«Είναι σημαντικό να αξιοποιεί κανείς κάθε ευκαιρία που του παρουσιάζεται, γιατί δεν ξέρει ποτέ πού μπορεί να τον οδηγήσει. Σε μένα, π.χ., δόθηκε πρόσφατα η δυνατότητα να ζήσω μια εμπειρία μοναδική». Ο Οδυσσέας Λαμτζίδης είναι τεταρτοετής φοιτητής στο τμήμα ηλεκτρολόγων μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών. Τον περασμένο Απρίλιο, ενημερώθηκε τυχαία για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα Bootcamp on Innovation & Entrepreneurship του MIT σχετικά με την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα και αποφάσισε να κάνει αίτηση. «Με δεδομένο ότι γίνεται δεκτό μόνο το 5% των ενδιαφερόμενων, θεωρούσα σχεδόν αδύνατο να επιλεχθώ», αναφέρει σήμερα. «Όμως, θέλησα να προσπαθήσω, ώστε να μην έχω αργότερα την απορία τι θα είχε συμβεί αν το είχα τολμήσει».
Από τα 2.900 άτομα τα οποία εκδήλωσαν ενδιαφέρον για το Bootcamp on Innovation & Entrepreneurship τη φετινή χρονιά, επιλέχθηκαν 122. Το όνομα του Οδυσσέα βρισκόταν στη λίστα των επιτυχόντων. Το πρόγραμμα θα πραγματοποιούνταν στη Βραζιλία και, συγκεκριμένα, στο Ρίο ντε Τζανέιρο και θα διαρκούσε επτά ημέρες. Ωστόσο, το κόστος συμμετοχής ήταν αρκετά υψηλό. Πέρα από τα 6.000 δολάρια για την εγγραφή, ο 22χρονος φοιτητής χρειαζόταν 1.500 δολάρια για τα αεροπορικά εισιτήρια και 500 δολάρια για τη διαμονή. Οι γονείς του δεν είχαν τη δυνατότητα να τον στηρίξουν. «Έτσι, προέκυψε η ιδέα για το crowdfunding», εξηγεί. «Μάλιστα, οι υπεύθυνοι του προγράμματος προτρέπουν τους επιτυχόντες που δεν διαθέτουν το απαιτούμενο χρηματικό ποσό να καταφύγουν στη συγκεκριμένη λύση, εφόσον, ούτως ή άλλως, αν γίνουν επιχειρηματίες μελλοντικά, θα χρειαστεί να αναζητήσουν άτομα που θα επενδύσουν σε εκείνους και τους στόχους τους. Επομένως, είναι ωφέλιμο να αποκτήσουν αυτή τη δεξιότητα από τώρα».
Στη συνέχεια, ο Οδυσσέας άρχισε να εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο στήνεται αποτελεσματικά μια καμπάνια χρηματοδότησης. «Στο εξωτερικό, π.χ. στην Αμερική, το crowdfunding είναι πολύ διαδομένο. Στην Ελλάδα, όμως, παρότι είμαστε εξοικειωμένοι με τη συμμετοχή σε εθελοντικές δράσεις, όταν καλούμαστε να προσφέρουμε χρήματα για την επίτευξη ενός στόχου ή την υλοποίηση ενός πρότζεκτ, γινόμαστε καχύποπτοι», αναφέρει. Απευθύνθηκε, λοιπόν, σε άτομα που είχαν ήδη διεκπεραιώσει τέτοιου είδος καμπάνιες κι ενημερώθηκε για τα βήματα που έπρεπε να ακολουθήσει: Να ετοιμάσει ένα βίντεο όπου θα εξηγούσε ποιος είναι και τι επιθυμούσε να κάνει, να επιλέξει κανάλια επικοινωνίας για τη μετάδοσή του (social media, ΜΜΕ, ιστοσελίδες από influencers) και να το βγάλει στη δημοσιότητα. «Αρχικά, σε μια crowd funding campaign, οι πρώτοι που σε υποστηρίζουν οικονομικά είναι οι στενοί φίλοι, συγγενείς και followers. Στη συνέχεια, προστίθενται άτομα που ενημερώνονται από τα κανάλια επικοινωνίας για την προσπάθειά σου και προθυμοποιούνται να σε βοηθήσουν. Έπειτα, έχοντας ήδη συγκεντρώσει ένα μέρος του ποσού, μπορείς να απευθυνθείς σε εταιρείες και να ζητήσεις και τη δική τους συμβολή. Και όταν, πλέον, απομένει να συμπληρωθεί το τελευταίο μέρος των χρημάτων, στρέφεσαι και πάλι προς στο ευρύ κοινό, ώστε να ολοκληρώσεις τη διαδικασία», περιγράφει. «Πάντως, σύμφωνα με στατιστικές έρευνες, από τον συνολικό αριθμό των ατόμων που ενημερώνονται για μια crowdfunding καμπάνια, μόλις το 0,5% την υποστηρίζει οικονομικά. Συνεπώς, κάθε τέτοια προσπάθεια πρέπει να γίνεται όσο το δυνατόν ευρύτερα γνωστή».
Η καμπάνια ονομάστηκε Odyssey to MIT, πραγματοποιήθηκε μέσω της ελληνικής πλατφόρμας Give&Fund και, μέσα σε τέσσερις εβδομάδες, συγκέντρωσε περισσότερα από 10.000 ευρώ από 130 υποστηρικτές (ιδιώτες και εταιρείες). Ο στόχος είχε επιτευχθεί. «Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι με βοήθησαν κυρίως άνθρωποι που δεν με γνώριζαν καθόλου ως τότε και, μάλιστα, προσφέροντας αρκετά μεγάλα χρηματικά ποσά», τονίζει ο Οδυσσέας. «Προφανώς, κατανοούν την αξία της εκπαίδευσης και, παρότι βρισκόμαστε στην Ελλάδα της κρίσης και της υψηλής ανεργίας, προθυμοποιήθηκαν να με στηρίξουν». Βέβαια, δεν έλειψαν και τα σχόλια καχυποψίας. «Ορισμένοι αμφισβήτησαν τον σκοπό για τον οποίο συγκέντρωνα τα χρήματα. Αυτές οι αντιδράσεις, όμως, ήταν πολύ λιγότερες σε σύγκριση με τις ενθαρρυντικές, οπότε δεν με απασχόλησαν ιδιαίτερα». Από την άλλη πλευρά, υπήρξαν και ιστορίες συγκινητικές. «Για παράδειγμα, μια ηλικιωμένη γυναίκα, σχεδόν 80 ετών, η οποία ενημερώθηκε για την καμπάνια από την τηλεόραση, μου τηλεφώνησε, μου έδωσε συγχαρητήρια που έγινα δεκτός στο πρόγραμμα, μου ανέφερε ότι έχει έναν εγγονό ο οποίος σπουδάζει στο εξωτερικό και, τέλος, προσφέρθηκε να συμβάλει οικονομικά για να τα καταφέρω κι εγώ».
Στις 28 Ιουλίου, λοιπόν, ο Οδυσσέας ταξίδεψε στο Ρίο ντε Τζανέιρο και το πρόγραμμα ξεκίνησε. Στο πλαίσιό του, οι συμμετέχοντες εκπαιδεύτηκαν σε όλο το φάσμα της επιχειρηματικότητας (από τον εντοπισμό ενός προβλήματος στην αγορά ως τη δημιουργία μιας βιώσιμης επιχείρησης για την επίλυσή του). Το περιεχόμενο των μαθημάτων βασίστηκε στη μεθοδολογία που έχει αναπτύξει ο φημισμένος καθηγητής του MIT, Μπιλ Όλετ, ο οποίος, μάλιστα, συμμετείχε στο πρόγραμμα με μια σειρά διαλέξεων. Επιπλέον, απόφοιτοι του πανεπιστημίου, καθώς και διακεκριμένοι επιχειρηματίες, έδωσαν τις δικές τους ομιλίες. Στη συνέχεια, οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε ομάδες και κλήθηκαν, με βάση τις γνώσεις που είχαν αποκομίσει, να επιλέξουν ένα πρόβλημα της αγοράς και να περιγράψουν την επιχείρηση που θα ίδρυαν με στόχο την αντιμετώπισή του. Στο τέλος, θα διεξαγόταν διαγωνισμός και η καλύτερη επιχειρηματική ιδέα θα βραβευόταν.
Ο Οδυσσέας εντάχθηκε στην ομάδα «Παγγαία» μαζί με τον Μισέλ Μουτσάτσε και τον Εντουάρντο Μάλτα από τη Βραζιλία, τον Σεμπαστιάν Περέιρα από τη Βολιβία και την Τζουλιάνα Χουαμάν Ναβάρρο από το Περού. Οι πέντε συνεργάτες αποφάσισαν να ασχοληθούν με την αγορά του καφέ. «Ουσιαστικά, προτείναμε την ίδρυση μιας επιχείρησης που θα παρείχε τη δυνατότητα σε τοπικούς παραγωγούς υψηλής ποιότητας καφέ να έχουν ευκολότερη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές», εξηγεί εκείνος. Στον διαγωνισμό που ακολούθησε, η συγκεκριμένη ιδέα απέσπασε το πρώτο βραβείο ανάμεσα σε 122 συμμετέχοντες από 40 και πλέον χώρες. Και τα κριτήρια που την έφεραν στην κορυφή; «Επιλέξαμε την αγορά του καφέ που είναι ιδιαίτερα μεγάλη παγκοσμίως, ασχοληθήκαμε με ένα υπαρκτό πρόβλημα, προτείναμε εφικτή και αποτελεσματική λύση. Επίσης, η ιδέα μας δεν ήταν μόνο σωστά δομημένη από επιχειρηματική σκοπιά, αλλά, παράλληλα, είχε και κοινωνικό χαρακτήρα, καθώς θα βοηθούσε μικρούς παραγωγούς, που αξιοποιούν τους φυσικούς πόρους μιας χώρας, να αυξήσουν την απήχηση και τα κέρδη τους. Ίσως αυτοί ήταν οι λόγοι που την έκαναν να ξεχωρίσει από όλες τις άλλες στον διαγωνισμό».
Ο ίδιος, πάντως, τονίζει και την ιδιαίτερα καλή συνεργασία που είχε με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. «Επί επτά συνεχόμενες ημέρες, δουλεύαμε σε εξαιρετικά εντατικούς ρυθμούς. Επιπλέον, ήμασταν πολύ διαφορετικοί μεταξύ μας, καθώς προερχόμασταν από εντελώς διαφορετικές χώρες και αντικείμενα σπουδών. Όμως, οι διαφορές στα γνωστικά αντικείμενα, την κουλτούρα και τη νοοτροπία μας αλληλοσυμπληρώνονταν και, τελικά, εκτός από συνεργασία, αναπτύξαμε και μια φιλία ζωής». Στο μεταξύ, το συγκεκριμένο πρόγραμμα δεν έχει μόνο θεωρητικό χαρακτήρα. Με βάση τις ιδέες που έχουν γεννηθεί σε αυτό μέχρι σήμερα, έχουν ιδρυθεί περισσότερες από 100 νεοφυείς επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν συγκεντρώσει 36 εκατομμύρια ευρώ σε χρηματοδότηση. Υπάρχει άραγε πιθανότητα να εξελιχθεί και η πρόταση της «Παγγαία» σε μια τέτοια; «Δεν αποκλείεται. Είναι ένα ζήτημα που εξετάζουμε αυτόν τον καιρό».
Μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, ο 22χρονος φοιτητής παρέμεινε για άλλες δέκα μέρες στη Βραζιλία, όπου γνώρισε Έλληνες επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται εκεί, αλλά και πολλούς ντόπιους. «Το μεγαλύτερο στοίχημα όταν ξεκινάς μια επιχείρηση σε ξένη χώρα είναι να αντιληφθείς τις ιδιαιτερότητες της κουλτούρας και τη νοοτροπία των ανθρώπων εκεί», επισημαίνει. «Μόνο έτσι θα εντοπίσεις τις πραγματικές ανάγκες τους, ώστε να καταφέρεις να τις καλύψεις». Κατά τη διάρκεια αυτών των δέκα ημερών, μάλιστα, φιλοξενήθηκε σε σπίτια Βραζιλιάνων και ήρθε περισσότερο σε επαφή με την καθημερινότητά τους. «Πρόκειται για έναν λαό, που, παρά τα έντονα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, είναι ιδιαίτερα φιλικός και ζεστός. Παράλληλα, από επιχειρηματική σκοπιά, έχει ενδιαφέρον ότι είναι και ιδιαίτερα ανοιχτός στη χρήση νέων τεχνολογιών».
Έχοντας πλέον επιστρέψει στην Ελλάδα, ο Οδυσσέας θέτει τον επόμενο στόχο: Να μεταδώσει τις γνώσεις που αποκόμισε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του σε ένα ευρύτερο κοινό. Έτσι, προγραμματίζει για την ερχόμενη άνοιξη να διοργανώσει ένα τριήμερο εκπαιδευτικό σεμινάριο, το οποίο θα απευθύνεται κυρίως σε φοιτητές και θα τους δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσουν την επιχειρηματικότητα σε διεθνές επίπεδο μέσα από τη μεθοδολογία που διδάσκεται στο πρόγραμμα του MIT. «Ουσιαστικά, θα κατανοήσουν ότι πρόκειται για κάτι μεταξύ… επιστήμης και τέχνης που αποσκοπεί στον εντοπισμό υπαρκτών προβλημάτων και την επίλυσή τους». Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου σεμιναρίου, θα αναφερθεί, φυσικά, και η σημασία του crowdfunding, καθώς και οι τρόποι με τους οποίους αυτό μπορεί να υλοποιηθεί σωστά. «Από την ημέρα που συμπλήρωσα την αίτηση για το πρόγραμμα του ΜΙΤ, βασική επιθυμία μου ήταν, σε περίπτωση που μου δινόταν η ευκαιρία να ζήσω αυτή τη μοναδική εμπειρία, να τη μοιραστώ και με άλλους», συνοψίζει ο ίδιος. «Έφτασε, λοιπόν, η ώρα να την κάνω πράξη».