Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Όταν ο Κορωνοϊός Φέρνει τα Πάνω Κάτω στη Ζωή σου

Από τον Μάρτιο του 2020 έχουν έρθει τα πάνω κάτω στη ζωή μας. Για όλους. Για μερικούς ακόμη παραπάνω.

Πού να φανταζόμασταν όταν τέλη Ιανουαρίου, αρχές Φεβρουαρίου ακούγαμε στις ειδήσεις για τα έκτακτα μέτρα καραντίνας που είχαν επιβληθεί στη Γιουχάν και σε άλλες πόλεις της Κίνας ότι η επέλαση του νέου κορωνοϊού  θα ήταν ραγδαία σε όλο τον πλανήτη προκαλώντας πάνω από 1 εκατομμύριο θανάτους παγκοσμίως;

Πού να φανταζόμασταν το ντόμινο των lockdown που επιβλήθηκαν σε όλο τον πλανήτη, την οικονομική ανασφάλεια, την ανεργία, τις πολιτικές και κοινωνικές αναταράξεις που έχει προκαλέσει ένας αόρατος μα τόσο επιθετικός εχθρός;

Εξυπακούεται ότι και η Ελλάδα επηρεάστηκε οικονομικοκοινωνικά από τις ανατροπές που προκάλεσε ο κορωνοϊός. Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις το 40,9% των πολιτών δηλώνουν ότι η οικονομική τους κατάσταση έχει χειροτερεύσει από τότε που άρχισαν τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας ενώ το ποσοστό των ανέργων που δηλώνουν ότι έχασαν τη δουλειά τους μετά από την 1η Μαρτίου 2020 φτάνει το 18,4%.

Υπήρξαν και αυτοί που λόγω των νέων συνθηκών αναγκάστηκαν να αλλάξουν τόπο διαμονής, επαγγελματική πορεία και πλάνα για το άμεσο μέλλον· σε κάποιες περιπτώσεις και τα τρία ταυτοχρόνως.

Αρχές Απριλίου είχαμε δημοσιεύσει στην Popaganda ένα ρεπορτάζ για το πώς βλέπουν το μέλλον οι εργαζόμενοι των επιχειρήσεων που βρίσκονταν σε ολική ή μερική αναστολή. Τότε είχα μιλήσει με τον 37χρονο DJ Χρήστο Αγγελόπουλο που δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά προβλέψεις για το μέλλον αφού τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Διαβάζοντας τα «σημάδια» από τις εξαγγελίες του υπουργείου Εργασίας αλλά κι από την αβεβαιότητα για το πόσο θα κρατήσει η κατάσταση με τον κορωνοϊό ο Χρήστος είχε πει ότι «δε διαφαίνεται κάτι στον ορίζοντα που να μας κάνει έστω και λίγο αισιόδοξους ότι θα υπάρξει βοήθεια από εκεί που πρέπει, το Κράτος».

Επτά μήνες μετά ο Χρήστος έχει μετακομίσει στην Αίγινα κι εργάζεται σε μεγάλη εταιρεία εμπορίας φιστικιών Αιγίνης. Μπορεί τα μπαρ να άνοιξαν αλλά ο Χρήστος με πορεία 20 χρόνων ως DJ χορευτικής μουσικής (και το clubbing, επί της ουσίας να μην υφίσταται την παρούσα στιγμή), ένιωσε ότι δεν είχε νόημα να περιμένει άπραγος μια θετική εξέλιξη που δεν έβλεπε να έρχεται. Έτσι μου θυμίζει τους στίχους του ποιητή: «”Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!”, έγραφε ο Βάρναλης. Κάπως έτσι ένιωθα, από ένα σημείο και μετά, ότι θάμα περιμέναμε. Ήταν τουλάχιστον αμήχανος ο τρόπος που χειρίστηκαν οι κυβερνήσεις το clubbing ακόμη και σε χώρες που αποτελεί πιο βαριά βιομηχανία. Άσε που όταν βλέπεις να δέρνουν γιατρούς, τους ίδιους δηλαδή που χειροκροτούσαν πριν μερικούς μήνες καταλαβαίνεις ότι δεν έχεις να περιμένεις κάτι ως ενίσχυση, τίποτα που θα σε στηρίξει μέχρι να πάνε καλύτερα τα πράγματα».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Την απόφαση για αλλαγή τόπου διαμονής και επαγγέλματος δεν την πήρε από τη μια στιγμή στην άλλη: «Έκατσα έξι μήνες και πέρασα όλα τα στάδια: θυμό, μιζέρια, αγωνία, άγχος, κλείστηκα στον εαυτό μου, έτρωγα από τα όποια “έτοιμα” υπήρχαν, δεν ήταν εύκολα. Αλλά από κάποιο σημείο κι έπειτα έπρεπε να ενεργοποιηθώ. Ζούμε κάτι σοκαριστικό και πρωτοφανές για πολλές γενιές αλλά κάτι πρέπει να κάνεις, δεν μπορείς να το αφήνεις στην τύχη του. Το καλό είναι ότι είχα αποφασίσει ότι θέλω ούτως ή άλλως να αραιώσω τα dj sets και το γεγονός ότι είχα την ευκαιρία να βρω μια καλή πρωινή δουλειά με διευκολύνει. Όμως δεν με χαροποιεί ότι δεν μπορούμε να κάνουμε πάρτι. Δεν είχα σκοπό να αφήσω τελείως τη δουλειά μου. Το καλό ειναι ότι πρόσφατα ξεκίνησα να κάνω το δικό μου εβδομαδιαίο μουσικό mixtape, μέσα από τη συχνότητα του “Στο Κόκκινο 105,5”. Πέρα από αυτό θεωρώ ότι η φράση “να κάνουμε την κρίση ευκαιρία” είναι εντελώς σιχαμένη. Το ότι οι αλλαγές επαγγέλματος και διαμονής από τον Μάρτιο και μετά έγιναν καταναγκαστικά αι όχι από επιλογή είναι που τις κάνουν βίαιες και δύσκολες να τις διαχειριστείς. Και καριέρα να μην έχεις, έχεις μια επαγγελματική πορεία, έχεις μια καθημερινότητα που γνωρίζεις, ένα πλαίσιο για να λειτουργείς. Δεν είναι απλό».

Απλή δεν ήταν και η μεγάλη ανατροπή που ήρθε στη ζωή του Τάκη και της Διονυσίας, ενός ζευγαριού που τα τελευταία τρία χρόνια εργάζονταν ως εποχικοί στο αεροδρόμιο της Σκιάθου. Στα 29 τους χρόνια αποφάσισαν ότι η Σκιάθος τους πηγαίνει και είχαν αποφασίσει με το τέλος της φετινής τουριστικής σεζόν να αναζητήσουν μόνιμη κατοικία στο νησί, αφού δεν έβρισκαν λόγο πια να επιστρέφουν στην Αθήνα όπου ενοικίαζαν διαμέρισμα τους χειμερινούς μήνες. Όλα αυτά τα πλάνα (λίγο) προ κορωνοϊού φυσικά, την ίδια εποχή που αγόραζαν αυτοκίνητο γιατί «πού να το φανταζόμασταν;», όπως θα επαναλάβει πολλές φορές κατά τη διάρκεια της συζήτησης η Διονυσία ξετυλίγοντας το κουβάρι της δικής τους περιπέτειας:

«Ο Τάκης, που εργάζεται ως ανεφοδιαστής αεροσκαφών, ειδοποιήθηκε να εμφανιστεί στο αεροδρόμιο της Σκιάθου στα τέλη Μαρτίου. Επειδή υπήρχε το lockdown έπρεπε ο εργοδότης να αποστείλει χαρτιά για να μην έχει πρόβλημα που θα μετακινούνταν εκτός νομού Αττικής. Μάλιστα, καθώς στο πλοίο από τον Βόλο επιτρέπονταν μόνο ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων όπως δημόσιοι υπάλληλοι και υγειονομικοί, αναγκάστηκε να ταξιδέψει με το αεροπλάνο.  Εγώ αφού δεν είχα ξεκινήσει ακόμη στα duty free και δεν είχα χαρτί από εργοδότη, παρέμεινα στην Αθήνα μέχρι που ειδοποιήθηκα ότι θα ξεκινήσω δουλειά οπότε πήγα στη Σκιάθο.
Φτάσαμε λοιπόν Σκιάθο, ουσιαστικά για την προετοιμασία, καθώς οι πτήσεις δεν είχαν ακόμη επιτραπεί κι ενώ ο Τάκης τις προηγούμενες σεζόν υπέγραφε οχτάμηνη σύμβαση τώρα του έκαναν μηνιαία.
Την 1η Ιουνίου, με το που ανακοινώθηκε το πρόγραμμα πτήσεων κι αντιλήφθηκαν από το αεροδρόμιο την μεγάλη πτώση στα δρομολόγια είπαν στον Τάκη ότι δεν τον χρειάζονται στη δουλειά.  Εγώ είχα ακόμη τη δική μου δουλειά στα duty free, αλλά με τα χρήματα που έπαιρνα (και χωρίς την συνεισφορά του Τάκη) δεν μπορούσαμε να συντηρήσουμε το σπίτι που νοικιάζαμε με 500 ευρώ (ένα επιπλωμένο πολύ μικρό διαμέρισμα) κι έτσι ανακοίνωσα στον εργοδότη μου ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω. Φύγαμε από την Σκιάθο, δεν επιστρέψαμε στην Αθήνα γιατί δεν είχαμε λεφτά να νοικιάσουμε σπίτι κι από την αρχή του καλοκαιριού έχουμε εγκατασταθεί στο χωριό μου, στον Πύργο Ηλείας. Προσπαθήσαμε κι εδώ να βρούμε δουλειά, ήταν δύσκολο επειδή είχε ξεκινήσει η σεζόν, τα καταφέραμε – σε μπιτς μπαρ ο Τάκης εγώ σε ζαχαροπλαστείο-  αλλά τελικά δεν μας κράτησαν γιατί λόγω κορωνοϊού δεν είχε δουλειά. Τώρα είμαστε και οι δύο στο ταμείο ανεργίας».

Και πώς θα διαχειριστούν την κατάσταση από εδώ και εμπρός; «Δε θα πάμε Αθήνα να μείνουμε γιατί εκεί θα είναι πιο ζόρικα τα πράγματα από κάθε άποψη. Εδώ τουλάχιστον ζούμε σε ένα σπίτι που είναι δικό μας. Θα περιμένουμε τον Φεβρουάριο, δηλαδή τον μήνα που για εμάς τους εποχικούς γίνεται ένα ξεκαθάρισμα πώς θα πάει το πράγμα. Αν υπάρχει ακόμη και τότε δυσκολία ή αβεβαιότητα, τότε θα το πάρουμε απόφαση να εγκατασταθούμε μόνιμα εδώ ή στην Πάτρα. Αλλά θέλω να ελπίζω ότι του χρόνου το καλοκαίρι θα είναι καλύτερα τα πράγματα. Θέλω να ελπίζω ότι αυτή η μεγάλη αλλαγή είναι προσωρινή. Ακόμη το συζητάμε, δηλαδή, ότι μακάρι του χρόνου τέτοια εποχή να μπορούμε να είμαστε στη Σκιάθο ψάχνοντας να βρούμε το δικό μας σπίτι.
Α
υτό που ονειρευόμασταν δηλαδή προ κορωνοϊού».

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου