν να εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα, όχι μόνο σε ιδιωτικές κλινικές κάνοντας επεμβάσεις, αλλά ακόμη και ως επιστημονικοί σύμβουλοι, σε διάφορες ιδιωτικές μονάδες.
Το επίμαχο σημείο του νομοσχεδίου Γκάγκα, που έχει προκαλέσει τις εντονότερες αντιδράσεις των υγειονομικών, είναι το άρθρο 10, καθώς είναι αυτό που διασφαλίζει «στους ιατρούς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που υπηρετούν σε νοσοκομεία του ΕΣΥ, υπό προϋποθέσεις, να λειτουργούν ιδιωτικό ιατρείο ή να παρέχουν υπηρεσίες προς ιδιωτικές κλινικές, ιδιωτικά διαγνωστικά ή θεραπευτικά εργαστήρια και γενικότερα σε κάθε είδους ιδιωτικές επιχειρήσεις, που παρέχουν ή καλύπτουν υπηρεσίες υγείας».
Ακόμη, σε αυτό αναφέρεται πως διασφαλίζεται «ο εκσυγχρονισμός του νομικού πλαισίου που διέπει το καθεστώς απασχόλησης των ιατρών κλάδου ΕΣΥ, μέσω της πρόβλεψης της δυνατότητας προκήρυξης θέσεων μερικής απασχόλησης, οι οποίες θα καλύπτονται από ιατρούς που θα έχουν τη δυνατότητα άσκησης ιδιωτικού επαγγέλματος».
Παράλληλα, προκειμένου να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση, αίρεται η κρατούσα απαγόρευση για τους πανεπιστημιακούς ιατρούς να υπηρετούν σε νοσοκομεία του ΕΣΥ ή σε γιατρούς αρμοδιότητας του Υπουργείου Παιδείας, να παρέχουν υπηρεσίες σε ιδιωτικές κλινικές.
Βασικό επιχείρημα των υγειονομικών που εναντιώνονται στο νομοσχέδιο επικαλούμενοι την ιδιωτικοποίηση του ΕΣΥ, αποτελεί το γεγονός ότι, αντί η κυβέρνηση να μεριμνήσει για την αύξηση των μισθών όσων εργάζονται στο δημόσιο, στρέφει τους γιατρούς στην αναζήτηση συμπληρωματικών εισοδημάτων από την τσέπη των ασθενών, ασκώντας ιδιωτικό έργο και εντός του νοσοκομείου με τα απογευματινά ιατρεία και χειρουργεία, αλλά και εκτός νοσοκομείου, στον ιδιωτικό τομέα.
Σχολιάζοντας στην Popaganda τις αστοχίες του νέου νόμου, ο παθολόγος και καθηγητής παθολογικής φυσιολογίας στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ στο Λαϊκό, Θανάσης Πρωτογέρου, τονίζει: «Εμείς ως μέλη ΔΕΠ (Διδακτικό Ερευνητικό Προσωπικό) και καθηγητές στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, βλέπουμε καθημερινά πώς μοχθούν οι συνάδελφοί μας στο ΕΣΥ. Το Δημόσιο Σύστημα Υγείας χρειάζεται μια τολμηρή επανεκκίνηση. Η παρούσα νομοθετική πρωτοβουλία δεν αρκεί, καθώς κάθε νομοσχέδιο πρέπει να κρίνεται βάσει του πλαισίου και της καθημερινότητας στην οποία ζούμε. Αυτή τη στιγμή το ΕΣΥ χρειάζεται μια γενναία επιχορήγηση σε υλικοτεχνική υποδομή, αλλά και την σημαντική αύξηση του νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού».
«Μια διάταξη η οποία σε άλλες συνθήκες θα μπορούσε να κριθεί ακόμη και ευεργετική, όταν έρχεται σε μια χρονική στιγμή όπως αυτή, κατά την άποψή μου, δεν λύνει τα υπάρχοντα προβλήματα. Αν ωστόσο πάρει κάποιος το άρθρο 10 και το μεταφέρει σε κάθε χωριό, σε κάθε περιφέρεια ξεχωριστά (που εντοπίζεται ανομοιογένεια στο ΕΣΥ), μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να λειτουργήσει θετικά. Όμως, για τα μεγάλα νοσοκομεία του αστικού ιστού στις μεγάλες πόλεις και για συγκεκριμένες ειδικότητες όπως η δική μου, φαίνεται πως λειτουργεί αρνητικά», προσθέτει ο ίδιος.
Αναφορικά με το ωράριο των γιατρών, ο κ. Πρωτογέρου επισημαίνει πως, «Ένας επιμελητής του ΕΣΥ που δουλεύει ακόμη και 10 ώρες τη μέρα και εφημερεύει συχνά, έχοντας μάλιστα και δύο ημέρες απογευματινής εργασίας, είναι σχεδόν αδύνατο να αφιερώσει επιπρόσθετες ώρες εκτός του δημόσιου νοσοκομείου – εκτός αν κάποιος γιατρός δουλεύει σε ένα νοσοκομείο στο οποίο ο φόρτος εργασίας είναι πολύ περιορισμένος. Δεν θα τον βρούμε όμως εύκολα αυτόν τον γιατρό στη πλειονότητα των ειδικοτήτων».
«Επίσης, οι γιατροί του ΕΣΥ έχουν εδώ και αρκετά χρόνια το δικαίωμα να λειτουργούν απογευματινά ιατρεία και να αμείβονται από τον κάθε ασθενή βάσει του νομικού πλαισίου που ισχύει στον ΦΕΚ 1643/Β/10-12-2001. Οι επιπλέον όμως ώρες εργασίας σε κάποιο ιδιωτικό κέντρο, δεν θα λύσουν το οικονομικό πρόβλημα των γιατρών που μοχθούν, καθώς πρωτίστως δεν υπάρχει ο χρόνος που απαιτείται για να εργαστούν παραπάνω. Δεν μπορούμε δηλαδή να αντιρροπήσουμε την αδυναμία του κράτους να προσφέρει αυτό που πραγματικά αξίζει ένας γιατρός του ΕΣΥ, με το να τον ωθεί να δουλέψει περισσότερο στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό θα έπρεπε να είναι απλώς μια επιλογή, όχι όμως ο τρόπος για να αυξήσει τον μισθό του», καταλήγει.
Ακόμη, όπως κατήγγειλε ο πρόεδρος των νοσοκομειακών γιατρών Θεσσαλονίκης, Χρήστος Καραχρήστος στο Documento, «Με αυτά που προβλέπονται στο νομοσχέδιο, για να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει ένας γιατρός ιδιωτικό έργο θα πρέπει να συμμετέχει στο πρωινό ωράριο, στις εφημερίες και να έχει συμμετοχή και στην απογευματινή λειτουργία του νοσοκομείου».
«Με βάση τη στελέχωση που υπάρχει αυτήν τη στιγμή στο δημόσιο σύστημα υγείας, αυτό συνεπάγεται τουλάχιστον 70 ώρες εργασία την εβδομάδα και την εξάντληση των εργαζομένων. Επομένως οι γιατροί που εργάζονται ήδη πολλές ώρες και κάνουν υπερωρίες ενδέχεται να προτιμήσουν να παραιτηθούν από τις θέσεις τους στα νοσοκομεία, με αποτέλεσμα να προκύψουν ακόμη μεγαλύτερες ελλείψεις στο ΕΣΥ».
Στο κύμα των αντιδράσεων που έχει ξεσπάσει, σε ανακοίνωσή της η Ένωση Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας-Πειραιά (ΕΙΝΑΠ), η οποία φέρει την υπογράφει της προέδρου, Ματίνα Παγώνη, επισημαίνει ότι το νομοσχέδιο θα οδηγήσει στην «εμπορευματοποίηση της Υγείας και υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών».
Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ) με τη σειρά της, εκφράζει την πεποίθηση ότι «αναμένεται η κατάργηση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, η οποία αναμένεται να καταργήσει την οργανωμένη δυνατότητα δωρεάν νοσηλείας των ασθενών στο Δημόσιο», προσθέτοντας πως «το νομοσχέδιο θα αυξήσει περαιτέρω την ιδιωτική δαπάνη υγείας και την προκλητή ζήτηση υπηρεσιών, κάτι που έχει ήδη ξεκινήσει με τη θέσπιση του θεσμού του απογευματινού χειρουργείου επί πληρωμή».
Την ίδια στιγμή, η Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδος (ΟΕΝΓΕ), αναφέρει ότι το νομοσχέδιο «ιδιωτικοποιεί πλήρως τα δημόσια νοσοκομεία, μετατρέπει την υγεία του λαού σε ακόμα πιο ακριβό εμπόρευμα και προνόμιο για λίγους και καταδικάζει τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού σε ακόμα πιο υποβαθμισμένες υπηρεσίες υγείας», ενώ ανακοίνωσε την συλλογή υπογραφών νοσοκομειακών γιατρών για την απόσυρσή του.
Σχετικά με τους μισθούς των γιατρών, όπως αναφέρεται στο νομοσχέδιο, θα καταβληθούν αναδρομικά, από τις 28 Ιουνίου 2022, αυξήσεις ύψους 10%, μεσοσταθμικά, στους μισθούς και τα επιδόματα περισσότερων από 20.000 γιατρών του ΕΣΥ και από την 1η Ιανουαρίου 2023 θα καταβληθεί περαιτέρω προσαύξηση, ύψους έως και 690 ευρώ, στο νοσοκομειακό επίδομα για τους γιατρούς οι οποίοι υπηρετούν σε ΜΕΘ.
Ακόμη, θα χορηγηθεί μηνιαίο χρηματικό επίδομα, ύψους 250 – 400 ευρώ, στους γιατρούς που υπηρετούν στα τμήματα επειγόντων περιστατικών (ΤΕΠ) των νοσοκομείων του ΕΣΥ στη χώρα, αλλά και στους αναισθησιολόγους οι οποίοι εδρεύουν στα αναισθησιολογικά τμήματα των νοσοκομειακών ιδρυμάτων.
Παράλληλα, από 1/1/2023 επισημαίνεται πως θα καταβληθεί επιπλέον προσαύξηση του νοσοκομειακού επιδόματος των γιατρών που υπηρετούν σε ΜΕΘ, ενώ θα δοθεί μηνιαίο επίδομα σε γιατρούς που υπηρετούν στα ΤΕΠ και σε αναισθησιολόγους που υπηρετούν σε αναισθησιολογικά τμήματα. Η αναμόρφωση των ειδικών μισθολογικών ρυθμίσεων και η αύξηση των αποδοχών που αφορούν τους Ιατρούς και Οδοντιάτρους του Εθνικού Συστήματος Υγείας, τους έμμισθους Ειδικευόμενους Ιατρούς, τους Επικουρικούς Ιατρούς κ.λπ.
Σχολιάζοντας τις αυξήσεις που προβλέπονται για τους μισθούς των γιατρών, ο κ. Πρωτογέρου, αναφέρει πως, «Aποτελούν έναν θετικό παράγοντα, ωστόσο αυτές δεν είναι σημαντικές και επαρκείς. Ο κάθε εργαζόμενος μπορεί να κρίνει από την σκοπιά του αν πρόκειται για μία γενναία αύξηση ή ένα μικρό παυσίπονο. Οι μισθοί των γιατρών του ΕΣΥ παρουσιάζουν πολύ μεγάλες ελλείψεις και η λύση δεν βρίσκεται στο να τους δίνουμε τη δυνατότητα να δουλεύουν περισσότερο για να αποκτήσουν περισσότερα χρήματα, όπως προαναφέραμε. Αντιθέτως, πρέπει να αμείβονται σωστά για το έργο που παράγουν εντός του ωραρίου τους και μέσα στο πλαίσιο της καθημερινής τους εργασίας».
Παρά τις σφοδρές αντιδράσεις της πλειονότητας των υγειονομικών, ο Θάνος Πλεύρης απάντησε στο επιχείρημα ότι το νομοσχέδιο στρέφει τους πολίτες προς τον ιδιωτικό τομέα, λέγοντας πως «υπάρχουν ασφαλιστικές δικλείδες», χωρίς να διασαφηνίζει ποιος και με ποιον τρόπο θα ελέγχει τους γιατρούς ώστε να μην παραγκωνίζουν τις υποχρεώσεις τους στον δημόσιο τομέα προς όφελος της ιδιωτικής τους απασχόλησης.
«Το νομοσχέδιο αναφέρει ότι [οι γιατροί] θα εξαντλούν το ωράριο που έχουν στα νοσοκομεία και τις εφημερίες τους και θα μπορούν στη συνέχεια να ασκούν και ιδιωτικό έργο, ενώ θα πρέπει πρώτα να συμμετέχουν και δύο φορές την εβδομάδα στην απογευματινή λειτουργία των νοσοκομείων», κατέστησε σαφές ο ίδιος.
Παράλληλα, κατά την κυβερνητική πλειοψηφία, πιστεύεται πως «ο εκσυγχρονισμός του νομικού πλαισίου θα παρέχει σημαντικά κίνητρα για την παραμονή των γιατρών στο ΕΣΥ», αλλά και «την αναγκαία αποτελεσματικότητα για τους ιδίους τους ασθενείς». Χάρη στο νέο νομικό πλαίσιο μάλιστα, κρίνουν πως «προβλέπεται η δυνατότητα να προκηρύσσονται θέσεις μερικής απασχόλησης, σε νοσοκομεία δυσπρόσιτων και απομακρυσμένων περιοχών, οι οποίες θα καλύπτονται από γιατρούς που θα έχουν επίσης τη δυνατότητα άσκησης ιδιωτικού επαγγέλματος».