Με υπουργική απόφαση που δημοσιεύθηκε την 1η Ιουνίου του περασμένου έτους, το υπουργείο Παιδείας καθόρισε τον τρόπο απαλλαγής των μαθητών από ορισμένα μαθήματα, μεταξύ αυτών και τα Θρησκευτικά. Ωστόσο, καμία διαφοροποίηση δεν εντοπίστηκε σε σχέση με τις προβλέψεις των προηγούμενων ετών.
Έτσι, στην απόφαση αναφέρεται και πάλι ότι: «Μαθητές/τριες οι οποίοι/ες δεν είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι (δηλαδή αλλόθρησκοι, ετερόδοξοι άθρησκοι, άθεοι, αγνωστικιστές), δύνανται, εφόσον το επιθυμούν, να απαλλαγούν από την υποχρέωση παρακολούθησης του μαθήματος των Θρησκευτικών, υποβάλλοντας σχετική αίτηση στον/στη Διευθυντή/ντρια της σχολικής μονάδας στην οποία θα αναφέρεται το εξής: Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των Θρησκευτικών». Μάλιστα, η αίτηση είναι υποχρεωτικό να συντάσσεται και από τους δύο γονείς, κάτι που δεν είναι αναγκαίο για την απαλλαγή από άλλα μαθήματα, όπως η φυσική αγωγή.
Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου τόνισε ότι, σύμφωνα με την απόφαση Παπαγεωργίου κ.α. κατά Ελλάδας, «οι κρατικές αρχές δεν έχουν το δικαίωμα να επεμβαίνουν στην σφαίρα της ατομικής συνείδησης και να διαπιστώνουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του ατόμου ή να το υποχρεώνουν να αποκαλύπτει τις πεποιθήσεις του σχετικά με πνευματικά ζητήματα». Πράγματι, γιατί να πρέπει με – όχι και τόσο έμμεσο τρόπο – να αποκαλύψουμε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις μας στους άλλους;
Έχουμε φτάσει αισίως στο 2022 και τίποτα δεν έχει αλλάξει από την εποχή που ήμουν μαθήτρια. Ανατρέχοντας στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, η Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, Νίκη Κεραμέως, παρουσίασε τον Δεκέμβριο του 2021 το Πρόγραμμα Σπουδών για το μάθημα των Θρησκευτικών στο Σχολείο. «Το μάθημα των Θρησκευτικών αποτελεί μάθημα παιδείας και πολιτισμού. Σε αυτό οι μαθητές/τριες καλούνται να αναγνωρίσουν και να συνειδητοποιήσουν τη σημασία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης, ώστε να αποκτήσουν συναίσθηση της ευθύνης για τη συνέχειά της σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο. Υπό αυτή την έννοια, λαμβάνουν τα απαραίτητα εφόδια, για να δρουν στο μέλλον ως ενεργοί πολίτες του ελληνικού κράτους, στο οποίο η παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας αποτελεί […] συστατική παράμετρο του δημόσιου χώρου», είναι μονάχα ορισμένα απ’ όσα αναγράφονται σε αυτό.
Πριν ακόμη βρεθώ στο σχολείο, θυμάμαι να δέχομαι κοροϊδευτικά σχόλια για τα δύο – όχι και τόσο συνηθισμένα – επώνυμά μου. Σε αυτό, ήρθε να προστεθεί το γεγονός ότι ήμουν ένα αβάπτιστο παιδί, έπειτα από επιλογή των γονιών μου, αλλά και λόγω της εβραϊκής καταγωγής του πατέρα μου. Σχεδόν όλα τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι να τα περνάω στο περιβάλλον ενός ιδιωτικού σχολείου στο οποίο ένιωθα καθημερινά παραγκωνισμένη. Μεταξύ άλλων, ο τρόπος με τον οποίο διεξαγόταν το μάθημα των θρησκευτικών και η αντιμετώπιση ενός παιδιού που είχε απαλλαγή από αυτό, με έκαναν να ντρέπομαι για τη διαφορετικότητά μου, για την οποία σήμερα είμαι υπερήφανη.
Το να στρέφεις διδακτικά τα παιδιά σε μία θρησκεία, είναι προσηλυτισμός
Στην αίτηση απαλλαγής, οι γονείς μου ζητούσαν μεταξύ άλλων να μου δοθεί το δικαίωμα (αν και όποτε το επιθυμώ) να παραμένω στην αίθουσα κατά τη διάρκεια του μαθήματος, παρόλο που δεν εξετάζομαι σε αυτό. Ενώ η διεύθυνση του σχολείου ήταν θετική, θυμάμαι κάθε φορά που ήθελα να παραμείνω στην αίθουσα, ο δάσκαλος να προσπαθεί μπροστά στα υπόλοιπα παιδιά να μου εξηγήσει γιατί κάτι τέτοιο δεν τον έβρισκε σύμφωνο.
Κάθε εβδομάδα, όταν πλησίαζε η ώρα των Θρησκευτικών, ένιωθα θλίψη και ντροπή επειδή ήμουν «διαφορετική». Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι συμμαθητές μου κρατούσαν ουδέτερη στάση ή ενδιαφέρονταν να μάθουν για την απόφασή μου, κάνοντάς με να νιώσω αποδεκτή – σε αντίθεση με τον διδάσκοντα. Ο σεβασμός στη διαφορετικότητα για τον οποίο μιλούσε το βιβλίο του μαθήματος, «λοξοδρομούσε» στην πράξη από τον άνθρωπο που δίδασκε το περιεχόμενό του.
Σε όλο αυτό όμως δεν υπήρξα η μόνη. Ο Οδυσσέας Αναστασάκης και η Σουρούκ Ρίζου-Αμχάν, έχουν να διηγηθούν τη δική τους μαθητική ιστορία στην Popaganda.
Συμμετέχοντας κανονικά έως τότε στο μάθημα των θρησκευτικών, θυμάμαι κάποια στιγμή να λέω στη δασκάλα μας ότι δεν πιστεύω σε κάποια θρησκεία και πως θέλω να πάρω απαλλαγή. Της εξήγησα επίσης πως με ενοχλούσε το ότι δεν παρουσιάζονταν εξίσου όλες οι θρησκείες στο βιβλίο. Παράλληλα, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί σε κάθε σχολική αίθουσα υπήρχε μια εικόνα του Χριστού και της Παναγίας και γιατί έπρεπε κάθε πρωί να κάνουμε προσευχή. Όλα αυτά ενίσχυαν την επιθυμία μου να μην ασχοληθώ με το μάθημα των θρησκευτικών.
Το να στρέφεις διδακτικά τα παιδιά σε μία θρησκεία, είναι προσηλυτισμός. Λογομαχούσα λοιπόν συχνά με τη δασκάλα μας, η οποία μια μέρα με απέβαλε και με έστειλε στον διευθυντή. Του εξήγησα τους λόγους για τους οποίους δεν ήθελα να παρακολουθώ το μάθημα και μου είπε πως για να γίνει αυτό πρέπει να το ξέρουν οι γονείς μου και να συμφωνήσουν με την απαλλαγή.
Αποφάσισα να το πω στον πατέρα μου, ο οποίος με κατάλαβε αμέσως κι έτσι οι γονείς μου αιτήθηκαν την απαλλαγή μου. Ήμουν μάλιστα ο πρώτος βαπτισμένος χριστιανός μαθητής που έπαιρνε απαλλαγή τότε στο δημόσιο σχολείο μου. Υπήρχαν δύο ακόμη παιδιά εβραϊκής καταγωγής που δεν παρακολουθούσαν το μάθημα. Στην Τρίτη Λυκείου όμως, η διαδικασία της απαλλαγής ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκη και χρειαζόταν υπεύθυνη δήλωση, οπότε αναγκάστηκα να συμμετέχω καθώς εξεταζόμασταν στα Θρησκευτικά στις ενδοσχολικές εξετάσεις. Πάντα αναρωτιόμουν, πώς γίνεται να βάζουν τα παιδιά στη διαδικασία να εξεταστούν σε κάτι που αφορά την πίστη τους, τα πιστεύω τους, κάτι τόσο βαθιά προσωπικό και υποκειμενικό;
Από το Δημοτικό κιόλας, δεν συμμετείχα στο μάθημα των Θρησκευτικών λόγω της αιγυπτιακής καταγωγής μου, από τη μεριά της μαμάς. Και οι δύο μου γονείς είναι όμως άθεοι, πράγμα το οποίο μεγαλώνοντας άρχισε να εκφράζει κι εμένα. Αν και η διαδικασία της απαλλαγής ήταν απλή και το αίτημά μας έγινε αμέσως δεκτό (η υπογραφή και των δύο γονέων ήταν αναγκαία), υπήρχαν φορές που δυσκολευόμουν να αποδεχτώ τη μοναχικότητα που συνόδευε την απόφασή μου.
Χαρακτηριστικά, στο ιδιωτικό σχολείο που πήγαινα, μαθητές και δάσκαλοι συγκεντρώνονταν στο θέατρο όπου γινόταν ο αγιασμός. Μια μέρα θυμάμαι να λέει η δασκάλα στα παιδιά της τάξης να στοιχηθούν και να ετοιμαστούν για τον αγιασμό. Χωρίς να ξέρω πώς να αντιδράσω, μπήκα κι εγώ στη σειρά μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά. Η δασκάλα με πλησίασε, με απομάκρυνε από τη σειρά και προσπάθησε να μου εξηγήσει γιατί δεν μπορώ να τους ακολουθήσω στο θέατρο. Αν και ο τρόπος της ήταν όμορφος και όσα έλεγε ήταν λογικά (άλλωστε ούτε εγώ ήθελα να κοινωνήσω), ως ένα παιδί που τότε δεν μπορούσε να κατανοήσει γιατί αποκλείεται από μία ομαδική διαδικασία, ένιωσα ντροπή και μοναξιά.
Μεγαλώνοντας βέβαια ένιωσα τυχερή που δεν χρειαζόταν να συμμετέχω στον αγιασμό και σε άλλες ενέργειες που δεν εξέφραζαν τις πεποιθήσεις μου. Ακόμη κι όταν ένα αγόρι κατέβασε το παντελόνι μου μπροστά στα υπόλοιπα παιδιά της τάξης για να με ντροπιάσει, ένιωθα πως μια μέρα η ντροπή θα γίνει περηφάνια.
Τι γίνεται όμως σήμερα στην περίπτωση ενός παιδιού που βρίσκεται σε αντίστοιχη θέση μ’ εμένα; Ποιος θα του μιλήσει για το δικαίωμα της απαλλαγής, για το δικαίωμα της ανεξιθρησκίας, για την αποδοχή της διαφορετικότητας και τον σεβασμό στα πιστεύω του άλλου, ώστε να μην τραυματιστεί η ψυχή του όπως η δική μου;