Η πλαστική καρέκλα που όλοι αγαπάμε να μισούμε είναι το έμβλημα του ελληνικού καλοκαιριού

Η έκρηξη του πλαστικού σε όλο τον πλανήτη στα μέσα της δεκαετίας του ’60 σηματοδοτεί την γέννηση της μονομπλόκ πλαστικής καρέκλας, που σήμερα ονομάζουμε «καρέκλα του τσιγγάνου», καθώς στη συλλογική μνήμη έχει συνυφανθεί άρρηκτα με τους Ρομά πλανόδιους πωλητές που γέμιζαν καρότσες από δαύτες και φώναζαν από τη ντουντούκα «Καρέκλες – τραπέζια», σε μια μυστικιστική λούπα.

Η πρώτη καρέκλα κατασκευάστηκε στην Ιταλία από τον designer Joe Colombo, το 1965. Αλλά δεν ήταν ακόμη «μονομπλόκ», δηλαδή ενιαία. Δύο χρόνια μετά, το 1967, ένας άλλος Ιταλός σχεδιαστής, ο Vico Magistretti, κατασκεύασε την πρώτη πλαστική καρέκλα, ένα ενιαίο κομμάτι από fiberglass. Τον επόμενο χρόνο, ο ιταλικός χημικός κολοσσός Kartell, την έβαλε σε μαζική παραγωγή και από τότε έχει κατακλείσει τις ζωές μας και τα καλοκαίρια μας. Σήμερα, οι περισσότερες από αυτές παρασκευάζονται στην Τουρκία και σε άλλες χώρες με φθηνά εργατικά χέρια περιφερειακά της Ελλάδας. Υπάρχουν ωστόσο και ελληνικά εργοστάσια όπως η Miltoplast που από το 1984 δραστηριοποιείται στην παραγωγή πλαστικών ειδών κήπου και φυσικά στην μπονομπλόκ καρέκλα. «Τα μέσα της δεκαετίας του ’60 είναι η εποχή που υπάρχει μια λατρεία για αυτό το νέο υλικό, τη δυνατότητα του να καθαρίζεται εύκολα, το βλέπουμε στον κινηματογράφο, όλα είναι plastic fantastic», λέει ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και καλλιτεχνικός σύμβουλος του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ.  

«Μετά τον Magistretti και την Kartell, οι μονομπλοκ πλαστικές καρέκλες κυρίευσαν τον κόσμο, σε διάφορες παραλλαγές και έτσι φτάσαμε σε αυτό μου λέμε «καρέκλα των τσιγγάνων» που πωλείται πλέον προς 5 ευρώ το κομμάτι και βγαίνει σε υπεράριθμες εκδοχές. Η δεκαετία του ’60 ήταν μια εποχή που τα πλαστικά έπιπλα και αντικείμενα καθημερινής χρήσης αποτελούν μέρος της υψηλής ποιότητας σχεδιασμού, ώσπου το ’80 έχει γίνει πλέον μια τέτοια διασπορά της τεχνολογίας κατασκευής τους σε low cost παραγωγές και αρχίζει να καλλιεργείται μια αμφισβήτηση του υλικού ως προς την επιβάρυνση του περιβάλλοντος από αυτό. Η καρέκλα του τσιγγάνου έχει να κάνει ακριβώς με αυτή τη διασπορά υψηλού design σε φθηνή παραγωγή».

Πλαστικές καρέκλες μέσα σε ένα τρίκυκλο στον Κεραμικό.

Όσο η πλαστική καρέκλα αφομοιώνεται από τα λαϊκά στρώματα, αρχίζει να αναπτύσσεται μια «σχιζοειδής» σχέση, όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης, με αυτό το αντικείμενο. Είναι γεγονός πως ενώ έχουμε αναπαυτεί για ώρες πάνω της, έχουμε γλεντήσει, έχουμε ξενυχτήσει, το ιδρωμένο μας κορμί έχει κυριολεκτικά κολλήσει πάνω της, ταυτόχρονα τη θεωρούμε σύμβολο υποβάθμισης, κιτσαριού, φτώχειας. «Κανείς δε θέλει να ταυτιστεί μαζί της αλλά όλοι την χρησιμοποιούμε. Καθόμαστε για ώρες πάνω της. Είναι ένας εκφυλισμός του υψηλού design, που δε μας έδινε αυτή την ώθηση «προς τα επάνω» που όλοι επιθυμούν στο φαντασιακό τους, δηλαδή το να κάθεσαι σε ένα κάθισμα που σε ταξινομεί και σε προσδιορίζει στο κοινωνικό σύνολο. Είναι ένας από τους λόγους που τη μισήσαμε τόσο πολύ, παρόλο που είναι άνετη, πρακτική – καθώς μεταφέρεται εύκολα γιατί μπαίνει η μία μέσα στην άλλη».

Πλαστική καρέκλα που έχει ταξιδέψει από τα Χανιά στα Πετράλωνα.

Πλαστικές καρέκλες μέσα σε ένα τρίκυκλο στον Κεραμικό.
«Installation» με σπασμένη πλαστική καρέκλα σε παραλία των Χανίων
Στιβαγμένες πλαστικές καρέκλες στην ακτή Φλοίσβου.
Πλαστική καρέκλα που έχει ταξιδέψει από τα Χανιά στα Πετράλωνα.

Και ενώ το πλαστικό ήταν μια από τις μεγαλύτερες εισηγήσεις του Μοντερνισμού, για τον Τζιρτζιλάκη η πλαστική καρέκλα στην Ελλάδα δεν κατόρθωσε ποτέ να γίνει σύμβολό του. «Στην Ελλάδα δε συμβόλισε τη διάδοση του design, αλλά το τέλος του Μοντερνισμού. Είχε ένα πένθιμο και δυσάρεστο χαρακτήρα. Δεν είναι παράδοξο αν σκεφτεί κανείς την κοινωνική συμβολοποιήση της στα μεσαία στρώματα. Η πλαστική καρέκλα είναι μια πιο καθημερινή αντίληψη των πραγμάτων. Μας οδήγησε σε μια «πραγματογνωσία» των αντικειμένων που λέει και ο Πεντζίκης.

Η τέχνη ασχολήθηκε πολλές φορές με την πλαστική καρέκλα. Άξια αναφοράς είναι η έκθεση «Invasion» του Christian Rupp στην Cheapart το 2011, μια σειρά από installation που ξεκίνησε με την Openart Residency στην Εύβοια το καλοκαίρι του 2008. Μέχρι και ο Αύγουστος Κορτώ έχει μια εκτενή αναφορά στο τελευταίο του βιβλίο «Έρως Ανήκατε Μάσαν» (Απρίλιος 2015, εκδόσεις Πατάκη) στις πλαστικές καρέκλες τις οποίες η μητέρα του συνήθιζε να αποκαλεί «εκδικήσεις». Ο συγγραφέας αναφέρει: «Η μάνα μου για παράδειγμα, αποκαλούσε τις άσπρες πλαστικές καρέκλες, αυτά τα φτηνιάρικα τέρατα που ωστόσο είναι και τέρατα αντοχής, εκδικήσεις. Η ετυμολογία; Η εκδίκηση της γυφτιάς, το δισκογραφικό έπος των Ξυδάκη – Ρασούλη […], σε συνδυασμό με το γεγονός ότι για πολλά χρόνια, τις καρέκλες αυτές εμπορεύονταν σχεδόν αποκλειστικά Ρομά απ’ τις καρότσες των ημιφορτηγών τους», και για μερικές σελίδες ακόμα υμνώντας την αντοχή τους.  Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης εξηγεί το γιατί η καρέκλα των τσιγγάνων έχει απασχολήσει τόσο πολύ την τέχνη. «Είναι ένα λαϊκό αντικείμενο ευρείας χρήσης που βόλεψε σώματα να καθίσουν, να κοιταχτούν, να φάνε, να απολαύσουν τη θέα, να συνδεθούν και πρέπει να το αποκαταστήσουμε – για να μην πω να το υμνήσουμε -εφόσον χρησιμοποιήθηκε τόσο πολύ. Κάθε φορά που κοιτάζω μια τέτοια, μου ξύνει το μυαλό το πόσο αντιφατική σχέση έχουμε μαζί της, είναι σαν ένας ιός, ένας ξενιστής, ένας παραβάτης, ένας ανατροπέας και πρέπει να ενταχθεί στα μουσεία design ως τέτοια».

«Installation» με σπασμένη πλαστική καρέκλα σε παραλία των Χανίων

Ψάχνοντας για τις ανάγκες του ρεπορτάζ κάποιον τσιγγάνο πλανόδιο πωλητή, ανακαλύψαμε ότι μάλλον έχουν εκλείψει. Ίσως να κυκλοφορούν πια μόνο στην επαρχία ή σε μικρές γειτονιές των αθηναϊκών προαστίων. Η πλαστική καρέκλα όμως ήταν παντού, σε κάθε μας βήμα, από ένα μηχανουργείο στον Κεραμικό, μέχρι τη Φαλιφόρνια. Πάνω στη πλαστική καρέκλα μονομπλόκ, που μισήθηκε τόσο, νιώθεις σα να έχεις όλο το χρόνο του κόσμου. Είναι το συνώνυμο της καλοκαιρινής ραστώνης.

Φιλίππα Δημητριάδη

Η Φιλίππα Δημητριάδη είναι δημοσιογράφος. Γεννήθηκε το 1990 στην Αθήνα, όπου μεγάλωσε και ζει μέχρι σήμερα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.

Share
Published by
Φιλίππα Δημητριάδη