Γεια σας. Με λένε Μοχάμεντ Νάγκεμ, είμαι από την πόλη Άρμπιν της Ανατολικής Γούτα, στην επαρχία της Δαμασκού και είμαι 15 χρονών.
Το τελευταίο διάστημα προσπαθώ να τραβάω βίντεο με την κάμερα του κινητού μου τηλεφώνου, για να μεταφέρω στον κόσμο όσα παθαίνουμε.
Και για να μεταφέρω τα δεινά μου και τα δεινά του κόσμου εδώ και αυτά που κάνει το παρόν
καθεστώς εναντίον μας. Ήθελα να μεταφέρω την αλήθεια που κρύβει το καθεστώς αυτό από τον κόσμο, ήθελα να αλλάξω την κατάσταση μου και την κατάσταση των ανθρώπων γύρω μου, αλλά δεν ήξερα τι με περιμένει.
Από το ξεκίνημα του έτους 2018 άρχισε να κλιμακώνει τους βομβαρδισμούς εναντίον μας. Επέβαλε έναν αποκλεισμό που δεν είχαμε ξαναζήσει: ανέβασε τις τιμές των προϊόντων, κάτι που δεν μπορούσαμε να αντέξουμε και άρχισε το φάντασμα της πείνας να απειλεί μικρούς και μεγάλους. Αργότερα, στα μέσα Φεβρουαρίου ξεκίνησε μια βίαιη εκστρατεία.
Η κατάσταση στην Ανατολική Γούτα δεν περιγράφεται. Τα πολεμικά αεροσκάφη έκαναν μια πολύ βίαια εκστρατεία που είχε στόχο τα κτήρια.
Κατέβηκαν οι άνθρωποι στα υπόγεια και γέμισε ο φόβος τις ψυχές τους λόγω της δύναμης των επιδρομών και της έντασης της καταστροφής.
Τα πολεμικά αεροσκάφη κουβαλούσαν πολύ καταστροφικούς πυραύλους και μετά άρχισαν τα όπλα μαζικής καταστροφής σε όλη την περιοχή. Άρχισαν την εκτόξευση πυραύλων, τις βόμβες διασποράς, το «λευκό φώσφορο» και τα βαρέλια εκρηκτικών, τις αεροπορικές επιδρομές και τέλος τα «δηλητηριώδη αέρια».
Όσα σας λέω δεν τα ήξερα, όμως άρχισαν μικροί και μεγάλοι να ξέρουν το είδος κάθε όπλου που χρησιμοποιείται.
Μείναμε έναν ολόκληρο μήνα στο υπόγειο χωρίς να μπορούμε να δούμε το φως του ήλιου και να ξεχωρίσουμε τη νύχτα από τη μέρα, από τη ένταση των βομβαρδισμών.
Υποφέραμε πολύ από την έλλειψη φαγητού και ψωμιού και από τις αρρώστιες, όπως η βρογχίτιδα και οι αλλεργίες.
Και όλα αυτά δεν ήταν τίποτα μπροστά στο φόβο, τον οποίο δεν μπορούσαμε να αντέξουμε.
Ο φόβος παραλύει τα άκρα μας και καταπνίγει τις ψυχές μας. Το καθεστώς άρχισε να χτυπάει κατευθείαν τα νοσοκομεία και τα υπόγεια.
Η χώρα μας είδε πολλές και τρομερές σφαγές, κλάψαμε πολύ και δεν ξέραμε τι μας επιφυλάσσει η μοίρα. Επιθυμούσαμε περισσότερο το θάνατο παρά να υπομένουμε αυτή την κόλαση.
Εκατοντάδες νεκροί και χιλιάδες τραυματίες και άλλοι σοβαροί τραυματισμοί, όπως η παράλυση, οι ακρωτηριασμοί και πολλά άλλα.
Η χώρα μας καταστράφηκε ολοσχερώς και αναγκαστήκαμε να φύγουμε.
Την πρώτη φορά που βγήκαμε από το υπόγειο θέλαμε να δούμε τον ήλιο. Είδαμε όμως τη θέα της καταστροφής γύρω μας.
Μία θέα που μας έκανε να κλάψουμε περισσότερο από όσο κλάψαμε την ώρα των βομβαρδισμών.
Ο καθένας πήγε να δει αν το σπίτι του υπάρχει ακόμα ή αν καταστράφηκε.
Χάσαμε τα πάντα, κάθε οικογένεια έχασε το σπίτι της και ένα από τα μέλη της.
Άρχισαν οι άνθρωποι να μαζεύουν απελπισμένοι τα πράγματά τους για να φύγουν.
Έφτασα στην Ιντλίμπ με την οικογένεια μου χωρίς να ξέρω τι με περιμένει.
Και μετά τι; Το άγνωστο με κυνηγάει.
Έμεινα με την οικογένειά μου σε ένα μικρό σπίτι και είχα λίγα ρούχα.
Λυπημένος αλλά χαρούμενος που είμαι ακόμα ζωντανός, που είμαι καλά στην υγεία μου και με την οικογένειά μου, η μάνα μου και τα αδέλφια μου είναι μαζί μου, αλλά δεν θα μπορέσω να ξεχάσω αυτά που πέρασα.
Αν σωθεί το σώμα, πώς θα σωθεί η μνήμη;