Τον Ιούλιο δημοσιεύτηκε, στο επιστημονικό περιοδικό Environmental Research Letters, μία έρευνα του Lund University που αναλύει τα πιο χρήσιμα μέτρα που μπορεί να λάβει ένα άτομο στην προσωπική του ζωή, προκειμένου να συμβάλει τα μέγιστα στην αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης. Συγκεκριμένα, τα μέτρα υπολογίζονται βάσει της μείωσης του ατομικού αποτυπώματος άνθρακα (carbon footprint), δηλαδή του όγκου των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που προξενεί. Οι λύσεις που προτείνει η εν λόγω έρευνα ξεκινούν από την αλλαγή στις λάμπες που χρησιμοποιεί κανείς, τη χρήση κρύου νερού στο πλύσιμο των ρούχων, και την προσεκτική ανακύκλωση – όλες αυτές προβάλλονται ως λύσεις με χαμηλό ή μέτριο αντίκτυπο. Στην κλίμακα που δημιουργήθηκε για να οπτικοποιηθούν τα αποτελέσματα αυτά της έρευνας, οι ατομικές πρακτικές που έχουν την μεγαλύτερη απόδοση στη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα είναι η χορτοφαγική διατροφή, η χρήση ηλεκτρικού αυτοκινήτου, η αποφυγή των διατλαντικών πτήσεων, η ολοκληρωτική διακοπή της χρήσης Ι.Χ., και τέλος, στη μέγιστη αποδοτικότητα, τοποθετείται η επιλογή να κάνει κανείς ένα παιδί λιγότερο.
Η περιβαλλοντική συνείδηση γίνεται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια θέμα συζήτησης και ενασχόλησης, και η προσπάθειά μας να ζούμε πιο «πράσινα» φαίνεται να μην είναι ποτέ αρκετή. Η χρησιμότητα αυτής της προσπάθειας, και η σημασία της, δεν χρειάζεται να αμφισβητηθούν: σίγουρα θα ήταν καλό να μη χρησιμοποιούμε το αυτοκίνητο για το παραμικρό, να αποφεύγουμε την υπερκατανάλωση κρέατος, να πετάμε άσκοπα σκουπίδια που θα μπορούσαν εύκολα να ανακυκλωθούν. Όσα, όμως, λιγότερα παιδιά κι αν κάνουμε, η κλίμακα της αλλαγής που τέτοιες πράξεις μπορούν να φέρουν θα εξακολουθήσει να είναι σχεδόν ανούσια, όταν δεν δίνεται προσοχή σε μία άλλη κατεύθυνση. Η κατεύθυνση αυτή, φυσικά, είναι το περιβαλλοντικό κόστος της λειτουργίας τεράστιων επιχειρήσεων, των οποίων η οικονομική ισχύς τούς επιτρέπει να μην περιορίζονται από περιβαλλοντικά λόμπυ, και να μπορούν να πιέσουν, ώστε θεσμικά να συνεχίζει να τους επιτρέπεται η αλόγιστη περιβαλλοντική καταστροφή, όταν αυτή είναι η πιο συμφέρουσα οικονομικά γι εκείνες.
Σε μία προσπάθεια να αναδείξει τους τρόπους με τους οποίους η νεοφιλελεύθερη λογική επιβάλλει τα κοινωνικά προβλήματα να αντιμετωπίζονται ως ατομικά, ο καναδός δημοσιογράφος Martin Lukacs, με ένα αρθρο του στο Guardian, καλεί τον κόσμο να στρέψει την προσοχή του προς τη δύναμη ακριβώς των επιχειρήσεων αυτών. Ο Lukacs εντοπίζει, και όχι άδικα, μία επικρατούσα εμμονή στο να κάνουμε όσο το δυνατότερο πιο «πράσινες» τις ζωές μας, εμμονή που αποτυγχάνει να απευθυνθεί στις πραγματικές ρίζες του περιβαλλοντικού προβλήματος. Η σύνδεση αυτής της μάλλον άστοχης έμφασης, με τη νεοφιλελεύθερη λογική, που επικρατεί την παρούσα στιγμή σε όλες τις χώρες του Παγκόσμιου Βορρά, είναι τόσο ιστορική όσο και εννοιολογική. Αν δεν υπάρχει “such thing as society”, όπως είχε δηλώσει η γυναίκα της οποίας το όνομα συνδέθηκε όσο κανένα με το νεοφιλελευθερισμό, τότε δεν υπάρχει κοινωνία για να αντιμετωπίσει την περιβαλλοντική κρίση και την κλιματική αλλαγή, και αυτή μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο ατομικά.
Ακόμα περισσότερο, πριν καν φτάσουμε στο πώς θα την αντιμετωπίσουμε, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η κλιματική αλλαγή είναι συνυφασμένη με το ισχύον οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην επιδίωξη της συνεχούς ανάπτυξης, πάνω σε έναν πλανήτη του οποίου οι πόροι δεν αναπτύσσονται συνεχώς και δεν αναπαράγονται με το ρυθμό που κατασπαταλώνται.
Στο άρθρο του ο Lukacs επισημαίνει πως, από το 1988, μόνο εκατό επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο ευθύνονται για το 71% του συνόλου των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που έχουν μετρηθεί στον πλανήτη από τη χρονιά εκείνη. Μία από τις επιπτώσεις του πολιτικού προγράμματος της Θάτσερ, του Ρήγκαν, και όσων τους ακολούθησαν, είναι πως αυτές οι εκπομπές παραμένουν αρύθμιστες. Αν βασικός στόχος του νεοφιλελεύθερου προγράμματος είναι να απελευθερωθεί η ιδιωτική πρωτοβουλία από την ανάγκη να είναι υπόλογη για τις πράξεις της, και να αποδιοργανωθεί κάθε προσπάθεια να οργανώνονται πολιτικά σε κοινότητες οι πολίτες, τότε το επιχείρημα του Lukacs γίνεται προφανές και ανησυχητικά επίκαιρο. Η ατομικιστική νοοτροπία, ως απόρροιά του, εξηγεί γιατί την παρούσα στιγμή νοείται ως αποτελεσματικότερη λύση το να σταματήσουμε να κάνουμε παιδιά, και όχι το να οργανωθούμε συλλογικά προκειμένου να πιέσουμε για συλλογικά μέτρα αντιμετώπισης της περιβαλλοντικής κρίσης. Αν η εγκατάσταση συστημάτων ηλιακής ενέργειας είναι προνόμιo που μπορούν να εξασφαλίσουν μόνο όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα, αν τα οργανικά προϊόντα είναι λίγο πιο ακριβά από τη βότκα, αν η μέση διαδρομή τρένου σε ευρωπαϊκές χώρες έχει το πενταπλάσιο κόστος από την αντίστοιχη του αεροπλάνου, τότε είναι επόμενο πως δεν θα μπορέσουν όλοι να κάνουν τις πιο περιβαλλοντικά φιλικές επιλογές στην καθημερινή τους ζωή – και υπό το παρόν καθεστώς αντιμετώπισης της περιβαλλοντικής κρίσης, αυτό θα εμφυσήσει τύψεις στους ίδιους τους ανθρώπους που δεν μπορούν να κάνουν «πράσινη» τη ζωή τους.
Αυτό το επιχείρημα μπορεί βέβαια εύκολα να καταλήξει στην αναπαραγωγή ενός διπόλου άτομο – κοινωνία, στο οποίο εν πολλοίς καταλήγει ο Lukacs, δίπολο που είναι άσκοπο και αποπροσανατολιστικό, αφού οι κοινωνικές δράσεις, που υποστηρίζεται εδώ πως είναι οι πιο κρίσιμες, δεν αποκλείουν τη δυνατότητα ή την ανάγκη να έχει κανείς ατομική περιβαλλοντική συνείδηση. Είναι απαραίτητο να ελέγξουμε πόσο πλαστικό χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας, και σίγουρα κανείς δεν χρειάζεται να πετάει τις γόπες των τσιγάρων του από το παράθυρο του αυτοκινήτου – και αυτά είναι ακόμα πιο κρίσιμα, σε μία χώρα όπως η δική μας, όπου η περιβαλλοντική συνείδηση αντιμετωπίζεται ως δυτικογενής μόδα, και όχι επιταγή. Ας κάνουμε, λοιπόν, όσο περισσότερο ποδηλατο μπορούμε – αυτό όμως, από μόνο του, δεν πρόκειται να σώσει τον πλανήτη. Οι λύσεις των οποίων η κλίμακα θα έχει πραγματική σημασία, θα είναι αυτές που θα μπορέσουν να ελέγξουν επιχειρήσεις-μεγαθήρια, ή που θα κάνουν τις περιβαλλοντικά φιλικές υποδομές προσβάσιμες σε όλους και όχι προϊόντα που μόνο λίγοι μπορούν να εξασφαλίσουν. Για να θεσμοθετηθούν τέτοιες λύσεις, φαίνεται πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος, από ένα πραγματικά μαζικό κίνημα που θα τις απαιτήσει.