Ας φανταστούμε ότι ζούμε σε έναν κόσμο όπου κουμάντο κάνουν τα media. Αν δεν ειπωθεί κάτι στην τηλεόραση, είναι σα να μην έγινε ποτέ. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε. Τόσο μεγάλη είναι η δύναμή τους. Κουνάνε το μαγικό ραβδάκι τους και εμφανίζουν γεγονότα που δεν έγιναν ή εξαφανίζουν άλλα, πραγματικά. Άλλοτε διογκώνουν κάτι ασήμαντο κι άλλοτε συρρικνώνουν κάτι ζωτικής σημασίας. Μαγικό;
Σήμερα, όλοι έχουν ένα μαγικό ραβδί, ένα κινητό με πρόσβαση στο Ίντερνετ, πράγμα που τους δίνει τεράστια δύναμη. Οποιοσδήποτε μπορεί ανά πάσα στιγμή να διαδώσει ένα συμβάν στα social media. Εκεί κρύβεται ο μεγάλος κίνδυνος της αβεβαιότητας και της αναξιοπιστίας. Χάνεται ή έστω υποβαθμίζεται εμφανώς ο ρόλος του δημοσιογράφου, του ανθρώπου που είναι υπεύθυνος να βρει την πληροφορία, να την ελέγξει, να την διασταυρώσει και έπειτα, να την διαδώσει. Από την άλλη, ένας οποιοσδήποτε δημοσιογράφος θα δώσει περισσότερη σημασία στο να γράψει την είδηση πρώτος, παρά στο να είναι σωστός και σίγουρος. Άλλωστε, σε ένα «κλικ» λογαριάζονται όλα.
Σήμερα, που γίνεται πανικός με πλαστές ειδήσεις όπως αυτή, που το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού ενημερώνεται -δυστυχώς- από τους βασισμένους στην διαφήμιση αλγόριθμους του newsfeed του Facebook, ενώ το μεγαλύτερο κοινωνικό δίκτυο της εποχής έχει κατηγορηθεί πολλάκις για διάδοση ψευδών ειδήσεων και πασχίζει να ρυθμίσει το ζήτημα που στο Twitter κυκλοφορούν πολλοί πλαστοί λογαριασμοί που δημιουργούν τα κόμματα για να προπαγανδίσουν αλλά και να ελέγξουν τα trends, η ανάγκη για σωστή και έγκυρη δημοσιογραφία γίνεται όλο και πιο επιτακτική.
Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή και σημασία στην εκπαίδευση των δημοσιογράφων και τις πρακτικές που ακολουθούν. Σε αυτό το σημείο έρχεται ο κρίσιμος και ουσιώδης ρόλος του Πανεπιστημίου.
Η Popaganda λοιπόν αποφάσισε να κάνει μία μικρή έρευνα για τους φοιτητές στα 3 πανεπιστημιακά ιδρύματα τμήματα δημοσιογραφίας της χώρας:
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών: Τμήμα Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε.
Πάντειο Πανεπιστήμιο: Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης: Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μ.Μ.Ε.
Τα δύο πρώτα άρχισαν να λειτουργούν από το ακαδημαϊκό έτος 1990-91 και το τμήμα του Α.Π.Θ. ιδρύθηκε το 1991. Λίγο αφού άρχισαν να λειτουργούν και τα πρώτα ιδιωτικά κανάλια στην χώρα.
Μέχρι τότε δεν υπήρχε επίσημη σχολή δημοσιογραφίας και φυσικά η πλειοψηφία των «μεγάλων» δημοσιογράφων στα κανάλια είχε σπουδάσει κάτι άλλο, αν είχε σπουδάσει. Σε αυτό το σημείο, να προσθέσουμε πως η κύρια ιδιότητα την οποία λαμβάνει κανείς αποφοιτώντας από τις παραπάνω σχολές (με το ΑΠΘ να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στο δημοσιογραφικό κομμάτι) είναι αυτή του «Επικοινωνιολόγου». Αυτή του Δημοσιογράφου έρχεται σε δεύτερη μοίρα.
Ο Γιώργος Πλειός, καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του ΕΣΡ, σχολιάζει πάνω στο ζήτημα: «Στο παρελθόν δεν υπήρχαν καν δημοσιογραφικές σχολές. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ιδρύθηκαν οι 3 σχολές Επικοινωνίας στην Ελλάδα, απ’ όπου αποφοιτεί ικανοποιητικός αριθμός ατόμων. Οι δημοσιογράφοι όμως που ασκούν το επάγγελμα και δεν έχουν σπουδάσει κάτι σχετικό είναι πολύ περισσότεροι. Αυτοί είτε έχουν σπουδάσει κάτι άλλο σε κάποιο ΑΕΙ της Ελλάδας ή του εξωτερικού. Μπορεί να είναι πολιτικές επιστήμες, νομικά, κοινωνιολογία αλλά και θετικές επιστήμες και στη συνέχεια, χωρίς ειδικότερη εκπαίδευση, μπήκαν στον κλάδο της δημοσιογραφίας. Από την άλλη μεριά, μπορεί να είναι και άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν σπουδάσει σε κανένα πανεπιστήμιο. Τελείωσαν απλά το λύκειο και έγιναν δημοσιογράφοι. Και υπάρχει άλλη μία κατηγορία δημοσιογράφων οι οποίοι εργάστηκαν κάποια χρόνια στα γραφεία τύπου πολιτικών προσώπων ή κομμάτων και μετά από 5 χρόνια, μπορούν να φέρονται και να εργάζονται ως δημοσιογράφοι.»
Φυσικά, δεν υπάρχει επίσημη πιστοποίηση από το κράτος, ούτε ένωση στην οποία εντάσσεσαι όταν ασκείς το συγκεκριμένο επάγγελμα, γεγονός που συνεπάγεται την αδυναμία υποστήριξης των δικαιωμάτων του κλάδου και την δίκαιη συσπείρωση ενάντια σε αδικίες της εκάστοτε κυβέρνησης. «Προσωπικά επιμένω ότι αυτό πρέπει κάποια στιγμή να διακοπεί. Δηλαδή, οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να έχουν πτυχίο δημοσιογραφίας, να εντάσσονται σε κάποια ένωση και να είναι πιστοποιημένοι. Δε νοείται στην σημερινή ημέρα να μην είναι κάποιος πιστοποιημένος», προσθέτει ο Γιώργος Πλειός.
Το άλλο στοιχείο που προκαλεί εντύπωση και επιβεβαιώνει η παρούσα έρευνα είναι το γεγονός πως τα τρία τμήματα ελκύουν πολύ περισσότερες γυναίκες απ’ ότι άνδρες, διότι το εκπαιδευτικό σύστημα ορίζει έτσι τις διαδικασίες εισαγωγής.
Παρακάτω, μπορείτε να δείτε τους αναλυτικούς πίνακες κάθε σχολής σε βάθος μιας δεκαετίας, από το 2005 έως και το 2015:
Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους. «Ο κόσμος που μπαίνει στις σχολές αυτές μπορεί να έχει δηλώσει μια σειρά σχολών ανθρωπιστικών επιστημών και το Τμήμα Επικοινωνίας να ήταν η μία επιλογή. Μπορεί να έχουν δηλώσει Φιλοσοφική, Νομική ή Πολιτικές Επιστήμες. Επειδή είναι η θεωρητική κατεύθυνση και οι ανθρωπιστικές επιστήμες, έχουμε το πιο στερεοτυπικό κομμάτι που λέει ότι κάποιες επιστήμες είναι πιο φιλικές και κατάλληλες για γυναίκες. Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλες τις θεωρητικές σχολές είναι περισσότερες γυναίκες παρά άντρες. Το αντίστροφο bias υπάρχει στις θετικές -hardcore- επιστήμες. Αυτό έχει να κάνει ευρύτερα πως είναι κοινωνικά κατασκευασμένη η εκπαίδευση και η καριέρα. Από μικρή ακούς “Οι γυναίκες είναι φτιαγμένες γι’ αυτά, ενώ οι άντρες είναι πιο κατάλληλοι για εκείνα”. Κάποια πράγματα θεωρούνται από την κοινωνία ανδρικά και κάποια γυναικεία», δηλώνει η Λίζα Τσαλίκη, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Σημειώνει εν συνεχεία πως το ανδρικό είναι το «σοβαρό», το «ορθολογικό», το «ουσιαστικό» και αυτό περιλαμβάνει συγκεκριμένα σημαντικά πεδία όπως πολιτική, εξωτερική πολιτική, άμυνα, διεθνείς σχέσεις, οικονομία. «Τα πιο soft κομμάτια όπως υγεία, τουρισμός, περιβάλλον, παιδεία που εντάσσονται στο κομμάτι της φροντίδας, της διασκέδασης, της τάξης, αναλαμβάνει να τα “νοικοκυρέψει” η γυναίκα, με τον ίδιο τρόπο που νοικοκυρεύει και μια οικογένεια. Οι γυναίκες είναι εκεί σε ό,τι έχει να κάνει με το συναίσθημα, την ιδιωτική ζωή, την στοργή και την στήριξη, ενώ οι άνδρες που είναι στον δημόσιο βίο και σφαίρα και έχουν την ορθή σκέψη είναι πιο κατάλληλα εφοδιασμένοι γι’ αυτό. Έτσι λέει η κοινωνία. Ξεκινάει αυτό λοιπόν στα μέσα του 19ου αιώνα και γαλουχούνται έτσι ολόκληρες γενιές, με το σχολείο, την εκκλησία, την κοινωνία να υιοθετούν επίσης το σκεπτικό. Κι εσύ μετά μεγαλώνεις με τα «παιχνιδάκια», με το καροτσάκι και το μωράκι και υιοθετείς κι εσύ τα ίδια στερεότυπα, τα οποία περνάς στα δικά σου παιδιά.», συνεχίζει η κ. Τσαλίκη.
Είναι ολοφάνερο ότι ζούμε σε μία ακραία στερεοτυπική κοινωνία και από τις απαντήσεις των ίδιων των φοιτητών. Ο Βασίλης, 22 ετών, τελειόφοιτος του Τμήματος Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε., σχολιάζει πως η επιλογή του επαγγέλματος από γυναίκες έχει να κάνει με την θεματολογία που θέλουν να περάσουν τα κανάλια σε πρώτο βαθμό, αλλά και τα υπόλοιπα ΜΜΕ σε δεύτερο, λόγω της διαφημιστικής εξάρτησης που τους περιορίζει. «Το πρόγραμμα πλέον απευθύνεται σε γυναίκες και πρέπει να είναι πιο ανάλαφρο –μαγειρική, μόδα, κουτσομπολιό κλπ-, ώστε να μπορέσει να υπάρξει και η αντίστοιχη διαφημιστική υποστήριξη. Αυτό βεβαία δεν σημαίνει πως δεν έχουν διαπρέψει και άντρες στην συγκεκριμένη ατζέντα και σε καμία περίπτωση πως οι γυναίκες δημοσιογράφοι δεν είναι ικανές για κάτι πιο “σοβαρό” και “βαρύ”», προσθέτει. Από την οπτική του Βασίλη, «είναι πιο εύκολο μια γυναίκα δημοσιογράφος να αποτελέσει πρότυπο στις νοικοκυρές που παρακολουθούν από το σπίτι. Απλά να προσθέσω, πως δημοσιογράφος στα έξυπνα μυαλά του Έλληνα τηλεθεατή πρώτα είναι η χαριτωμένη πρωινή παρέα του που θα τον απασχολήσει με μαγειρική, μόδα, και κουτσομπολιό (και έχει ένα εύκολο και πλούσιο εισόδημα)».
Εδώ έρχεται όμως το επόμενο ερώτημα. Δημοσιογράφος είναι αυτός που «γράφει δημοσίως», δηλαδή τον διαβάζουν ή τον ακούν πολλοί άνθρωποι, ή αυτός που «γράφει για τα δημόσια», για τον δημόσιο βίο και ζητήματα που τον αφορούν: κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά; Γιατί ένας παρουσιαστής σίγουρα δεν είναι δημοσιογράφος, αν η μόνη δουλειά που κάνει είναι να παρουσιάζει -είτε με ευχάριστο είτε με πιο σοβαρό τρόπο- ένα θέμα.
«Πολλοί από τους φοιτητές των πανεπιστημιακών σχολών πηγαίνουν μετά και σε κάποιο ΙΕΚ ή ιδιωτική σχολή για τεχνική κατάρτιση. Τώρα θα μου πεις τι σου προσφέρει αυτό; Η γνώμη μου είναι ότι είναι πολύ εργαλειακό και hands-on περιβάλλον. Αν η αγορά δουλεύει λάθος και δεν έχει κάποιους θεσμούς και κάποιες αξίες, μία δεοντολογία, θα σου μάθουν ό,τι χρειάζεται. Το Πανεπιστήμιο έχει χρέος να σου μάθει ό,τι υπάρχει. Να σου ανοίξει το μυαλό, να σου δείξει διαφορετικούς τρόπους σκέψης, να σε κάνει να αμφισβητείς αυτό που υπάρχει. Σε κάνει να ψάξεις το κρυμμένο νόημα, να διαβάσεις ανάμεσα στις γραμμές, να αποδομήσεις τις δομές εξουσίας, να αποκτήσεις κριτική γνώση. Οι σχολές μας δεν σου έχουν πει ποτέ ότι από εδώ θα βγεις δημοσιογράφος. Ο σκοπός του Πανεπιστημίου δεν είναι να σε κάνουν έναν καλό δημοσιογράφο. Αυτό θα το μάθεις εκεί. Ο σκοπός της πανεπιστημιακής σχολής είναι να σου πει αυτές είναι οι δομές, αυτή είναι η ιδεολογία, αυτή είναι η πολιτική οικονομία των μέσων, η ιστορική εξέλιξη, να σου δείξει τις σχέσεις και τις ανισότητες, το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, το πολιτικό πλαίσιο. Ελπίζουμε ότι βγαίνεις ένας καλά ενημερωμένος και εκπαιδευμένος επιστήμονας. Κι όταν πας να κάνεις την δουλειά που έχεις επιλέξει, αυτή η γνώση που έχεις αποκτήσει και το γεγονός ότι δεν παίρνεις τίποτα σαν δεδομένο και ψάχνεις να βρεις τις βαθύτερες αιτίες, ξέρεις να κάνεις την έρευνα, γιατί έχεις μάθει από τα έδρανα ότι δεν δεχόμαστε μία πηγή και προσπαθούμε να βρούμε και τι άλλο υπάρχει για να κάνουμε ανάλυση, αυτό δεν θα στο μάθει ποτέ το ΙΕΚ.» σχολιάζει η καθηγήτρια Λίζα Τσαλίκη.
Η Μαρία, 24 χρονών, που έχει αποφοιτήσει από το τμήμα του Καποδιστριακού και εργάζεται στον τομέα της, φέρνει την κατάσταση στις πραγματικές της διαστάσεις: «Είναι σημαντικό το να έχει σπουδάσει κάποιος δημοσιογραφία, αλλά μέσα από την 4χρονη εμπειρία μου στην σχολή, θεωρώ ότι έλαβα ευρεία γνώση για πολλά θέματα, αλλά δεν κατέχω τόσο καλά τα ζητήματα δεοντολογίας, όσο ένας Νομικός. Αλλά πιστεύω ότι είναι περισσότερο εμπειρική αυτή η γνώση. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ασχοληθείς ο ίδιος και να ψάξεις και να ερευνήσεις τους κώδικες δεοντολογίας και τις σωστές πρακτικές, γιατί δεν είναι αρκετό ένα μάθημα.»
Βλέποντας τα πράγματα και από τις δυο πλευρές, η Μαρία σχολιάζει πως το να έχει σπουδάσει κανείς ένα διαφορετικό αντικείμενο από αυτό της δημοσιογραφίας, έχει ως πρακτική συνέπεια τη μείωση των θέσεων εργασίας για τους ανθρώπους που επέλεξαν να σπουδάσουν και να ασκήσουν αυτό το επάγγελμα εξ αρχής. Ως δεύτερο αντίκτυπο θεωρεί την διάδοση μη έγκυρων ειδήσεων. Η «δημοσιογραφία των πολιτών» υποθετικά ενισχύει την φωνή των πολιτών, αλλά στην ουσία κανείς δεν διασταυρώνει την είδηση.
Είναι κάτι παραπάνω από αισθητή η έλλειψη δημοσιογραφικής κουλτούρας στην χώρα. Και η κουλτούρα αυτή καλλιεργείται από την ίδια την αγορά, τα κανάλια και τους «μαγαζάτορες μεγάλων ΜΜΕ». Ποιό είναι το αντίκτυπο;
Τρολς, επιτηδευμένα hoaxes, άγνοια και απαιδευσιά… Η διάδοση ψευδών ειδήσεων είναι απειλή για την δημοκρατία. Στην εποχή αυτή υπάρχει εξαιρετικά πολλή παραπληροφόρηση που καμουφλάρεται ύπουλα, είτε στο Facebook, είτε στην τηλεόραση. «Αν όλα μοιάζουν ίδια και δεν γίνονται διακρίσεις, τότε δεν ξέρουμε τι να προστατέψουμε. Δεν ξέρουμε για τι να αγωνιστούμε. Και μπορούμε να χάσουμε τόσα πολλά από αυτά που έχουμε κερδίσει όσον αφορά στις δημοκρατικές ελευθερίες, στις οικονομίες της αγοράς και στην ευημερία που έχουμε μάθει να λαμβάνουμε ως δεδομένα» είχε δηλώσει σε συνέντευξη τύπου ο πρώην Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Μπαράκ Ομπάμα.
Μεγάλοι δημοσιογραφικοί οργανισμοί όπως το BBC και ο Guardian, έχουν δημιουργήσει ομάδες κρούσης των «ειδήσεων», αλλά δεν είναι αρκετό. Το δικαίωμα του ανθρώπου και του πολίτη να πληροφορεί και να πληροφορείται ελεύθερα είναι αναφαίρετο. Η πληροφόρηση είναι κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα ή μέσο προπαγάνδας. Ο κόσμος αλλάζει, η Τεχνητή Νοημοσύνη εξελίσσεται ραγδαία και στα σχολεία ακόμη μαθαίνουν τα ίδια πράγματα με 40 χρόνια πριν. Αντί για θρησκευτικά, μήπως είναι καλύτερα να μάθουν να χειρίζονται την είδηση και τον γιγαντιαίο Ιστό (κοινωνικό και μη);