Τα μέτρα περιορισμού των μετακινήσεων που σχετίζονται με τη νόσο COVID-19 είχαν αντίκτυπο στη ζωή όλων μας, προκαλώντας αυξημένα επίπεδα άγχους και στρες. Για τα χιλιάδες άτομα όμως που συνωστίζονται σε μέρη, όπως η Μόρια στη Λέσβο και το Βαθύ στη Σάμο, ο περιορισμός της κυκλοφορίας που επιβλήθηκε και εξακολουθεί να ισχύει έχει αποδειχθεί κάτι παραπάνω από τοξικός.
«Εάν εσείς και εγώ αισθανθήκαμε άγχος και δυσκολευτήκαμε κατά την περίοδο του lockdown, φανταστείτε πώς αισθάνονται οι άνθρωποι που έχουν βιώσει πολύ τραυματικές εμπειρίες τώρα που πρέπει να παραμείνουν εγκλωβισμένοι σε έναν καταυλισμό όπως η Μόρια – ένα μέρος όπου δεν μπορούν να βρουν ασφάλεια και ηρεμία, δεν μπορούν να βρουν έναν ιδιωτικό χώρο και πρέπει να σταθούν στην ουρά για φαγητό, για τουαλέτα, για νερό, για τα πάντα. Αυτός ο καταυλισμός ήταν ήδη εφιάλτης, αλλά ο επιβαλλόμενος περιορισμός της μετακίνησης κάνει τα πάντα ακόμη χειρότερα» τονίζει ο Γρηγόρης Καβαρνός, ψυχολόγος στην κλινική των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στη Μυτιλήνη*.
Παρά το γεγονός ότι δεν έχουν υπάρξει περιστατικά κορωνοϊού σε κανένα από τα κέντρα υποδοχής στα ελληνικά νησιά και παρόλο που η ζωή έχει επιστρέψει στους κανονικούς ρυθμούς για τον τοπικό πληθυσμό και τους τουρίστες, τα περιοριστικά μέτρα για τους αιτούντες άσυλο και τους μετανάστες που εντείνουν τις διακρίσεις εξακολουθούν να παρατείνονται κάθε δύο εβδομάδες. Η τελευταία παράταση του μέτρου είναι μέχρι 2 Αυγούστου.
«Ο περιορισμός της κυκλοφορίας των μεταναστών και των προσφύγων στον καταυλισμό της Μόριας έχει επηρεάσει δραματικά την ψυχική υγεία των ασθενών μου. Υπάρχει ένας περαιτέρω περιορισμός της πρόσβασης των ανθρώπων σε υγειονομική περίθαλψη, κοινωνικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που τους έδιναν ελπίδα ή κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας. Για παράδειγμα, πριν από το lockdown οι άνθρωποι μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε διαφορετικές υπηρεσίες ψυχικής υγείας και σε πιο απλές, αλλά ζωτικές δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα να αγοράσουν τα τρόφιμα που ήθελαν, να κάνουν μια βόλτα έξω από τον καταυλισμό, να κοινωνικοποιηθούν στην πόλη. Τώρα η πρόσβαση ακόμη και σε αυτά τα απλά πράγματα έχει καταστεί αδύνατη και επιπλέον υπάρχει μεγαλύτερη ένταση στον καταυλισμό και περισσότερη βία» τονίζει.
Ο Γρηγόρης δουλεύει ως επί το πλείστον με επιζώντες βασανιστηρίων, οπότε γι’ αυτούς τους ανθρώπους είναι ιδιαίτερα δύσκολο να γίνονται μάρτυρες αυτών των περιστατικών βίας. «Ήρθαν στην Ελλάδα, στην ΕΕ, για να ζητήσουν ασφάλεια και αντί αυτού, ο καταυλισμός και η ζωή μέσα σε αυτόν, λειτουργούν ως έναυσμα για να ξαναθυμηθούν τραυματικές εμπειρίες από το παρελθόν τους».
Σήμερα, οι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που ζουν σε αυτούς τους καταυλισμούς, όπως η Μόρια, συνεχίζουν να βρίσκονται κάτω από άθλιες συνθήκες, γεγονός που επιδεινώνει τη σωματική και ψυχική τους υγεία. Ιδιαίτερα δύσκολες είναι αυτές οι συνθήκες για τα 6.000 παιδιά που βρίσκονται παγιδευμένα στη Μόρια, μια ολόκληρη γενιά της οποίας η παιδική ηλικία ακυρώνεται μέρα με τη μέρα.
«Οι συνεχείς περιορισμοί μετακινήσεων έχουν περιορίσει περαιτέρω την πρόσβαση των παιδιών σε υπηρεσίες και καθημερινές δραστηριότητες που πριν τα βοηθούσαν να ξεφύγουν από τον εφιάλτη της Μόριας ακόμη και για λίγο. Για παράδειγμα, πριν από το lockdown οι οικογένειες μπορούσαν να πάνε στη θάλασσα ή στην πόλη και τα παιδιά να λάβουν μέρος σε κάποιες ψυχαγωγικές, επίσημες ή άτυπες εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Αυτές οι δραστηριότητες μπορεί να φαίνονται απλές αλλά μέσα στον καταυλισμό της Μόριας είναι ζωτικής σημασίας για την ψυχική υγεία των παιδιών. Σήμερα οι μέρες τους είναι άδειες» τονίζει η Κατερίνα Σραχούλκοβα, ψυχολόγος στην παιδιατρική κλινική των Γιατρών Χωρίς Σύνορα έξω από τη Μόρια.
«Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι το επίπεδο του στρες να αυξάνεται, ενώ υπάρχουν περισσότερες εντάσεις στον καταυλισμό. Οι γονείς αισθάνονται ανίκανοι να προσφέρουν στα παιδιά αυτό που χρειάζονται και τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί πρέπει να παραμένουν σε αυτές τις άθλιες συνθήκες. Είναι ένας φαύλος κύκλος. Τα παιδιά αναφέρουν πλέον συχνότερα ότι φοβούνται και βλέπουμε επίσης αύξηση των κρίσεων πανικού.
Πριν το lockdown στις συνεδρίες άκουγα περισσότερα για τη γενική αβεβαιότητα της ζωής κάποιου που έχει αιτηθεί άσυλο – οι άνθρωποι που ζητούσαν βοήθεια από εμάς εστίαζαν περισσότερο στο μέλλον, στην αίτηση ασύλου, στα επόμενα βήματα. Τώρα αυτά που τους ανησυχούν αφορούν πολύ περισσότερο στον καθημερινό τους αγώνα, την προσπάθεια επιβίωσης. Ο περιορισμός της κίνησης και η αύξηση των εντάσεων στον καταυλισμό έχουν εντείνει τη δύσκολη κατάσταση. Οι άνθρωποι δεν αισθάνονται ασφαλείς, η πρόσβασή τους σε ιατρική περίθαλψη έχει περιοριστεί, καθώς δεν μπορούν πλέον να επισκεφθούν το νοσοκομείο ή άλλους ιατρούς που ήταν έξω από τον καταυλισμό. Αυτό έχει αντίκτυπο στην ψυχική τους υγεία, κάνοντας τη ζωή τους ακόμα πιο δύσκολη» καταλήγει.
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα δεν μπορούν να παραμείνουν σιωπηλοί μπροστά σε αυτή την κατάφωρη διάκριση, καθώς ο περιορισμός της κυκλοφορίας που επιβάλλεται στους αιτούντες άσυλο μειώνει δραματικά την ήδη περιορισμένη πρόσβασή τους σε βασικές υπηρεσίες και ιατρική περίθαλψη. Στην παρούσα φάση της επιδημίας COVID-19 στη χώρα, αυτό το μέτρο είναι απολύτως αδικαιολόγητο από άποψη δημόσιας υγείας – είναι διάκριση για τα άτομα που δεν αποτελούν τα ίδια κίνδυνο και συμβάλλει στον στιγματισμό τους, ενώ τα εκθέτει σε περισσότερους κίνδυνος.
*Λόγω των περιορισμών στις μετακινήσεις η κλινική αυτή έχει μεταφερθεί έξω από τη Μόρια για να καλύψει τις ανάγκες των αιτούντων άσυλο.
Ενημερωθείτε και υποστηρίξτε τη δράση των Γιατρών Χωρίς Σύνορα εδώ.