Η εικόνα του αγνώριστου γενειοφόρου Ράντοβαν Κάρατζιτς που έκανε το γύρο του κόσμου τον Ιούλιο του 2008 ήταν ακριβώς αυτή που ταίριαζε στο θέατρο του παραλόγου που παιζόταν για δύο δεκαετίες στην πρώην γιουγκοσλαβική ομοσπονδία. Ταλαιπωρημένος, κουρασμένος, «κακόμοιρος», με μια απίθανη ιστορία παράλληλης παράνομης ζωής, αφιερωμένης στην εναλλακτική (ψυχ)ιατρική και τα μεταλλικά φυλαχτά. Καμία σχέση με τον αμοραλιστή ηγέτη που χωρίς καμία ανθρωπιστική αιδώ υποστήριζε δημόσια, κατά τη διάρκεια των εθνοκαθάρσεων στη Βοσνία, ότι «είναι μια μοναδική ευκαιρία που δίνεται στους Μουσουλμάνους να επιστρέψουν στον μοναδικό τόπο όπου θα αισθάνονται πραγματικά οικεία». Με κάθε πιθανή κι απίθανη μορφή κάλυψης να τον έχει προδώσει, ο Κάρατζιτς έμοιαζε υποταγμένος στη μοίρα. Ίσως η φυσιολογική εξέλιξη, κάποιου που προηγουμένως είχε υποταχθεί απόλυτα στην εξουσία, πουλώντας την ως ιδεολογία στις αφελείς μάζες …
Κι όμως ο Ράντοβαν Κάρατζιτς, γιος ενός Τσέτνικ (στρατιώτη της εξόριστης γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου), μόλις ολοκλήρωσε τη μετεκπαίδευσή του ως ψυχίατρος σε Δανία και Η.Π.Α. φλέρταρε με την ιδέα ενός «πράσινου» οικολογικού κόμματος. Διατυπώνοντας, ανατριχιαστικά αντιφατικές με το προσωπικό του μέλλον, απόψεις όπως «ο μποσελβικισμός είναι κακός, αλλά ο εθνικισμός είναι ακόμα χειρότερος». Είναι αρχές της δεκαετίας του ’80. Ο Κάρατζιτς γράφει ποιήματα (όπως ο τότε μέντοράς του Ντόμπριτσα Τσόσιτς), μπλέκεται σε μικροαπάτες με χορηγήσεις ιατρικών γνωματεύσεων σε εργάτες που θέλουν να βγουν πρόωρα σε σύνταξη ή σε εγκληματίες που θέλουν να αποφύγουν τη φυλάκιση. Είναι ένας γνήσιος τυχοδιώκτης που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί κάθε περιθώριο που του δίνεται, προκειμένου να αποκτήσει χρήμα και δύναμη. Το 1984 μαζί με ένα συνεργάτη του, εξαπατούν έναν αγροτικό συνεταιρισμό, εξασφαλίζοντας δάνειο που αξιοποιείται για την κατασκευή ιδιωτικών πολυτελών κατοικιών τους στο Πάλε. Απάτη που θα του κοστίσει 11 μήνες στη φυλακή, μέχρι να μεσολαβήσει ο πολιτικός Νίκολα Κόλιεβιτς (αργότερα αυτόχειρας), προκειμένου να απελευθερωθεί και να τη γλιτώσει…
Στο μεταξύ ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς κερδίζει πόντους στο γιουγκοσλαβικό πολιτικό σκηνικό. Είναι άνθρωπος χαμηλών τόνων, αλλά υψηλών βλέψεων. Η 8η Ομοσπονδιακή Σύνοδος στις 24-25/9 του 1987 είναι καθοριστική. Για πρώτη φορά το συναινετικό κλίμα ομαλής διαδοχής προέδρων ανατρέπεται. Ο Μιλόσεβιτς και όσοι τον υποστηρίζουν (προεξάρχοντος και του δικού του μέντορα, Ιβάν Στάμπολιτς) είναι αποφασισμένοι να παίξουν το εύφλεκτο εθνικιστικό χαρτί. Σε ένα ομόσπονδο κράτος που οι θρησκευτικές διαφορές μπορούν (όπως αποδείχθηκε) να τινάξουν ανά πάσα στιγμή. Διαμορφώνεται ένας μηχανισμός που οδηγεί στην έκρηξη του 1991. Με τη διετία ’88-89 να χαρακτηρίζεται από έντονες διαδηλώσεις με συμμετοχή έως και 1,5 εκατομμυρίου κόσμου, από «κροατική σιωπή» εκπεφρασμένη από τον πρόεδρο Τούτσμαν κι από πυρετικό ντοπάρισμα της κοινής γνώμης με πλήρη έλεγχο των ΜΜΕ. Ο θρησκευτικός παράγοντας, φυσικά, παίζει το ρόλο του, με φωτογραφίες του Μιλόσεβιτς να πωλούνται στα καταστήματα με εκκλησιαστικά χαρίζοντάς του ενδυμασία «εθνικού απελευθερωτή».
Σε αυτό το πλαίσιο ο Ράντοβαν Κάρατζιτς βρίσκει την ευκαιρία που έψαχνε, συνιδρύοντας το Σερβικό Δημοκρατικό Κόμμα στη Βοσνία. Ανήκει στην παρέα που βλέπει «πεδίο νομής λαμπρόν», στην γιουγκοσλαβική πίτα που ξαναμοιράζεται. Όπως προαναφέρθηκε, είναι κλασικός τυχοδιώκτης. Ακόμα και στις περιόδους των στρατιωτικών επιχειρήσεων, δεν ξεχνά να κυκλοφορεί με πακτωλό μετρητών που ξοδεύονται σε καζίνα. Και βέβαια συνεχίζει να γράφει ποιήματα. Η περιφρόνησή του προς το λαό είναι φανερή, ακόμα και στις «ηρωικές» δημόσιες εμφανίσεις του. Η άπληστη δίψα του, όμως για εξουσία, συνιστά το λούμπεν στοιχείο της δράσης του που τελικά θα τον οδηγήσει στο να ξεφύγει από τον έλεγχο του Μιλόσεβιτς μαζί με τον αρχηγό του σερβοβοσνιακού στρατού, Ράτκο Μλάντιτς (συνελήφθη το 2011 και είναι επίσης κατηγορούμενος για ειδεχθή εγκλήματα πολέμου στο Δικαστήριο της Χάγης). Στα τέλη Ιουλίου του 1991, σε ένα πολύ σημαντικό κροατικό έδαφος υπάρχουν ήδη ισχυρά σερβικά στρατεύματα. Ο στρατός, άλλωστε παίζει βαρύνοντα ρόλο στις εξελίξεις, με τις γνωστές παραφυάδες και διασυνδέσεις με τη Μαφία…
Έχει επικρατήσει να γίνεται λόγος για εμφύλιο πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Η χρήση του όρου είναι μάλλον καταχρηστική. Και χρησιμεύει ως ευφημισμός που δικαιολογεί σε ευήκοα (ελληνορθόδοξα κατά προτίμηση) αυτιά, αυτήν την ντροπιαστική καμπή της βαλκανικής ιστορίας. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρξαν παρά ελάχιστες συγκρούσεις αντιπάλων στρατευμάτων. Στην καθημερινότητα το αποτρόπαιο μενού περιλάμβανε εξοντωτικές σφαγές (7500 μουσουλμάνων, αμέτρητων μη Σέρβων), εξαντλητικές πολιορκίες, βασανιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως, ανηλεείς διωγμούς, μια συστηματική εθνοκάθαρση στο όνομα του χρήματος και της προσωπικής φιλοδοξίας. Με την Ευρώπη να νίπτει τας χείρας, τη δε Ελλάδα να οργανώνει παράτες υποστήριξης (και με έλληνες ακροδεξιούς να συμμετέχουν ως μισθοφόροι στην Εθνική Φρουρά Εθελοντών του Αρκάν – διαβάστε εδώ μια εξόχως αποκαλυπτική έρευνα) που τώρα θεωρούνται περασμένες – ξεχασμένες. Το τέλος δε θα αργούσε να έρθει. Το 1995 έρχεται η επικράτηση των Κροατών στην Κράινα, ο βομβαρδισμός της Σρεμπρένιτσα και τελικά η συνθήκη ειρήνευσης του Ντέιτον.
Ο Κάρατζιτς είναι πλέον επικηρυγμένος από τη διεθνή κοινότητα και βγαίνει στην παρανομία. Που κρατάει σχεδόν 13 χρόνια. Στα οποία ο Κάρατζιτς υιοθετεί την περσόνα του ανθρώπου με τα ‘3 D’, του Dragan David Dabic (υπαρκτού Σερβοβόσνιου που πέθανε το 1993 κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών). Ενός ψυχιάτρου που ακολουθεί εναλλακτικές μεθόδους (τις οποίες βαφτίζει Human Quantum Energy) προκειμένου να θεραπεύσει κυρίως σεξουαλικές δυσλειτουργίες. Η κατάληξη της φιγούρας του είναι προφανώς ιλαρή, προκύπτουν όμως σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την πολιτική βούληση σύλληψής του.
Ο Κάρατζιτς: δίνει διαλέξεις με το καινούριο του λουκ, πετάγεται μέχρι το Μεάτσα και βλέπει αγώνες της Ίντερ, εξακολουθεί να εκδίδει ποιητικές συλλογές, τρέχει site με τις ιατρικές δραστηριότητές του, μοιράζει επαγγελματικές κάρτες “D.D. David”, έχει κροατικό διαβατήριο με το οποίο ταξιδεύει στην Αυστρία ως Petar Glumac, αντιστέκεται στον κλοιό που δημιουργούν ΝΑΤΟ και Ίντερπολ πιέζοντας ή συλλαμβάνοντας μέλη της οικογένειάς του. Εικάζεται ότι έχει κάνει εγχείρηση επεμβαίνοντας στις φωνητικές χορδές του και είναι προφανές ότι έχει διατηρήσει επαφές με τα εθνικιστικά κομμάτια των μυστικών σερβικών υπηρεσιών που του προμηθεύουν ταυτότητα κι έγγραφα κίνησης. Είναι σύμπτωση ότι η σύλληψή του γίνεται το καλοκαίρι του 2008, λίγες μέρες αφ’ ότου αλλάζει η ηγεσία τους; Κι από πού αντλήθηκε το μπάτζετ για να γίνονται όλα αυτά; Τα σέρβικα δημοσιεύματα δεν έπαψαν ποτέ να τον συνδέουν με απαγωγές πλουσίων, εμπόριο ναρκωτικών κι άλλες δραστηριότητες του υποκόσμου. Και υπάρχουν και οι καταγεγραμμένες καταγγελίες ότι ο Κάρατζιτς είχε υφαρπάξει 36 εκ. μάρκα (18 εκ. ευρώ περίπου) σε σακούλα από τράπεζα της Μπάνια Λούκα την άνοιξη του 1997.
Με τις δικές Κάρατζιτς και Μλάντιτς το γιουγκοσλαβικό εμφυλιακό κεφάλαιο κλείνει. Τον τελευταίο λόγο έχουν τα διεθνή όργανα, αν και οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι πολύ θα ήθελαν να δικαστούν εντός έδρας. Για να εκμεταλλευτούν ακόμα και τους τελευταίους θύλακες που οργάνωναν διαδηλώσεις υπέρ του Κάρατζιτς όταν συνελήφθη το 2008. Διαδηλώσεις κουρασμένες που φανέρωναν σχεδόν μηδενική υποστήριξη. Η Σερβία, άλλωστε, βλέπει το ευρωπαϊκό τρένο ως μονόδρομο προκειμένου να ξεπεράσει την εξάντληση και την καθυστέρηση που κληρονόμησε το αίμα.
Ο Ζόραν Μούτιτς γεννήθηκε, μεγάλωσε και «δραπέτευσε» – κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, από το Σεράγεβο. Πήγε στη Λιουμπλιάνα, σπούδασε την ελληνική γλώσσα (έχει μεταφράσει ποιήματα του Σεφέρη κι έργα της Ιωάννας Καρυστιάνη), επέστρεψε σπίτι όταν ηρέμησαν τα πράγματα και τώρα δουλεύει ως μεταφραστής στις υποθέσεις εγκλημάτων πολέμου που διεξάγονται στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η διπλή ιδιότητά του, αυτή του σχετικού επαγγελματία κι εκείνη του βόσνιου πολίτη – «γκασταρμπαιτερ», όπως λέει ο ίδιος, έχει ιδιαίτερη σημασία. Ήθελε να γυρίσει πίσω και περίμενε με αγωνία τη δίκη Κάρατζιτς. Είδε από πολύ κοντά και τη δίκη – κύκνειο άσμα του Μιλόσεβιτς και διαπιστώνει «πώς είναι πολύ σημαντικό που οι υπεύθυνοι βρίσκονται στα χέρια της δικαιοσύνης». Από την άλλη όταν προκαλείται η βοσνιακή του καταγωγή δεν διστάζει να παραδεχθεί «την ευρωπαϊκή υποκρισία, καθώς η Ευρώπη θα μπορούσε να κάνει πολλά, αλλά δεν έκανε σχεδόν τίποτα τα κρίσιμα χρόνια. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ξεκίνησε σαν ένα εσωτερικό θέμα, αλλά γρήγορα απέκτησε παγκόσμιες διαστάσεις», συμπληρώνει. Θυμάται τον Μιλόσεβιτς «να μπαίνει στο δικαστήριο θεωρώντας ότι δε θα ηττηθεί, δε θα πεθάνει ποτέ. Βυθισμένος σε παραισθήσεις εξουσίας, πιο δυνατές από την πραγματικότητα». Όμως, ο Κάρατζιτς «είναι πιο πρακτικός, χρειάζεται την προσοχή του κοινού, ίσως γι’ αυτό ήταν τέτοιος ο παράνομος του βίος. Είναι προφανές ότι απολάμβανε κάποια προστασία στη Σερβία, ας θυμηθούμε τη μη συνεργασία των αρχών με την Κάρλα Ντελ Πόντε. Όμως, όλοι δεχθήκαμε με κάποια ανακούφιση τη σύλληψή του», καταλήγει. «Στο Σεράγεβο που πηγαίνω συχνά, η ζωή έχει αλλάξει. Δεν υπάρχει μίσος μεταξύ των απλών ανθρώπων, υπάρχουν μόνο σπίθες που πετάνε οι πολιτικοί κι εκμεταλλεύεται η Μαφία. Ο κόσμος κάνει παρέα, προχωρά σε διαφυλετικούς γάμους, προσπαθεί να ξεχάσει. Διαδηλώσεις από νοσταλγούς ήδη βλέπουμε, αλλά η φιλοευρωπαίκή πλευρά έχει επικρατήσει και θέτει τον τόνο. Μπορεί να γίνουν μερικές εκρήξεις ακόμα, αλλά κανείς δε νοιάζεται τόσο πολύ»…
Σήμερα 24/3/2016 το Δικαστηρίο της Χάγης έκρινε ένοχο για τον Ράντοβαν Κάρατζιτς για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Απαλλάχθηκε από μια πρώτη κατηγορία για γενοκτονία στις πόλεις της Βοσνίας, όμως -διαβάζοντας την ετυμηγορία – ο δικαστής Ο-Γκον Κουόν τόνισε ότι η πολιορκία του Σαράγεβο, (πόλης που κατοικείτο από Βόσνιους Μουσουλμάνους, Σερβοβόσνιους και Κροάτες της Βοσνίας) κατά την οποία οι κάτοικοι γίνονταν στόχοι όλμων και ελεύθερων σκοπευτών των σερβοβοσνιακών δυνάμεων, δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα χωρίς την έγκριση του Κάρατζιτς. Σημείωσε ακόμη ότι η εντολή για κατάληψη της Σρεμπρένιτσα, πριν τη μεγάλη σφαγή 8.000 αμάχων Βόσνιων Μουσουλμάνων, δόθηκε από τον Ράντοβαν Κάρατζιτς.
*Το κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 2008, στο περιοδικό «Ταχυδρόμος». Αναπαράγεται εδώ ελαφρά επικαιροποιημένο.