«Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική·
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.»
Έτσι ξεκινάει ο δεύτερος ψαλμός του «Άξιον Εστί» του βραβευμένου με Νόμπελ, Οδυσσέα Ελύτη και κατανοούμε εύκολα την αξία που είχε για τον ίδιο η ελληνική γλώσσα ως μητρική του. Χωρίς να είμαι ιδιαίτερα μεγάλη φαν της ποίησης, αυτοί οι τόσο απλοί μέσα στην μεγαλειότητά τους, στίχοι καταφέρνουν και με αγγίζουν όσο λίγοι άλλοι. Αν έχει χρειαστεί να ζήσεις έστω και λίγο σε μια χώρα που δεν ήταν δική σου, μπορείς να καταλάβεις πόσο παρηγορητικό είναι το να μπορείς να μιλήσεις την μητρική σου, εκείνη που σου έμαθαν οι γονείς σου, αυτή που χρησιμοποιείς για να μιλάς με τους παππούδες, αυτή που θες να περάσεις στα παιδιά σου, ξέροντας ότι δεν θα είναι απαραίτητα εύκολο.
«Μα καλά θα στερήσεις αυτή την φράση από τα παιδιά σου;», είναι μια ατάκα που λέμε συχνά με την αδερφή μου τον τελευταίο καιρό όταν μιλάμε την γλώσσα των γονιών μας, μετά από μια συζήτηση που είχαμε για τον αν θα καταφέρουμε να μάθουμε αλβανικά στα παιδιά μας, τα οποία θα είναι αναπόφευκτα μετανάστες τρίτης γενιάς ή ελληνοαλβανοί. Δεν καταλήξαμε σε κάποιο συμπέρασμα απαραίτητα, αλλά από εκείνη την μέρα μιλάμε περισσότερο αλβανικά από ποτέ και χρησιμοποιούμε όλες αυτές τις φράσεις που χρησιμοποιούν οι παππούδες και οι θειάδες στην Αλβανία και μας φαίνονται τόσο κουλ και «κουλές» παράλληλα, ενώ κάθε φορά εκπλησσόμαστε με τον πλούτο μιας γλώσσας που μάθαμε εμπειρικά και την οποία «συχνά-πυκνά κατακρεουργούμε».
Η 21η Φεβρουαρίου έχει καθιερωθεί από το 1999 να είναι η Παγκόσμια Ημέρα Μητρικής Γλώσσας. Σκοπός της ημέρας είναι να προωθήσει την γλωσσική και πολιτιστική πολυμορφία, την πολυγλωσσία και την διάσωση των ολιγότερο ομιλουμένων γλωσσών. Αφορμή για την υιοθέτησή της στάθηκε η Σφαγή της Ντάκα στις 21 Φεβρουαρίου 1952, όταν φοιτητές του Ανατολικού Πακιστάν (σημερινό Μπανγκλαντές) ξεσηκώθηκαν, στα πλαίσια του «Γλωσσικού Κινήματος», για να εμποδίσουν την απαγόρευση της γλώσσας τους Μπενγκάλι και την υιοθέτηση της επίσημης γλώσσας του Πακιστάν, Ουρντού. Η αστυνομία έπνιξε τη διαμαρτυρία τους στο αίμα με αποτέλεσμα τουλάχιστον τέσσερις άνθρωποι να χάσουν την ζωή τους. Η ημέρα ξεκίνησε να γιορτάζεται στο Μπανγκλαντές ως «Ημέρα του Γλωσσικού Κινήματος», ενώ στην ασιατική αυτή χώρα η 21η Φεβρουαρίου είναι επίσημη αργία.
«“Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου”, θα επαναλάβει άλλες τρεις φορές ο Οδυσσέας Ελύτης με διαφορετική ωστόσο, κατάληξη “αγκαλιάζοντας” την ευθύνη που (νιώθει ότι) φέρει ως συνεχιστής της γλώσσας που για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του επίσης, βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας Γιώργου Σεφέρη “δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται”», εξηγεί η διδακτορική φοιτήτρια γλωσσολογίας, Θεοδώρα Παναγιωτίδου. «’Ισως, ποτέ ξανά να μην μπορέσουμε να εκφράσουμε πιο μεστά και αληθινά τη δύναμη της γλώσσας που μας δόθηκε και που μας γέννησε αλλά και με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Μητρικής Γλώσσας, να μπορέσουμε να αναλογιστούμε τη σημασία και το νόημα που φέρει για τον καθένα μας. Η μητρική μας γλώσσα είναι τα πάντα: ταυτότητα, πολιτισμός, κληρονομιά, νόστος και προσμονή, θύμηση και απώλεια. Είναι η γλώσσα που λέμε “σ’ αγαπώ”, “μου λείπεις”, “σ’ευχαριστώ”, η γλώσσα που “κρύβει” μέσα της το “φιλότιμο” και την “προδοσία”. Είναι ο Όμηρος και ο Ελύτης μας, η αρχή και το τέλος μας», καταλήγει η Θεοδώρα Παναγιωτίδου.
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Μητρικής Γλώσσας, η Popaganda ζήτησε από πέντε νέους που ζουν στην Ελλάδα και έχουν την τύχη να έχουν στην ουσία δυο μητρικές γλώσσες, να μοιραστούν μαζί μας τι σημαίνει γι’ αυτούς η σημερινή ημέρα.
Μαρία, 25 ετών, Ελληνοπολωνή
Πρόσφατα μου είπε ένας φίλος «Μαρία, εσύ είσαι Αθηναία. Το νιώθω και στις μεταξύ μας συζητήσεις», με αφορμή ένα ευρύ φάσμα λεξιλογίου, κάποιες φορές πιο αργκώ κι άλλες απλά πιο επαρχιώτικο που δεν κατέχω. «Άσε, γιατί είμαι και μισό Πολωνό» είπα, για να τονίσω περαιτέρω ότι ο γλωσσικός καθωσπρεπισμός δεν οφείλεται μόνο στο ότι δεν έχω χωριό στην Ελλάδα. Στην Πολωνία, φυσικά, τα ίδια. Η Μαρία κάθεται πάντα στο τραπέζι των μεγάλων, γιατί αυτοί μιλάνε τα πολωνικά της τηλεόρασης κι όχι της γειτονικής παιδικής χαράς. Υπάρχει μία αίσθηση τύχης στη διγλωσσία, ο κόσμος σου δεν περιορίζεται στα Ελληνικά σύνορα από πολύ νωρίς, η σκέψη σου δεν περιορίζεται σε ελληνικά στερεότυπα και πεποιθήσεις, πάντα υπάρχει μια εσωτερική ικανοποίηση στο χαριτωμένα πικρόχολο σχόλιο «μα καλά, πώς μπορείτε και το προφέρετε αυτό;». Αυτή είναι η ουσιαστική διαφορά ενός δίγλωσσου παιδιού από ένα δίγλωσσο ή και πολύγλωσσο ενήλικα, δεν προφέρει απλά λέξεις, εκφράζει κάθε φορά έναν διαφορετικό κόσμο με ό,τι αυτός φέρει μαζί του, όχι μόνο τη γλώσσα. Στην Ελλάδα είσαι «η Μαρία από την Πολωνία» και στην Πολωνία «η Μαρία από την Ελλάδα». Στο γυμνάσιο μία καθηγήτρια με ρώτησε «όταν είσαι πολύ θυμωμένη, σε ποια γλώσσα βρίζεις;». «Και στις δύο», «τότε δεν έχεις επιλέξει ακόμα». Επέμεινε πως τα δίγλωσσα παιδιά κάποια στιγμή δένονται περισσότερο με τη μία γλώσσα. Όταν απάντησα, όμως, ότι βρίζω και στις δύο γλώσσες δεν εννοούσα ότι ρίχνω το ελληνικό καντήλι και ακολουθεί πολωνική παρένθεση για να μην ξεχνιόμαστε. Κάποιες φορές είναι απαιτητικό, κάποιες περίεργο, κάποιες άδικο, αλλά τις περισσότερες φορές ευχάριστο, το να γυρίζεις από ένα ελληνικό σχολείο σε ένα πολωνικό σπίτι. Μαθαίνεις ότι ανάλογα την περίσταση πρέπει να χρησιμοποιείς και συγκεκριμένη γλώσσα. Η ζωή μου είναι κυρίως ελληνική, ελληνική επαίδευση, Έλληνες ή ελληνόφωνοι φίλοι και γκόμενοι, ελληνόφωνο περιβάλλον εργασίας, κλπ. Τι μένει στα πολωνικά; Συνήθως μόνο η μάνα σου. Ε ναι, είναι περιοριστικό. Ο εγκέφαλος θα σκεφτεί περισσότερες φορές στην ημέρα στα ελληνικά, κυρίως λόγω περιστάσεων (σε παρόν, παρελθόν και μέλλον).
Ραμπάμπ, 25 ετών, γεννημένη στην Αθήνα από Μαροκινούς γονείς
Η μητρική γλώσσα για μένα είναι η γλώσσα με την οποία κάνεις σύνθετες σκέψεις και αριθμητικές πράξεις και συνήθως για μένα είναι η ελληνική . Ήταν και η πρώτη γλώσσα που έμαθα να μιλάω, τα αραβικά Μαρόκου ήρθαν σε δεύτερο επίπεδο (στα πέντε μου χρόνια άρχισα να τα μιλάω, από τη αρχή όμως την καταλάβαινα). Υπάρχουν όμως συγκεκριμένες σκέψει,ς που κάνω μόνο στα Αραβικά. Επομένως, θα με προσδιόριζα ως δίγλωσσο άτομο. Ακόμη, θεωρώ με έναν ιδιαίτερο τρόπο ότι αλλάζουν κάποιες πτυχές της προσωπικότητάς μου με την κάθε χρήση γλώσσας. Αυτό συμβαίνει βέβαια με όσες γλώσσες και να μιλάμε. Λόγω της έντασης που έχει η επικοινωνία μου με τους γονείς μου, με τους οποίους και μιλάω πιο συχνά Αραβικά και της καθομιλουμένης γλώσσας των λαϊκών τάξεων που οι ίδιοι χρησιμοποιούν, οι συλλογισμοί μου στα Αραβικά είναι λιγότερο περίπλοκοι και κυρίως πρακτικοί και πολύ συχνά έντονοι. Στα ελληνικά ο λόγος είναι πιο σύνθετος εξαιτίας του ότι είχα συνεχή τριβή με τη γλώσσα. Δε θα μιλούσα με τη μητέρα και τον πατέρα μου για τον εσωτερικό ψυχολογικό μου κόσμο. Παρόλα αυτά, δεν μπορώ να με φανταστώ να μιλάω μόνο ελληνικά με τους γονείς μου, με πιάνει ένα αίσθημα ντροπής που δεν μπορώ να προσδιορίσω γιατί. Αυτό που ουσιαστικά λοιπόν, θέλω να πω είναι ότι τελικά η μητρική γλώσσα είναι κάτι απροσδιόριστο και υβριδικό, ίσως επειδή συνδυάζει παραπάνω από μια γλώσσα και εικόνες και σκέψεις. Επίσης αναρωτιέμαι αν μια γλώσσα που μαθαίνεις σε ύστερο χρόνο ή και στην ενήλικη ζωή επειδή επιλέγεις και αγαπάς αλλά και μαθαίνεις να μιλάς, θα μπορούσε να θεωρηθεί μια άλλη μητρική;
Αρτιόν, 29 ετών, γεννημένος στην Αλβανία, μεγαλωμένος στην Αθήνα
Ήρθα στην Ελλάδα πριν καλά-καλά αρχίσω να μιλάω. Οι πρώτες λέξεις που ψέλλισα ήταν κάτι ανάμεσα σε αλβανικά και ελληνικά και κάπως έτσι μιλάω μέχρι και σήμερα. Στο πατρικό μου ξεκινάμε μια πρόταση στα αλβανικά και την κλείνουμε στα ελληνικά ή βάζουμε στα αλβανικά ρήματα καταλήξεις ελληνικών ρημάτων. Συμβαίνει αβίαστα και φυσικά. Δεν κάνει σε κανέναν μας εντύπωση πια. Αν με ρωτήσει κάποιος πως έμαθα αλβανικά δεν θα μπορέσω να του απαντήσω με ακρίβεια. Θέλω να πω δεν ήταν κάτι που έκαναν συνειδητά οι γονείς μου, απλά συνέβη. Όπως απλά συνέβη άλλα παιδιά με παρόμοια ιστορία με την δική μου να μην μάθουν ποτέ αλβανικά. Από αυτή την άποψη μπορώ να πω ότι αισθάνομαι αφάνταστα τυχερός. Μπορώ να γελάω και να κλαίω το ίδιο δυνατά και στις δυο γλώσσες, μπορώ να μιλάω στην γιαγιά μου και στους θείους μου, μπορώ να συγκινηθώ ακούγοντας αλβανικά πολυφωνικά τραγούδια, όπως συγκινούμαι όταν ακούω Μητροπάνο. Υπήρχαν κάποιες φάσεις στην εφηβεία μου, που δεν ήθελα οι γονείς μου να μου μιλούν αλβανικά μπροστά στους φίλους μου, αλλά πια μιλάω αλβανικά όπου σταθώ κι όπου βρεθώ, με το ίδιο πάθος που θα μιλήσω ελληνικά με τους γονείς μου όταν πάμε το καλοκαίρι στην Αλβανία. Έχω πια αντιληφθεί πως η διγλωσσία μου είναι ευχή και όχι κατάρα.
Έλενα, 19 ετών, γεννημένη στην Ελλάδα από Μπανγκλαντεσιανούς γονείς
Θεωρό ότι στα 19 μου χρόνια που ξέρω να διαβάζω,να μιλάω και να γράφω την μητρική μου γλώσσα που λέγεται Μπάνκγλα(Bengali) είναι ένα αξιοθαύμαστο προσόν για εμένα, διότι πολλοί από τους γνωστούς μου οι περισσότεροι δηλαδή δεν γνωρίζουν έστω να την μιλήσουν και χαίρομαι που μπορώ να μιλάω την μητρική μου γλώσσα. Με έχει βοηθήσει πολύ στο να μπορώ να επικοινωνήσω με την γιαγιά μου και με τα ξαδέρφια μου. Μπορεί να μην έχω την σωστή προφορά για να την μιλήσω και κάποιες φορές όταν με ακούνε να την μιλάω να γελάνε μαζί μου, αλλά τουλάχιστον μπορώ να συνεννοηθώ. Επίσης είναι και πολύ εύκολο όταν ξέρεις 2 γλώσσες να μπορείς να βάλεις το μυαλό σου να σκέφτεται τι νόημα θα βγάζει στα ελληνικά, μια πρόταση στα μπάνγκλα και αυτό με έχει βοηθήσει πολύ με τον τρόπο σκέψης και τον τρόπο έκφρασης μου. Είμαι πολύ περιφανή για τον εαυτό μου που μπορώ να μιλήσω με την γλώσσα της καταγωγής μου.
Γιάννης, 26 ετών, Ελληνορουμάνος
Cel mai iubit dintre pamânteni*
Μια από τις πιο παλιές αναμνήσεις που έχω, είναι να βρίσκομαι στο δωμάτιο της γιαγιάς μου, στο πρώτο μας σπίτι στη Λαμπρινή, και να γράφω με κεφαλαία το ονοματεπώνυμο μου σε ένα τετράδιο. Μία γραμμή για τα ελληνικά, μία για τα ρουμάνικα. Παρότι ήμουν περίπου πέντε ετών, η μάνα μου ήταν αποφασισμένη να ξεκινήσω με… προβάδισμα το σχολείο. Δεν ήθελε απλά να ξέρω να γράφω το όνομά μου σε μία γλώσσα, αλλά σε δύο!
Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο λόγος της πρώιμης εκμάθησής μου ήταν τελείως διαφορετικός. Δέκα χρόνια πριν, το 1987, η μητέρα μου μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια επέστρεψαν στην Ελλάδα, μετά από 40 χρόνια στη Ρουμανία. Οι παππούδες μου είχαν βρεθεί στο Βουκουρέστι ως πολιτικοί πρόσφυγες, αμέσως μετά τον εμφύλιο, και πια η γενιά που τους διαδέχθηκε γυρνούσε στον τόπο της αφετηρίας. Η μητέρα μου όμως, η οποία ήταν 17 τότε, δε μιλούσε γρι ελληνικά. Παρόλα αυτά, μέσα σε ένα χρόνο έδωσε πανελλήνιες όπως όλοι οι συμμαθητές της. Όσο αξιέπαινο είναι πως τα κατάφερε, εξίσου προβληματικό ήταν ότι κανένας σε ολόκληρο λύκειο δεν τη βοήθησε να εξοικειωθεί έστω με τη γλώσσα, προτού κάνει μετάφραση στα αρχαία. Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.
Όταν, λοιπόν, είχε έρθει η σειρά μου να καθίσω σε θρανίο, νιώθω πως η μητέρα μου ήθελε να αποφύγω πάση θυσία τις μαθησιακές δυσκολίες που η ίδια αντιμετώπισε. Γι’ αυτό, δωσ’ του μια φορά τη μέρα: «ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΝΤΕΑ-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ / ION CANDEA-PAPADOPOL» ώσπου να γεμίσει μια κόλλα χαρτί. Κι εγώ υπάκουα χωρίς να καταλαβαίνω πολλά.
Με αυτόν τον τρόπο, η πρώτη φορά που έγραψα την ελληνική αλφάβητο σε ένα τετράδιο ήρθε με αβίαστη φυσικότητα. Θυμάμαι, μάλιστα να νιώθω περηφάνια που δεν είχα το ίδιο άγχος με κάποιους συμμαθητές του. Μαζί με αυτήν όμως γεννήθηκε μέσα μου μια διαπίστωση. Πως όταν βρίσκομαι έξω χρησιμοποιώ τα ελληνικά, την ώρα που στο σπίτι, όπου ακόμα ζούσαμε όλοι στο ίδιο διαμέρισμα, «επίσημη» γλώσσα ήταν τα ρουμάνικα. Φυσικά, στο μυαλό μου αυτή η συνθήκη δεν ήταν παράξενη, αλλά οδήγησε σε έναν αδιόρατο διαχωρισμό από τους υπόλοιπους της τάξης. Εξάλλου δεν ήμαστε πολλά τα παιδιά που «δε μιλάνε μόνο ελληνικά».
Το γεγονός αυτό, παραδόξως, ουδέποτε με έφερε σε δύσκολη θέση στο σχολείο. Κάτι που χρεώνω στην τύχη ή σε αστάθμητους παράγοντες, μιας και δε συνέβαινε το ίδιο με άλλους συμμαθητές μου. Ίσως να έφταιγε πως ήμουν ο μόνος με ρουμάνικη καταγωγή, ποιος ξέρει. Το σίγουρο είναι ότι καθώς μεγάλωνα, ενδόμυχα δημιουργήθηκε η ανάγκη να «διαλέξω πλευρά»· ουσιαστικά αναζητούσα έναν τρόπο να σμιλέψω τη δική μου ταυτότητα. Κι αφού το ελληνικό κομμάτι της ζωής μου ήταν ανεξάρτητο, το καθόριζα μόνος κι ήταν εκείνο που διεύρυνε πρακτικά τις γνώσεις και τον κύκλο μου, ήταν αναπόφευκτο να έχει το πάνω χέρι στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου. Ωστόσο η επαφή με τη Ρουμανία ουδέποτε χάθηκε. Είχα ήδη ταξιδέψει μία φορά στο Βουκουρέστι, τεσσάρων ετών – με πούλμαν, η εξοικείωση με τη γλώσσα αυξανόταν (παρότι ακόμα τα βρίσκω σκούρα στο γράψιμο), ενώ κάθε γιορτή συνοδευόταν από ένα τραπέζι με διεθνές μενού: αχνιστά sarmale και mici, δίπλα σε χωριάτικη και παστίτσιο συνοδεία ιστοριών από τα παλιά. Επίσης, στο ψυγείο, ήταν διπλός ο κίνδυνος από τα πλαστικά μπουκάλια γεμάτα αδιαφανές περιεχόμενο. Για να βρεις το νερό, έπρεπε να ξεφύγεις και από την țuică και από το τσίπουρο.
Αργότερα ανακάλυψα ακόμα περισσότερα προτερήματα της διγλωσσίας. Στο φροντιστήριο τα αγγλικά δεν υπήρξαν ποτέ πρόβλημα και έπειτα, διευκολύνθηκα ιδιαίτερα στα γαλλικά όποτε χρειαζόταν να θυμηθώ περίπλοκες και μη λέξεις. Εκτός όμως από πρακτικό εργαλείο, εκτίμησα πραγματικά το προνόμιο να μιλάω ρουμάνικα, όταν πια στην εφηβεία συνειδητοποίησα πως το σινεμά είναι κάτι που θέλω άρρηκτα συνδεδεμένο με τη ζωή μου. Αφού άρχισα να βλέπω ταινίες κυρίως μοντέρνων σκηνοθετών -του Κριστιάν Μουνγκίου, του Κορνέλιου Πορουμπόιου- σύντομα συνειδητοποίησα πόσο απελευθερωτικό είναι να μην περιορίζεσαι από υπότιτλους, όταν θες να ανακαλύψεις μια εθνική κινηματογραφία. Άσε που μπορείς να «καταλαβαίνεις ακριβώς» τι ήθελαν να πουν οι ηθοποιοί. Επίσης, εκμεταλλεύτηκα στο έπακρο την πρόσβαση σε μερικά ρουμάνικα κανάλια μέσω δορυφόρου. Αποκορύφωμα μια εκπομπή αντίστοιχη -ακριβώς όμως- με την «Κινηματογραφική Λέσχη» του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου, την οποία ανυπομονούσα να δω κάθε Παρασκευή βράδυ. Εάν έβγαινα, την έγραφα σε DVD κιόλας. Χάρη σ’ αυτή ανακάλυψα απίστευτες ταινίες όπως το «Μωρό της Μακόν» του Πίτερ Γκρίναγουεϊ. Περιττό να πω πως εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα και πάρα πολύ…
Πάντως, μέχρι σήμερα ουδέποτε χάθηκε στ’ αλήθεια η αίσθηση πως ανήκω παντού και πουθενά ταυτόχρονα. Γι’ αυτό το συναίσθημα έχουν μιλήσει άλλοι καλύτερα από εμένα, αλλά πρόκειται για κάτι που έρχεται συχνά σαν υπενθύμιση υπό απρόβλεπτες συνθήκες. Προσωπικά τουλάχιστον, έχω καταλήξει πως θα ήμουν σημαντικά λειψός ως άνθρωπος, αν οι γονείς μου δε μού μίλαγαν ρουμάνικα. Με έναν τρόπο, από την άλλη, μπόρεσα να τους ανταποδώσω τη «χάρη». Ας πούμε, ανά στιγμές συμβουλεύω τη μητέρα μου για τη σύνταξη ή τη γραμματική ορισμένων κειμένων που γράφει, όχι πως με χρειάζεται πραγματικά όμως. (Έχουμε ακόμα ένα προβληματάκι με το κατηγορούμενο, αλλά το δουλεύουμε.)
*Σε ελεύθερη μετάφραση η φράση σημαίνει: «Ο πιο αγαπητός μεταξύ των γήινων». Είναι ο τίτλος της ταινίας του Σερμπάν Μαρινέσκου, της πρώτης ρουμάνικης που έκατσα να δω με τη μητέρα μου και μέχρι σήμερα είναι μία από τις πιο αγαπημένες μου.