Βρισκόμουν στο τραίνο επιστρέφοντας από Σουηδία. Είχα πάει για την παρουσίαση του βιβλίου μου «Το Φύλλο. Το Πηγάδι. Τ’ αγγέλιασμα» που είχε βγει τότε. Οι δημοσιογράφοι στη Σουηδία με ρωτούσαν επίμονα τι θα γίνει στην Ελλάδα, λες και γνώριζαν κάτι παραπάνω από εμάς. Εγώ πάλι πίστευα, όπως οι περισσότεροι τότε, ότι θα πηγαίναμε κανονικά στις εκλογές που είχαν προαναγγελθεί. Στη Γερμανία άκουσα από το γερμανικό ραδιόφωνο ότι έγινε πραξικόπημα στην Ελλάδα και φυσικά άλλαξα πορεία. Στο σταθμό του Μονάχου υπήρχαν άπειροι Έλληνες μετανάστες που ετοιμαζόντουσαν να έρθουν στην Ελλάδα για τις διακοπές του Πάσχα αλλά τα τραίνα δεν ξεκινούσαν γιατί είχαν κλείσει τα σύνορα. Επικρατούσε μια σύγχυση για το τι είχε γίνει, για το ποιοι το είχαν κάνει. Άλλοι έλεγαν οι στρατιωτικοί, άλλοι ότι ήταν αντάρτες από τα βουνά. Ό,τι ήθελε ο καθένας. Αρχικά σκεφτόμουν να πάω στο Μπρίντεζι γιατί πίστευα ότι όλη αυτή η κατάσταση θα κρατούσε μόνο 2-3 μέρες και θα με βόλευε να πάρω από εκεί το καράβι και να επιστρέψω στην Ελλάδα. Τελικά κατέληξα στη Ρώμη γιατί εκεί είχα μια φίλη να με φιλοξενήσει. Με το που έφτασα μου είπε η φίλη να πάμε στη δεξίωση μιας κόμισσας, ήμουν πολύ κουρασμένος αλλά είπα ναι. Άλλωστε η γυναίκα είχε δεχθεί να με φιλοξενήσει. Όταν έφτασα εκεί είδα δημοσιογράφους, κάμερες τηλεοπτικές και έρχεται κάποιος σαν εκπρόσωπός τους, με πλησιάζει, βάζει μπροστά μου το μικρόφωνο και με ρωτάει «πώς δραπετεύσατε από τη Χούντα;». Είχαν λανθασμένα καταλάβει ότι ήμουν στην Ελλάδα και ότι ξέφυγα. Ζήτησα συγγνώμη, δεν έφταιγα βέβαια εγώ για την παρανόηση. Τελικά ήρθε ένας δημοσιογράφος από τον Guardian και μου ζήτησε να γράψω κάτι. Του απάντησα «ναι, αρκεί να μάθω κι εγώ πρώτα με σιγουριά τι έγινε».
Το πρωί εκείνης της ημέρας άνοιξα τα μάτια μου και είδα την κόρη μου, που ήταν εννιά χρονών, με την ποδιά της να μου λέει «κατέβηκα με τον αδερφό μου να περιμένουμε το σχολικό για να πάμε σχολείο,αλλά μας είπε ένας στρατιώτης να γυρίσουμε πίσω γιατί έγινε δικτατορία». Δεν καταλάβαινα καλά καλά μέσα στον ύπνο μου τι μου έλεγε. Ξυπνήσαμε με τον άνδρα μου και μας πήρε λίγη ώρα μέχρι να το συνειδητοποιήσουμε. Ήταν για μας μεγάλο κτύπημα γιατί ούτε δύο χρόνια δεν ήταν που είχαμε γυρίσει από τη Σοβιετική Ένωση. Είχαμε εγκατασταθεί, είχαν πάει τα παιδιά σχολείο, είχαν μάθει τη γλώσσα και ξαφνικά γκρεμίζονταν τα πάντα για άλλη μια φορά. Δεν ξέραμε τι θα μας ξημέρωνε. Θα μας έπιαναν; Θα έπιαναν τους φίλους μας; Σε λίγο, ήρθαν από το σπίτι η Ξένια Καλογεροπούλου μαζί με τον Γιάννη Φέρτη που ήταν επίσης έκπληκτοι, μετά κατέφτασε ο Μάριος Πλωρίτης και πολλοί άλλοι φίλοι μας που αναρωτιούνταν τι θα συμβεί. Ήταν κάτι που δεν περιμέναμε, παρότι ψιθυριζόταν από εδώ κι από εκεί.
Τα τανκς που κυκλοφορούσαν εκείνο το πρωί στους δρόμους της Αθήνας τα κοιτούσαμε με δέος και απορία, λες και βλέπαμε δεινοσαύρους. Βέβαια μάθαμε γρήγορα ότι κηρύχθηκε δικτατορία από τον στρατό. Δύο ερωτήματα γεννήθηκαν αμέσως: τι έγινε; τι κάνουμε; Προσπαθούσαμε να ενημερωθούμε με συναντήσεις καθώς τα τηλέφωνα είχαν κοπεί και ψάχναμε να μάθουμε ποιος ήταν στην ηγεσία μήπως και βγάζαμε κανένα συμπέρασμα. Κάποιος που στις 20 του Απρίλη ήταν δημοκρατικός, έπρεπε να πείσει ότι ακόμη ήταν την επόμενη μέρα. Θυμάμαι ότι είχαμε συναντήσει, μαζί με τον μετέπειτα εκδότη Γιάννη Δουβίτσα, με τον οποίο είχαμε βγει παρέα έξω για να δούμε τι συμβαίνει, τον Απόστολη Μπέση, στέλεχος της ΕΦΕΕ, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Μόλις με είδε ο Μπέσης με ρώτησε «είσαι Λαμπράκης;», του απαντώ «ναι, ήμουν» και αμέσως μου λέει «δε σε ρώτησα αν ήσουν, σήμερα είσαι Λαμπράκης;». Μόλις είπα πάλι ναι μου σύστησε να πάω σε ένα σπίτι να συναντήσω κι άλλους από το φοιτητικό κίνημα. Αυτή ήταν η πρώτη εντύπωση: σύγχυση κι απορία για το τι έγινε αλλά ταυτόχρονα και σιγουριά ότι πρέπει να μαζέψουμε τα κομμάτια μας και να δούμε πώς μπορούμε να κάνουμε κάτι. Η γενιά μας, η γενιά του ’60 που είχε περιοριστεί από τη γενιά της αντίστασης και που στριμώχτηκε μετέπειτα από τη γενιά του Πολυτεχνείου (που πήρε άλλους δρόμους και ρυθμούς), ήταν μια γενιά που προσπαθούσε ώστε να αποκτήσουμε όλοι μας αυτογνωσία και να διαμορφώσουμε ένα όραμα και για εμάς και για τον τόπο. Ήμασταν πάνω σε μετέωρο βήμα, ψαχνόμασταν και ήρθε και μας βρήκε η δικτατορία και μας πήγε πολλά χρόνια πίσω.
Θέλω εδώ να κάνω μια αναφορά στον Μανώλη Συμβουλάκη, που υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος του Ρήγα, και ήταν ήδη γνωστός συνδικαλιστής της Γεωπονικής. Ήταν πραγματικά αγανακτισμένος την πρώτη ημέρα της δικτατορίας κι αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στην Ομόνοια, να δει τι γίνεται. Εκεί πήρε μια σοκολάτα από το περίπτερο, την έφαγε και πέταξε το περιτύλιγμα σε ένα καλάθι απορριμμάτων. Συνέχισε να περπατάει και τότε σκέφτηκε ότι αφού η χώρα έχει δικτατορία τότε η Αθήνα πρέπει να είναι βρώμικη για να ταιριάζει με την αηδία και την αγανάκτηση που νιώθαμε. Γύρισε πίσω, βρήκε το περιτύλιγμα και το πέταξε έξω. Μια απλή, αυθόρμητη πράξη που αποτυπώνει όμως το αίσθημα της ημέρας.
Ήμουν αντιδικτατορικός από την πρώτη ημέρα. Από την πρώτη στιγμή σκέφτηκα να οργανώσουμε αντίσταση κατά της χούντας. Δεν έχουν τόση σημασία οι λεπτομέρειες. Τα έχω πει ξανά άλλωστε, υπάρχουν καταγεγραμμένα. Έκανα τις πρώτες μου κινήσεις για να συναντήσω φίλους και ομοϊδεάτες από την οργάνωση νεολαίας «Λαμπράκη» για να οργανώσουμε την αντιδικτατορική μας δράση. Πράγματι, στις 25 Αυγούστου 1967, 11 άτομα οργανώσαμε την πρώτη αντιδικτατορική διαδήλωση στην Ερμού. Είχαμε επινοήσει ένα κόλπο για να ξεδιπλώνονται πανό με αντιστασιακά συνθήματα, αφού πρώτα είχαμε απομακρυνθεί: τυλίξαμε το πανό με σπάγκο εμποτισμένο σε διάλυμα νιτρικού νατρίου και το ανάψαμε με την κάφτρα του τσιγάρου (το κόλπο ήταν δανεισμένο από τις «σαΐτες», τα αυτοσχέδια βεγγαλικά της Καλαμάτας). Με συνέλαβαν το 1969 και καταδικάστηκα σε 12 χρόνια φυλάκιση.
Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου, εκεί γύρω στις 02:00 είχα υποδεχθεί στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης την αδερφή μου, που ερχόταν από Βερολίνο. Πιθανόν να είχε ήδη καταληφθεί ο σταθμός από τον στρατό, αλλά εμείς δεν το είχαμε πάρει χαμπάρι. Λίγες ώρες αργότερα, στις 6 το πρωί ο Κλεάνθης Γρίβας μου χτύπησε το κουδούνι, έμενα στην οδό Κασσάνδρου τότε, και μου είπε «Γιώργο δικτατορία, κρύψου». Βρέθηκα σε αμηχανία καθώς ήμουν φοιτητής -κάπως μπλεγμένος στο φοιτητικό κίνημα- αλλά δεν ήμουν και στην πρώτη γραμμή όσων θα συλλάμβαναν. Βγήκα στην πόλη και περπάτησα, στην Τσιμισκή περνούσαν τα τανκς. Εκεί που βρισκόμουν απέναντι από τα γραφεία της Νεολαίας της ΕΡΕ, κάποιος από το μπαλκόνι, θυμάμαι ακόμη τη φάτσα του, με έδειξε με το χέρι του στους στρατιώτες και άρχιζε να φωνάζει «Κινέζε, Μαοϊκέ» και πανικόβλητος άρχισα τρέχω για να κρυφτώ στα στενά. Για τις επόμενες ημέρες φιλοξενήθηκα στο σπίτι ενός φίλου. Θυμάμαι ότι το τρίτο ή τέταρτο βράδυ επειδή είχα ήδη αγοράσει εισιτήριο για το ΚΘΒΕ που έπαιζε το «Τέλος του Παιχνιδιού» του Μπέκετ σε σκηνοθεσία Χριστίνας Τσίγκου αποφάσισα να πάω.
Μέχρι τότε υπήρχε μια διαρκής συζήτηση για το αν θα γίνει δικτατορία, η Αυγή κυκλοφορούσε εκείνη την ίδια ημέρα με τίτλο «Δε θα γίνει δικτατορία». Όλοι μας όμως ζούσαμε μια σκληρή περίοδο από το 1965 που είχε πέσει η νόμιμη κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Ζούσαμε μια περίοδο ανωμαλίας με τους τραμπούκους να εισβάλλουν στο πανεπιστήμιο με αλυσίδες και ρόπαλα και να μας δέρνουν. Λίγες ημέρες πριν από τη δικτατορία ήμουν με μαυρισμένο μάτι και ραγισμένο χέρι. Ήμασταν λοιπόν σε μια ταραγμένη περίοδο και ήρθε το τσεκούρι, όταν κάποιοι συνταγματάρχες – με εντολή των Αμερικανών βεβαίως – ήρθαν και μας είπαν «δεν έχετε καν το δικαίωμα να λέτε τη γνώμη σας δημόσια». Όταν είσαι 20 χρονών κα βγαίνει μια χούντα και στα λέει αυτά τότε είσαι ντε φάκτο απέναντί της. Σε όλη την περίοδο της χούντας έκανα ό,τι μπορούσα για να την πολεμήσω γι’ αυτό άλλωστε υπέστην φυλακίσεις και διώξεις.
Ήμουν φοιτητής της Νομικής Αθηνών κι ενεργό στέλεχος της πανεπιστημιακής οργάνωσης της Αριστεράς κι έτσι παρά το νεαρό της ηλικίας μου είχα πλούσιο φάκελο πολιτικών φρονημάτων, που σήμαινε ότι ήμουν από τους πρώτους νεολαίους που θα στόχευε η ασφάλεια. Ήταν κάτι που γνώριζα, είχα συνείδηση του κινδύνου. Ο πατέρας μου είχε ένα μαγαζί στην Κεντρική Λαχαναγορά, πράγμα που σήμαινε ότι ήταν εκεί ξημερώματα και ήταν από τους πρώτους που έμαθε ότι έγινε πραξικόπημα. Πρόφτασε λοιπόν να πάρει τηλέφωνο γύρω στις 04:30 το πρωί και να πει στη μητέρα μου «να φύγει ο μικρός, να πάει να κρυφτεί». Πράγματι, την κοπάνησα εγώ με τα πόδια καθώς οι συγκοινωνίες είχαν διακοπεί. Περπάτησα φοβισμένος από το Μεταξουργείο στην Καλλιθέα όπου κρύφτηκα σε ένα φιλικό σπίτι. Όπως μου είπε αργότερα η μητέρα μου γύρω στις 7 το πρωί ήρθαν οπλισμένοι αστυνομικοί σπίτι μου και με αναζητούσαν. Κατάφεραν να με πιάσουν δύο μήνες αργότερα.
Δεν περίμενα ότι θα γίνει δικτατορία. Ξέραμε ότι πηγαίναμε σε δύσκολες εκλογές με μια πολύ σκληρή Δεξιά. Ήμουν ένα νέο παιδί που ανίχνευα τα στοιχεία της πολιτικής αλλά πέρα από αυτό η αίσθηση που είχαμε όλοι ήταν ότι παρά την ακραία πολιτική κατάσταση στη χώρα δε θα γίνει πραξικόπημα. Αυτή ήταν και η αίσθηση της επίσημης Αριστεράς. Μόλις δύο ημέρες πριν είχα πάρει μέρος σε συνέλευση της νεολαίας «Λαμπράκη» όπου στέλεχος της ΕΔΑ είχε πει εκ μέρους του κόμματος ότι είναι επικίνδυνα τα πράγματα, αλλά δεν προβλέπεται εκτροπή.
Το προηγούμενο βράδυ είμαι με έναν φίλο μου στο ΑΣΤΥ και βλέπουμε το «Αρσενικό-Θηλυκό» του Γκοντάρ στο οποίο υπάρχει μια σκηνή που κάποιοι φοιτητές συναντιούνται, ένας διαβάζει εφημερίδα και τον ρωτούν οι υπόλοιποι «τι νέα;» κι αυτός απαντά «σήμερα δικτατορία στη Μαδρίτη, αύριο στην Αθήνα». Βλέπουμε το έργο, μας αρέσει -γιατί μας αρέσει πολύ ο Γκοντάρ εκείνη την εποχή- και μετά γυρίζουμε σπίτια μας. Το πρωί ξυπνάω με κομμένο το τηλέφωνο κι ο φίλος με τον οποίο ήμουν στο σινεμά μου χτυπά την πόρτα κατά τις 8:30 και μου λέει ότι πηγαίνοντας προς τη δουλειά του είδε τανκς στους δρόμους. Το ίδιο βράδυ ή το επόμενο πάμε ξανά στο έργο και βλέπουμε ότι ενώ υπάρχει η σκηνή, δεν υπάρχουν πια οι υπότιτλοι, ενώ σε μετέπειτα προβολές είχε κοπεί εντελώς. Αυτή ήταν μια πρώτη γεύση.
Μέχρι τότε δεν πιστεύαμε ότι θα γίνει πραξικόπημα. Ήταν ένα ξάφνιασμα, ειδικότερα για εμάς που δεν είχαμε γνωρίσει την Κατοχή. Όλο αυτό με τα δημοτικά και τα εμβατήρια στο ραδιόφωνο και φυσικά με τον στρατό στον δρόμο ήταν ένα πολύ άγριο πράγμα. Μας έκοψε τα φτερά αυτή η ιστορία, μας έκαψε τελείως. Σκέψου ότι εμείς ήμασταν τότε στη βράση μας, 20 κάτι χρονών έτοιμοι για σπουδές και για ταξίδια και βρεθήκαμε ξαφνικά σε ένα μαντρί, και οι πολλοί από εμάς χωρίς διαβατήρια και λεφτά. Εγώ μάλιστα βρέθηκα στον στρατό την περίοδο 1969-1971 κι εκεί συνάντησα ανθρώπους απαίδευτους που βρέθηκαν στο στρατό μόνο και μόνο για να τα βγάλουν κουτσά στραβά πέρα και τελικά έγιναν εξουσία.
Το πρωί της 21ης Απριλίου 1967 φόρεσα την γκρίζα πλισέ φούστα μου, το γκρίζο μου πουλόβερ και το γαλάζιο μου πουκάμισο δηλαδή τη στολή μου στην Ιταλική Σχολή Αθηνών. Από το σπίτι μας που βρισκόταν στην οδό Τζουμαγιάς 43 λίγο πιο πέρα από την τότε Σχολή Ευελπίδων (και Δικαστήρια πια) ξεκίνησα να πάω στο σχολείο. Μπροστά στη Σχολή Ευελπίδων είδα τα τανκς και μας είπαν οι στρατιώτες «γυρίστε πίσω». Ήμουν 17 χρονών, οι δρόμοι ήταν τελείως έρημοι και ένιωσα από τα μεταλλικά τανκς μια αόρατη ακτινοβολία που με απωθούσε. Οι γονείς μου, επειδή ήταν αριστεροί, το θεώρησαν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου, γιατί είχαν μάθει να ζουν με τον φόβο κάποιου στρατιωτικού νόμου. Έπαιξε ρόλο ότι ήταν άνοιξη. Επαληθεύτηκε ξανά, κατά κάποιο τρόπο, ο στίχος του Έλιοτ, “Αpril is the cruellest month”. Η τομή του μαύρου σκοταδιού πάνω στην έξαρση της άνοιξης και του ήλιου ήταν μια επιβεβαίωση του ποιητή.