Όταν κατασκευάστηκε, σχεδόν 150 χρόνια πριν, έγινε γνωστό για τη μοναδικότητα του. Ένα τεράστιο για την εποχή του τόξο με άνοιγμα 40 μέτρων και ύψος 20, είναι το κύριο χαρακτηριστικό του και ο λόγος που το έκανε διάσημο σε όλα τα Βαλκάνια. Έξι χρόνια χρειάστηκαν όμως μέχρι να ολοκληρωθεί, όπως και δύο πτώσεις, μέχρι να αναλάβει πρωτομάστορας ο Κώστας Μπέκας και να δώσει την τελική μορφή το 1866 στο γεφύρι της Πλάκας. Η φήμη του μάλιστα γιγαντώθηκε όταν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς και άντεξε.
Μνημείο ιστορικής σημασίας και μοναδικής αξίας, είναι απόδειξη του ταλέντου των μαστόρων που λάξευαν τις πέτρες και των χτιστών που αναλάμβαναν το δύσκολο τότε έργο της δημιουργίας ενός γεφυριού. Αντιμέτωποι με το άγνωστο και το φόβο της ανά πάσα στιγμής κατάρρευσης, γίνονταν προληπτικοί, δημιουργούσαν μύθους και «στοίχειωναν» τα έργα τους με θυσίες για να κατευνάσουν τις άγνωστες δυνάμεις. Παρά τους μύθους και την αξία τους όμως ως μοναδικά δείγματα της τοπικής λαϊκής αρχιτεκτονικής της Ηπείρου, τα πέτρινα γεφύρια έχουν μείνει εδώ και χρόνια στο έλεος του κρατικού μηχανισμού που αμελεί τη συντήρηση τους. «Είναι δεδομένο ότι η κακή συντήρηση του γεφυριού συνέβαλε στην καταστροφή του», δηλώνει στη Popaganda ο αναπληρωτής υπουργός Υποδομών Χρήστος Σπίρτζης και συνεχίζει. «Κακή συντήρηση δεν έχει γίνει μόνο στο γεφύρι της Πλάκας, αλλά και σε όλα τα γεφύρια της περιοχής, δεκαετίες τώρα. Μακάρι να μπορούσαμε να κάνουμε κάτι. Ελπίζουμε και πιστεύουμε ότι το υπουργείο Πολιτισμού θα προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες». Όσα υποστηρίζει ο κ. Σπίρτζης επιβεβαιώνει και ο Δήμαρχος Βορείων Τζουμέρκων Γιάννης Σεντελές. «Η τελευταία συντήρηση έγινε στο τόξο του γεφυριού της Πλάκας πριν χρόνια. Από εκεί και πέρα εκκρεμούσε μία μελέτη για τα βάθρα, αλλά κάθε φορά που γινόταν επίσκεψη από την Εφορία Νεοτέρων Μνημείων, αυτή δεν κρινόταν κατεπείγουσα».
Θα μπορούσε όμως να είναι υπεύθυνος και ο όγκος της πλημμύρας για την καταστροφή; «Ήταν μία πλημμύρα που έχει δει κι άλλες φορές το γεφύρι της Πλάκας, απλά αυτή η φορά ήταν η κακή», λέει ο Χρήστος Παπαβρανούσης, Πρόεδρος ΤΕΕ Ηπείρου, που υποστηρίζει ότι ακόμα και αν αντικατασταθεί το τόξο στην αρχική του μορφή, δε θα είναι το ίδιο. «Από άποψη τεχνικής και μεγέθους είναι ένα από τα πρωτόγνωρα έργα εκείνης της εποχής, μία λεπτεπίλεπτη κατασκευή με αντοχές γιατί αξίζει να σημειωθεί ότι παρά την πτώση του, το τόξο έχει σπάσει σε κομμάτια των 10 – 12 κυβικώνν μέτρων, γεγονός που αποδεικνύει την καλή κατασκευή, τα καλά κονιάματα και τη σωστή συναρμολόγηση των λίθων. Είναι γεγονός ότι η περιοχή ήταν ξακουστή για τους μάστορες που δούλευαν την πέτρα, παρόλα αυτά σήμερα είναι ελάχιστοι οι τεχνίτες που ασχολούνται με την πέτρα και σίγουρα κανένας από αυτούς δε μπορεί να αναλάβει ένα τέτοιο έργο. Ας μην ξεχνάμε ότι δε θα μπορούσε ο καθένας να χτίσει ένα τέτοιο γεφύρι», τονίζει ο κ. Παπαβρανούσης.
Όσον αφορά στην ανακατασκευή του Γεφυριού της Πλάκας, ο αναπληρωτής υπουργός Υποδομών εξηγεί ότι αρκετές πλευρές έχουν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους. «Με εμένα έχουν επικοινωνήσει από το ΤΕΕ Ηπείρου για να προχωρήσουν σε μία μελέτη ώστε να αποτιμήσουν και να αξιολογήσουν την κατάσταση των υποδομών, αλλά και διαφορές κατασκευαστικές εταιρείες, όπως η ΤΕΡΝΑ, έχουν προσφερθεί ώστε να αναλάβουν μέρος του έργου. Τις υπηρεσίες του επιθυμεί προσφέρει και το τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ, που ανακοίνωσε ότι θα δημιουργήσει επιστημονική ομάδα «για τη χρησιμοποίηση της αιχμής της τεχνολογίας στην αναστήλωση του ιστορικού μνημείου». Επίσης, όπως εξηγεί ο κ. Σπιρτζής, αν και έχει ενημερωθεί από το Τύπο, ο ιδιοκτήτης της εταιρείας «Μύλοι Λούλη Α.Ε.» Νίκος Λούλης δεν έχει επικοινωνήσει με τον ίδιο για να καταθέσει την προσφορά του.
Πόσο όμως μπορεί να κοστίζει ένα τέτοιο έργο και πότε θα μπορούσε να ξεκινήσει; Πρόκειται σίγουρα για μία ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία, αναφέρουν πηγές στη Popaganda, καθώς είναι άγνωστο πότε θα ολοκληρωθούν οι μελέτες αποκατάστασης, ενώ η εμπλοκή της αρχαιολογίας που είναι απαραίτητη για την ανάσυρση των τμημάτων της γέφυρας ώστε αν είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν ξανά, είναι ένας ακόμα παράγοντας που θα καθυστερήσει τις προετοιμασίες. Επιπλέον, πρόκεται για ένα ιδιαίτερο έργο στο οποίο τα μέσα της σύγχρονης μηχανικής θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να αποδοθεί στο μεγαλύτερο πιθανό βαθμό η τοπική λαϊκή αρχιτεκτονική. Για αυτό το λόγο, μάλιστα, θα χρησιμοποιηθούν και πέτρες από την περιοχή, ενώ η ανακατασκευή θα ξεκινήσει, αν καταστεί δυνατό, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όταν και η στάθμη του ποταμού είναι χαμηλότερη. Όσον αφορά στο κόστος, αυτό θα ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο ευρώ.