Η πρόσφατη Σύνοδος των Ηνωμένων Εθνών που πραγματοποιήθηκε στο Μανχάταν έφερε σαν «είδηση» μια φωτογράφιση του Έλληνα πρωθυπουργού σε σουίτα ξενοδοχείου για το ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters και τον φακό του Andrew Kelly. Τα εύθυμα και «άνετα» καρέ που συνόδευαν ένα κείμενο στο οποίο o Αλέξης Τσίπρας εξέφρασε την βεβαιότητα πως «μπορεί να υπάρξει θετική ανάπτυξη φέτος και μερική επιστροφή στις αγορές ομολόγων το 2017» σχολιάστηκαν με αρνητικό πρόσημο.
Άραγε υπάρχουν κανόνες για το πού και πώς πρέπει να φωτογραφίζεται ένας πολιτικός ηγέτης μιας χώρας που μαστίζεται από την οικονομική ύφεση;
Ο Παναγιώτης Παπαχατζής, επικοινωνιολόγος της εταιρείας Οneteam, κρίνει πως η αμετάκλητη πεποίθηση ότι «ο πρωθυπουργός που ηγείται μιας χώρας σε κρίση δεν μπορεί να γελάει» είναι λάθος. «Θα ήθελες ο άνθρωπος που χειρίζεται τη χώρα σου να είναι μονίμως σοβαρός, μουτρωμένος και θυμωμένος; Ήταν μια χαλαρή φωτογράφιση του Πρωθυπουργού, θεωρώ πως θα μπορούσε να του έχει γίνει ένα καλύτερο brief από το επιτελείο του, αλλά είναι αρκετά υποκριτικό αυτό που κάνουμε συνήθως στην Ελλάδα, να θεωρούμε δηλαδή ότι οι πολιτικοί μας οφείλουν να είναι συνεχώς κουμπωμένοι. Οι περισσότεροι πολιτικοί κάνουν επαγγελματικές φωτογραφίσεις κατά τις οποίες οι φωτογράφοι συχνά έχουν το ταλέντο να βγάζουν τον πιο χαλαρό και πραγματικό εαυτό του φωτογραφιζόμενου».
Τι συμβαίνει όμως όταν τα κόμματα και οι πολιτικοί έχουν σε μεγάλο βαθμό απαξιωθεί από το εκλογικό κοινό με απoτέλεσμα να υπάρχει διάχυτο ένα κλίμα κυνισμού από τα social media μέχρι τις δημοσκοπήσεις; Κατά τον επικοινωνιολόγο οποιοδήποτε τρικ χωρίς ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο είναι κενό γράμμα. «Όταν ένας πρωθυπουργός βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα δημοτικότητας συνήθως ό,τι και να κάνει επικοινωνιακά λειτουργεί. Όταν όμως πέφτουν οι μετοχές του ό,τι και να κάνει εκλαμβάνεται ως στραβό επικοινωνιακά, κι αυτό είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται όσο καιρό υπάρχει πολιτική επικοινωνία. Ο έλληνας Πρωθυπουργός εμφανίζεται λιγότερο δυναμικός σε σχέση με αυτό που απαιτούν οι περιστάσεις, η εκτίμησή μου είναι πως ακολουθεί κακά παραδείγματα από τους συμβούλους του, θεωρώ πως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το στιγμιότυπο με τον πολίτη που διαμαρτυρόταν εναντίον του στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και εκείνος καθόταν σαν άγαλμα. Αυτή υπήρξε μια πολύ πιο κακή του στιγμή από την φωτογράφιση στο Reuters».
Η λεζάντα που συμπληρώνει την παραπάνω εικόνα από την 81η ΔΕΘ (θα μπορούσε να) είναι: «Στον φίλο μας θα εξηγήσω αργότερα, ήθελε να με ρωτήσει γιατί δεν συνεργάστηκα με τον Σαμαρά. Αυτά συμβαίνουν» – είναι η δήλωση του Αλέξη Τσίπρα μετά το επεισόδιο που συνέβη στη διάρκεια της επίσκεψής του στο ρωσικό περίπτερο της έκθεσης. Κατά πόσο μπορεί όμως ένα επιτελείο να αναδείξει τα δυνατά σημεία ενός προσώπου χτίζοντας γύρω του μια ισχυρή στρατηγική που θα προσελκύσει ακόμα και τους πιο δύσπιστους; «Νομίζω πως όσους και να ρωτήσεις θα σου πουν πως ο Μπαράκ Ομπάμα είναι το απόλυτο σημερινό επικοινωνιακό πρότυπο, ανέβασε την πολιτική επικοινωνία σε επίπεδα που μάλλον θα περάσουν πολλά χρόνια για να τα δούμε από κάποιον άλλον. Δεν έχει όμως μόνο μια πολύ καλή στρατηγική αφού πότε δεν μπορείς να εξαιρέσεις τον πολιτικό από την εξίσωση, μπορείς να τον πας πολύ ψηλά αν διαχειρίζεσαι την επικοινωνία του, όχι όμως πιο ψηλά από το ταβάνι του. Όσον αφορά την Ελλάδα, από την παλιά φουρνιά και ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπήρξαν υποδειγματικοί, μεταγενέστερα ο Γιώργος Παπανδρέου είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα αλλά πλέον η κρίση έχει σαρώσει τα πάντα. Συνεπώς είναι επισφαλές να λέμε πως υπάρχει best case study τα τελευταία δέκα χρόνια».
Ποτέ δεν μπορείς να εξαιρέσεις τον πολιτικό από την εξίσωση, μπορείς να τον πας πολύ ψηλά αν διαχειρίζεσαι την επικοινωνία του, όχι όμως πιο ψηλά από το ταβάνι του.
Όπως φαίνεται, οι φωτογραφίσεις που γίνονται στο πλαίσιο μιας συνέντευξης πολιτικού, τουλάχιστον σε ένα περιοδικό -έντυπο ή διαδικτυακό- χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Στη «lifestyle προσέγγιση» και στην απλή καταγραφή ενός πορτρέτου. Ωστόσο δεν είναι ευρέως γνωστή η διαδικασία η οποία προηγείται προκειμένου να φτάσει στα χέρια μας ένα ιλουστρασιόν εξώφυλλο (η μια λμαπερή εικόνα στη retina οθόνη μας). Όπως μας εξηγεί φωτογράφος που έχει κάνει μερικά από τα καλύτερα πολιτικά πορτρέτα των τελευταίων χρόνων, σε όποιο μεγάλο μέσο κι αν αποφασίσει να φωτογραφηθεί κάποιος αναγκάζεται να παίξει εν μέρει με τους όρους που θέτει το ίδιο το μέσο κι αυτό ισχύει για όλους ανεξαιρέτως. «Το lifestyle έχει ένα υποτυπώδες concept, για παράδειγμα όταν μου ζητήθηκε να φωτογραφίσω την Όλγα Κεφαλογιάννη έπρεπε να βρούμε χώρο, να φέρει ρούχα δικά της και να παρουσιάσουμε ένα στόρι. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου που δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει κάτι ανάλογο, και δε θα εντάσσόταν στην ύλη ένα γυναικείου περιοδικού, φωτογραφήθηκε την ώρα που θα γινόταν και η συνέντευξη, στον χώρο που επέλεξε εκείνη λόγω φόρτου εργασίας κι εμείς το αποδεχθήκαμε. Εκεί όπου υπάρχει συγκεκριμένο concept και συνήθως πραγματοποιείται βιαστικά στο στούντιο είναι όταν πρόκειται για αφίσες προεκλογικής καμπάνιας. Ο Σημίτης όταν ερχόταν στο στούντιο είχε 20 λεπτά για τη φωτογράφιση της αφίσας, στα πρώτα 5 λεπτά έπρεπε να έχεις τελειώσει και στο υπόλοιπο τέταρτο καθόμασταν και μιλάγαμε. Ειδικά τα τελευταία χρόνια είναι ελάχιστοι οι πολιτικοί που θέλουν να δείξουν μια πιο lifestyle εικόνα τους. Γιατί υπάρχει Κρίση και θα κριθούν. Φυσικά, επαναλαμβάνω, παίζει ρόλο το μέσο. Αν φωτογραφιζόταν για μια εφημερίδα (όπου οι φωτογραφίες πρέπει να είναι πιο ρεπορταζιακές) ο Τσίπρας δε θα χαμογελούσε, θα γίνονταν πέντε κλικ και θα τελείωνε η υπόθεση».
Μια γραβάτα τοποθετημένη στραβά, μια ποσέτ στη τσέπη ενός σακακιού, η αποκάλυψη κάποιου τατουάζ, η στρατηγική τοποθέτηση σημαίνοντων εγχειριδίων στη βιβλιοθήκη ενός βουλευτικού γραφείου λειτουργούν ως σημειολογικά στοιχεία. Κι εξετάζονται τόσο ως αντικείμενα της ευρύτερης πολιτικής επιστήμης, όσο και ως ατού για τον καλλιτέχνη που θέλει να βάλει την υπογραφή του αναδεικνύοντας κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εμφάνισης του πολιτικού προσώπου. Πόσο συχνά όμως ερχόμαστε σε επαφή με αυθόρμητα στιγμιότυπα; Ο λόγος και πάλι στην προηγούμενη πηγή μας. «Έχει να κάνει με την εικόνα που θέλει ο καθένας να περάσεις προς τα έξω. Από ένα μικρό στοιχείο στο ντύσιμο και το στήσιμο του καθενός -που είναι ακραιφνώς κωδικοποιημένο- καταλαβαίνεις πώς θέλει να εμφανίζεται, πως σκοπεύει να δείξει ότι είναι ηγέτης, πως τονίζει ότι είναι όμορφος αλλά προσιτός, χαρισματικός και συνάμα υπεύθυνος. Ο φωτογράφος, βέβαια, όντας πίσω από τον φακό, διακρίνει και κάτι άλλο σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Όμως αυτές οι λήψεις ποτέ δεν επιλέγονται για να δημοσιευθούν, αφού κάθε διαλεγμένο καρέ είναι κομμάτι διαφήμισης. Όταν φωτογραφίζεις μια ωραία γυναίκα βουλευτή δε μπορείς να της ζητήσεις να πάρει πόζες μοντέλου, δεν θα το δεχθεί, γιατί η φωτογραφία θα παραπέμψει αλλού και θα υπάρξει σύγχυση με το κείμενο στο οποίο μπορεί να μιλά για την πολιτική ενός υπουργείου. Οι πόζες των πολιτικών είναι πιο στατικές και συνήθως ο φωτογράφος καλείται να βρει τη λύση. Στις φωτογραφίσεις σπάνια εμφανίζεται κάποιος επικοινωνιολόγος που κραυγάζει την ιδιότητά του ώστε να σε μανιπιουλάρει, είναι διακριτικοί και επεμβαίνουν μόνο κατά τη διαδικασία της προβολής.
» Το ελληνικό παράδειγμα, σε σχέση με το εξωτερικό, το είδαμε στη φωτογράφιση Βαρουφάκη για το Paris Match. Σε ένα ελληνικό περιοδικό δεν πρόκειται ποτέ κανείς πολιτικός να δεχόταν να φωτογραφηθεί κατά αυτόν τον τρόπο και ίσως και κανένας δεν θα του το πρότεινε. Φαίνεται ακόμη και από την επεξεργασία που έγινε πως στόχος ήταν να φαίνονται όλα πιο λαμπερά. Ακόμα και η Aκρόπολη είναι φωτισμένη, νομίζεις πως έχει γίνει photoshop, προφανώς ήθελαν να δείξουν έναν πολιτικό που έχει κάνει την Ευρώπη άνω κάτω σε ένα πολυτελές σκηνικό, κάνοντας ακόμα και την υπέρβαση να δημιουργήσουν φολκλόρ μέσω του μνημείου. Όσον αφορά τις πολιτικές προσωπικότητες του εξωτερικού, ο Ομπάμα είναι επικοινωνιακά αυτό που η Ευρώπη ακόμη δεν μπορεί να κατανοήσει. Μοιάζει με σύμβολο και όχι με οποιονδήποτε πρόεδρο. Έχει μπει στα μεγαλύτερα περιοδικά, από τη Vogue μεχρι το GQ, και τον έχουν φωτογραφίσει οι Richardson, Leibovitz, Weber. Είναι το τέλειο πρόσωπο και προϊόν. Στον συμβολισμό του παίζει ρόλο ακόμα και η εξίσου φωτογενής γυναίκα του. Βέβαια, η πρόκληση για έναν φωτογράφο είναι να κάνει κι ένα ελληνικό ζεύγος να φαίνεται ελκυστικό οπτικά».
«Η σημειολογία μιας εικόνας είναι κάτι ρευστό, η διαδικασία για να την πλαισιώσεις και να δώσεις κάποιο ασφαλές νόημα μοιάζει σαν να βρίσκεσαι πάνω σε κινούμενη άμμο συνδηλώσεων ενώ το πως θα ερμηνεύσει μια εικόνα ένας καταναλωτής είναι ένα επίσης περίπλοκο ζήτημα. Έχει να κάνει από το πότε θα τη δει και σε ποιο μέσο, φαίνεται πως παίζει ρόλο ακόμα και αν θα την αντικρίσει σε εφημερίδα ή σε περιοδικό. Ποικίλα στοιχεία ορίζουν το τελικό μήνυμα που θα πάρει, την ιστορία που θα πει και θα αφήσει μια φωτογραφία». Τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει ο Βασίλης Μουρδουκούτας που διδάσκει επικοινωνία στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, καθώς εξηγεί πως στην Ελλάδα είναι λιγότερο συστηματικός ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι αναλυτές και αυτοί που συνθέτουν την εικόνα (όσο και οι πολιτικοί) τον ρόλο της, το πώς μπορεί δηλαδή να αξιοποιηθεί θετικά μια τέτοιου είδους αποτυπωμένη επικοινωνία. «Είσαι λοιπόν ένας πολιτικός σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, υπάρχει ένα μείγμα πραγμάτων τα οποία θα επηρεάσουν οτιδήποτε κάνεις φωτογραφικά, ποια είναι αυτά; Η απαξίωση της πολιτικής και των θεσμών; ο τρόπος με τον οποίον ο μέσος αναγνώστης/ δέκτης του μηνύματός σου αντιλαμβάνεται ποια είναι η κατάσταση στη χώρα; Υπάρχει ένα παιχνίδι, αυτό “του μύθου”. Όταν επιλέγεις να βιντεοσκοπηθείς ή να παράγεις κείμενο φωτογραφικό -γιατί περί κειμένου πρόκειται- θα πρέπει να αντιλαμβάνεσαι την ιστορική και κοινωνική συνθήκη που επικρατεί. Να αντιλαμβάνεσαι που βρίσκεσαι, το σύστημα των μηνυμάτων και των σημείων στο οποίο ανήκεις, εν μέσω ποιων συνθηκών εμπλέκεται αυτός που θα σε διαβάσει. Έπειτα, θα πρέπει να αντιλαμβάνεσαι τον ρόλο που θες να διαδραματίσεις εσύ μέσα σ’ όλα αυτά είτε σε φωτογραφίσουν πρόθυμα ή απρόθυμα».
Αν και ζούμε αδιαμφισβήτητα στην εποχή της εικόνας, κατά τον επικοινωνιολόγο τα πολλαπλά επικοινωνιακά εργαλεία των social media πολλές φορές υποβαθμίζουν τον πλούτο σημείων μιας φωτογραφίας και των ιστοριών που αυτή μπορεί να αφηγηθεί. «Οι φωτογραφίες δεν ανασαίνουν, είναι μικρές, μας αναγκάζουν να σταθούμε σε πολύ βασικά πράγματα και τις πλαισιώνει ένα κείμενο που κάνει πιο δυσδιάκριτη σε ορισμένα της σημεία την επικοινωνία. Ας το σκεφτούμε σε αντιδιαστολή με μια ταινία που παρακολουθούμε στον κινηματογράφο και πραγματεύεται τη ζωή ενός συγγραφέα. Το γραφείο του που θα δεις είναι προσεγμένο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια, τα χρώματα του χώρου, το πως έχει τοποθετηθεί η βιβλιοθήκη, που βρίσκεται το μολύβι και τι μάρκα είναι, πρόκειται για ένα τεράστιο σύνολο σημείων που επηρεάζει το συναίσθημα και μας δημιουργεί το καρέ που παρακολουθούμε.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι πάγιο πως επιτρέπουν πιο εύκολα την πλαισίωση, έχουν αναδείξει τον ρόλο του κειμένου και έχουν φτωχύνει τον σημειολογικό πλούτο που μπορεί να έχει μια εικόνα, σε πρώτο επίπεδο τουλάχιστον, αφού συνήθως βλέπεις ένα timeline και κάνεις scroll down, σπάνια πατάς πάνω σε μια φωτογραφία για την ανοίξεις σε μεγάλο μέγεθος».
Ο πιο συχνός παραλληλισμός που γινόταν σχετικά με τον Αλέξη Τσίπρα, ακόμη και πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, ήταν πως οι κινήσεις πάνω στο προεκλογικό βάθρο και ο κειμενικός λόγος του σημερινού Πρωθυπουργού θύμιζαν το παρουσιαστικό και την ρητορική του πιο λαοπρόβλητου Έλληνα ηγέτη του παρελθόντος, του Ανδρέα Παπανδρέου. «Κάτι που συχνά δεν αντιλαμβανόμαστε για την πολιτική και την εικόνα της είναι οι λεγόμενες εξωκειμενικές παραπομπές π.χ. αντίστοιχες εικόνες που έχουν προηγηθεί. Αν αφήσω επίτηδες δίπλα σε έναν πολιτικό ένα περιστέρι στο πλάνο, θα θυμίσω την αντίστοιχη φωτογραφία του Καραμανλή σε μία από τις πρώτες του μεταπολιτευτικές ομιλίες. Υπάρχουν λοιπόν κάποιες ιστορικές φωτογραφίες και κάποια σχήματα εικονοποίησης που εγγράφονται σε ένα είδος υποσυνείδητου της κοινής γνώμης και τα οποία συνήθως έχει ενδιαφέρον να αξιοποιήσεις. Όπως ο Κένεντι στεκόταν σ’ ένα στυλ προτομής, αν αποβλέπεις να σε βλέπουν σαν εκείνον μπορείς να αντιγράψεις το σχήμα γιατί το συναίσθημα που θα δημιουργήσεις σ’ αυτούς που είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία και έχουν ζήσει την περίοδο προεδρίας του θα είναι πολύ κοντά στο αίσθημα που είχε τότε γι αυτόν. Όλα αυτά βέβαια είναι υψηλά μαθηματικά της επικοινωνίας, όλα εκείνα τα σημεία δηλαδή που περνάνε υπόρρητα από γενιά σε γενιά».
Από το 1985 μέχρι σήμερα, ο Τάκης Διαμαντόπουλος έχει φωτογραφίσει όλους τους έλληνες Πρωθυπουργούς. Οι περισσότεροι στέκονταν μπροστά από τον φακό σε περιόδους που στόχευαν στο να επανεκλεγούν, εκτός από τον Ανδρέα Παπανδρέου που – όπως εξηγεί ο φωτογράφος- απλώς ήθελε να βγει μια ωραία φωτογραφία. «Αυτοί που υπάρχουν στον κόσμο ως διάσημοι είναι πρώτα οι πολιτικοί, μετά έρχονται οι μουσικοί και μετά οι αθλητές. Οι πολιτικοί, όμως, είναι διάσημοι αλλά δεν είναι σταρ. Αναδεικνύονται βάσει του λόγου και όχι βάσει του προσώπου τους. Ό,τι κάνουν οι πολιτικοί με τις φωτογραφίες είναι λάθος, όλα. Θα έπρεπε να βγάζουν μια φωτογραφία που να αναδεικνύει την προσωπικότητά τους, μια κλασική φωτογραφία και όχι μια μοντερνιά σαν αυτές που κυκλοφορούν σήμερα. Έχουμε δει πολλές φορές φωτογραφίες πολιτικών που φαίνεται η αμηχανία στο μάτι τους. Όποτε έχει έρθει επικοινωνιολόγος τον έχω βγάλει έξω από το στούντιο, εκείνος θέλουν να πουλήσουν τη δουλειά τους και νιώθουν την ανάγκη να κάνουν προτάσεις, ενώ εγώ αυτό που μπορώ να κάνω είναι μια καλή φωτογραφία που θα δει στο τέλος. Προτείνουν στον φωτογραφιζόμενο πως θα στήσει τα χέρια του, πότε θα τα βάλει στις τσέπες, πως να δείχνει άνετος στον φακό λένε διάφορα περίεργα πράγματα τα οποία δεν αντιλαμβάνομαι πως εξυπηρετούν την φωτογράφιση. Κάθε φορά για να βάλω την άποψή μου που θα δώσει το αποτέλεσμα δίνω μάχη γιατί υπάρχουν ένα εκατομμύριο γνώμες, μπορεί ο ίδιος ο φωτογραφιζόμενος να σου πει “δεν αλλάζω γραβάτα, γιατί αυτή είναι το γούρι μου” και άλλα τέτοια τρελά. Μπορεί να στέκονται σ’ ένα μπαλκόνι αφήνοντας άναυδους χιλιάδες από κάτω, αλλά η φωτογραφία δεν είναι η δύναμη τους. Γι’ αυτό με τους πολιτικούς δουλεύω πάντα γρήγορα και δεν τους αφήνω να εγκληματιστούν».
Ό,τι κάνουν οι πολιτικοί με τις φωτογραφίες είναι λάθος, όλα. Τάκης Διαμαντόπουλος
Σε συνέντευξη με τίτλο «Ωχ, τι έγινε ρε παιδιά; Κατάληψη;» στο νεανικό ένθετο της εφημερίδας Τα Νέα οι Schooligans σημείωναν σαν λεζάντα πως δανειστήκαν ένα τάβλι από μια καφετέρια κι αγοράσαν σχοινί από ένα μαγαζί στη Κουμουνδούρου για τις ανάγκες της φωτογράφισης που πραγματοποιήθηκε μια ανοιξιάτικη μέρα του 2008. «Αποκλείεται να δεχτεί να τον δέσετε ρε παιδιά!» έλεγε ο φωτογράφος. «Δεν παύει να είναι πολιτικός αρχηγός», επέμεναν οι συντάκτες του άρθρου. Ο Γεράσιμος Δομένικος δεν εκθέτει την συγκεκριμένη φωτογράφιση του Αλέξη Τσίπρα στο αρχείο του καθώς θεωρεί πως το concept δεν αξίζει να αναδημοσιεύεται αφού ξεπέρασε κάποια όρια φέρνοντας σε αμηχανία τον πρωταγωνιστή του. «Η ενασχόληση με την πολιτική εμπεριέχει αναμφίβολα στοιχεία lifestyle, μπορείς να ψηφίσεις κάποιον αν δεν ξέρεις την φάτσα του; Νιώθω όμως πως αυτά τα πρόσωπα δεν μπορούν να διαχειριστούν την ματαιοδοξία τους με αποτέλεσμα να “μην το έχουν” μπροστά από τον φακό. Επίσης, δεν έχουν τους κατάλληλους ανθρώπους που θα τους φτιάξουν τη δημόσια εικόνα. Στην πραγματικότητα, ο Τσίπρας είναι ο πιο άνετος από όλους, δεν κουμπώνεται όσο άλλοι».
Οι έλληνες πολιτικοί δεν εμπιστεύονται τους έλληνες φωτογράφους, μας αντιμετωπίζουν σαν παπαράτσι και δεν είναι τυχαίο πως ο φωτογράφος της κυβέρνησης είναι Ελβετός . Γεράσιμος Δομένικος
Η τοποθέτηση ενός προσώπου στο πολιτικό φάσμα διαδραματίζει κάποιο ρόλο τελικά στον τρόπο με τον οποίο στέκεται μπροστά στα φώτα ενός φωτογραφικού στούντιο; «Οι νεοδημοκράτες είναι σαν να έχουν μπει στη φορμόλη, οι υπόλοιποι τυχαίνει να κάνουν και κάποιον χαβαλέ και κάτι να βγει φωτογραφικά από αυτό. Θυμάμαι μια φωτογράφιση του Γιακουμάτου στο γραφείο του που δεν δεχόταν να φωτογραφηθεί παρά μόνο σε σεκάνς που τον έδειχναν να κάνει ζάπινγκ στην τηλεόραση. Στο σύνολό τους, οι πολιτικοί αποτελούν κακό υλικό για έναν φωτογράφο, το να στήνεσαι κωδικοποιημένα στον φακό είναι δείγμα ανοησίας. Σε μια πρόσφατη φωτογράφιση που είχα με πρόσωπο του χώρου, εκείνος δεν μπορούσε καν να κοιτάξει προς τον φακό, έπρεπε κάποιος γύρω του να του μιλάει για να αισθάνεται άνετα και παρότι ήταν φωτογενής είχε μια αγκύλωση για το πως θα τον δει ο κόσμος. Το πιο επιτυχημένο επικοινωνιακό στήσιμο θεωρώ πως ήταν το σποτ του Λαφαζάνη για τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Ένα άλλο πρόσωπο που μας έκανε εντύπωση στην αρχή ήταν ο Θεοδωρακής αφού ήταν ανοιχτός και μας καλούσε προκειμένου να φωτογραφίζεται παντού, αν και όπως φάνηκε δεν του πέτυχε αυτή η συνταγή. Το πιο σημαντικό όμως για την πολιτική φωτογραφία στην Ελλάδα είναι πως οι πολιτικοί δεν εμπιστεύονται τους έλληνες φωτογράφους, μας αντιμετωπίζουν σαν παπαράτσι και δεν είναι τυχαίο πως ο φωτογράφος της κυβέρνησης είναι Ελβετός».
Η εικόνα όμως δεν καταγράφεται μόνο μέσα σε ένα στούντιο ή σε ένα πολυτελές δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, δεν συμπυκνώνεται μόνο μέσα σ’ ένα βίντεο ή μια φωτογραφία από τη στιγμή που υπάρχουν παραδείγματα επικοινωνιακών πρακτικών τα οποία εντυπώθηκαν σαν άλλο καρέ και προκάλεσαν αίσθηση στο παρελθόν με την επίδραση τους να γίνεται φανερή μπροστά στην κάλπη. Εκτός από τα δυναμικά στιγμιότυπα εσωτερικής κατανάλωσης ο, επικοινωνιολόγος και πολιτικός αναλυτής της aboutpeople, Πέτρος Ιωαννίδης φέρνει δύο παραδείγματα που φανερώνουν πως επικοινωνία χωρίς πολιτική επί του πρακτέου δεν υπάρχει, ένα από την Κεντρική Ευρώπη και ένα από εκείνη του Νότου. «Η κακή επικοινωνιακή διαχείριση της τρομοκρατικής επίθεσης στη Μαδρίτη από τον Aznar έδωσε τη νίκη στους Σοσιαλιστές, τρεις μόλις μέρες μετά. Αντιθέτως ο Schröder στη Γερμανία, στις πλημμύρες του 2002 αντέδρασε άμεσα. Η διαρκής παρουσία του στις πληγείσες περιοχές την ώρα που ο αντίπαλός του δεν διέκοψε τις καλοκαιρινές του διακοπές, συνέβαλλε στο να ανατρέψει όλα τα προγνωστικά. Αν πάμε στα δικά μας, δε μπορώ να μη σταθώ στην πρώτη εκλογή του Γιάννη Μπουτάρη. Ένας άνθρωπος αντισυμβατικός, σχεδόν απείθαρχος σε νόρμες, κέρδισε τις εκλογές σε μια πόλη αρκετά συντηρητική, έχοντας απέναντι του έναν δύσκολο αντίπαλο που είχε μαζί του όλο το “σύστημα”, έχοντας απέναντι του ακόμα και τον Άνθιμο. Και όμως κατάφερε να περάσει το μήνυμα του, χωρίς να ακολουθήσει mainstream μεθόδους και να πείσει τους Θεσσαλονικείς να τον εμπιστευθούν λέγοντας τους τη δική του αλήθεια». Και η αλήθεια είναι κατά τη γνώμη του επικοινωνιολόγου και πολιτικού αναλυτή η πιο αποτελεσματική επικοινωνιακή πολιτική. «Η εικόνα βέβαια δεν είναι μόνο το πρόσωπο ή το τι φοράς. Είναι ο τρόπος που μιλάς, η πειστικότητα που βγάζεις, τα επιχειρήματα που χρησιμοποιείς. Και όχι μόνο. Η εικόνα σου αποτυπώνεται -και κρίνεται- πλέον καθημερινά και πολύ πιο άμεσα, από την γενικότερη παρουσία σου. Ειδικά δε τα τελευταία χρόνια και μέσω social media στα οποία εκτίθενται διαρκώς, υπάρχει μεγάλη διάδραση και τα μικρά ή μεγάλα λάθη είναι αναπόφευκτα».
Φαίνεται λοιπόν πως η πολιτική επικοινωνία μέσω της εικόνας που αποτελούσε στο -όχι και τόσο μακρινό- παρελθόν ένα δομικό στοιχείο για την ανάδειξη ενός προσώπου, στη σημερινή, πολιτικά ρευστή, εποχή αποτελεί συχνά ένα μεγάλο ρίσκο. Βέβαια, τόσο εμείς που καταναλώνουμε «πολιτικό marketing» όσο και οι συντελεστές του (από τους πολιτικούς μέχρι τους φωτογράφους και τους επικοινωνιολόγους, μάλλον δε θα συμφωνήσουμε ποτέ.
Είμαστε εμείς υποκριτές κι εκείνοι συντηρητικοί; Το αντίθετο; Ή μήπως και τα δύο;