Κάπως όψιμα τα ΜΜΕ ανακάλυψαν το Πεδίο του Άρεως – το καλοκαίρι έλεγαν οι παλιοί γεμίζουμε την ειδησεογραφία με κοινωνικό ρεπορτάζ. Βέβαια αυτό το καλοκαίρι είναι εντελώς μπουχτισμένο από ειδήσεις και το μεταναστευτικό δυστυχώς προ πολλού αντιμετωπίζεται ως πτυχή του αστυνομικού ρεπορτάζ ευθυγραμμιζόμενο με τη κυρίαρχη στρατηγική για τη διαχείριση της ανθρωπιστικής κρίσης της εποχής μας. Τέλος πάντως, το ανακάλυψαν είτε για να διανθίσουν με νέα επιχειρήματα μια στην ουσία της ξενοφοβική ρητορική, είτε επιχειρώντας μια πιο ισορροπημένη συμβολοποίηση του ως τόπου απόγνωσης και απελπισίας.
Αυτό το τελευταίο ισχύει σε μεγάλο βαθμό. Οι πρόσφυγες από το Αφγανιστάν και τη Συρία που έχουν καταφύγει εδώ και περίπου τρεις εβδομάδες στο Πεδίο του Αρεως, όπως και οι χιλιάδες άλλοι που αποβιβάζονται καθημερινά στα νησιά του Αιγαίου, έχουν διωχθεί ή ακόμα και βασανιστεί στις σπαρασσόμενες χώρες καταγωγής τους, έχουν αποχωριστεί ταυτοτικά στοιχεία της προσωπικότητας τους εγκαταλείποντας τις πατρίδες τους, έχουν διακινδυνεύσει για να ακουμπήσουν ευρωπαϊκό έδαφος μέσα από τα εκβιαστικά δίκτυα διακινητών και παραμένουν μετέωροι και στοχοποιημένοι στην αφιλόξενη Γηραιά Ήπειρο. Αυτή εξάλλου είναι μια μάλλον δομική παράμετρος του προσφυγικού ζητήματος, η οποία γίνεται αόρατη σε συνθήκες ενός αναδυόμενου θεσμικού ρατσισμού διεθνώς τη στιγμή για παράδειγμα που ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης ανακοινώνει ότι η Μεσόγειος μετατράπηκε σε υγρό τάφο για 2000 ανθρώπους και στον αντίποδα ο Νταίηβιντ Κάμερον προαναγγέλλει φράχτες και σκύλους στο Καλέ.
Το Πεδίο του Άρεως όμως έχει μεγάλη αξία ως υπόδειγμα ακριβώς για τους αντίθετους λόγους, για το ρήγμα που δημιούργησε ανάμεσα σε μια φοβική αφήγηση και μια πρακτική κοινωνικού αυτοματισμού. Γιατί πάνω από όλα αυτό το κεντρικό πάρκο της Αθήνας αναδείχθηκε ως τόπος αλληλεγγύης, ως εκείνο το έσχατο σημείο της θεσμικής αδιαφορίας μέσω της πλήρους απόσυρσης του κράτους που το «ανθρώπινο» αποκαταστάθηκε μέσα από μια αυθόρμητη και συνάμα συλλογική διαδικασία ευαισθητοποίησης και αυτοοργάνωσης. Από την πρώτη σχεδόν στιγμή συγκροτήθηκε μια Πρωτοβουλία αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, η οποία συντόνισε με υποδειγματικό τρόπο το πρωτόγνωρο ρεύμα της έμπρακτης συμπαράστασης.
Μοίρασαν είδη πρώτης ανάγκης, ρούχα και τρόφιμα, έφτιαξαν ομάδες καθαριότητας για να κάνουν όσο το δυνατόν πιο υποφερτό αυτό τον ακατάλληλο για στέγαση χώρο, έστησαν ομάδες ιατρικής βοήθειας, έκαναν βάρδιες περιφρούρησης , οικοδόμησαν δεσμούς εμπιστοσύνης με ανθρώπους που η ζωή τους στιγματίστηκε ως ευάλωτη, δίνοντας ένα μοναδικό μάθημα ετοιμότητας και οργάνωσης που θα ζήλευσαν πολλοί χρυσοπληρωμένοι τεχνοκράτες. Όποιος έτυχε να περάσει μια βόλτα αυτές τις μέρες από το Πεδίο του Αρεως έβλεπε ανθρώπους να καθαρίζουν και να διανέμουν γεύματα συνεχώς, πιτσιρίκια που σκάγανε απίστευτα χαμόγελα με κάθε καινούργιο παιχνίδι, γλυκόπικρες αγκαλιές κάθε φορά που κάποιος έφευγε για να συνεχίσει αυτή την επώδυνη διαδρομή προς τη Δύση, βλέμματα προσφύγων που ξεθόλωναν λίγο από τις σκοτούρες μ’ αυτό το σκίρτημα ανθρωπισμού.
Ο Κώστας –η κουζίνα του άλλου ανθρώπου-, οι καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών, οργανώσεις γυναικών μεταναστριών ακόμα και ορισμένες πολύ γνωστές τηλεοπτικές μαγείρισσες φτιάχνουν εκατοντάδες γεύματα γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Στην οδό Τσαμαδού που γίνεται η κεντρική συλλογή της βοήθειας, οι σακούλες των σουπερ μαρκετ δε σταμάτησαν να πηγαινοέρχονται. Πολίτες που επηρεάστηκαν από τα capital controls και στήνονται στα ΑΤΜ για να διεκπεραιώσουν την καθημερινότητα τους και άλλοι που δεν τους άγγιξαν καθόλου, γιατί τα δικά τους όρια ανάληψης είναι προ πολλού μηδενικά, νοιάστηκαν και ασχολήθηκαν με ότι η επίσημη Πολιτεία έφτυσε ως αόρατο.
Γιατί η αλήθεια είναι ότι μια πιο φροντιστική και έγκαιρη ενασχόληση των αρμόδιων με τους 400 πρόσφυγες στο Πεδίο του Αρεως δεν είχε δα και μεγάλο δημοσιονομικό κόστος, για να κοπεί στη διαπραγμάτευση. Ωστόσο, δεν έγινε. Θα τους πάνε στον Ελαιώνα, λένε, σε λίγες μέρες. Σ’ ένα άνυδρο οικόπεδο χωρίς δέντρα και σκιές, σε κοντέινερ, με την εμφατική επισήμανση ότι «θα βρίσκονται μακριά από κατοικημένες περιοχές», αναπαράγοντας εμμέσως μια αναπαράσταση «μιάσματος» που δε χωράει στο βασικό ιστό της πόλης και δεν αρμόζει να αλληλεπιδρά μαζί της, για να μην αναταραχθεί προφανώς το αγαπημένο κάθε υπεύθυνης κυβέρνησης ακροατήριο των «νοικοκυραίων».
Κι αν εξαντλήθηκε η προσδοκία «Άντε να γίνουν εκλογές, να φύγει η Νέα Δημοκρατία και να ρθει ο ΣΥΡΙΖΑ να αποκαταστήσει το δημοκρατικό αίσθημα και τα ανθρώπινα δικαιώματα»… μας έμεινε η μαγκιά. Η μαγκιά ενός τμήματος μιας κοινωνίας σε σοκ, που αναμετριέται με ατομικές και συλλογικές διαψεύσεις αλλά δεν αποχαυνώνεται και επιμένει στη δυνατότητα της να παράγει ομορφιά σε ζόρικους καιρούς, που αντιλαμβάνεται το προσφυγικό όχι απλώς ως μια ευαισθησία της αντιπολίτευσης που γίνεται μπελάς και δευτερεύουσα υπόθεση όταν μεταπηδά στην κυβέρνηση αλλά ως διαρκές διακύβευμα δημοκρατίας, που αρνείται να θωρακιστεί απέναντι στην ετερότητα και επανοικειοποιείται εκείνη τη μαγική ικανότητα που έλεγε ο Εντουάρνο Γκαλεάνο «να βλέπουμε το διπλανό μας ως υπόσχεση και όχι ως απειλή».