Τα δύο κορυφαία (ακόμα και σήμερα) μηνιαία περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας του πλανήτη – το Vanity Fair και το Esquire – κλείνουν φέτος 100 και 80 χρόνια αντίστοιχα από την ίδρυση τους και το γιορτάζουν με επετειακά τεύχη και αφηγήσεις “περασμένων μεγαλείων”, αν και η φθορά – κυκλοφοριακή και ποιοτική – των δύο τίτλων που φιλοξενούσαν κάποτε στις σελίδες τους τους κορυφαίους γραφιάδες και φωτογράφους του πλανήτη, μοιάζει μη αναστρέψιμη.
Παρά τις διαφορές ύφους, θεματολογίας και target group – το Esquire διαμορφώθηκε με επίκεντρο τον “άντρα στα καλύτερα του” χωρίς το sleazy εργένικο ηδονισμό που θα κατοχύρωνε το Playboy και το Vanity Fair ως τις βίβλους ενός “ευφυούς και εστέτ κοσμοπολιτισμού” – τα δύο περιοδικά προσέφεραν μια πνευματώδη, αναλυτική, καλόγουστη και κάποιες φορές ριζοσπαστική αισθητικά και ουσιαστικά καταγραφή της κουλτούρας και των ηθών του περασμένου αιώνα, του αποκαλούμενου και “αμερικανικού αιώνα” – δικαίως αν μετρήσουμε το πολιτισμικό βάρος της υπερατλαντικής υπερδύναμης που ενηλικιώθηκε στον 20ο αιώνα, χωρίς βεβαίως να σταματήσει ποτέ να κωλοπαιδίζει (ο ενθουσιασμός και η διέγερση παραμένουν πολύ πιο χαρακτηριστικά αμερικανικά ιδιώματα από την ωριμότητα και την περίσκεψη, αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα).
Μιλάμε εδώ για τις αμερικανικές εκδόσεις των δύο τίτλων, και όχι για τα κακέκτυπα λίγο – πολύ που φέρουν το brand ανά τον κόσμο, το οποίο πλέον μοιάζει να πωλείται όλο και πιο κοψοχρονιά όσο ζορίζουν τα πράγματα για τις έντυπες εκδόσεις: υπάρχουν αυτή τη στιγμή 22 Esquire στον πλανήτη, εκ των οποίων το πιο ενδιαφέρον αισθητικά είναι το Ρώσικο, και τρία (Βρετανία, Ισπανία, Ιταλία) εκτός ΗΠΑ Vanity Fair (η Ιταλική έκδοση είναι εβδομαδιαία και δεν ξεχωρίζει ως ύφος και περιεχόμενο από τα glossy κουτσομπολίστικα περιοδικά που εστιάζουν στην προσωπική ζωή διασημοτήτων).
Οι Αμερικανοί πάντως είναι οι μόνοι (με πιθανή εξαίρεση τους Γερμανούς) οι οποίοι μοιάζουν να το παλεύουν ακόμα στα έντυπα μέσα, παρά τις τάσεις πανικού και ευτέλειας που επικρατούν παγκοσμίως στο χώρο αλλά και το σύνδρομο διάσπασης προσοχής των αναγνωστών (η έλλειψη συγκέντρωσης φαίνεται να έχει γίνει το νέο μοντέλο συνείδησης) που υποτίθεται οτι κακομαθαίνουν βολοδέρνοντας δεξιά κι αριστερά στο διαδίκτυο και δεν μπορούν πλέον να διαβάζουν μακροσκελή, και με έμφαση στον καλλιεργημένο λόγο, κείμενα – “πιλάφια”. Ούτε το Esquire ούτε το Vanity Fair είναι αυτά που ήταν κάποτε στην εποχή της παντοδυναμίας των εντύπων, διατηρούν όμως ένα υψηλό επίπεδο σε όλα τα επίπεδα παραγωγής, και σε κάθε τεύχος τους υπάρχουν άξια κείμενα και έξυπνες αποτιμήσεις της ανθρώπινης κατάστασης και του lifestyle της σύγχυσης που επικρατεί στο σύγχρονο κόσμο. Ακόμα κι όταν παραδίδονται στα πιο συμβατικά / “εμπορικά” συστατικά τους (κάτι που συμβαίνει όλο και πιο τακτικά ειδικά στην περίπτωση του “εστέτ / κοσμοπολίτικου” VF, επαναφέρονται στην τάξη από τον πυρήνα του πιστού αναγνωστικού τους κοινού που επιθυμεί να αυτοπροσδιορίζεται ως φιλελεύθερο (η αντικυβερνητική πολεμική και των δύο εντύπων κατά την “μαύρη οκταετία” του Μπους του νεότερου υπήρξε εντονότατη) και “μοντέρνο” παρά την κατά τόπους προσκόλληση σε ρετρό εποχές και καταστάσεις. Είναι διασκεδαστικό, για παράδειγμα, να διαβάζει κανείς στη στήλη των αναγνωστών του Vanity Fair τις έντονες διαμαρτυρίες προοδευτικών ελληνοαμερικανών μετά από αναφορές στην έκπτωτη βασιλική οικογένεια της Ελλάδας με τους επίσημους τίτλους σαν να μην είχε καταργηθεί η βασιλεία στη χώρα ποτέ.
Στην εποχή που τα έντυπα κλείνουν το ένα μετά το άλλο, οι δύο τίτλοι μοιάζουν να διατηρούν ένα διόλου ευκαταφρόνητο κοινό, το Vanity Fair κυρίως μέσω των πολλών συνδρομητών και το Esquire με τις κατά καιρούς πρωτοποριακές εξορμήσεις του στον ψηφιακό κόσμο της οθόνης και των νέων ηλεκτρονικών μέσων. Το VF υπολογίζεται οτι ξεπερνά σε πωλήσεις το ένα εκατομμύριο (γύρω στα 800.000 τεύχη πάνε σε συνδρομητές, το 75% των οποίων είναι γυναίκες) ενώ το τιράζ του Esquire είναι γύρω στα 700.000 τεύχη, η παρουσία του όμως στην οθόνη είναι εντυπωσιακή με αποκορύφωμα το “τηλεοπτικό κανάλι” Esquire network, ενώ υπήρξε το πρώτο περιοδικό στον πλανήτη που χρησιμοποίησε “ηλεκτρονική” (μη χημική) μελάνη για την έντυπη έκδοση του τον Οκτώβριο του 2008.
Από την Γκάρμπο στην …Κέιτ Άπτον
“Vanity Fair 100 Years: From the Jazz Age to Our Age”: Αυτός είναι ο τίτλος του λευκώματος που κυκλοφορεί στις αρχές Οκτωβρίου και περιλαμβάνει μερικές από τις πιο ένδοξες σελίδες του περιοδικού, από τη “γέννηση του μοντερνισμού ως τη γέννηση του διαδικτύου” όπως γράφει στο εκδοτικό σημείωμα του τρέχοντος επετειακού τεύχους ο διευθυντής (από το 1992, όταν διαδέχτηκε την εξίσου “πληθωρική” και φιλόδοξη Τίνα Μπράουν) του VF, Γκρέιντον Κέρτερ. Πιο σωστό θα ήταν “ως την απόλυτη επικράτηση του διαδικτύου” που “σφάζει” αργά και επώδυνα περιοδικά σαν το δικό του, παρά τη διαρκή και έντονη παρουσία καταχωρήσεων ακριβών και πολυτελών προϊόντων. Τα “εκατό χρόνια” επίσης αποτελούν ένα πολύ γενναιόδωρο νούμερο για ένα περιοδικό που για μισό αιώνα περίπου είχε σταματήσει να κυκλοφορεί παρά μόνο ως ένθετο στην αμερικανική Vogue.
Το περιοδικό πρωτοκυκλόφορησε ως Dress & Vanity Fair το 1913 – κατά την ανεπίσημη δηλαδή γέννηση του μοντερνισμού με Στραβίνσκι, Καντίσκι, Νιζίνσκι, ΠΙκάσο, Φρόιντ κλπ – υπό την αιγίδα του Φρανκ Κράουνινσιλντ, ενός ευπατρίδη, κοσμοπολίτη, φιλότεχνου και αμετανόητου εργένη (σ’ αυτόν ανήκει το παράδοξο maxim “οι παντρεμένοι άντρες είναι οι χειρότεροι σύζυγοι”), ο οποίος με το “καλημέρα” έδωσε βήμα στις σελίδες του περιοδικού σε συγγραφείς – ορόσημα της μοντέρνας λογοτεχνίας όπως η Γερτρούδη Στάιν και ο Ντ. Χ Λόρενς. Η έκδοση όμως ανεστάλη το 1936 και παρέμεινε στο “καθαρτήριο” μέχρι το 1983, όταν θεωρήθηκε οτι οι συνθήκες ευνοούσαν την επανέκδοση του στη νέα Εποχή του Χρήματος και της Επιστροφής στη Χλιδή, παρά το γεγονός οτι τα πρώτα κινητά που έβγαιναν στα “glamorous” 80’s θύμιζαν έντονα στρατιωτικούς ασύρματους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Από τα γραπτά της Ντόροθι Πάρκερ στην εποχή της Τζαζ, την οποία βεβαίως ακολούθησε η περίοδος της Μεγάλης Οικονομικής Ύφεσης, μέχρι τα κείμενα του συγχωρεμένου Κρίστοφερ Χίτσενς (του εξαιρετικού συγγραφέα – προβοκάτορα αλλά και αντιδραστικού απολογητή της εισβολής στο Ιράκ) στον αιώνα που διανύουμε – αλλά και σπουδαίων “περιθωριακών” γραφιάδων σαν τον Nick Tosches που έγραψε το 2000 για το περιοδικό το περίφημο άρθρο “Αναζητώντας το τελευταίο οπιοποτείο” , κι από τα ασπρόμαυρα πορτρέτα του Έντουαρντ Σταιχεν και του Man Ray ως τα χλιδάτα “χολιγουντιανά” portfolios της Άνι Λίμποβιτζ, το Vanity Fair μπορεί να περηφανεύεται οτι έχει φιλοξενήσει την αφρόκρεμα της σύγχρονης κουλτούρας και στις δύο περιόδους της ύπαρξης του. Κάτι που μοιάζει να ισχύει όλο και λιγότερο. Καταλήγοντας το επετειακό editorial του, ο Κέρτερ γράφει οτι ο ιδρυτής του περιοδικού, αν επέστρεφε ξαφνικά στη ζωή, θα αναγνώριζε τη σημερινή εκδοχή του ακόμα και με καλυμμένο τον τίτλο. Με την Κέιτ Άπτον στο εξώφυλλο εκεί που κάποτε βρισκόταν η Γκάρμπο ή η Γκλόρια Σουόνσον;! Δύσκολο να το φανταστεί κανείς…
Κοίτα τους άντρες να τελούν εν συγχύσει
Και το Esquire στο τρέχον επετειακό τεύχος του (με κεντρική συνέντευξη αυτή με τον Πρόεδρο Ομπάμα) για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από την ίδρυση του, επικαλείται στο editorial ως αφετηρία του περιοδικού, όχι ακριβώς τη γέννηση αλλά την ακμή του μοντερνισμού (αλλά και του φασισμού και του κομμουνισμού). Το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1933, φιλοδοξώντας να γίνει η βίβλος του σύγχρονου, καλλιεργημένου, Αμερικανού άντρα της μεγαλούπολης και πολύ σύντομα μπορούσε να διακρίνει ανάμεσα στους συνεργάτες του περιοδικού ιερά τέρατα της αμερικανικής (και παγκόσμιας) λογοτεχνίας όπως ο Έρνεστ Χέμινγουει κι ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ. Παρά το τεράστιο κύρος και ειδικό βάρος τέτοιων ονομάτων, η “χρυσή εποχή” του περιοδικού θα πρέπει αντικειμενικά να θεωρηθεί η δεκαετία του ’60, περίοδος κατά την οποία επέδειξε εξαιρετικά αντανακλαστικά στους ανέμους ραγδαίων αλλαγών που έπνεαν κατά την εποχή της αμφισβήτησης των συντηρητικών αξιών σε όλα τα επίπεδα λόγου και έκφρασης. Πρωτοπόρο στην κατοχύρωση της “Νέας Δημοσιογραφίας” ως ριζοσπαστικά νέας αντίληψης στο γράψιμο, φιλοξένησε πρώτο στις σελίδες του συγγραφείς όπως ο Νόρμαν Μέιλερ, ο Τομ Γουλφ αλλά και λιγότερο γνωστούς σε μας όπως ο Γκέι Ταλέζε, το άρθρο – συνέντευξη του οποίου με τίτλο “Ο Φρανκ Σινάτρα άρπαξε κρύωμα” αποτελεί μέχρι σήμερα υποδειγματικό μοντέλο προφίλ διασημότητας.
Εξίσου σημαντικός με την ποιότητα των κειμένων παράγοντας της ακμής του περιοδικού στη δεκαετία του ’60, ήταν βεβαίως και τα πρωτοποριακά “εννοιακά” εξώφυλλα που δημιουργούσε ο Τζορτζ Λοις για το περιοδικό από το 1962 ως το 1972: η ελευθερία αισθητικής έκφρασης και η γενναιότητα της αντισυμβατικής αντίληψης που αποπνέουν, παραμένει εντυπωσιακή πενήντα χρόνια μετά, συνηγορώντας στην άποψη οτι τα mainstream περιοδικά στην εποχή μας μοιάζουν πιο συντηρητικά και αμήχανα από ποτέ. Εδώ και πολλά χρόνια, το Esquire επιβιώνει επιχειρώντας να απαντήσει στο ερώτημα “Τι εστί αντρικό περιοδικό στην εποχή της κρίσης του ανδρισμού και της επικράτησης της πολιτικής ορθότητας;” (τι κάνεις δηλαδή όταν η σοβαρότητα σου δε σου επιτρέπει να φιλοξενείς “ξέκωλα”;). Οι απαντήσεις δύσκολες και δεν ήταν λίγες οι εποχές που το περιοδικό βρέθηκε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας (μετά τα ανοίγματα του στις νέες τεχνολογίες υποτίθεται οτι βρίσκεται σε υγιή φάση, σημειώνοντας εντυπωσιακή άνοδο διαφημιστικών εσόδων, αν και μόλις το 2009 είχε ακουστεί οτι θα έκλεινε), και η αλήθεια είναι οτι οι εποχές δεν ευνοούν φαντασιώσεις ευδαιμονίας (και ηγεμονίας) του “άντρα στα καλύτερα του”. Εξακολουθεί όμως να φιλοξενεί ανάμεσα στα tips για την αντρική εμφάνιση και συμπεριφορά, άξια κείμενα, συνεντεύξεις με νόημα, πολιτικές αναλύσεις με βάθος πεδίου και εξαιρετικά διηγήματα. Για πόσα περιοδικά μπορεί να το πει κανείς αυτό;