Κατά κάποιον τρόπο είναι το δικό μας, ευτυχώς πολύ πιο χαρμόσυνο, «πού ήσουν την ημέρα που πυροβόλησαν τον JFK;». Αν εξαιρέσεις έναν συντάκτη μας που δεν είχε δει το ματς γιατί όπως μας αποκάλυψε είχε βγει ραντεβού σε θερινό, όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες – είτε μας αρέσει είτε όχι – μετέχουμε της συλλογικής αυτής ανάμνησης. Κάπου ήμασταν, κάποιοι φώναζαν σαν τρελοί γύρω μας – πιθανότατα κι εμείς -, καπου τραβηχθήκαμε ή μας τράβηξαν για να πανηγυρίσουμε σε ένα κλίμα πολύ πιο διαφορετικό, πιο ευοίωνο από το σημερινό. Ζητήσαμε τη γνώμη μερικών εκλεκτών φίλων της Popaganda, με μοναδικό κριτήριο να μην είναι και τόσο φανατική η ενασχόλησή τους με τα αθλητικά. Και βάλαμε και γραπτό διαγώνισμα στη συντακτική μας ομάδα. Η Λήδα Αδαμάκη – Τράντου και η Ελένη Κυριακίδου ανέλαβαν να μαζέψουν τις απαντήσεις. Από τη Χάλκη μέχρι το λονδρέζικο Μπέιζγουοτερ και από την Ικαριά μέχρι τη δανέζικη εξοχή, ήταν μια βραδιά που τηρήσαμε τα γούρια και βρεθήκαμε «στον έβδομο ουρανό, αδέρφια» που έλεγε κι ο σπίκερ. Και φυσικά αποενοχοποιήσαμε δυστυχώς και τα χειρότερα εσωτερικά συλλογικά μας συμπλέγματα…
Στο τρίτο ματς, όταν μας κέρδισε η Ρωσία, καταλάβαμε ότι δε θα καταφέρναμε σπουδαία πράγματα. Είχαν προηγηθεί δύο απροσδόκητες νίκες, με τις οποίες είχαμε αναθαρρήσει. Απ’ ό, τι θυμάμαι, το ελληνικό ποδόσφαιρο μόνο μία φορά πέρασε τα σύνορα της χώρας με ελπίδες, όταν ο Παναθηναϊκός «την έφαγε» τελικά από τον Άγιαξ στο Γουέμπλεϊ. Ώσπου ο φοβερός γερμανός Ότο Ρεχάγκελ ανέλαβε μία ομάδα νέων και όχι ακόμη γνωστών ποδοσφαιριστών, δικής του επιλογής. Κι όμως μετά από τη μοναδική ήττα, προχωρήσαμε σε μία σειρά από απίστευτους θριάμβους. Όταν νικήσαμε τη Γαλλία, το κατάλαβα από τις ιαχές μέσα στη νύχτα. Δεν είχα αντέξει να κάτσω στην τηλεόραση, για να μη δω την συντριβή μας. Ο τελευταίος αγώνας με βρήκε στη Χάλκη της Δωδεκανήσου. Όλος ο πληθυσμός του νησιού είχε μαζευτεί σε δύο-τρεις υπαίθριες τηλεοράσεις. Ο αγώνας με την Πορτογαλία ήταν ένα θαύμα, σαν την ανάσταση νεκρού. Ο Ρεχάγκελ αποδείχτηκε πραγματικός ηγέτης. Είχε πειθαρχήσει τους δικούς μας σε ένα λιτό, νοικοκυρεμένο και βέβαια ομαδικό παιχνίδι ομάδας, έτσι ώστε να κερδίζουμε πάντα χωρίς περιττά θεάματα. Η πίστη μας στον από μηχανής Γερμανό κράτησε μερικά χρόνια, ακόμα και ο τότε αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος του κρέμασε ένα βαρύ σταυρό γύρω από το λαιμό. Τότε βγήκε και η διαφήμιση του Αντώνη Καφετζόπουλου στην τηλεόραση, «κάθε σπίτι θέλει το Γερμανό του», τότε ονόμασα κι εγώ τον γάτο μου Όθωνα.
Έκανα το μεταπτυχιακό μου στο Λονδίνο. Είχαμε μαζευτεί στο σπίτι ενός φίλου Έλληνα, μεικτή παρέα, με τον όρο βεβαίως ότι θα υποστηρίζουν την Ελλάδα. Στην εσωτερική αυλή του σπιτιού είχαμε στήσει και τραπέζι με ελληνικά φαγητά, αλλά ως το τέλος του αγώνα το μόνο που είχαμε «φάει» ήταν τα νύχια μας από την αγωνία. Όταν νικήσαμε, φύγαμε όλοι από το σπίτι, πήραμε το μετρό και κατευθυνθήκαμε στο Μπέιζγουοτερ, μέρος που μένουν πολλοί Έλληνες και Κύπριοι. Βρεθήκαμε η παρέα και κρατώντας τα σημαιάκια μας πήγαμε περπατώντας ως την πλατεία Τραφάλγκαρ, δύο ώρες περίπου περπάτημα, με τους Άγγλους να μας κοιτάζουν σαφώς περίεργα σε όλη την πορεία της διαδρομής.
Είμαστε παρέα στη Βουλιαγμένη στο μπαλκόνι, μέσα –έξω για να εντοπίζεται κάθε στιγμή το ακριβές σημείο που η «κεραία» πιάνει καλύτερα το πιο ευνοϊκό σήμα της τύχης. Τέτοια φάση. Λίγες μέρες πριν φύγουν για Πορτογαλία, οι παίκτες της Εθνικής και ο Ρεχάγκελ μαζί έχουν βολτάρει κάτω από το ίδιο μπαλκόνι, καθώς μένουν για λίγο σε κοντινό ξενοδοχείο. Έχω στείλει τόνους θετικής ενέργειας (ό, τι μπορεί κάνει ο καθένας) και με τις εξελίξεις πια έχω πειστεί ότι «παίζει» και μια αύρα της περιοχής να τους συνοδεύει. Από το Ιερό του Απόλλωνα εκεί κοντά ως τα πόδια του Χαριστέα στη Λισαβόνα! Υο!
Τον τελικό του Euro του 2004 τον είδα στο Ντα Λουζ, στο πέταλο πάνω από το τέρμα που σκόραρε ο Άγγελος ο Χαριστέας, έχοντας πάνω από το κεφάλι μου γραφικό συμπατριώτη ο οποίος από το 1’ μέχρι το 90’ έβριζε τον διαιτητή, ακόμα κι όταν σφύριζε υπέρ της Ελλάδας. Η γκρίνια του σταματούσε μόνο όταν η ανάμνηση κάποιου παλιού εραστή από την προεδρική φρουρά τον έκανε να φωνάζει, γεμάτος ενθουσιασμό, για το βάρος του φουστανελάτου πέους. Ομολογώ πως αυτή η διαρκής υπενθύμιση της ελληνικής ιδιαιτερότητας – η οποία όσο περνούσαν οι μέρες και τα πορτογαλικά γήπεδα γέμιζαν οπαδούς της Εθνικής γινόταν όλο και πιο έντονη – εξαιτίας της οποίας επιτυχίας γίνεται αφορμή για μια ακόμα επίδειξη εθνικών και σεξουαλικών κόμπλεξ, με ξενέρωνε λίγο. Ευτυχώς πολύ λίγο και σίγουρα όχι αρκετά για να μην γιορτάσω την κούπα και το κλάμα του Ρονάλντο στο καλύτερο μέρος που μπορεί να γιορτάσει κανείς ένα πρωτάθλημα Ευρώπης. Σε ένα από αυτά τα κλαμπ της Λισαβόνας που απ’ έξω έγραφαν «Μπουάτ» κι από μέσα, αντί για την Αρλέτα και την κιθάρα της, είχαν δεκάδες Βραζιλιάνες έτοιμες να πιουν, να χορέψουν και να συσφίξουν όσο πιο πολύ γίνεται τις σχέσεις του λαού της Βραζιλίας με τους λαούς της Ευρώπης και ακόμα πιο πολύ με τους πρωταθλητές της.
Εκείνη την ημέρα έπαιζα μουσική στο Closer που τότε βρισκόταν επί της οδού Σίνα. Προφανώς κι όταν έπαιζε η Εθνική το μαγαζί ήταν άδειο, άρα κι εγώ πήγα σε ένα παραπλήσιο μπαρ. Μόλις κερδίζουμε συνεννοούμαι με τον ιδιοκτήτη που μου λέει «δεν έχει νόημα, κλείστε το και φύγετε». Φύγαμε λοιπόν με τον μπάρμαν και κατηφορίσαμε προς την Πανεπιστημίου. Λίγη ώρα μετά, ήμασταν στην οροφή μίας στάσης λεωφορείου στη Σταδίου, κοντά στο παλιό Metropolis και φωνάζαμε «πούτσα». Εγώ, ο μπάρμαν και δύο κοπέλες. Μετά από λίγο βρήκα τυχαία μέσα στο πλήθος κάποιους γνωστούς και καταλήξαμε να πίνουμε ποτά στα Εξάρχεια μέχρι το πρωί. Όχι, δε νομίζω να έχω ξανανέβει στην οροφή στάσης από τότε.
Τότε ήμουν ακόμη στη Σχολή του Εθνικού και είχαμε την ώρα των αγώνων νυχτερινές πρόβες για τον Ιππόλυτο όπου συμμετείχα. Στον αγώνα με την Τσεχία για παράδειγμα είχαμε πρόβα στα Γιάννενα (στο θέατρο της Δωδώνης) κι από μακριά ακούγονταν οι πανηγυρισμοί για το γκολ. Την ημέρα του τελικού, μόλις είχαμε φτάσει Επίδαυρο και τον παρακολουθήσαμε εκεί. Το πανηγυρίσαμε όσο γινόταν στον μοναδικό δρόμο της Επιδαύρου. Βέβαια, όταν είχαμε κερδίσει την Γαλλία κάναμε πρόβα στο Εθνικό και σταματήσαμε εξαιτίας των πανηγυρισμών στην Ομόνοια.
Δεν είμαι αθλητικός τύπος, δεν ξέρω πολλά από ποδόσφαιρο και δεν ξεχωρίζω το οφσάιντ από το φάουλ. Παρ’ όλα αυτά, τον τελικό του Euro τον είχα παρακολουθήσει στο ημιυπόγειο ενός φίλου μου στη Νέα Ιωνία. Μετά τη νίκη, βγήκαμε και εμείς να πανηγυρίσουμε, αλλά κολλήσαμε στην κίνηση στη γέφυρα του Ψυχικού και φωνάζαμε και πατούσαμε τις κόρνες ρυθμικά μαζί με όλους τους υπόλοιπους σαν τους βλάκες.
Ήμουν στην Ικαρία. Είχαμε μαζευτεί στην πλατεία του χωριού με την παρέα μου και τους Ικαριώτες και βλέπαμε τον αγώνα. Αν και δεν είμαι ποδοσφαιρόφιλος, το χάρηκα. Μόλις μπήκε το γκολ, θυμάμαι ότι πανηγυρίσαμε χαλαρά επειδή όλα στην Ικαρία γίνονται χαλαρά. Ήταν σα να παρακολουθούσαμε έναν οποιοδήποτε αγώνα ποδοσφαίρου.
Page: 1 2