Categories: ΔΙΕΘΝΗ

Όταν η Βρετανία έριξε χυλόπιτα στον Γιούνκερ

Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται το δικό της στρατό για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ότι η διεθνής κοινότητα «δεν την παίρνει πολύ στα σοβαρά» ως «παίκτη» της διεθνούς διπλωματικής σκακιέρας, δήλωσε ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Μία τέτοια πολιτική απόφαση, είπε, θα βοηθούσε την Ε.Ε. να πείσει τη Ρωσία ότι είναι έτοιμη ανά πάσα στιγμή να αμυνθεί των αξιών της απέναντι στην επιθετική πολιτική της Μόσχας.

Το Ηνωμένο Βασίλειο, ωστόσο, έδωσε ένα γερό χαστούκι στην πρόταση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την κυβέρνηση στο Λονδίνο να λέει πως δεν υπάρχει «καμία προοπτική» να συμφωνήσει. «Δε θα δημιουργήσουμε έναν ευρωπαϊκό στρατό για να τον χρησιμοποιήσουμε αμέσως», δήλωσε ο Γιούνκερ στη γερμανική εφημερίδα Welt am Sonntag. «Αλλά ένας κοινός στρατός για τους Ευρωπαίους θα έκανε τη Ρωσία να καταλάβει ότι σκοπεύουμε να υποστηρίξουμε με τρόπο ακέραιο της αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

Ποια είναι τα πλεονεκτήματα της πρότασης Γιούνκερ; Πρώτον, ο ευρωπαϊκός στρατός θα δώσει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη της Ε.Ε. να δαπανούν λιγότερα και αποτελεσματικότερα για τις στρατιωτικές και εξοπλιστικές τους δαπάνες. Δεύτερον, θα γίνει ένα σημαντικό βήμα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Τρίτον, η Ε.Ε. θα κερδίσει σε αξιοπιστία, αφού στρατηγικά και στρατιωτικά θα αντιμετωπίζεται ως ένας παίκτης στο διεθνές στερέωμα.

Ο Γιούνκερ υποστήριξε ότι «ένας τέτοιος στρατός θα μας δώσει τη δυνατότητα να σχεδιάσουμε μία κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική», για να προσθέσει ότι «η εικόνα της Ευρώπης έχει υποφέρει δραματικά όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική. Δεν φαίνεται να μας παίρνουν και πολύ στα σοβαρά».

Από την άλλη πλευρά, όσοι αντιτίθενται έχουν εξίσου σοβαρά επιχειρήματα, τα οποία, ωστόσο, δε θα χρειαστεί να τα φέρουν στην «αρένα» της συζήτησης. Και αυτό γιατί το Νησί, που θεωρεί τον εαυτό του πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά κάτι άλλο – αν όχι κάτι ανώτερο – από την υπόλοιπη Ευρώπη, ξέκοψε από την αρχή οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από τη δημιουργία ενός κοινού στρατού. «Η θέση μας είναι ξεκάθαρη και εξαντλείται στο ότι η άμυνα είναι ένα ζήτημα εθνικό και όχι ευρωπαϊκό. Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να αλλάξουμε θέση γύρω από τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατού», δήλωσε εκπρόσωπος της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ήδη στο παρελθόν ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον είχε μπλοκάρει διάφορες πρωτοβουλίες για τη δημιουργία στρατιωτικών μονάδων που θα ελέγχονταν από την Ε.Ε., υποστηρίζοντας πως, αν και είναι αναγκαία η αμυντική συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., «η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει δικαίωμα να έχει στρατιωτικές αρμοδιότητες, στρατό, αεροπορία και ό, τι συνδέεται με αυτά».

Ο Κάμερον ακολουθεί τη σταθερή βρετανική πολιτική «αποστάσεων» από την Ε.Ε.

Σύμφωνα με τον Γκεοφρέι Φαν Όρντεν, Βρετανό Ευρωβουλευτή με τους Συντηρητικούς και υπεύθυνο για θέματα άμυνας και ασφάλειας, «η επίμονη πορεία προς τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατού πρέπει να σταματήσει. Για τους ευρωπαϊστές, οποιαδήποτε κρίση αποτελεί μία ευκαιρία για να επεκτείνουν τις συγκεντρωτικές αρμοδιότητες της Ε.Ε.». Επιπλέον κατηγόρησε τον Γιούνκερ ότι ζει στον «κόσμο της φαντασίας»: «Αν τα κράτη μας αντιμετωπίσουν κάποια στρατιωτική απειλή, σε ποιον θα προτιμούσαμε να βασιστούμε, στο ΝΑΤΟ ή την Ε.Ε.; Η ερώτηση απαντάται από μόνη της». Ένας Βουλευτής των Φιλελευθέρων δήλωσε: «Η δημιουργία ενός στρατού της Ε.Ε. δεν περιλαμβάνεται στην ατζέντα μας. Δεν ζητήσαμε ποτέ κάτι τέτοιο».

Στη Γερμανία φαίνονται να καλοβλέπουν την προοπτική, αν και το σενάριο τοποθετείται στο μακρινό μέλλον. Όπως δήλωσε η Γερμανίδα Υπουργός Άμυνας Ούρσουλα Φον Ντερ Λέιγεν, «το μέλλον μας ως Ευρωπαίοι θα φέρει μία μέρα και τον ευρωπαϊκό στρατό, αν και όχι βραχυπρόθεσμα».

Είναι προφανές, όμως, ότι η απόρριψη της προοπτικής ενός ευρωστρατού από τις βρετανικές πολιτικές αν μη τι άλλο αναδεικνύει ένα έλλειμμα πολιτικού εκτοπίσματος της Ε.Ε. που δυσχεραίνει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Μήπως η Ε.Ε. γίνεται αργά αλλά σταθερά ο «Μεγάλος Ασθενής» του 21ου αιώνα;

Θοδωρής Χονδρόγιαννος