Περασμένα μεσάνυχτα. Τα tweets και τα newsfeeds των μεγάλων διεθνών και ιταλικών δικτύων είχαν πάρει φωτιά. Παρακολουθούσα με τη βοήθειά τους τις εκλογές στην Ιταλία. Σκεπτόμουν το ευρύτερο πλαίσιο: άνοδος της ακροδεξιάς, λαϊκισμός, νέο-φασισμός, Brexit, ευρωσκεπτικισμός, εξτρεμισμός, αντισυστημικότητα, απαξίωση των θεσμών, απαισιοδοξία, ανασφάλεια, φόβος.
Θυμήθηκα τη Νύχτα του Αντονιόνι.
Στο έργο, το οποίο εκτυλίσσεται όλο σε μία νύχτα, ένα ζευγάρι ευκατάστατων αστών, ο Τζιοβάνι (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι) και η γυναίκα του Λίντια (Ζάν Μωρό), επισκέπτονται στο νοσοκομείο τον ετοιμοθάνατο αριστερό φίλο τους Τομμάσο και στη συνέχεια παρευρίσκονται σ’ ένα πάρτι και στη δεξίωση ενός επιχειρηματία. Αποξενωμένοι, σε αδιέξοδο, εγκλωβισμένοι σε μια πόλη (Μιλάνο) που αλλάζει ριζικά (όλο το Μιλάνο ένα απέραντο εργοτάξιο, με πανύψηλα κτίρια εν τω γίγνεσθαι) και μόνοι, τρομακτικά μόνοι, περιφέρονται, συζητούν, φλερτάρουν, πληγώνουν ο ένας τον άλλο, προσπαθούν να επικοινωνήσουν κι αναζητούν να κατανοήσουν το τι τους συμβαίνει, αλλά και το τι τελικά αισθάνονται. Εκείνη ώριμη, αφοσιωμένη και συνεπής, και ταυτόχρονα εύθραυστη κι ανασφαλής, επιφυλακτική και γεμάτη σκέψεις. Εκείνος μπλαζέ, επιδερμικά γοητευτικός, αλλά ουσιαστικά δίχως βάθος ή προσανατολισμό, δίχως έλεγχο των κινήσεων του, έτοιμος να παραδοθεί στο πρώτο ερέθισμα.
Καθώς έβλεπα τα πρώτα exit polls με τους Ιταλούς να δίνουν προβάδισμα στο Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο (5ΜS) και στη Λέγκα του Σαλβίνι η ταινία μου φάνηκε ως μία παράδοξη αναλογία και μεταφορά των όσων ζούμε. Το Μιλάνο έμοιαζε με την Ευρώπη του 21ου αιώνα και το καθημαγμένο όραμά της. Μόνον που αντί να χτίζεται, η πόλη σε αυτή την περίπτωση έμοιαζε να γκρεμίζεται. Η Λίντια θύμιζε τη σύγχρονη μετανεωτερική δημοκρατία: αποδεκτή, ώριμη, γοητευτική, αλλά σιωπηλή, δύσθυμη, μάλλον αδύναμη και απαξιωμένη. Εκείνος, ο Τζιοβάνι, έμοιαζε σαν ενσάρκωση του μέσου Ευρωπαίου πολίτη: χαμένος, ανικανοποίητος και γεμάτος αντιφάσεις και εντάσεις. Έτοιμος να την προδώσει, γοητευμένος από τον πρώτο δημαγωγό που θα του υποσχεθεί κάποιο ανυπόστατο όνειρο, μια φαντασιακή απόδραση ή τον κάθε νεοφασίστα που θα του υποσχεθεί ασφάλεια και στήριξη, κλείνοντας τα μάτια στις επιπτώσεις. Όσο για τον Τομάσσο, τον ετοιμοθάνατο αριστερό φίλο, οι συμβολισμοί ήταν παραπάνω από πασιφανείς. Ας μην κρυβόμαστε, η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία μοιάζει να μετρά τις μέρες τις, καιρό τώρα.
Ξανασκέφτηκα τα ιταλικά δεδομένα: 2,3 τρισεκατομμύρια χρέος, περίπου το 135% του ΑΕΠ, επίμονα κι ατιθάσευτα ελλείμματα, μια στάσιμη οικονομία που αρνείται να «πάρει εμπρός», τράπεζες σε αστάθεια, πολύχρονη λιτότητα, δομική ανεργία (ιδιαίτερα επώδυνη ανάμεσα στους νεόυς), προσφυγική πίεση (690.000 μετανάστες από το 2013 έως σήμερα) και brain drain (πάνω από 50.000 Ιταλοί ηλικίας 18 έως 34 ετών αποφάσισαν να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον στο εξωτερικό, μόνο το 2016). Το μοτίβο μου φάνηκε γνωστό. Σε αυτό το πρίσμα, οι επιλογές των ιταλών ψηφοφόρων μου φάνηκαν λιγότερο αναίτιες, αδικαιολόγητες ή ακατανοήτες.
Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα λαϊκιστικό γαιτανάκι. Λαϊκιστές Δεξιοί, Λαϊκιστές Ακροδεξιοί, Λαϊκιστές αντισυστημικοί, Λαϊκιστές του απροσδιόριστου. Όλοι με τον Λαό. Όλοι εναντίον όλων.
Η προεκλογική εκστρατεία υπήρξε αρκούντως ενδεικτική του τι θα ακολουθούσε. Διαμαρτυρίες, βίαια επεισόδια, κυριαρχία της ακροδεξιάς ρητορικής, ολοκληρωτική απαξίωση κάθε τι παλιού ως συστημικού, εναντίωσή «στις Βρυξέλλες», βία και απόπειρες δολοφονίας μεταναστών (το Φεβρουάριο ένας ακροδεξιός πυροβόλισε έξι Αφρικανούς). Συνθήματα όπως «Πρώτα οι Ιταλοί», «Στοπ στην εισβολή» κυριάρχησαν στο Βορρά της Λέγκας. Tο 5ΜS επέμεινε στον ανατρεπτικό και ενίοτε χυδαίο λόγο του, ενώ ταυτόχρονα έκανε έκκληση στους Ιταλούς να το ψηφίσουν για την ελπίδα, το μέλλον, το αύριο και τη ριζική αλλαγή του συστήματος: το οριστικό τέλος που θα καταφέρει στα Γόμορα της ιταλικής πολιτικής. Tην ίδια στιγμή ο Ματέο Ρέντσι σε πολλές από τις απέλπιδες προσπάθειες συσπείρωσης διαμήνυε: «καλύτερα στην αντιπολίτευση παρά με τους εξτρεμιστές» και «δεν θα έχετε ποτέ τις ψήφους μας» (όπως αποδείχθηκε δεν ήταν και πάρα πολλές τελικά).
Ο παραλογισμός δεν εξαντλούταν στο εσωτερικό της χώρας. Οι Ευρωπαίοι, βλέποντας τον Ρέντσι να έχει χάσει κάθε πιθανότητα νίκης, έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στον Μπερλουσκόνι. Τον προασπίστηκαν ως το μοναδικό ανάχωμα στον Λαϊκισμό και την Ακροδεξιά, τον μοναδικό κι απαρασάλευτο (sic) υποστηρικτή του ευρωπαϊκού οράματος της Ιταλίας. Παραλογισμός δίχως μέτρο. Ας μην ξεχνάμε: ο Σίλβιο ήταν το 1990 ο πρώτος διδάξας στα λαϊκιστικά παραληρήματα, ενώ στη συμμαχία του συγκαταλέγονται η ακροδεξιά Λέγκα του Βορά και το Νότιο ανάλογό της, τα «Αδέλφια της Ιταλίας».
Φαινόταν από την αρχή, οι εκλογές στην Ιταλία θα ήταν ένας μάλλον άγονος αγώνας μεταξύ τριών εξαιρετικά προβληματικών μετώπων: μια δεξιάς που συμπεριλαμβάνει στους κόλπους της την λαϊκιστική ακροδεξιά, μιας αριστεράς δίχως ιδέες, όραμα ή σθένος, κι ενός ιδιόρρυθμου ιδεολογικά απροσδιόριστου λαϊκιστή. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα λαϊκιστικό γαιτανάκι. Λαϊκιστές Δεξιοί, Λαϊκιστές Ακροδεξιοί, Λαϊκιστές αντισυστημικοί, Λαϊκιστές του απροσδιόριστου. Όλοι να υπερθεματίζουν ότι εκείνοι και μόνον εκείνοι είναι οι αγνοί, γνήσιοι, πραγματικοί και ειλικρινείς εκπρόσωποι της βούλησης και της σκέψης και της επιθυμίας του αμόλυντου λαού1. Όλοι με τον Λαό. Όλοι εναντίον όλων. Τι θέαμα; Η Λεπέν, παρακολουθώντας την εξέλιξη αυτού του Χομπσιανού δράματος, θα γράψει στο Τwitter: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα περάσει άσχημη νύχτα». Τη φαντάζομαι να υπομειδιά σαρκαστικά καθώς πληκτρολογεί το μήνυμα.
Ο Ρέντσι με 18,9 %, έχοντας χάσει σχεδόν το μισό της εκλογικής του δύναμης και ο Μπερλουσκόνι με μόλις 13,94% είναι αναμφίβολα οι μεγάλοι χαμένοι. Ο Γκρίλο με 32, 22% και η Λέγκα με 17.69 οι αδιαμφισβήτητοι νικητές. Παρότι η συμμαχία δεξιάς-άκρας δεξιάς του Μπερλουσκόνι καταλαμβάνει την πρώτη θέση, ο ίδιος αποδεικνύεται ανίσχυρος. Στη συμμαχία που έχουν συγκροτήσει το κόμμα του, η Φόρτσα Ιτάλια («Εμπρός Ιταλία»), η ακροδεξιά φιλολεπενική Λέγκα και το μικρό εθνικιστικό κόμμα Αδέλφια της Ιταλίας (Fratelli d’Italia) συγκεντρώνει σχεδόν το 35% των ψήφων. Μόνον που εντός της συμμαχίας, το πάνω χέρι το έχει πια η Λέγκα.
Το συμπέρασμα είναι απλό: οι «αντισυστημικές» δυνάμεις νίκησαν. Το M5S και η Λέγκα θα κρίνουν τις εξελίξεις. Στις Βρυξέλες η ένταση έχει πλέον κορυφωθεί. Τα σχέδια για περαιτέρω μείζονες οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει μάλλον να αναβληθούν. Φαντάζομαι τους ευρωπαίους γραφειοκράτες σε φάση νεοφιλελεύθερης απόγνωσης.
Στην άλλη πλευρά του καθρέφτη, κάποιοι χαίρονται. Ο Νάιτζελ Φάραζ, ο πρώην ηγέτης του UKIP -του Κόμματος Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου, του κυριότερου υποστηρικτή του Μπρέξιτ στη Βρετανία- έσπευσε να συγχαρεί το M5S. Το ίδιο έπραξε και η Μαρίν Λεπέν για τον δικό της Ματέο Σαλβίνι, τον σαραντάρη ηγέτη της Λέγκας.
Προφανώς και η αβεβαιότητα που δημιουργεί το αποτέλεσμα είναι τεράστια. Ο ιταλικός τύπος την προεξοφλούσε, άλλωστε, από νωρίς. Όλα τα σενάρια είναι πιθανά και την ίδια στιγμή αδύνατα: συμμαχία μεταξύ της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς, παρότι αυτό το ενδεχόμενο μοιάζει όλο και πιο απίθανο, ή ακόμη και μια συμμαχία του 5ΜS με τη Λέγκα, παρότι οι ηγέτες των δύο παρατάξεων την απέκλειαν μέχρι χθες.
Ας προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε, για λίγο έστω, την ψυχραιμία μας. Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο εκλογικό αποτέλεσμα θα οδηγήσει εκτός απροόπτου σε δύσκολους και παρατεταμένους πειραματισμούς, σχηματισμούς και απόπειρες συνασπισμού, δεν είναι μοναδικό για την Ιταλία. Το Βέλγιο και οι Κάτω Χώρες το έχουν βιώσει εδώ και δεκαετίες. Η Γερμανία βρίσκεται στην ίδια κατάσταση μήνες τώρα. Ενώ και για την ίδια την Ιταλία δεν είναι προφανώς η πρώτη φορά.
Όπως κι αν είναι, η Λεπέν είχε τελικά δίκιο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πέρασε μια ακόμη πολύ άσχημη νύχτα. Για την ακρίβεια αυτή η άσχημη και επίφοβη νύχτα έχει πλέον φτάσει σε μια ακόμη χώρα της Ευρώπης. Μια νύχτα που διαρκώς επεκτείνεται. Μια νύχτα ατελείωτη. Όπως ο φόβος, η οργή και η απελπισία που τη συντηρούν. Και ενδέχεται – κόντρα στις όποιες, λιγοστές, αισιόδοξες προσδοκίες – η αυγή να μην φέρει όσα ελπίζουμε. Το τέλος αυτής της νύχτας ίσως αποδειχτεί πολύ πιο τραγικό κι απαισιόδοξο από εκείνο της ταινίας του Αντονιόνι. Ίσως τρομαχτικά πιο τραγικό κι αδιέξοδο.
(1): Για μια διεξοδική ανάλυση του λαϊκιστικού φαινομένου, βλ. Jan – Werner Muller, Τί είναι ο Λαϊκισμός;, Αθήνα: Πόλις, 2018.