Τα Σεπόλια για όλους εμάς που μεγαλώσαμε στην περιοχή, ήταν πάντα ένα δίχτυ ασφαλείας. Μια γειτονιά που αν και βρίσκεται μόλις δυο βήματα από το κέντρο της Αθήνας, μοιάζει σε πολλά κομμάτια της να έχει κολλήσει σε άλλες δεκαετίες. Οι κάτοικοι γνωρίζονται μεταξύ τους και πολύ σπάνια η περιοχή θα απασχολήσει τα ΜΜΕ. Κι αν το κάνει, είναι για καλό σκοπό και κάπου υπάρχει και το χαμόγελο του Γιάννη Αντετοκούνμπο.
Όλα αυτά μέχρι το απόγευμα της 17ης Νοεμβρίου 2020, όταν οι κεντρικοί της δρόμοι γέμισαν με μηχανάκια της ομάδας ΔΙΑΣ.
Εκείνη την ημέρα ο Ορέστης και η Λυδία Καττή είδαν την αστυνομία να φτάνει στην πυλωτή της πολυκατοικίας τους, κυνηγώντας διαδηλωτές που είχαν βγει να τιμήσουν την επέτειο του πολυτεχνείου. «Ήταν υποχρέωσή μας να κατέβουμε στον δρόμο και να διαδηλώσουμε για όλα αυτά που γίνονται και να τιμήσουμε τους νεκρούς που το ’73 πάλεψαν για να μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι. Είχαν γίνει καλέσματα από διάφορα σωματεία, όπως είναι αυτό των γιατρών, αλλά και από φοιτητικούς συλλόγους, για προσυγκεντρώσεις», λέει ο 24χρονος φοιτητής του Πολυτεχνείου. Μια τέτοια συγκέντρωση έγινε στον Σταθμό Λαρίσης, στην οποία πήραν μέρος και πολλοί άνθρωποι της γειτονιάς. «Τηρήσαμε όλα τα μέτρα. Κρατούσαμε αποστάσεις και φορούσαμε μάσκες, ήμασταν υπεύθυνοι. Θέλαμε να διαδηλώσουμε, χωρίς να μπορεί κάποιος να πει ότι είμαστε εμείς εκείνοι που διασπείρουμε τον ιό». Η αστυνομία διέλυσε τελικά την συγκέντρωση με αύρα κι όπως λέει ο Ορέστης Καττής, κάποια μηχανάκια έπεσαν πάνω στον κόσμο. «Προλάβαμε να φτάσουμε μέχρι την Τροχαία Αττικής. Είχε κλείσει το μετρό στον Σταθμό Λαρίσης και στην Αττική, και υπήρχε πολύς κόσμος που δεν ήταν από την περιοχή και κατευθύνθηκε μαζί μας προς Σεπόλια για να πάρουν το μετρό. Αλλά τελικά ήταν κλειστός κι ο δικός μας σταθμός».
Ως εκείνη την στιγμή, τίποτα δεν προμήνυε όσα θα ακολουθούσαν, αν και οι αστυνομικές δυνάμεις είχαν δείξει ιδιαίτερο ζήλο για καταστολή και στις συγκεντρώσεις που έγιναν στο κέντρο της Αθήνας. «Δεν τους είχαμε δει πουθενά όσο κατεβαίναμε. Τους αντικρύσαμε όταν έκλεισε το μετρό, να κατεβαίνουν με τα μηχανάκια την οδό Φιλιππουπόλεως, να γκαζώνουν και να τρέχουν πάνω στον κόσμο. Εγώ βρισκόμουν στην στάση του μετρό που είναι αρκετά κοντά στο σπίτι μου και άρχισα να φωνάζω “Φύγετε από την γειτονιά μας. Δεν έχετε δουλειά εδώ”. Έχω μεγαλώσει στα Σεπόλια. Την οικογένειά μου την ξέρουν όλοι. Έχουμε δράση στην γειτονιά. Και στην προηγούμενη καραντίνα μαζί με την Λαϊκή Συνέλευση της περιοχής, φροντίζαμε να πηγαίνουμε φαγητό σε ανθρώπους που το είχαν ανάγκη ή φάρμακα σε όσους δεν μπορούσαν να βγουν έξω. Είμαστε αλληλέγγυοι και η γειτονιά μας ξέρει. Έκανα ό, τι θα έκανε ο κάθε άνθρωπος στην γειτονιά μας, ειδικά απέναντι σε κάποιους που πέφτουν πάνω στον κόσμο με μηχανάκια», λέει ο νεαρός φοιτητής.
Όπως ήταν φυσικό το γεγονός δεν άργησε να πάρει δημοσιότητα με τον κόσμο να βγαίνει στα μπαλκόνια και πολλούς να καταγράφουν στα κινητά τους τα όσα συνέβαιναν, ενώ όσο η ώρα περνούσε στην περιοχή κατέφθαναν κι άλλα μηχανάκια της ομάδας ΔΙΑΣ. Η ανακοίνωση της αστυνομίας λέει, πως ο Ορέστης Καττής τους επιτέθηκε πετώντας πέτρες, κάτι που ο ίδιος αρνείται κατηγορηματικά. «Πότε και πώς πρόλαβα να κάνω τίποτα από όλα αυτά που έχουν γραφτεί. Μαζί με την μάνα μου θα πετούσα πέτρες;», είναι η απάντησή του. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της οικογένειας Καττή, αλλά κι άλλων ανθρώπων της γειτονιάς, η αστυνομία τράβηξε τον 24χρονο από τη είσοδο της πολυκατοικίας του. «Με το που έφτασα στην πυλωτή, μπήκε μέσα η ΔΙΑΣ και άρχισαν να χτυπάνε τον κόσμο. Φώναζαν, “Θα σας γαμήσουμε, θα σας σκοτώσουμε”. Η αδερφή μου μου φώναζε να μπω μέσα για να μην με χτυπήσουν, μπήκε και η μάνα μου στη μέση κι άρχισαν να την χτυπάνε και την έριξαν κάτω. Όταν το είδα αυτό αναστατώθηκα και πήγα προς τα πάνω τους για να την βοηθήσω και τότε άρχισαν να με χτυπάνε με τα γκλομπ. Έχω ένα αρκετά μεγάλο σημάδι στο πόδι. Εκείνη την στιγμή προσπάθησα να βγω προς τον δρόμο, γιατί ξέρω πολύ καλά πως αν έμενα κάπου που δεν βλέπει κανείς, μπορεί και να με σκότωναν στο ξύλο. Όταν προσπάθησα να σηκώσω την μάνα μου με έπιασαν από τα χέρια, με έβρισαν, με χτύπησαν και μου έβαλαν χειροπέδες».
Τα βίντεο που κυκλοφόρησαν δείχνουν τον φοιτητή να φωνάζει πως δεν έχει κάνει κάτι, βρίσκεται στο σπίτι του, είναι στη γειτονιά του. «Εμείς ήμασταν με τα πρόσωπά μας καθαρά. Δεν φορούσαμε κουκούλες. Η ομάδα ΔΙΑΣ ήρθε με κουκούλες και κράνη. Ήταν σαν να κατεβαίνουν χούλιγκαν και να στην πέφτουν».
Από το μένος των αστυνομικών δεν γλίτωσε όμως και η Λυδία Καττή, αδερφή του 24χρονου. «Εγώ όταν είδα να βαράνε τον αδερφό μου και την μητέρα μου με αυτόν τρόπο, άρχισα να φωνάζω, “Εδώ είναι το σπίτι μας. Μας πιάνετε μέσα στα σπίτια μας”. Είχα ανοίξει την πόρτα για να μπούμε μέσα, αλλά δεχθήκαμε ακραία επίθεση στην πυλωτή κι έφταναν συνέχεια κι άλλες δυνάμεις Δέλτα και μηχανάκια. Όσο τραβούσαν και χτυπούσαν τον Ορέστη με κυνήγησε κι εμένα ένας αστυνομικός και με χτύπησε με το γκλομπ. Χρειάστηκε να πάω στο νοσοκομείο, όπου μου διέγνωσαν μικρή κάκωση στον ώμο».
Η οικογένεια Καττή γνωστή για την κοινωνική της δράση στη γειτονιά, βρήκε αμέσως στήριξη από τους απλούς ανθρώπους της περιοχής. Περνώντας μάλιστα κάποιος όπως εγώ το κατώφλι του σπιτιού τους, δύσκολα αντιλαμβάνεται πως πριν από λίγα 24ωρα τρία από τα μέλη της είχαν βρεθεί με χειροπέδες. Η μητέρα και τα δυο παιδιά άνοιξαν την πόρτα με χαμόγελο και καθ’ όλη την διάρκεια της συζήτησής μας επέμεναν να μου προσφέρουν καφέ, μπισκότα και χυμό, κάτι που έκανε την παρουσία μου εκεί να μοιάζει περισσότερο με επίσκεψη, παρά με συνέντευξη. Τα γεγονότα της Τρίτης φαίνεται πως περισσότερο τους πείσμωσαν, παρά τους τρόμαξαν. Ίσως γι’ αυτό ο Ορέστης Καττής επαναλάμβανε συνεχώς πως θα ήθελε κάθε περιστατικό αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας να παίρνει την ίδια δημοσιότητα, όπως συνέβη και με την δική του περίπτωση. «Μακάρι να βγαίνουν όλα στο φως, γιατί τότε κάπως περιορίζονται. Εμένα στην ΓΑΔΑ δεν μου έκαναν κάτι, γιατί ήξεραν ότι υπήρχε κόσμος που τράβηξε βίντεο».
Ο 24χρονος πέρασε το βράδυ της Τρίτης στα κρατητήρια της ΓΑΔΑ, όπου όπως λέει λίγα ήταν τα μέτρα προστασίας που τηρούνταν για τον κορωνοϊό. «Στην ομάδα Δέλτα δεν φορούσε κανείς μάσκα. Στην ΓΑΔΑ φορούσαν, αλλά έτσι όπως μας τσουβάλιαζαν και μας μετέφεραν, δεν τηρούσαν κανένα μέτρο προστασίας. Μας πέταξαν πολλά άτομα μαζί σε έναν πολύ μικρό χώρο και δεν τους ένοιαζε. Μάλιστα, μέσα στη ΓΑΔΑ, ενώ με είχαν με τα χέρια δεμένα πίσω, τους ζητούσα να μου φορέσουν μάσκα για να μπορέσω να προστατέψω την υγεία μου, αλλά και την υγεία των γύρω μου. Δεν με άφηναν όμως», για να συμπληρώσει η Λυδία Καττή πως «σε όλες τις διαδικασίες μέχρι να μας πάνε στα δικαστήρια πάντα ήμασταν πέντε άτομα μέσα στο αμάξι, εμείς οι τρεις (εκείνη, ο οικογενειακός τους φίλος Μάκης Λιβάνης και ο φοιτητής Νικόλας Καβακλής) με χειροπέδες ο ένας δίπλα στον άλλον και δύο αστυνομικοί μπροστά. Όλο το βράδυ στη ΓΑΔΑ ζητούσα αντισηπτικό γιατί δεν είχε ούτε χαρτί στην τουαλέτα, ούτε σαπούνι για τα χέρια. Μας είχαν πετάξει στρώματα και κουβέρτες που τις είχαν κάπου πεταμένες για να κοιμηθούμε. Ζητούσα αντισηπτικό κι ένας αστυνομικός μου λέει, “Δεν έχουμε αντισηπτικό τι νομίζεις ότι είμαστε εδώ πέρα;”».
Η 23χρονη φοιτήτρια νοσηλευτικής βρέθηκε και εκείνη στο κρατητήριο το απόγευμα της 17ης Νοεμβρίου. «Μετά από πολύ πίεση μας είπαν ότι θα πάνε τον αδερφό μου στο ΑΤ Κολωνού και έτσι πήγαμε όλοι εκεί. Μόλις φτάσαμε μας είπαν ότι τον έχουν στη ΓΑΔΑ. Ο κόσμος εξοργίστηκε γιατί μας κοροϊδευαν. Ήταν μια απαγωγή, δεν ξέραμε που είναι και τι κάνει, ενώ συνεχώς έφταναν κι άλλες δυνάμεις της αστυνομίας. Μας έσπρωχναν, μας τραβούσαν και χτυπούσαν τον πατέρα μου, επειδή φώναζε ότι ήθελε να μάθει που είναι ο γιος του. Πάλι καλά υπάρχουν πάρα πολλά βίντεο. Εκείνη την ώρα έπιασαν και τον φίλο μας Νικόλα Καβακλή, επειδή έβγαζε βίντεο. Είχαν ρίξει τον πατέρα μου κάτω και τον βαρούσαν, γι’ αυτό πήγα κι εγώ κοντά του, αλλά με πιάσανε από τα μαλλιά, με βγάλανε από τον κόσμο και με έσυραν μέχρι το ΑΤ. Τρεις με ακολουθούσαν, ο ένας με κρατούσε από το λαιμό και μου είχε κόψει την αναπνοή. Φώναζα “δεν μπορώ να ανασάνω”, ενώ μου έλεγαν “πουτάνα θα πεθάνεις, θα σε γαμήσουμε εδώ”. Με έβαλε μέσα στο ΑΤ χωρίς χειροπέδες και με πέταξε κάτω. Εκείνη τη στιγμή, χωρίς να αντισταθώ μου έριξε μπουνιά με ενισχυμένο γάντι μηχανής στο δεξί μέρος του κεφαλιού. Λίγο μετά ήρθε κατά πάνω μου ο αστυνομικός που με είχε βάλει μέσα στο τμήμα και με έφτυσε, ενώ χτύπησε τον Μάκη Καβακλή που με υπερασπίστηκε και μου είπε πάλι τα ίδια, “Μωρή πουτάνα θα σε γαμήσουμε, να τα πεις στον εισαγγελέα”».
Η 23χρονη φοιτήτρια και οι δυο συγκρατούμενοί της οδηγήθηκαν τελικά στο ΑΤ Κυψέλης, ενώ μπόρεσε να την δει γιατρός στη μια τα ξημερώματα της Τετάρτης, παρόλο που η ίδια ζητούσε συνεχώς να μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Όπως μάλιστα, καταγγέλει η οικογένεια Καττή πέρασαν σχεδόν πέντε ώρες μέχρι ο Ορέστης να μπορέσει να επικοινωνήσει με την δικηγόρο του. «Όσο ήμουν στη ΓΑΔΑ, τους έλεγα “Δεν είμαι εγκληματίας, δεν μου έχετε προσάψει κάποια κατηγορία, βγάλτε μου τις χειροπέδες”. Νομίζω εκδικητικά δεν μου τις έβγαλαν. Πρέπει να πέρασαν πάνω από τέσσερις ώρες για να έρθουν οι δικηγόροι μου. Εγώ δεν ήξερα τι γινόταν έξω και ζητούσα να επικοινωνήσω με τους δικούς μου για να ξέρουν ότι είμαι καλά και δεν έχω πάθει κάτι χειρότερο». Ο φοιτητής του ΕΜΠ έμαθε αρκετά αργότερα ότι ο πατέρας του νοσηλεύεται στον Ευαγγελισμό, όπου δεν μπορούσε ούτε η σύζυγος του να τον δει, καθώς στο δωμάτιο επιτρεπόταν μόνο η αστυνομία και ο γιατρός. «Όταν έχουν πιάσει τον γιο σου είναι λογικό να νιώθεις ένταση και έτσι άρχισαν να τον βαράνε. Τον έριξαν κάτω. Είναι και 55 ετών. Εντωμεταξύ τον είχαν κάτω και δεν του έβγαζαν τις χειροπέδες να μπορεί να ανασάνει. Υπήρχαν γιατροί μπροστά στο συμβάν και ζητούσαν να του βγάλουν τις χειροπέδες για να δουν τι έχει. Είχε χάσει τις αισθήσεις του. Τώρα είναι πιο καλά, αλλά δεν είναι και ο, τι καλύτερο αυτό που ζούμε. Κυνήγησαν και χτύπησαν μια οικογένεια ολόκληρη και συνέλαβαν τρία μέλη της. Δεν μπορείς να μας χτυπάς κάτω από το ίδιο μας το σπίτι».
Μάλιστα, τα δυο αδέρφια Καττή, θεωρούν πως δεν χτυπήθηκε τυχαία η δική τους οικογένεια, αφού δεν είναι η πρώτη φορά που έχει χρειαστεί να περάσουν το κατώφλι του Α.Τ Κολωνού. «Όταν είχαν ρίξει κάτω τον πατέρα μου, του έλεγαν προκλητικά, “ξέρουμε ποιος είσαι”. Έχουμε πάει πολλές φορές στο συγκεκριμένο τμήμα για καταγγελίες, επειδή μας έχουν κάνει επιθέσεις στο Στέκι Δράσης, Αλληλεγγύης και Πολιτισμού της περιοχής, φασίστες κι αυτό συγκαλύπτεται από το ΑΤ Κολωνού εδώ και χρόνια. Εμείς πηγαίνουμε με τα πρόσωπά μας ανοιχτά και προφανώς μας ξέρουν και για αυτό και χτυπηθήκαμε τόσο άγρια», τονίζει η φοιτήτρια νοσηλευτικής για να προσθέσει ο αδερφός της: «Την ώρα που μας χτυπούσαν, αυτό που έλεγαν όλοι την ώρα οι δελτάδες και σε εμένα αλλά και στον κόσμο, είναι “Ξέρουμε ποιοι είστε και θα τα πούμε κι αλλιώς”, επειδή εδώ είμαστε μια γειτονιά, όπου υπάρχει κοινωνική δράση. Έχουμε τη λαϊκή συνέλευση η οποία από το 2011 μέχρι τώρα συνδέει το ρεύμα σε όσους το έχουν κόψει, πάλευε για να μην πληρώνουν χαράτσια, να ανοίξει το πάρκο της Ακαδημίας Πλάτωνα, το οποίο είχαν κλείσει με δικαιολογία ότι διασπείρεται ο ιός, σε έναν ανοιχτό χώρο που πάει όλος ο κόσμος της γειτονιάς, κάνει τη βόλτα του, αθλείται».
Όση ώρα διήρκησε η συζήτησή μας, οι δυο φοιτητές φαίνονταν να αντιλαμβάνονται πως τα όσα συνέβησαν το απόγευμα της Τρίτης, δεν αφορούν μόνο την οικογένεια τους. «Εμείς έτσι κι αλλιώς στη πορεία, πέρα από το Πολυτεχνείο κατεβήκαμε να παλέψουμε και για την υγεία και τηρούσαμε τα μέτρα σε όλες τις συγκεντρώσεις. Είναι εγκληματικό αυτό που κάνουν στα δημόσια νοσοκομεία. Δεν προσλαμβάνουν γιατρούς, τη στιγμή που συνέχεια βγαίνουν ανακοινώσεις για τα νέα μηχανάκια που έχει αγοράσει η ΔΕΛΤΑ. Φαίνεται ξεκάθαρα ότι δεν τους νοιάζει η δημόσια υγεία. Ξέρουν μόνο να καταστέλλουν και να φιμώνουν τους νοσοκομειακούς γιατρούς. Εμείς είμαστε σίγουροι και παλεύουμε χρόνια, πως μόνο αν βγεις στο δρόμο, μέσα από σωματεία, φοιτητικούς συλλόγους, οργανωμένα ο λαός μπορεί να τα διεκδικήσει αυτά. Δεν θα μας τα δώσει καμία κυβέρνηση. Η κυβέρνηση, έτσι κι αλλιώς, ακολουθεί εκληματική πολιτική για την υγεία και για τα δικαιώματα και για την εργασία», λέει η Λυδία Καττή. «Την επόμενη ημέρα περάσαμε από το δικαστήριο κι αυτό που πρέπει να ακουστεί, είναι ότι οι αστυνομικοί πούλησαν τόσο τσαμπουκά για να μας τρομοκρατήσουν, γιατί έχουν βάλει σκοπό να τρομοκρατήσουν τη νεολαία. Οι αστυνομικοί όμως, δεν είχαν τον τσαμπουκά να έρθουν οι ίδιοι στο δικαστήριο, να εμφανιστούν και να ξεκινήσει η δίκη».
Πλέον, τα δυο αδέρφια κατηγορούνται για εξύβριση, αντίσταση και επικίνδυνη σωματική βλάβη (Λύδια) κι εξύβριση, αντίσταση και απείθεια στον νόμο που απαγορεύει τις συναθροίσεις άνω των τεσσάρων ατόμων (Ορέστης), ενώ αναμένουν να περάσουν και πάλι από δίκη την 1η Δεκέμβρη, καθώς στην πρώτη δικάσιμο δεν εμφανίστηκαν για κατάθεση η αστυνομικοί. Μάλιστα, η Λυδία Καττή καταγγέλει πως όσο βρισκόταν στο ΑΤ Κυψέλης, γυναίκα αστυνομικός έδινε οδηγίες στους συναδέλφους της με το τι πρέπει να πουν αναφορικά με τα συμβάντα.
«Όσο ήμουν στο κρατητήριο σκεφτόμουν ότι εκείνη την μέρα είχαμε βγει κερδισμένοι, γιατί μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση, ο κόσμος σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, βγήκε κι έσπασε την τρομοκρατία. Τον χτύπησαν, αλλά ξέρει ότι δεν είναι μόνος του. Καταλαβαίνω ότι κάποιοι μπορεί να φοβούνται και να μην βγαίνουν εύκολα στον δρόμο, αλλά τώρα είναι μια ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε, ότι δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω σε τέτοια γεγονότα, ειδικά εμείς οι νέοι. Απέναντι στην κρατική τρομοκρατία, το μόνο μας όπλο είναι η αλληλεγγύη», λέει ο Ορέστης Καττής λίγο πριν τελειώσει η συζήτησή μας. Χαμογελώντας.