ΙΣΤΟΡΙΕΣ

«Όταν μπαίνω στα σπίτια των ανθρώπων είναι μέρα χαράς»: Η Άλμα μιλάει για τη ζωή της ως καθαρίστρια στην Ελλάδα

Τα Σάββατα που έχουμε περάσει με την Άλμα, στο σπίτι όπου μεγάλωσα με τους γονείς μου, είναι αμέτρητα. Από τις συζητήσεις περί ερωτικών απογοητεύσεων και τα άγχη της εξεταστικής στο Πανεπιστήμιο, μέχρι την προσπάθειά της να με βοηθήσει να βάλω σε τάξη τη ντουλάπα μου που ξεχείλιζε από ρούχα, η Άλμα έγινε μέσα στα χρόνια πολλά παραπάνω από την “κυρία που μας καθαρίζει το σπίτι”. Έγινε η φίλη μας, η συντροφιά μας, κομμάτι της οικογένειάς μας.

Τα σπίτια στα οποία έχει εργαστεί ως καθαρίστρια, πολλά. Η αγάπη που έχει λάβει σε αυτά, ακόμα περισσότερη. Η Άλμα μετανάστευσε στην Ελλάδα το 1991, μετά την πτώση του κομμουνισμού στην Αλβανία. Εικοσιπέντε μόλις χρόνων τότε, αναζήτησε μαζί με τον σύζυγό της μια ζωή με λιγότερο φόβο και αβεβαιότητα, παρά το γεγονός ότι η οικονομική τους κατάσταση στο Φιέρι, όπου ζούσαν, ήταν εξαιρετικά καλή.

Πριν από μερικές μέρες, ξεκίνησα από την Κυψέλη όπου ζω πλέον για το Χαλάνδρι, για να τη συναντήσω ξανά. Έφτασα την ώρα που, μαζί με την μητέρα μου, έπιναν τον καφέ τους και συζητούσαν γελαστές – όπως συνηθίζουν να κάνουν τόσα χρόνια. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά και μιλήσαμε για τη ζωή της ενώ συνέχιζε με ορισμένες από τις δουλειές του σπιτιού. Η περιγραφή της ήταν τόσο γλαφυρή και ζωντανή όσο οι στιγμές που έζησε ερχόμενη σε έναν ξένο τόπο, ο οποίος κατέληξε να γίνεται ο τόπος της. 

«Το καλοκαίρι του ‘90 υπήρχε μεγάλος αναβρασμός στην Αλβανία. Ο κόσμος ξεσηκώθηκε. Θυμάμαι ανθρώπους να ρίχνουν τα αγάλματα του Χότζα στις πλατείες, ενώ άλλοι αναζητούσαν άσυλο στις πρεσβείες. Αρκετοί αποφάσισαν να μεταναστεύσουν σε διάφορες χώρες, στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία κ.ά., καθώς φοβόντουσαν πως θα γίνει εμφύλιος. Εμείς δεν ακολουθήσαμε αυτόν τον δρόμο, αλλά πήγαμε στα Τίρανα με τον σύζυγό μου για να βγάλουμε βίζα και να πάμε στην συνέχεια στην Ελλάδα», μου λέει ενώ σιδερώνει.

Αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα καθώς η μητέρα της Άλμα είναι ελληνικής καταγωγής και ο Δημήτρης, ο άντρας της, είναι από τη Χειμάρρα, που κατοικείται κυρίως από μία ελληνική κοινότητα. Έτσι, τα ελληνικά ήταν για εκείνους πολύ οικεία.

«Η οικονομική μας κατάσταση στην Αλβανία ήταν καλή. Δεν υπήρχαν τότε μεγάλες κοινωνικές ανισότητες – ήταν τα κατώτερα και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα. Εγώ εργαζόμουν ως δασκάλα μουσικής. Δυστυχώς δεν σπούδασα στο Πανεπιστήμιο γιατί γνώρισα τον άντρα μου, ωστόσο πήγαινα σε μουσικό σχολείο και έπαιζα φλάουτο, οπότε βρήκα εύκολα θέση εργασίας. Εκεί εργάστηκα για τρία χρόνια. Ο άντρας μου ασχολείτο με τον τομέα των πετρελαίων οπότε έπαιρνε πολύ καλό μισθό – το ίδιο και τα πεθερικά μου».

«Επειδή μας έβλεπαν πιο καλοντυμένους και εύπορους, θεωρούσαν ότι δεν μπορούσαμε να ασχοληθούμε με χειρονακτικές εργασίες και έτσι μας απέρριπταν»

Παίρνοντας τη βίζα από τα Τίρανα, ήρθαν στην Ελλάδα, αρχικά ως επισκέπτες. «Όταν ήρθαμε εδώ, μας φιλοξένησε ένα φιλικό ζευγάρι στο σπίτι τους για έναν περίπου μήνα και μας βρήκαν και την πρώτη μας δουλειά. Ζούσαμε στην Γαβρολίμνη, έξω από την Πάτρα. Ο σύζυγος ήταν ευκατάστατος και είχε θερμοκήπια, οπότε δουλέψαμε εκεί. Είχαμε να φάμε, να πιούμε – ήταν σαν ένα τραπέζι γιορτινό κάθε μέρα, αφού μαζί μας έτρωγαν και οι υπόλοιποι εργάτες των θερμοκηπίων», μου εξηγεί και χαμογελάει καθώς ανακαλεί στη μνήμη της τη φιλοξενία αυτών των ανθρώπων.

«Εγώ τότε ήμουν μόλις 25 ετών και είχαμε συνηθίσει σε μια διαφορετική καθημερινότητα στην Αλβανία. Αν και δεν είχαμε σκεφτεί τότε να ζήσουμε μόνιμα στην Ελλάδα, θέλαμε να μεταβούμε στην Αθήνα για όσο διάστημα θα ήμασταν εδώ. Πηγαίνοντας λοιπόν στην πρωτεύουσα ξεκίνησε ο γολγοθάς. Είχαμε πια λιγοστές οικονομίες. Αρχίσαμε να αναζητάμε δουλειά, ωστόσο, επειδή μας έβλεπαν πιο καλοντυμένους και εύπορους, θεωρούσαν ότι δεν μπορούσαμε να ασχοληθούμε με χειρονακτικές εργασίες και έτσι μας απέρριπταν».

Ερχόμενοι στην Αθήνα, τους φιλοξένησε αρχικά ένας ευκατάστατος δικηγόρος τον οποίο έτυχε να γνωρίσουν. Όπως μου περιγράφει, «Ένας γείτονάς του, που δούλευε σε ένα εργοστάσιο με χρώματα, μας πρόσφερε δουλειά κι έτσι αρχίσαμε να εργαζόμαστε εκεί και ο άντρας μου κι εγώ. Ο συγκεκριμένος πίστευε στην αρχή ότι μόνο ο άντρας μου θα μπορούσε να δουλέψει εκεί, επειδή η δουλειά ήταν απαιτητική, εγώ όμως επέμενα ότι μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά». Το πρώτο διάστημα, για να αποδείξει την αξία της, η Άλμα δούλευε πολύ σκληρά στα μηχανήματα. «Ήθελα να καταρρίψω το στερεότυπο που θέλει μία νεαρή γυναίκα να μην μπορεί να καταπιαστεί με χειρωνακτικές εργασίες».

Τα μάτια της βουρκώνουν και συνεχίζει την αφήγησή της με λεπτομέρειες. «Τώρα σκέφτομαι εκείνη την περίοδο της ζωής μας και κλαίω ακόμη. Από εκεί που είχαμε μια ευκατάστατη ζωή στην Αλβανία, φτάσαμε σε σημείο να μην έχουμε να φάμε μέχρι τη στιγμή που πήραμε τον πρώτο μας μισθό από το εργοστάσιο». Κάθε μέρα στις 11 γινόταν διάλειμμα για φαγητό και ενώ όλοι πήγαιναν να φάνε, η Άλμα με τον σύζυγό της κρύβονταν πίσω από τα βαρέλια του εργοστασίου, επειδή δεν είχαν μαζί τους φαγητό. «Και όποτε επιστρέφαμε στη δουλειά, τα χείλη μας ήταν ακόμη γεμάτα σκόνη, οπότε φαινόταν ότι δεν είχαμε φάει».

«Μια μέρα μας είδε μια γυναίκα που εργαζόταν εκεί και κατάλαβε ότι δεν τρώγαμε. Ήρθε λοιπόν την επόμενη μέρα και μου έδωσε μια τσάντα με κολατσιό. Συνέχισε να το κάνει κάθε μέρα. Με την κυρία Ρούλα μιλάμε μέχρι σήμερα και δεν θα την ξεχάσω ποτέ».

Αφού πήραν τον πρώτο τους μισθό, η Άλμα και ο Δημήτρης κατάφεραν να νοικιάσουν ένα ημιυπόγειο σπίτι κοντά στο Καματερό. «Επειδή είχαμε ξοδέψει όλα μας τα χρήματα για το ενοίκιο, τα βράδια, όταν γυρνούσαμε από τη δουλειά,  τρώγαμε μόνο φακές και μέλι που ήταν οικονομικά. Κάποια στιγμή ήρθε και ο αδελφός μου από την Αλβανία και έμεινε σ’ εμάς. Ήταν 22 τότε. Μπαίνοντας σ’ εκείνο το σπίτι, είπα, τώρα αρχίζει η ζωή μου. Κοιμόμασταν τρία άτομα στο ίδιο κρεβάτι, ήμουν όμως ευτυχισμένη γιατί στεκόμουν στα πόδια μου», λέει.

Και συνεχίζει: «Πάνω στον μήνα όμως, αφήσαμε το σπίτι γιατί το αφεντικό μας, μάς πρόσφερε δωρεάν στέγη σε ένα ρετιρέ πάνω από το εργοστάσιο. Ήμασταν κατά κάποιον τρόπο οι φύλακες του εργοστασίου τις νύχτες. Ο αδελφός μου μας παρακίνησε να πάμε εκεί. Στην αρχή αισθανόμουν άσχημα που δεν θα μέναμε πλέον μαζί του – εκείνος όμως ήθελε να είμαι ευτυχισμένη. Και ήμουν, γιατί ξυπνούσα κάθε μέρα με τον άντρα που ήθελα και κατεβαίναμε μαζί στη δουλειά. Ήμουν τόσο καλή, που δούλευα για τρεις ανθρώπους. Καταπονήθηκα πολύ βέβαια λόγω των χημικών».

Στο σπίτι πάνω από το εργοστάσιο έζησαν από το ‘91 μέχρι το ‘99 και αναγκάστηκαν να φύγουν γιατί το μισό κτίριο κατεδαφίστηκε για να δημιουργηθεί δρόμος. «Εγω τότε ήμουν έγκυος και έτσι αποφασίσαμε, αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα, να αγοράσουμε δικό μας σπίτι. Δουλεύαμε πολύ σκληρά κάθε μέρα όλα αυτά τα χρόνια για να μπορέσουμε να αγοράσουμε επιτέλους το σπίτι μας. Θυμάμαι πως για να κάνω οικονομία, πήγαινα για ψώνια μέχρι τη Βαρβάκειο που ήταν πιο φθηνά. Μια μέρα δεν πρόλαβα το τελευταίο δρομολόγιο του λεωφορείου για να γυρίσω σπίτι και έριχνε καταιγίδα. Επέστρεψα με τα πόδια μέσα στον χειμώνα για να μην πληρώσω ταξί. Έμπαινα μέσα στα χωράφια, ήταν όλα πλημμυρισμένα, και οι τσάντες που κουβαλούσα βαριές. Λειτούργησαν βέβαια ως τα βαρίδια που με έσωσαν γιατί έπρεπε να περάσω από έναν χείμαρρο και χωρίς αυτές θα με είχε παρασύρει».

«Τον ρατσισμό τον έζησα σε πολύ μικρό βαθμό, επειδή ήμουν πάντα υπερήφανη για την καταγωγή μου. Σίγουρα έπαιξε ρόλο το ότι δεν προέρχομαι από συνθήκες φτώχειας, αλλά και να προερχόμουν, πάλι θα ήμουν περήφανη»

Φεύγοντας από το εργοστάσιο, αφού δεν επιτρεπόταν να εισπνέει σκόνες και χημικά κατά την εγκυμοσύνη, η Άλμα αποφάσισε να αρχίσει να εργάζεται ως οικιακή βοηθός. Το ‘99 μια ξαδέρφη της που δούλευε σε σπίτια την βοήθησε να βρει την πρώτη της δουλειά. Ήταν σε ένα χαώδες και βρώμικο σπίτι στον Διόνυσο όπου ζούσε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Ακόμη θυμάται τον κόπο που κατέβαλε για να το καθαρίσει μέσα σε οκτώ ώρες. Παρ’ όλα αυτά, είχε αποφασίσει πως αυτή θα είναι η μελλοντική δουλειά της.

Η κουβέντα μας φτάνει στον ρατσισμό και τις φυλετικές διακρίσεις: «Στη ζωή μου ήθελα πάντα να εργαστώ τίμια και να ευχαριστήσω τους άλλους, με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην ακούω τις ανάγκες και τα όριά μου. Δούλεψα και δουλεύω σε πολύ καλά σπίτια – και σε σπίτια διασήμων. Τον ρατσισμό τον έζησα σε μικρό βαθμό, επειδή ήμουν πάντα περήφανη για την καταγωγή μου. Σίγουρα έπαιξε ρόλο το ότι δεν προέρχομαι από συνθήκες φτώχειας, αλλά και να προερχόμουν, πάλι θα ήμουν περήφανη. Ήμουν πάντα προσεγμένη στην εμφάνισή μου, είχα τους τρόπους μου, είχα αξίες από την οικογένειά μου και έτσι οι άνθρωποι με σέβονταν».

«Στην αρχή μας δοκίμαζαν και στο εργοστάσιο και σε ορισμένα σπίτια που δούλεψα, βάζοντας σε διάφορα σημεία χρήματα για να δουν αν θα τα πάρουμε. Υπήρχε σίγουρα προκατάληψη. Εμείς όμως ήμασταν τίμιοι»

«Υπήρχε βέβαια η πεποίθηση πως επειδή είχαμε έρθει από την Αλβανία δεν θα είχαμε τρόπους, θα ήμασταν εγκληματίες κ.ά. Εγώ τον ρατσισμό για εμάς τους Αλβανούς τον αντιλήφθηκα όταν ήμουν στη δουλειά στα σπίτια και έπαιζαν οι ειδήσεις στις οποίες μιλούσαν συνεχώς για εγκλήματα που έκαναν οι Αλβανοί. Για τα εγκλήματα των Ελλήνων κανείς δεν θα έλεγε “το έγκλημα διέπραξε Έλληνας”. Μια φορά επίσης άκουσα μια γυναίκα σε ένα λεωφορείο να λέει “ήρθαν εδώ και μας πήραν τις δουλειές” και της είπα, μην ξεχνάτε κυρία μου πως και οι Έλληνες κάποτε μετανάστευσαν στην Αυστραλία, στη Γερμανία. Οι άνθρωποι φεύγουν από ανάγκη και αυτό δεν θα σταματήσει να συμβαίνει».

«Επίσης, στην αρχή μας δοκίμαζαν και στο εργοστάσιο και σε ορισμένα σπίτια που δούλεψα, βάζοντας σε διάφορα σημεία χρήματα για να δουν αν θα τα πάρουμε. Υπήρχε σίγουρα προκατάληψη. Εμείς όμως ήμασταν τίμιοι. Σε όλα τα σπίτια εν τέλει μου φέρθηκαν με σεβασμό και ανέπτυξα και φιλικές σχέσεις – ειδικά με μοναχικούς ανθρώπους. Δούλεψα και ως σερβιτόρα σε σπίτια διάσημων που πήγαινα μετά τη δουλειά. Με προτιμούσαν. Μου έλεγαν ότι με είχαν άνθρωπο του σπιτιού».

Η Άλμα μου μιλάει για την 24χρονη κόρη της, την Κασσιανή, και όλες τις αξίες που τις μεταλαμπάδευσε. «Έμαθα στο παιδί μου να μην ντρέπεται να πει από πού είναι η καταγωγή μας. Στο σχολείο δεν βίωσε ρατσισμό, μόνο ένα μεμονωμένο περιστατικό που μία συμμαθήτρια την αποκάλεσε παλιο-Αλβανίδα και η Κασσιανή της απάντησε “τιμή μου και κάμαρι μου”. Ο καθηγητής της μας είπε “να χαίρεστε την κόρη σας που υποστήριξε τον εαυτό της”».

«Φτάνοντας στο σήμερα, μπορώ και λέω πως όταν μπαίνω στα σπίτια των ανθρώπων είναι μέρα χαράς. Την αγάπησα αυτή τη δουλειά γιατί αγάπησα τη ζωή και όσα απόκτησα δουλεύοντας. Κάνω μια ωραία ζωή. Φυσικά και έχω κουραστεί πλέον γιατί είμαι 57, όπως και όλες οι γυναίκες που ήρθαν στα 90s από την πατρίδα μας, οι οποίες αναρωτιούνται τι θα κάνουν όταν δεν θα αντέχουν πια. Είμαστε κουρασμένες γυναίκες. Η δουλειά μας είναι πολύ σκληρή».

«Είμαστε προς το τέλος, πρέπει να ξεκουραστούμε πια κι εμείς. Αργά η γρήγορα θα υπάρξει κρίση στο επάγγελμα μας γιατί τα παιδιά μας θέλησαν όλα να σπουδάσουν και να ακολουθήσουν έναν διαφορετικό δρόμο. Δεν ξέρω ποιος θα συνεχίσει το επάγγελμα».

Συγκινημένη, λίγο πριν την αφήσω να συνεχίσει τη δουλειά της, η Άλμα παραδέχεται: «Τώρα θέλω να αφήσω μια μέρα ελεύθερη και δεν ξέρω ποιο σπίτι να αφήσω. Θα μου λείψουν οι άνθρωποι. Είναι η δεύτερη οικογένειά μου. Υπάρχουν σπίτια στα οποία πηγαίνω εδώ και 25 χρόνια. Πήγαινα σε μια γυναίκα που έφυγε από τη ζωή και λίγο πριν πεθάνει μου είπε ότι με έχει σαν παιδί της, γιατί δεν είχε παιδιά. Τη φρόντιζα μέχρι το τέλος. Θυμάμαι μου είχε πει: “Για ‘μας που βιώσαμε τον ρατσισμό ως γυναίκες που δεν κάναμε παιδιά, ο θεός μας έφερε εσάς. Άνθρωποι που ήρθαν από μια ξένη χώρα, μας εξυπηρέτησαν κι εμείς στο τέλος τους είπαμε παιδί μου, κόρη μου”».

«Νιώθω γεμάτη», μου λέει βουρκωμένη. «Δίνω αγάπη και συντροφιά σε ανθρώπους που μπορεί να νιώθουν μοναξιά και να θέλουν μια παρέα πέρα από βοήθεια στις δουλειές του σπιτιού. Πού να ήξερα όταν βρέθηκα στην Ελλάδα, με μια βαλίτσα στο χέρι χωρίς να ξέρω κανέναν, ότι θα έπαιρνα τόση αγάπη από τόσους ανθρώπους».

Λουίζα Σολομών-Πάντα