*Τα ονόματα των συμμετεχόντων έχουν αλλαχθεί. Οι ηλικίες και τα επαγγέλματά τους είναι τα αληθινά τους στοιχεία.
Υπάρχουν δύο ειδών συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα ανάμεσα στα φύλα όταν προκύπτει ένα περιστατικό σεξισμού, μια ομιλία για τη σχέση των φύλων, την σεξουαλικότητα ή μια αφορμή βγαλμένη από την καθημερινότητα. Η μία ξεκινάει με κατανόηση και ενσυναίσθηση, δίνοντας το βήμα στις γυναίκες και όσες αυτοπροσδιορίζονται ως γυναίκες να μιλήσουν για αυτό που μόλις έγινε, κάτι που τους προβληματίζει μήνες τώρα στην δουλειά ή μια χρόνια κατάσταση που τους έχει δέσει τα χέρια. Η άλλη ξεκινάει με αμφισβήτηση, η οποία 9 στις 10 φορές καταλήγει σε άρνηση και πολλές φορές επιθετικότητα. «Μα είμαστε στο 2017, δεν είναι δυνατόν να υποστηρίζεις ότι δεν υπάρχει ισότητα! Που είναι όλος αυτός ο σεξισμός που λες; Εγώ δεν βλέπω τίποτα.» Αυτή η φράση έχει φτάσει αναρίθμητες φορές στα αυτιά μου με διάφορες παραλλαγές και κυματομορφές.
Έτσι, την εκατομμυριοστή ένατη φορά που το άκουσα, το συζητήσαμε στην Popaganda και αποφασίσαμε να αφήσουμε τις ίδιες τις καθημερινές ιστορίες σεξισμού που έχουν βιώσει διάφορες γυναίκες να ακουστούν. Μάλιστα, δεν δυσκολευτήκαμε καθόλου να τις βρούμε. Ήταν εκεί και δεν έβρισκαν ποτέ την ευκαιρία να αναδυθούν και κάποιες ίσως δεν θα αναδύονταν ποτέ. Όλες τους όμως ήταν εκεί. Είχαν συμβεί. Ήταν υπαρκτές. Καθημερινές. Τις δέχεται(;) μια γυναίκα κάθε μία μέρα που περνάει. Από την ώρα που θα βγει από το σπίτι της, ίσως πριν προλάβει καν να βγει, γιατί ο σεξισμός παραμονεύει και στις εσωτερικές γωνίες του σπιτιού μας, μέχρι την στιγμή που θα κλείσει τα μάτια της για να κοιμηθεί.
«Τι τετράπατο είσαι εσύ μάνα μου;» σχολίασε ένας 50άρης όταν περνούσε η Μαρία, σερβιτόρα, 23 ετών, από έναν πολυσύχναστο δρόμο του κέντρου των Αθηνών. Πολλοί γέλασαν, ελάχιστοι όμως νοιάστηκαν για το πως πραγματικά μπορεί να ένιωσε και να νιώθει η Μαρία και κάθε Μαρία, μέχρι να σταματήσει αυτό το -καθόλου αστείο- ανέκδοτο ότι «είναι κοπλιμέντο» (σε καμία περίπτωση τα χυδαία λόγια δεν συνιστούν κολακευτικά σχόλια) ή ότι έχεις το δικαίωμα να λες ό,τι σου κάνει κέφι, προσβάλλοντας την ίδια την υπόσταση ενός άλλου ανθρώπου.
«Σπούδαζα Θεσσαλονίκη. Στα δυο χρόνια συγκατοίκησης με τον αδερφό μου δεν είχε καθαρίσει ποτέ. Και οι γονείς μου θεωρούσαν την κατάσταση φυσιολογική. Όταν έλειπα για καιρό, κυβερνούσαν οι κατσαρίδες και οι πουτσότριχες. Στον τρίτο χρόνο μαλώναμε ένα μήνα για να αρχίσει να καθαρίζει. Του έμαθα, λοιπόν, πως γίνεται. Στα 27 του. Γιατί μέχρι τότε καθάριζε το σπίτι ή η γιαγιά ή μαμά ή εγώ» Ιωάννα, 26 χρονών, δικηγόρος.
«Είμαι σεφ και έχω ακούσει μέσα σε κουζίνα, καταπρόσωπο, και αυτό ίσως είναι το πιο ανησυχητικό, πολλά “κλισέ” από άντρες συναδέλφους αλλά και εργοδότες. Τι εννοώ; Ότι οι γυναίκες δεν γίνονται καλές σεφ γιατί δεν είναι στο DNA τους, ότι καλό θα ήταν να πάω να μαγειρεύω σπίτι μου για να φροντίζω καλά την οικογένεια μου, αστειάκια και δε συμμαζεύεται για την περίοδο που τη συνδέουν με ενός είδους γυναικείας ανικανότητας και διαφορα άλλα ‘μικρά’ τέτοια που συνήθιζα να τα παίρνω ελαφρά τη καρδία αλλά κάποια στιγμή αθροίζονται όλα αυτά τα μικρά μέσα σου. Μετά δεν είναι να αναρωτιέται κανείς γιατί θεωρείται ανδροκρατούμενο επάγγελμα. Γιατί μας έχουν σπάσει τα νεύρα ή τον τσαμπουκά, μήπως;» Κλεοπάτρα, 40 χρονών, σεφ.
«Περπατούσα στη λεωφόρο Γαλατσίου και ερχόταν από πίσω μου ένα μηχανάκι. Ξαφνικά σταματάει, με χουφτώνει και φεύγει. Δηλαδή ποιος του έδωσε αυτό το δικαίωμα; Η φούστα μου δεν είναι πρόσκληση» Αγγελική, 27 χρονών, σερβιτόρα.
«Στην δουλειά μου, σε εκδοτικό οίκο, είναι μόνο άντρες. Είμαι η μόνη γυναίκα που έχει μείνει, τις υπόλοιπες (πολύ ικανές συναδέλφους) τις έχουν απολύσει με κάτι γελοίες αφορμές. Και το αφεντικό μου όλο με περιτριγυρίζει και μου πετάει διάφορα σχόλια, απειλώντας με ότι θα με απολύσει (και σίγουρα κάνω την δουλειά μου σωστά).» Έλενα, 32, επιμελήτρια.
«Πετούσα από Κέρκυρα-Αθήνα, βράδυ. Καθόμουν στο μεσαίο κάθισμα εξουθενωμένη από τις λίγες μέρες που άδειαζα το σπίτι της γιαγιάς μου. Στην διπλανή θέση καθόταν ένα νεαρό αγόρι, στα 20 του, αλλά δεν του είχα δώσει σημασία. Μια εβδομάδα αργότερα, βλέπω μήνυμα στο Facebook: “Καλημέρα και καλό μήνα Κωνσταντίνα! Πήρα το θάρρος να σε ψάξω, καθόμουν δίπλα σου στην πτήση προς Αθήνα πριν μια εβδομάδα. Πως περνάς;” Αν και ευγενικός, δεν είχαμε πει ούτε γεια μέσα σε 40 λεπτά πτήσης. Πως βρήκε τα στοιχεία μου; Ολόκληρο το ονοματεπώνυμό μου, με έψαξε και μου έγραψε; Για μία εβδομάδα, ένας τύπος κράτησε τη γνώση του ποια είμαι για τον εαυτό του και μετά με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι ελίχθηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε δεν υποπτεύτηκα τίποτα. Δεν πιστεύω ότι ήμουν απρόσεκτη με το κινητό, το εισιτήριο ή το διαβατήριό μου αλλά και να ήμουν, σε καμία περίπτωση δεν περίμενα ότι θα με κατασκοπεύσει και θα παραβιάσει έτσι την προσωπική μου ταυτότητα.» Κωνσταντίνα, 28 χρονών, συγγραφέας.
«Είχα πάει στο Καραΐσκάκη και είχα «προκλητικό» ντύσιμο για το dress code του γηπέδου. Φορούσα τζιν και μια κοντή μπλούζα και φαινόταν η κοιλιά μου. Έρχεται ένας οπαδός και μου ξεκινάει κήρυγμα ότι δεν μπορώ να έρχομαι ντυμένη έτσι εδώ, στο σπίτι του, να πάω στα μπουζούκια έτσι. Κι έλεγε στο σεκιούριτι να μην με βάλει μέσα. Δεν ήμουν καν αυτό που “κοινωνικά” θα χαρακτήριζαν “προκλητικό”. Όπως και να έχει, του απάντησα “δεν ήξερα να σου ζητήσω την άδεια για το πως θα ντύνομαι”. Περίμενα να έρθουν κάτι γνωστοί μου για να τον βάλουν στη θέση του. Σε όλη τη διάρκεια του ματς όμως με στραβοκοιτούσε. Νευριάζω κάθε φορά που το θυμάμαι» Κατερίνα, 24 χρονών, αθλητικογράφος.
«Γυρνούσα από την σχολή στις 5 το απόγευμα. Ένας τυπάς με ακολούθησε και αφού με πλησίασε αρκετά, μου σήκωσε τη φούστα. Έτσι, στο άκυρο. Πάγωσα» Δανάη, 24 χρονών, δασκάλα.
«Δεν υπάρχει συναυλία που να έχω πάει μόνη ή με τις φίλες μου και να μην έρθει κάποιος ανώμαλος από πίσω να τρίβεται πάνω μου ή να βάζει δήθεν τυχαία τα χέρια του σταυρωτά και να κολλάει πάνω μου “αφού έχει κόσμο”. Ως γνωστόν, όταν στριμώχνεσαι κάπου, βάζεις μπροστά το πουλί σου ή το χέρι μπροστά στο πουλί σου. Για να μην μιλήσω για τα λεωφορεία. 040 το βράδυ από Σύνταγμα δεν μπορώ να πάρω, αν δεν είμαι μαζί με το αγόρι μου να στέκεται πάντα από πίσω» Αγνή, 22 χρονών, φοιτήτρια Μηχανολόγων Μηχανικών.
«Έπαιζα μουσική σε ένα μπαρ και όταν ήρθαν δύο φίλοι μου στο booth χορέψαμε για λίγο μαζί. Τότε, ο αδερφός του ιδιοκτήτη γύρισε και είπε “Έτσι πως χορεύει αυτή είναι ό,τι πρέπει για μια παρτούζα”. Τον στραβοκοίταξα και είχε το θράσος να με ρωτήσει “Γιατί; Δεν θες;” Αν δεν ήθελα μια φορά πριν, μετά δεν ήθελα εκατό. Όταν του ζήτησα τον λόγο για αυτά που είπε άλλαξε τρεις φορές τα επιχειρήματά του. Την πρώτη πήγε να με βγάλει τρελή. Την δεύτερη έλεγε ότι ήπιε και δεν θυμόταν τι έλεγε και την τρίτη υποστήριξε ότι ήταν “αστειάκι”. Κανείς δεν το είδε ποτέ αστείο. Ούτε στον φίλο μου δεν θα επέτρεπα να εκφράζεται έτσι» Ελίνα, 27 χρονών, Dj.
«Είχα πάει για μπάνιο στον Σχοινιά και ήμουν μόνη στην παραλία. Αποφασίζω λοιπόν να βγάλω το πάνω μέρος του μαγιό. Μετά από λίγη ώρα, εκεί που διάβαζα το βιβλίο μου, σηκώνω το βλέμμα και αντικρίζω έναν τύπο στην άκρη της παραλίας να έχει βγάλει το πέος του έξω και να το παίζει, κοιτώντας με προκλητικά. Γυρίζω αηδιασμένη από την άλλη κι ύστερα από λίγο, τον βλέπω ξανά μπροστά μου» Ηρώ, 25, γυμνάστρια.
«Έψαχνα για δουλειά και πήγα στο ιατρείο ενός οφθαλμιάτρου που αναζητούσε γραμματέα. Το ιατρείο ήταν άδειο, θα άνοιγε μετά από κάποιες ώρες κι ο γιατρός, ενώ μου εξηγούσε τις υποχρεώσεις μου, πέρασε πίσω μου στριμώχνοντας το σώμα του ανάμεσα στον τοίχο και στην καρέκλα μου. Ταυτόχρονα έβαλε τις παλάμες του πάνω στους ώμους μου και τους πίεσε. Ένας άνδρας που μόλις έβλεπα για πρώτη φορά, ένας άνδρας που θα γινόταν ο εργοδότης μου. Επανέλαβε την πίεση στους ώμους μου ακόμη μία φορά. Θυμάμαι πως ένιωσα ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Θυμάμαι ότι την ώρα που μπήκα στο ασανσέρ για να φύγω τα πόδια μου έτρεμαν.» Στέλλα, δημοσιογράφος, 38 ετών.
«Δεν ξέρω αν είναι το χειρότερο από όσα έχουν συμβεί, είναι όμως η χειρότερη ατάκα που έχω ακούσει και μάλιστα σε χώρο εργασίας, όντας μόνο μερικούς μήνες δικηγόρος και αρκετά συνεπής. Εκεί λοιπόν άκουσα το εξής αδιανόητο: “Πρέπει να αποδείξεις ότι είσαι κάτι παραπάνω από μία ωραία ξανθιά με μεγάλα μάτια και χείλη”. Τότε θύμωσα πολύ και θεώρησα ότι κάτι κάνω λάθος, τώρα σκέφτομαι ότι είναι υπέροχο να είσαι “νέα, ωραία ξανθιά με μεγάλα μάτια και χείλη” ακόμη και σένα κόσμο ανισότητας και αδικίας και πολύ συχνά βλακείας. » Τατιάνα, 32 χρονών, δικηγόρος.
«Το χειρότερο πράγμα που μου έχει συμβεί ως γυναίκα δεν είναι περίπτωση τυχούσα ή περιστασιακή. Είναι άκρως τυπική και μέρος μιας κουλτούρας που- δυστυχώς δολιχοδρομειται. Σπούδασα ψυχολογία στο ΕΚΠΑ και για χρόνια εργάστηκα σε διάφορες δομές υποστήριξης και θεραπείας. Για 10 χρόνια έπρεπε να διαβάζω, να εμπλουτίζω συνεχώς τις γνώσεις μου, να αποκτώ εμπειρία, να ασχολούμαι με κάθε περίπτωση μοναδικά και με όρεξη. Ένιωθα –και ήμουν- πολύ ικανή και εργατική. Αλλά η ζωή μου απόδειξε ότι στ’ αρχίδια της. Γιατί για να μου δώσουν υλικό μελέτης να δουλέψω έπρεπε να κάτσω σε δύο καθηγητές Πανεπιστημίου. Γιατί για να μου δώσουν περισσότερες ώρες να δουλέψω με τους παθόντες έπρεπε να “κερδίσω τις εντυπώσεις” του αρχιψυχολόγου το απόγευμα στο γραφείο του. Και γιατί για να με αφήσουν να μιλήσω σε ένα συνέδριο έπρεπε να μην έχω αντιρρήσεις και τακούνια» Όλγα, πρώην ψυχολόγος, νυν χορεύτρια σύγχρονου και κλασικού, 30 ετών.
«Είχα βγει με έναν συμμαθητή μου μέρα μεσημέρι και κάτσαμε σε ένα πάρκο κοντά στο σχολείο. Έγινε μια φάση και ξαφνικά αυτός αποφάσισε να μου πει να κάνουμε σεξ εκείνη την στιγμή. Με κόλλησε στον τοίχο και έβγαλε το παντελόνι του. Αρνήθηκα, αλλά γενικά είχα πάθει σοκ και δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Έτρεμα κιόλας κι αυτός αφού είδε ότι δεν γινόταν “πρακτικά” σταμάτησε και την επόμενη μέρα χωρίς να ζητήσει συγνώμη, μου είπε ότι ήταν λάθος και καλύτερα να ξεχάσουμε την όλη φάση. Όταν ήμασταν 16.» Δάφνη, 20 χρονών, φοιτήτρια Επικοινωνίας και ΜΜΕ.
«Γύρω στη μία η ώρα το βράδυ γυρνούσα με τα πόδια στο Κουκάκι μαζί με μια φίλη. Σε κάποια φάση εμφανίζεται μπροστά μας ένας άντρας γύρω στα 30 και με το που μας βλέπει, μας καρφώνει και βάζει το χέρι του να βγάλει έξω το πουλί του. Κι αρχίζει να το παίζει μέσα στο δρόμο. Είχαμε πάθει σοκ κι επιταχύναμε το βήμα μας. Ο τύπος έβαλε την κουκούλα, έκανε τον γύρο του τετραγώνου κι εμείς αφού τρέχαμε σαν τις τρελές για να φτάσουμε σπίτια μας, χωριστήκαμε και τελικά με πήρε από πίσω, τρέχοντας πλέον κι αυτός. Είχε πάει η ψυχή μου στην Κούλουρη μέχρι να ξεκλειδώσω την πόρτα του σπιτιού μου. Σε όποιους άνδρες φίλους μου είπα την ιστορία, μου είπαν ότι δεν πρόκειται για σεξισμό, αλλά για ανωμαλία. Κι όμως, αυτό δεν θα συνέβαινε σε έναν άνδρα. Μία στο εκατομμύριο. Είναι μέρος της κουλτούρας που επικρατεί κι όπως λέει κι ένα σύνθημα, οι βιαστές δεν είναι ράτσα ειδική, είναι άνδρες καθημερινοί», Σοφία, 25 χρονών, Πολιτικός Επιστήμονας.
«Μεγάλωσα σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Μια μέρα που γυρνούσα από το Ωδείο, με πέτυχε ένας γείτονας και με στρίμωξε στον τοίχο. Με έπιασε απ’ το λαιμό και μου έβαλε χέρι. Έφυγα κλαίγοντας και ποτέ δεν είπα τίποτα στους γονείς μου γιατί τον ήξεραν. Τι μπορούσα να κάνω άλλωστε; Η κοινωνία ήταν πολύ μικρή για να μιλήσω και θα στιγματιζόταν η τιμή και η οικογένειά μου», Ελένη, 48 ετών, νοικοκυρά.
«Περιορισμοί διακρίσεις κι απαγορεύσεις λόγω φύλου είναι σχεδόν καθημερινότητα για όλες μας. Ήμουν δεκαοκτώ χρονών και μου προέκυψε μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Η έκτρωση τότε ήταν παράνομη. Και μόλις άρχιζε δειλά- δειλά η συζήτηση για το δικαίωμα να αποφασίζουμε οι γυναίκες για το σώμα μας, να έχουμε εμείς τον έλεγχο του. Κατέφυγα σε μεγάλη ιδιωτική κλινική, όπου γινόντουσαν οι παράνομες επεμβάσεις έναντι ενός πολύ υπολογίσιμου ποσού. Με ασφάλεια. Όχι όμως και με σεβασμό. Όταν μπήκα στο χειρουργείο, με είχαν περισσότερο από μισή ώρα ξαπλωμένη στο χειρουργικό κρεβάτι, με τα πόδια ανοιχτά, ξεσκέπαστη, και συζητούσαν για τα Σαββατοκύριακά τους στη Χαλκιδική, τα καινούρια τους αυτοκίνητα, το ποδόσφαιρο. Μέτρησα δώδεκα άτομα να μπαινοβγαίνουν και να παίρνουν μέρος στις κουβέντες μπροστά στην απόλυτη και ντροπιαστική μου έκθεση. Φυσικά κανείς δεν πρόσεξε ότι έκλαιγα. Τέλος μπήκε μια γυναίκα γιατρός. Εκείνη τους έβαλε τις φωνές, «γιατί την έχετε έτσι ακάλυπτη, δεν σκέφτεστε ότι θα κρυώσει;» τους είπε κοιτάζοντάς τους με νόημα και ήρθε και με σκέπασε με σεντόνι ευγνωμοσύνης. Αλλά πριν καλά –καλά της πω ευχαριστώ, ήρθε ο αναισθησιολόγος, τον οποίον περιμέναμε. Μου έβαλε τη νάρκωση κι άρχισε να με βρίζει, «βρωμοκόριτσα, πάτε και βγάζετε τα μάτια σας από δω κι από κει κι ύστερα έρχεστε και μυξοκλαίτε σαν τις παρθένες. Σα δε ντρέπεστε!». Είπα «ως εδώ!» κι ανασηκώθηκα να λύσω τα λουριά και να φύγω. Αλλά με νίκησε η νάρκωση που είχε ήδη αρχίσει να με πιάνει. Ο θυμός μου γι’ αυτό το περιστατικό δεν έχει ξεθυμάνει ακόμη, μετά από σαράντα χρόνια. Οφείλω όμως να ομολογήσω ότι συνέβαλε πολύ στη μετέπειτα φεμινιστική μου συνείδηση» Mαρία, 59 ετών, καθηγήτρια.
Τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους, δεν χρειάζονται καμία υποστήριξη και η λίστα δεν έχει τελειωμό. Όσα άρθρα, εκθέσεις, έρευνες και να γράφονται, δεν ξέρω αν ποτέ κάποιος άνδρας μπορέσει να δει την ζωή με τα μάτια μιας γυναίκας. Στην πατριαρχική κοινωνία μας, τα περισσότερα προνόμια ανήκουν σε αυτόν -προς το παρόν τουλάχιστον. Συνήθως, ο λευκός, cis άνδρας που έχει τα περισσότερα αδυνατεί να δει πως μια άλλη ομάδα ανθρώπων δεν έχει τα ίδια προνόμια με αυτόν.
Σ’ ένα απλουστευτικό οικονομικό πλαίσιο, αυτό μπορεί να μεταφράζεται σε έναν πλούσιο που λέει σε έναν φτωχό ότι υπάρχουν χρήματα και δεν υπάρχει φτώχεια. Ο «πλούσιος» βλέπει την «φτώχεια» μόνο αν φορέσει τα παπούτσια του άλλου -μεταφορικά ή και κυριολεκτικά. Οπότε, όταν γυρνάνε άνδρες και σας λένε για το πως να νιώθετε, τι να φοράτε, πως να δείχνετε και ποιές να είστε ή ότι δεν σας αφαιρεί κανένας δικαίωμα την στιγμή που νιώθετε ότι αδικείστε ή προσβάλλεστε, βάλτε τους σε μια διαδικασία να μετρήσουν πρώτα την πληθώρα των προνομίων τους, όσο εσείς μετράτε την χρόνια αφαίρεση τους…
*Τα ονόματα των συμμετεχόντων έχουν αλλαχθεί. Οι ηλικίες και τα επαγγέλματά τους είναι τα αληθινά τους στοιχεία.