H χρυσή εποχή της ιδιωτικής τηλεόρασης είχε απίστευτες τηλεθεάσεις στα εορταστικά σόου και επεισόδια των αγαπημένων σειρών, φαντασμαγορική διάθεση, υψηλούς προσκεκλημένους και μια πίστα από φώσφορο. Αν έχετε μεγαλώσει στα τιμημένα, ελληνικά 90s είναι σχεδόν αδύνατον να έχετε ξεφύγει από την ισοπεδωτική παντοδυναμία των εορταστικών προγραμμάτων που κυριαρχούσαν στους τηλεοπτικούς δέκτες την περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Από την έναρξη της ιδιωτικής τηλεόρασης το 1989 αλλά κυρίως με την είσοδο της δεκαετίας του 1990 ένας άνεμος Ιταλίας και υψηλών budget φύσηξε σταδιακά στην ελληνική τηλεόραση κάνοντας μεγάλη μερίδα των Ελλήνων να περνούν το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς μπροστά στο γυαλί, παρέα με την Ρούλα Κορομηλά, τις «Τρεις Χάριτες», τους «Απαράδεκτους» και άλλα δημοφιλή σήριαλ της εποχής.
Κάπως έτσι φτάσαμε το 2001, το 83% του τηλεοπτικού κοινού να αλλάξει χρόνο παρακολουθώντας τον Τσάκα να αναποδογυρίζει ένα τραπέζι από τον ενθουσιασμό του για τη νίκη και τον κουμπάρο Πρόδομο να μαζεύει ότι είχε πέσει στο χαλί ενώ στο φόντο αναβόσβηναν τα φωτισμένα λαμπάκια ενός στολισμένου ελάτου. Από τότε έχουν περάσει 16 χρόνια και η ελληνική τηλεόραση δε θυμίζει σε τίποτα εκείνες τις ένδοξες (;) ημέρες των χειμάρρων λαμέ, παγιέτας, Βασίλη Καρρά και πίστας-κονσέρβας που ακολουθούσε τις ζωντανές υπερπαραγωγές του Bravo.
Έξι άνθρωποι που έζησαν αυτή την τηλεοπτική τρέλα από κοντά, και εν πολλοίς τη δημιούργησαν, μοιράζονται με την Popaganda τις αναμνήσεις τους από τις εορταστικές βραδιές στα τηλεοπτικά πλατό και καλούνται να απαντήσουν γιατί σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά.
Από τα πιο δημοφιλή προγράμματα ήταν το Bravo με οικοδέσποινα την Ρούλα Κορομηλά. Ήταν εβδομαδιαίο, ζωντανό σόου που μεταδιδόταν αρχικά κάθε Σάββατο και μετέπειτα κάθε Κυριακή βράδυ από το Mega˙ ξεκίνησε το 1994 και ολοκληρώθηκε η προβολή του το 2000. Πέρσι υπήρξε μια προσπάθεια αναβίωσης του από το κανάλι Epsilon, η εκπομπή τερμάτισε την πορεία της μετά από λίγα επεισόδια. Ο αρχισυντάκτης του Bravo, επί εποχής Mega, Βαγγέλης Περρής θυμάται «Προσπαθούσαμε να είμαστε προέκταση του σπιτιού όπου φανταζόμασταν ότι βρισκόταν η δική μας οικογένεια. Σκεφτόμασταν τι θα ήθελε η δική μας οικογένεια να δει στην τηλεόραση για να περάσει καλά αυτές τις γιορτινές ημέρες. Είχε πολύ μουσική το σόου γιατί λειτουργούσε σαν ραδιόφωνο όταν οι άνθρωποι κάθονταν να φάνε γύρω από το γιορτινό τραπέζι και είχε καλεσμένους ανθρώπους που το κοινό ήθελε να δει και ήταν ευχάριστοι».
Ο Ιταλός σκηνοθέτης του Bravo Στέφανο Σαρτίνι επιβεβαιώνει τα λόγια του Περρή λέγοντας πως «θέλαμε να βγάλουμε μια ζεστή, ανθρώπινη, οικογενειακή ατμόσφαιρα. Πάντα προσπαθούσαμε να φτιάξουμε κάτι που θα σε έκανε να αισθανθείς σαν στο σπίτι σου, να μην υπάρχει τείχος ανάμεσα στον τηλεθεατή και σε εμάς στο στούντιο. Το πλατό ήταν όπως ένα οποιαδήποτε ελληνικό σπίτι, ήταν στολισμένο όπως θα ήταν ένα σαλόνι. Απλώς πιο μεγάλο. Το χριστουγεννιάτικο σόου ήταν πιο ζεστό και οικογενειακό και το πρωτοχρονιάτικο πιο εορταστικό και φαντασμαγορικό. Εμείς κάναμε την εκπομπή για όσους έβλεπαν τηλεόραση. Θέλαμε να είναι ο κόσμος μέσα στο πλατό κι εμείς μέσα στο σπίτι τους. Μπορεί κάποιοι να μην είχαν τη δυνατότητα να κάνουν κάτι άλλο τις γιορτές. Πάντα είχαμε αυτό στο νου μας. Μπορεί να κάναμε κάτι εορταστικό και χαρούμενο αλλά βλέπαμε τι γινόταν γύρω μας».
Ένας σημαντικός παράγοντας για την επιτυχία των εορταστικών εκπομπών του Bravo ήταν οι καλεσμένοι. O Τάκης Γιαννούτσος που συμμετείχε στη δημοσιογραφική ομάδα της εκπομπής θυμάται «Ήταν η πολύ δυνατή εποχή της τηλεόρασης. Τότε που οι καλλιτέχνες έπαιρναν οι ίδιοι τηλέφωνο και παρακαλούσαν να βγουν στο σόου. Μας έπαιρναν τα πιο hot ονόματα της πίστας και μας ζητούσαν να έρθουν να πουν δύο τραγούδια. Ο Περρής ως τότε αρχισυντάκτης, το συζητούσε με την Ρούλα και τον Σαρτίνι και ύστερα τους απαντούσαν “Ένα θα πεις. Θέλεις;”. Και εκείνοι το δεχόντουσαν. Τόσο πολύ ήθελαν να βγουν στο σόου». Ο Βαγγέλης Περρής δε θα ξεχάσει τον Βασίλη Καρρά που είχε ντυθεί Άγιος Βασίλης και ήταν ένας από τους αγαπημένους καλεσμένους της εκπομπής γιατί ήταν πάντα καλόβολος και ευχάριστος.
Στους συντελεστές του σόου άρεσε πολύ το στοιχείο του αναπάντεχου: «Θέλαμε να κυριαρχεί το στοιχείο τους έκπληξης και για τους καλεσμένους μας και για τους θεατές. Αυτό βέβαια είχε και το ρίσκο του. Δηλαδή η εκπομπή με την πρόταση γάμου Σχοινά στην Γαρμπή δεν ήταν από τις πιο δυνατές σε τηλεθέαση γιατί κανείς δεν το περίμενε. Μετά γιγαντώθηκε η φήμη της από την επανάληψη και τις συζητήσεις. Ήταν όμως από τις πιο ωραίες στιγμές», λέει ο Βαγγέλης Περρής για μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές που είχαν εξελιχθεί στο ζωντανό πρόγραμμα.
Υπήρχε βέβαια και πολύς κόπος πίσω από το στήσιμο αυτών των φαντασμαγορικών σόου. Ο Στέφανο Σαρτίνι έχει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη του τη «χριστουγεννιάτικη εκπομπή με την Αλίκη Βουγιουκλάκη που ήταν τόσο κουραστική για όλους μας λόγω των πολλών προβών. Αλλά η Αλίκη ήταν πάντα με το χαμόγελο και όλοι μας θέλαμε να βγάλουμε το καλύτερο αποτέλεσμα» Η Φρόσω Ράλλη του Studio ATA που είχε την παραγωγή του Bravo αλλά και μερικών από τα σπουδαιότερα ελληνικά σήριαλ της εποχής όπως «Οι Απαράδεκτοι» και «Οι Τρεις Χάριτες» έχει τη δική της ξεχωριστή οπτική για εκείνη την περίοδο «Από τον Οκτώβριο έπεφταν οι σκέψεις για το τι θα κάναμε στα εορταστικά του Bravo αλλά ουσιαστικά ασχολούμασταν λίγες εβδομάδες πριν. Ό,τι σκεφτόμασταν το κάναμε, δεν καταλαβαίναμε πως γινόταν κάτι τόσο τρομερό, τόση διάθεση και όρεξη είχαμε τότε. Υπήρχε μια τρέλα, ήταν παιδί του ενθουσιασμού και της καρδιάς όλο αυτό. Μπαίναμε μέσα και ό,τι ήθελε προκύψει. Ειλικρινά, δεν πολυσκεφτόμασταν τις τηλεθεάσεις. Από την άλλη περιμέναμε ότι θα είναι υψηλές, το ξέραμε ότι θα σκίσουν».
Όμως πέρα από τους καλεσμένους υπήρχε ένα πρόσωπο που έπαιρνε πάνω στους ώμους του την όλη υπόθεση, η Ρούλα Κορομηλά. Ο Πέτρος Φιλιππίδης που είχε βρεθεί καλεσμένος σε εορταστικό σόου του Bravo ανακαλεί στη μνήμη του «Στο Bravo είχα πάει, αν θυμάμαι καλά Πρωτοχρονιά. Εκεί την ευθύνη την είχε η Ρούλα Κορομηλά. Η Κορομηλά τότε μεσουρανούσε και ήταν βράχος στο ζωντανό πρόγραμμα. Το κανάλι ήξερε ότι έχοντας την Κορομηλά, καθάρισε, δεν είχε να ανησυχεί για τίποτα. Όλη της η ενέργεια, η διάθεση, η στάση της ήταν προστατευτική και σίγουρη. Εμείς ως καλεσμένοι είχαμε την ευθύνη να είμαστε ευχάριστοι και να περάσουμε καλά κάνοντας και τους άλλους να περάσουν καλά».
Και τα λεφτά; Μιλάμε για την εποχή που το χρήμα στην τηλεόραση έρρεε άφθονο, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πόσο άνετα οικονομικά ήταν τα πράγματα ήταν το ακόλουθο που αφηγείται ο Τάκης Γιαννούτσος «Σε μια περίπτωση ήρθε ο Καρράς, ή πρωτοχρονιάτικο επεισόδιο ήταν ή χριστουγεννιάτικο δε θυμάμαι. Πήρε το αεροπλάνο από τη Θεσσαλονίκη που εμφανιζόταν, ήρθε σε εμάς για να τραγουδήσει και μετά ξαναπήρε το αεροπλάνο για να είναι στην πίστα της Θεσσαλονίκης στη μία το βράδυ που ξεκινούσε το πρόγραμμά του στο κέντρο. Άρα καταλαβαίνεις για τι έξοδα μιλάμε». Και ο Βαγγέλης Περρής συμπληρώνει «Δίναμε πολλά λεφτά στις εκπομπές. Είχαμε θυμάμαι τον Φιλιππίδη καλεσμένο και έπαιρνε τυχαία νούμερα στο τηλέφωνο και απλώς αν το απαντούσες κέρδιζες κάτι τρελά λεφτά. Σκορπίζαμε πολύ χρήμα. Όσο τότε έκανε ένα επεισόδιο Bravo τώρα στοιχίζει ολόκληρη η χρονιά ενός προγράμματος. Είχαμε δύο σκηνικά κατασκευασμένα στην Ιταλία, το ένα μάλιστα από τα δύο ήταν διπλό οπότε στην ουσία μιλάμε για τρεις χώρους. Πολλά λεφτά ξοδεύαμε επίσης για να φέρουμε διάσημους καλεσμένους από το εξωτερικό. Εάν θυμάμαι καλά η Gina Lollobrigida είχε έρθει σε χριστουγεννιάτικη εκπομπή».
«Όσο τότε έκανε ένα επεισόδιο Bravo τώρα στοιχίζει ολόκληρη η χρονιά ενός προγράμματος», Βαγγέλης Περρής
Η παραγωγός Φρόσω Ράλλη εξηγεί ότι οι ειδικές εορταστικές εκπομπές του Bravo δεν είχαν μεγάλες διαφορές στο budget από τις απλές, εβδομαδιαίες. Αντιθέτως «Στα σήριαλ υπήρχε έξτρα budget γιατί υπήρχε έξτρα επεισόδιο. Το πρωτοχρονιάτικο των Απαράδεκτων το γυρίζαμε επί 10 μέρες. Δεν θυμάμαι κάποιο συγκεκριμένο σκηνικό αλλά θυμάμαι ότι από τα γέλια δεν μπορούσαμε να κάνουμε γύρισμα».
Πέρα από τα μεγάλα τηλεοπτικά σόου υπήρχαν λοιπόν και τα ειδικά, εορταστικά επεισόδια των σήριαλ. Ο Πέτρος Φιλιππίδης συμμετείχε τόσο στο μυθικό, πρωτοχρονιάτικο των Απαράδεκτων όσο φυσικά και στο Χάι Ροκ, την σειρά που τον καθιέρωσε τηλεοπτικά μαζί με τον Τάσο Χαλκιά «Το χριστουγεννιάτικο επεισόδιο του Χάι Ροκ είχε κάνει τηλεθέαση 70%. Το αναφέρω επειδή είναι ιστορία της τηλεόρασης, για κανένα άλλο λόγο. Τότε το θεωρούσαμε τιμητικό ότι το κανάλι ανέθετε στη σειρά που έπαιζες να είναι το κυρίως εορταστικό πρόγραμμα του καναλιού. Ήταν μεγάλη ευθύνη γιατί το κανάλι σε εμπιστευόταν ώστε να περάσει ο κόσμος τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά μαζί σου. Εντάξει, δεν θα πέθαινε και κανείς αλλά τηρουμένων των αναλογιών ήταν μια ευθύνη. Επίσης, περνούσαμε κι εμείς πολύ ωραία κι αυτό έβγαινε προς τα έξω. Το ξέρω ότι έχει καταντήσει γραφικό να λέμε όλοι πόσο ωραία περνάμε παντού αλλά ήταν όντως πιο αγνές εποχές, ή τέλος πάντων πιο ανέμελες. Ήμασταν πολύ πιο νέοι και δεν είχαμε τις ίδιες ευθύνες που έχουμε πια. Εμείς οι ηθοποιοί και οι συντελεστές κάναμε Πρωτοχρονιά δυο φορές τον χρόνο, μία στο γύρισμα και μία στην πραγματικότητα».
Ο δημοσιογράφος Σωτήρης Μανιάτης που ασχολείται με το ρεπορτάζ των media στην Εφ. Συν. προσπαθεί να αναλύσει το φαινόμενο των απίστευτων τηλεθεάσεων της ιδιωτικής τηλεόρασης εκείνης της εποχής «Το πιο σημαντικό είναι ότι τότε υπήρχαν πολλές παραγωγές κι έτσι ήταν λογικό να υπάρχουν κάποιες που θα πήγαιναν εξαιρετικά καλά. Τα εορταστικά σήριαλ επικεντρωνόντουσαν στο κλίμα της παρέας. Θυμίζω το μυθικό επεισόδιο των Απαράδεκτων. Από την άλλη το πρώτο Big Brother είχε προκαλέσει μεγάλη αναταραχή στην ελληνική τηλεόραση. Είχε δημιουργηθεί ήδη πολύ κοινό μέχρι που φτάσαμε στην αλλαγή του χρόνου με τον Τσάκα και τον Πρόδρομο κι εκεί στον τελικό το πρόγραμμα έκανε το αναμενόμενο peak. Είχε φτάσει σε τηλεθέαση στο ασύλληπτο 80%. Τότε τα βλέπαμε αυτά πρώτη φορά, είχαν υπάρξει άπειρες κριτικές, και θετικές και αρνητικές».
Τι έχει αλλάξει τόσο δραματικά που οι τηλεθεάσεις αυτές δεν είναι παρά μακρινές αναμνήσεις; «Έχουμε επιστρέψει στις παρέες σαν εορταστικό κλίμα. Τώρα πια δεν υπάρχει τίποτα το ιδιαιτέρως ελκυστικό να δεις στην τηλεόραση, αν εξαιρέσεις κάποια εορταστικά του Σπύρου Παπαδόπουλου με το “Στην υγειά μας”. Έτσι οι παρέες, μένουν περισσότερο στο σπίτι λόγω κρίσης αλλά προτιμούν να ακούσουν μουσική, να συζητήσουν, να παίξουν επιτραπέζια», απαντά ο Σωτήρης Μανιάτης.
Ο Τάκης Γιαννούτσος φωτίζει μια επιπλέον πτυχή της σύγχρονης τηλεοπτικής, ελληνικής πραγματικότητας «Ήταν τα πρώτα βήματα της ιδιωτικής τηλεόρασης. Υπήρχε τρομερό δέος για να δεις ζωντανά Σάββατο βράδυ την Αλίκη Βουγιουκλάκη που μέχρι τότε την έβλεπες μόνο στην ελληνική ταινία. Όλα αυτά ήταν πρωτόγνωρα και υπήρχε έδαφος για να γίνουν. Τώρα δεν είναι έτσι. Και οι μετοχές των ονομάτων έχουν πέσει και πλέον τους βλέπεις παντού και πάντα».
Η Φρόσω Ράλλη αντιμετωπίζει το πρόβλημα ως συνολικό πρόβλημα της ελληνικής τηλεόρασης. «Σήμερα έχει αλλάξει όλη η τηλεόραση. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κέφι, δεν υπάρχουν χρήματα, δεν υπάρχει η ίδια η τηλεόραση αυτή τη στιγμή. Πού θα χωρούσε τώρα στο τηλεοπτικό πεδίο ένα μεγάλο σόου, ποιος θα το στήριζε, γιατί; Είναι άλλες οι συνθήκες, άλλες οι ανάγκες, άλλοι οι άνθρωποι», ενώ ο Στέφανο Σαρτίνι επικεντρώνεται στην αλλαγή του τρόπου που δημιουργούνται πια οι εκπομπές λέγοντας πως «τώρα τα σόου είναι εντελώς στημένα, εμείς είχαμε χρόνο, ρυθμό, ζωντάνια. Είχαμε εναλλαγές. Τώρα ξέρεις τι ακριβώς θα γίνει. Θα βγει ο διαγωνιζόμενος να τραγουδήσει, θα μιλήσει η επιτροπή, θα βγει να τραγουδήσει ο επόμενος».
Βέβαια η τηλεόραση τώρα είναι μια υπόθεση που επηρεάζεται πολύ από τα διεθνή δεδομένα. Όπως σωστά τονίζει ο Σωτήρης Μανιάτης «όταν γνωρίζεις όταν ένα μεγάλο κομμάτι του νεανικού κοινού έχει απορρίψει την συμβατική τηλεόραση για χάρη του Netflix και άλλων πλατφόρμων ξέρεις ότι είναι δύσκολο ειδικά τις εορταστικές ημέρες να το πείσεις να κάτσει να δει κάτι που θα του προσφέρεις εσύ, πόσο μάλλον όταν αυτό είναι επαναλήψεις. Επιπλέον, στην ελληνική τηλεόραση παίζει ρόλο η δραματική μείωση του budget αλλά και η έντονη έλλειψη από φρέσκιες ιδέες. Θα μου πείτε τι φρέσκιες ιδέες να έχει κάποιος που κακοπληρώνεται;».
Και μέσα από τις απαισιόδοξες σκέψεις σχετικά με το μέλλον της ελληνικής, ιδιωτικής τηλεόρασης από ανθρώπους που έζησαν την πιο έντονη ακμή της έρχεται η άποψη του Βαγγέλη Περρή που εστιάζει στον τηλεθεατή που πλέον δεν είναι παθητικός και γι’ αυτό μάλλον ξέρει να περνάει καλύτερα: «Πλέον τα εορταστικά τραπέζια επικεντρώνονται σε αυτό που συμβαίνει στα σπίτια, η τηλεόραση απλώς παίζει τραγούδια και περιμένουμε την αντίστροφη μέτρηση για να επιβεβαιώσουμε ότι άλλαξε ο χρόνος, έστω κι αν την κάνει με καθυστέρηση ο Καμίνης. Πιστεύω ότι είναι πιο υγιές αυτό που γίνεται τώρα, πλέον δεν ζεις ως προέκταση ενός θεάματος αλλά το θέαμα είναι οικογενειακή υπόθεση. Η τηλεόραση έλαβε τότε περισσότερο χώρο από ό,τι της αναλογούσε, σταδιακά αποκαταστάθηκε αυτό. Τότε υπήρχε κόσμος που περίμενε την τηλεόραση για να νιώσει ότι είναι ξεχωριστή η μέρα, τώρα το ξεχωριστό είναι προσωπική υπόθεση».