Πώς η βιομηχανία μάς δηλητηρίαζε ανενόχλητη με μόλυβδο για μισό αιώνα

Ήταν μια ακόμα Παρασκευή στο εργοστάσιο της Standard Oil στο Νιου Τζέρσεϊ, όταν ένας υπάλληλος άρχισε να τρέχει ουρλιάζοντας γύρω γύρω σαν να είχε δει τον διάβολο τον ίδιο. Ο Έρνεστ – έτσι τον έλεγαν- είχε παραισθήσεις από την προηγούμενη μέρα. Το Σάββατο θα βρισκόταν δεμένος στο νοσοκομείο. Την επομένη θα πέθαινε. Από τους συνολικά 49 εργάτες στο εργοστάσιο «της τρελοβενζίνης», όπως το αποκαλούσαν τα δημοσιεύματα της εποχής, τέσσερις ακόμα θα πέθαιναν μετά τον Έρνεστ και 35 θα κατέληγαν στο νοσοκομείο. Οι εργάτες αυτοί εμπλούτιζαν τη βενζίνη με τετρααιθυλιούχο μόλυβδο.

Η βενζίνη αυτή ήταν η βενζίνη που χρησιμοποιούσε όλος ο πλανήτης πριν την αμόλυβδη. Επρόκειτο για μια επιστημονική ανακάλυψη του μοιραίου Thomas Midgley (Τόμας Μίντζλεϊ) – και θα δηλητηρίαζε (κυριολεκτικά) την ανθρωπότητα για μισό αιώνα.

Ο Μίντζλεϊ, ένας μηχανικός που κατέληξε δυστυχώς να ασχοληθεί με τη βιομηχανική χημεία, επινόησε τη βενζίνη με μόλυβδο στις αρχές του 20ου αιώνα. Μέχρι τότε η βενζίνη ήταν χαμηλής ποιότητας, με αποτέλεσμα να «χτυπάει» συχνά η μηχανή του αυτοκινήτου, οπότε να μειώνεται η ισχύς και η αποδοτικότητα των καυσίμων και οι οδηγοί να «μένουν» συχνά. Το 1921, κι ενώ ο Μίντζλεϊ εργαζόταν ως ερευνητής στην General Motors, ανακάλυψε ότι ο τετρααιθυλιούχος μόλυβδος (TEL) μείωνε κατά πολύ το χτύπημα της μηχανής. Κι επιπλέον, βελτίωνε την απόδοσή της και την ταχύτητα. Η ουσία αυτή, που είχε πρωτοανακαλυφθεί το 1853, δεν είχε μέχρι τότε κάποια εμπορική χρήση.

«Δαίμονες και φαντάσματα»

Οι τρομερές βλάβες όμως που προκαλεί η συσσώρευση μολύβδου στον ανθρώπινο οργανισμό ήταν γνωστές από την αρχαιότητα. Οι αναθυμιάσεις από τον μόλυβδο «υφαρπάζουν από τα πνευμόνια τις αρετές του αίματος» σημείωνε ήδη πριν δύο χιλιετίες ο Ρωμαίος μηχανικός Βιτρούβιος. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν μόλυβδο στους σωλήνες υδροδότησης και στα μαγειρικά τους σκεύη, καθώς και για να γλυκαίνουν το κρασί και το φαγητό τους. Αιώνες αργότερα, το 1700, ο γιατρός Μπερνάρντο Ραμαντσίνι διαπίστωνε ότι «το δέρμα [των εργατών μολύβδου τείνει να παίρνει το ίδιο χρώμα με το μέταλλο… Δαίμονες και φαντάσματα συχνά επισκέπτονται τους ανθρακωρύχους». Τον 19ο αιώνα, ο Κάρολος Ντίκενς έγραφε για τις τρομακτικές συνέπειες της δηλητηρίασης από μόλυβδο στους εργάτες του Λονδίνου, που δεν μπορούσαν να βρουν άλλη δουλειά. Το δε 1920, την εποχή του Μίντζλεϊ, ήταν ήδη τεκμηριωμένο ότι ο μόλυβδος είναι νευροτοξικός και μπορεί να οδηγήσει σε ανεπανόρθωτες βλάβες στον εγκέφαλο και το κεντρικό νευρικό σύστημα – από τύφλωση, νεφρική ανεπάρκεια και καρκίνο, έως παράλυση και τρομακτικές παραισθήσεις που οδηγούν στον θάνατο.

Υπήρχε περίπτωση η επινόηση του Μίντζλεϊ να αφορούσε σε κάποια «ασφαλή» χρήση του βαρέος αυτού μετάλλου; Ο τετρααιθυλιούχος μόλυβδος είναι μια οργανομεταλλική ένωση του μολύβδου, ένα άχρωμο, άοσμο υγρό που μπορεί εύκολα να εξατμιστεί. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί εύκολα να διοχετευτεί στην ατμόσφαιρα. Ακόμα και μετά την καύση στη μηχανή του αυτοκινήτου, μεγάλες ποσότητες μορίων μολύβδου απελευθερώνονταν στην ατμόσφαιρα. Και μία ακόμα σημαντική «λεπτομέρεια»: σε αντίθεση με άλλες καρκινογόνες ουσίες όπως τα φυτοφάρμακα ή ακόμα και τα ραδιενεργά υλικά, ο μόλυβδος δεν αποσυντίθεται με το πέρασμα του χρόνου. Δεν εξατμίζεται και δεν εξαφανίζεται. Ποτέ.

Κάνοντας «rebranding» σε ένα δηλητήριο

Όλα αυτά τα απολύτως τρομακτικά έπρεπε να έχουν αποτρέψει την General Motors από το να ρίξει στην αγορά το συγκεκριμένο προϊόν. Όμως, όχι. Η αυτοκινητοβιομηχανία ανακοίνωσε περήφανη στο κοινό την εφεύρεσή της και ξεκίνησε να προετοιμάζει την αγορά για την κυκλοφορία του.

Τουλάχιστον τέσσερις διακεκριμένοι επιστήμονες προειδοποίησαν απευθείας τους ιθύνοντες της General Motors για τους κινδύνους. Ένας από αυτούς, ο Τσαρλς Κράους από το γερμανικό Πανεπιστήμιο του Πότσνταμ, είχε εργαστεί με τον τετρααιθυλούχο μόλυβδο για πολλά χρόνια και τον χαρακτήριζε «ύπουλο και μοχθηρό δηλητήριο» αφού ήταν υπεύθυνο για τον θάνατο μέλους της επιτροπής της διατριβής του. Στην επίσημη επιστολή της Αμερικανικής Υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας που ρωτούσε αν υπάρχει «σοβαρή απειλή για τη δημόσια υγεία», ο Μίντζλεϊ απάντησε ότι «οι περισσότεροι δρόμοι θα είναι μάλλον τόσο καθαροί από μόλυβδο που θα είναι σχεδόν απίθανο να εντοπίσεις την απορρόφησή του». Παραδέχτηκε ωστόσο πως «δεν έχουν ληφθεί πραγματικά εμπειρικά δεδομένα». Το φοβερό είναι ότι το 1923 ο ίδιος ο Μίντζλεϊ θα αποσυρόταν στο Μαϊάμι για να υποβληθεί σε θεραπεία για τον μόλυβδο που είχε εισπνεύσει μετά από έναν χρόνο που εργαζόταν πάνω σε αυτόν.  

Με άλλα λόγια, όπως σημειώνει το Nation, ο τετρααιθυλιούχος μόλυβδος «ρίχτηκε στην αγορά χωρίς καμία σκέψη ή μελέτη σχετικά με τις συνέπειές του στη δημόσια υγεία, αλλά μάλλον από το ελπιδοφόρο προαίσθημα ενός έξυπνου μηχανολόγου μηχανικού που μόλις είχε δηλητηριαστεί από μόλυβδο».

Η αυτοκινητοβιομηχανία General Motors, ο κολοσσός των χημικών Du Pont και η πετρελαϊκή Standard Oil (σημερινή Exxon, η οποία σήμερα φέρεται να εμπλέκεται και στην καμπάνια παραπληροφόρησης για την κλιματική αλλαγή) θα ένωναν τις δυνάμεις τους και το 1923 θα ίδρυαν την Ethyl Corporation, που θα παρασκεύαζε τον τετρααιθυλικό μόλυβδο για μισό αιώνα. Σε αυτή, ο Μίντζλεϊ θα αναλάμβανε υποδιευθυντής, με διευθυντή τον επιστημονικό υπεύθυνο της General Motors Τσαρλς Κέτερινγκ.

Ο τετρααιθυλικός μόλυβδος θα κυκλοφορούσε στην αγορά την 1η Φεβρουαρίου 1923.

Επειδή όμως η λέξη «μόλυβδος» αποτελεί σαφή αντένδειξη για την εμπορική προώθηση οποιουδήποτε προϊόντος, οι ιθύνοντες νόες έκαναν «re-branding», βαφτίζοντας το δηλητήριο που ετοιμάζονταν να αποδεσμεύσουν μαζικά στον πλανήτη «Αιθύλιο» – «Ethyl». Η λέξη παραπλανητικά παρέπεμπε στην αιθυλική αλκοόλη.

Δημόσια, έτσι κι αλλιώς, η επινόηση της βενζίνης με μόλυβδο προωθούνταν ως επαναστατική. Το 1922, μάλιστα, ο Μίντζλεϊ βραβεύτηκε με μετάλλιο από την Αμερικανική Χημική Εταιρεία.

Εκατομμύρια τόνοι ανθρωπογενούς μολύβδου κυλούν ακόμα στις φλέβες του πλανήτη

Η εμπλουτισμένη με τετρααιθυλιούχο μόλυβδο βενζίνη δεν έβλαψε φυσικά μόνο τους εργαζόμενους στην Ethyl, αλλά ύπουλα και σταθερά δηλητηρίασε όλο τον πλανήτη και κάθε είδους ζωής επάνω σε αυτόν.

Ήταν μόλις στα μέσα του ’70 που οι ΗΠΑ άρχισαν να την αποσύρουν σταδιακά από την αγορά. Απαγόρευσαν την πώλησή της την 1η Ιανουαρίου 1996 και εξαλείφθηκε εντελώς το 1999. Η ΕΕ την απαγόρευσε οριστικά την 1η Ιανουαρίου 2000. Θα δούμε αργότερα πως αυτό ήταν το αποτέλεσμα της εργώδους προσπάθειας και των τεράστιων ψυχικών αντοχών ενός άλλου επιστήμονα.

Καθώς, όπως αναφέρθηκε, ο μόλυβδος δεν αποσυντίθεται ποτέ, υπολογίζεται ότι τα 7 εκατομμύρια τόνοι μολύβδου που απελευθερώθηκαν με την καύση της βενζίνης μόνο στις ΗΠΑ τον 20ο αιώνα παραμένουν στο έδαφος, τον αέρα, το νερό και σε κάθε ζωντανό οργανισμό. Παγκοσμίως, υπολογίζεται ότι η έκθεση του σύγχρονου ανθρώπου στον μόλυβδο είναι 300 με 500 φορές μεγαλύτερη σε σύγκριση με το παρελθόν και με τα φυσιολογικά επίπεδα. Επίσημη βρετανική μελέτη του 1983 κατέληγε ότι «είναι αμφίβολο αν κάποιο μέρος της επιφάνειας της γης ή κάποια μορφή ζωής παραμένουν αμόλυντα από τον ανθρωπογενή μόλυβδο».

Κι ενώ ο μόλυβδος από τις εξορύξεις, τις μπογιές και άλλες πηγές συνιστά ακόμα σοβαρό περιβαλλοντικό κίνδυνο, αμερικανική κρατική μελέτη υπολόγισε ότι ήταν η καύση της βενζίνης που απελευθέρωσε το 90% του μολύβδου που υπήρχε στην ατμόσφαιρα από το 1920 έως το 2000.

Όπως σημείωνε στη μεγάλη έρευνα που δημοσίευσε το 2000 το περιοδικό Nation, μετά την εξάλειψη της βενζίνης με μόλυβδο στις ΗΠΑ, τα επίπεδα μολύβδου στο αίμα των Αμερικανών έχουν μειωθεί κατά 75% κατά μέσο όρο. Μελέτη του 1985 υπολόγισε ότι περισσότεροι από 5.000 Αμερικανοί πέθαιναν ετησίως από καρδιακό νόσημα σχετιζόμενο με τον μόλυβδο πριν την κατάργηση της βενζίνης. Άλλη μελέτη αμερικανικού κρατικού ινστιτούτου υπολόγισε ότι ο μόλυβδος στο αίμα έως και 2 εκατομμυρίων παιδιών μειωνόταν κάθε χρόνο σε επίπεδα κάτω του ορίου τοξικότητας μεταξύ του 1970 και του 1987 παράλληλα με τη μείωση της χρήσης της δηλητηριώδους βενζίνης. Από το 1927 έως το 1987, υπολογίζεται ότι 68 εκατομμύρια παιδιά είχαν εκτεθεί σε επίπεδο τοξικότητας στο μόλυβδο από τη βενζίνη.

Βίαιο έγκλημα και μόλυβδος

Τα παιδιά είναι τα πλέον ευάλωτα από την έκθεση στον μόλυβδο. Οι συνέπειες περιλαμβάνουν μειωμένο δείκτη ευφυΐας, μαθησιακές δυσκολίες, μειωμένη ακοή, προβλήματα συμπεριφοράς και ανάπτυξης. Στη Βενεζουέλα, που η κρατική πετρελαϊκή εταιρεία διέθετε μόνο βενζίνη με μόλυβδο μέχρι το 1999, έκθεση έδειξε ότι στο 63% των νεογνών ανιχνευόταν μόλυβδος πάνω από τα αμερικανικά επιτρεπτά όρια.

Κι ένα ακόμα συγκλονιστικό εύρημα: Τη δεκαετία του ’90, τα βίαια εγκλήματα στις ΗΠΑ άρχισαν να μειώνονται. Η οικονομολόγος Τζέσικα Ρέις διεξήγαγε έρευνα για το αν σχετιζόταν με το ότι τα παιδιά πλέον μεγάλωναν λιγότερα εκτεθειμένα στο μόλυβδο. Συγκρίνοντας στοιχεία για το πότε διαφορετικές πολιτείες των ΗΠΑ είχαν εγκαταλείψει τη βενζίνη με μόλυβδο κατέληξε ότι περισσότερο από το 56% της μείωσης στα εγκλήματα ήταν ότι επειδή τα αυτοκίνητα χρησιμοποιούσαν αμόλυβδη βενζίνη. Άλλη έρευνα κατέληξε σε παρόμοιο συσχετισμό μεταξύ σωλήνων νερού με μόλυβδο και αστικού εγκλήματος.

Κι όμως, υπήρχε εναλλακτική

Το χειρότερο σε όλη αυτή την ιστορία ήταν πως το ρίσκο της βενζίνης με μόλυβδο δεν ήταν καν απαραίτητο για τη βελτίωση της λειτουργίας των αυτοκινήτων. Αποδεδειγμένα υπήρχε εναλλακτική. Σύμφωνα με αρκετές πηγές, πριν τον τετρααιθυλικό μόλυβδο, ο Μίντζλεϊ είχε ανακαλύψει ότι η αιθανόλη (η γνωστή μας αιθυλική αλκοόλη που χρησιμοποιείται στα ποτά) μπορούσε επίσης να λύσει το πρόβλημα του χτυπήματος στις μηχανές των αυτοκινήτων, χωρίς καθόλου επιπτώσεις στο περιβάλλον και την υγεία. Ο δε Μίντζλεϊ είχε οδηγήσει χρησιμοποιώντας τέτοια βενζίνη σε συνέδριο μηχανικών, όπου και μίλησε για τα οφέλη της.

Γιατί, λοιπόν, επιλέχθηκε ο μόλυβδος; Οι κυνικοί συγκλίνουν στο ότι αφενός κι ο τελευταίος αγρότης μπορούσε να παράγει αιθανόλη από σιτάρι, αφετέρου η παραγωγή αιθανόλης από μόνη της δεν μπορούσε να πατενταριστεί. Άρα το περιθώριο κέρδους ήταν απείρως μικρότερο από την εκδοχή του τετρααιθυλιούχου μολύβδου που ήταν φθηνό να παραχθεί και μπορούσε να πατενταριστεί. Επιπλέον, οι πετρελαϊκές εταιρείες δεν θα έβλεπαν με καλό μάτι την αιθανόλη ως καύσιμο. Και κάπως έτσι, βάζοντας στη ζυγαριά από τη μια τα υπερκέρδη μιας χούφτας ανθρώπων και από την άλλη την υγεία όλου του πλανήτη, θυσιάστηκε το δεύτερο.

Έγινε λοιπόν μια συστηματική, οργανωμένη, και τελικά απόλυτα επιτυχημένη προσπάθεια να κουκουλωθούν οι απόλυτα βλαβερές συνέπειες του προϊόντος.

Κι αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να θυμόμαστε καλά στην επόμενη μάχη για το περιβάλλον.

Όταν «έφταιγαν» οι ίδιοι οι εργάτες για τον θάνατό τους

Όταν δημιουργήθηκε η Ethyl, μέσα σε ένα χρόνο, επτά εργάτες της είχαν πεθάνει. Τους μόνους που σίγουρα δεν ξάφνιασαν τα περιστατικά ήταν οι επικεφαλής της Ethyl. Ο ίδιος ο Pierre Du Pont, σε αλληλογραφία με τον αδελφό του Irénée το 1922, του είχε γράψει ότι ο τετρααιθυλιούχος μόλυβδος είναι «πολύ δηλητηριώδης αν απορροφηθεί από το δέρμα, καθώς προκαλεί δηλητηρίαση από μόλυβδο σχεδόν αμέσως».

Χάρη στον έλεγχο όμως που διατηρούσε τότε ο Du Pont στα τοπικά μέσα του Νιου Τζέρσεϊ, δεν γράφτηκε γραμμή για τους πρώτους αυτούς θανάτους. Έγινε μάλιστα μια χυδαία προσπάθεια να αποδοθούν στο ότι οι εργαζόμενοι δεν τηρούσαν τα προστατευτικά μέτρα.

Όταν όμως λίγο αργότερα, το 1924, συνέβη το περιστατικό της εισαγωγής με πέντε θανάτους μέσα σε μια εβδομάδα, το πρόβλημα δεν μπορούσε πια να κρυφτεί. Ήταν τότε, εν μέσω αυξανόμενων αντιδράσεων, που ο Μίντζλεϊ επιδόθηκε σε ένα τρομερό σόου προκειμένου να πείσει ότι ο τετρααιθυλιούχος μόλυβδος ήταν ασφαλής. Σε συνέντευξη Τύπου που διοργάνωσε στις 30 Οκτωβρίου 1924, έριξε τετρααιθυλιούχο μόλυβδο στα χέρια του και επίσης τον εισέπνευσε για 60 δευτερόλεπτα από ένα μπουκάλι. Έπειτα, δήλωσε: «Μπορώ να το κάνω αυτό καθημερινά, χωρίς κανένα πρόβλημα στην υγεία μου». Λίγο μετά τη συνέντευξη Τύπου, ο Μίντζλεϊ διαγνώστηκε (πάλι) με πολύ σοβαρή δηλητηρίαση από μόλυβδο, από την οποία χρειάστηκε πάνω από έναν χρόνο για να θεραπευτεί.

Λίγο αργότερα, τον Νοέμβριο του 1924, θα δημοσιεύονταν τα αποτελέσματα της έρευνας του Γραφείου Ορυχείων (Bureau of Mines): «Δεν υπάρχει κίνδυνος για τη δημόσια υγεία από τη βενζίνη Ethyl» μετά από «μακρά πειράματα με εκπομπές κινητήρα» και «είναι απίθανο να υπάρξουν περισσότεροι θάνατοι». Την έρευνα είχε αναθέσει στο Γραφείο, το οποίο λειτουργούσε ως φερέφωνο επιχειρηματικών συμφερόντων, η ίδια η General Motors.

Ωστόσο, η κυβέρνηση εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό πίεση, κι έτσι οργάνωσε ένα συνέδριο το 1925 στην Ουάσιγκτον για το θέμα. Εκεί ο αντιπρόεδρος της Ethyl Corporation Φρανκ Χάουαρντ αποκάλεσε τη βενζίνη με μόλυβδο «δώρο Θεού» γιατί η εξέλιξη των καυσίμων είναι «ουσιώδης για τον πολιτισμό μας». Απέναντί του, η κορυφαία ειδικός της χώρας στο θέμα δρ Άλις Χάμιλτον υποστήριξε πως «όπου υπάρχει μόλυβδος, αργά ή γρήγορα εντοπίζεται περιστατικό δηλητηρίασης, ακόμα και υπό την πιο αυστηρή επιτήρηση».

Προφανώς, η Χάμιλτον δεν εισακούστηκε. Μια εισαγγελική έρευνα που είχε διαταχθεί ολοκληρώθηκε το 1925 χωρίς να απαγγείλει κατηγορίες. Το 1926, η Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας κατέληξε ότι ο μόλυβδος που προστίθεται στη βενζίνη δεν συνιστά άμεση απειλή για τη δημόσια υγεία. Σε έναν βαθμό, είχε βασιστεί σε αποτελέσματα έρευνας της Ethyl.

Μέσα σε λίγα χρόνια, η βενζίνη με μόλυβδο θα κυριάρχούσε σε όλη την αγορά.

Ελέγχοντας την επιστημονική έρευνα για 40 χρόνια

«Για τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες, όλες οι μελέτες για τη χρήση της βενζίνης με τετρααιθυλικό μόλυβδο πραγματοποιούνταν από εργαστήρια και επιστήμονες χρηματοδοτούμενους από την Ethyl Corporation και τη General Motors», γράφουν οι Markowitz και Rosner στο βιβλίο τους «Deceit and Denial: The Deadly Politics of Industrial Pollution» (Απάτη και Άρνηση: Η Εγκληματική Πολιτική της Βιομηχανικής Μόλυνσης»). Χαρακτηριστική περίπτωση, η έρευνα του πανεπιστημιακού καθηγητή και ιατρικού διευθυντή της Ethyl δρος Robert Kehoe, χαρακτηριστικής περίπτωσης οργανικού διανοούμενου, η οποία κατέληξε ότι η παρουσία μολύβδου στο σώμα ήταν τόσο φυσιολογική που «πάει πίσω στην εποχή του Αδάμ» – και ότι μόνο πάνω από μια ποσότητα υπάρχει πρόβλημα.

Το 1962 η GM και η Standard Oil πούλησαν το μερίδιό τους στην Ethyl σε ομάδα επενδυτών. Μια δεκαετία αργότερα θα παρήγαγαν αυτοκίνητα που λειτουργούν με αμόλυβδη βενζίνη.

Τραγική ειρωνεία: Δύο από τους υπαιτίους για τη βενζίνη με μόλυβδο, ο τότε επικεφαλής της General Motors Άλφρεντ Σλοαν και o τότε επικεφαλής έρευνας στην εταιρεία Τσαρλς Κέτερινγκ μνημονεύονται σήμερα ως ιδρυτές του περίφημου Σλόαν-Κέτερινγκ Κέντρου για τον Καρκίνο στο κορυφαίο αμερικανικό νοσοκομείο Memorial.  

CFCs ή αλλιώς πώς ο Μίντζλεϊ κατέστρεψε (και) το όζον

Αξίζει πραγματικά να συμπληρώσουμε εδώ πως, σαν να μην έφτανε η βενζίνη με μόλυβδο, ο Μίντζλεϊ θα κατέληγε και σε μια ακόμα περιβαλλοντικά καταστροφική επινόηση.

Τα ψυγεία τότε ήταν προβληματικά. Τα καλύτερα πρώτα ψυγεία λειτουργούσαν με βάση τον αιθέρα και την αμμωνία, στοιχεία εύφλεκτα. Ένα βιομηχανικό ψυγείο έπιασε φωτιά και εξερράγη το 1893 στην εμπορική έκθεση του Σικάγο, σκοτώνοντας 17 πυροσβέστες. Τριάντα χρόνια αργότερα, στην εποχή του Μίντζλεϊ, τα ψυγεία χρησιμοποιούσαν διοξείδιο του θείου. Το αέριο αυτό δεν ήταν εύφλεκτο, αλλά ήταν πολύ τοξικό και διαρροές του είχαν σκοτώσει οικογένειες στον ύπνο τους.

Ο Μίντζλεϊ λοιπόν επινόησε τους χλωροφθοράνθρακες – γνωστούς ως CFC. Το προϊόν ρίχτηκε στην αγορά με το όνομα φρέον-12. Για να δείξει πόσο ασφαλές είναι, ο Μίντζλεϊ το εισέπνευσε και το φύσηξε πάνω από ένα κερί.

Η επιτυχία ήρθε άμεσα και ήταν σαρωτική. Το CFC άρχισαν να παρασκευάζονται στις αρχές του 1930, και είχαν χιλιάδες εφαρμογές, από ψυγεία και κλιματιστικά αυτοκινήτων μέχρι σπρέι και πυροσβεστήρες ως προωθητικά αέρια.

Μέχρι που ανακαλύφθηκε, μισό αιώνα αργότερα, ότι τα CFC κατέστρεφαν το στρώμα του όζοντος στην ατμόσφαιρα, το οποίο προστατεύει τη Γη από την επιβλαβή ακτινοβολία. Επιπλέον, είναι ιδιαίτερα καταστρεπτικά. Ένα άτομο χλωρίου (CI) που απελευθερώνουν τα CFC μπορεί να καταστρέψει 100.000 μόρια όζοντος! Σημειώστε ότι σε επιστημονική μελέτη του 1990, αναφέρεται ότι απελευθερώνονταν τότε στην ατμόσφαιρα ένα εκατομμύριο τόνοι CFS τον χρόνο – και κάνετε τον υπολογισμό.

Επιπλέον, τα CFC απορροφούν τεράστιες ποσότητες θερμότητας. Ενισχύουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου που συμβάλλει στην υπερθέρμανση του πλανήτη και την κλιματική αλλαγή πολύ περισσότερο από το διοξείδιο του άνθρακα. Ένα μόριο CFC είναι δέκα χιλιάδες φορές πιο αποτελεσματικό στην ενίσχυση του φαινομένου του θερμοκηπίου από ένα μόριο διοξειδίου του άνθρακα.

Και το χειρότερο από όλα είναι ότι τα CFC έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής: από 55 έως και 140 χρόνια, ανάλογα με τον τύπο τους.

Τα CFC, περιλαμβανομένου του freon12, απαγορεύτηκαν ή περιορίστηκαν αυστηρά με το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ το 1987 και η παραγωγή τους παγκοσμίως σταμάτησε εντελώς το 2005. Ήταν όμως μόλις το 2016 που οι επιστήμονες είδαν τα πρώτα σημάδια επούλωσης στο στρώμα του όζοντος επάνω από την Ανταρκτική – αν και το 2020 διαπίστωσαν αυξημένα επίπεδα CFC που αποδίδουν σε παλιές συσκευές. Στα μέσα Αυγούστου 2021, δημοσιευόταν η επιστημονική διαπίστωση ότι η απαγόρευση του CFC κέρδισε χρόνο για τον πλανήτη σε σχέση με την κλιματική αλλαγή.

Η Ένωση Χημικών Βιομηχανιών, πάντως, είχε απονείμει μετάλλιο το 1973 στο Μέντζλεϊ για την εφεύρεσή του.

Για να είμαστε δίκαιοι, σε αντίθεση με τον τετραιαθυλιούχο μόλυβδο, ο Μέντζλεϊ πραγματικά θεωρούσε ότι τα CFC είναι αβλαβή. Σε κάθε περίπτωση, δίκαια διεκδικεί τον τίτλο του καταστρεπτικότερου επιστήμονα του 20ου αιώνα.

Ακόμα και ο θάνατός του απηχούσε το γκροτέσκο της επιστημονικής του υπόστασης: Το 1940, στα 51 του, ο Μίντζλεϊ προσβλήθηκε από πολυομελίτιδα, η οποία του άφησε εκτεταμένη αναπηρία. Έτσι επινόησε ένα περίπλοκο σύστημα με τροχαλίες και σκοινιά για να τον σηκώνουν πιο εύκολα από το κρεβάτι. Στα 55 του, τα σχοινιά αυτά μπερδεύτηκαν γύρω από τον λαιμό του και τον στραγγάλισαν.

Λίγα χρόνια μετά, θα ξεκινούσε τη δράση του ο άνθρωπος που έμελλε να γίνει η Νέμεσή του.

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

Δέσποινα Παπαγεωργίου

Share
Published by
Δέσποινα Παπαγεωργίου