Χθες βράδυ, διάβαζα παλιές σημειώσεις που άφηνε στα social ο Ζακ και που τελικά έγιναν ένα βιβλίο με χοντρό μπλε εξώφυλλο, που δεν ξεφύλλισε ποτέ. Στη σελίδα 52 γράφει πως «Βρέχει καταρρακτωδώς και πρέπει να βγω in drag. Θα ξεκινήσω Zackie Oh και θα φτάσω Ζακ». Γελάω, φυσάει, οι σελίδες γυρίζουν. «Δύσκολο πράγμα να μη χωράς πουθενά. Μα δεν αξίζει να παλεύεις να “προσαρμοστείς” για να χωρέσεις εκεί που νιώθεις στρίμωγμα. Κοίτα να χωράς πρώτα στο δέρμα σου. Να μην προδώσεις εσένα. Και όταν κάποτε βρεθεί ο τόπος ο δικός σου, σαν δεύτερο δέρμα θα είναι και αυτός».
Σήμερα το πρωί, ξεκίνησε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, η δίκη για την αποτρόπαια δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου στο κέντρο της Αθήνας, ενός σπουδαίου ακτιβιστή που απαντούσε στη λεκτική και σωματική βία που καθημερινά δεχόταν στους δρόμους της πόλης, με πολύχρωμο glitter και χρωματιστά γοβάκια. Κλούβες, ΜΑΤ, και η γνωστή πλέον αύρα, απέναντι σε ανθρώπους που τα δάκρυα τους θα μπορούσαν αν ήθελαν να τους εξαφανίσουν.
Με το βάρος αυτής της απώλειας, οι γονείς, τα αδέρφια και η γιαγιά του Ζακ, περίμεναν υπομονετικά και με καθηλωτική ευγένεια, τη διαδικασία να ξεκινήσει. Η έδρα, απέρριψε το αίτημα για αλλαγή αίθουσας, που θα εξασφάλιζε μεγαλύτερη κάλυψη της δίκης, ενώ δυσφορία προκάλεσε κι η απόφαση για απαγόρευση των φωτορεπόρτερ στην αίθουσα και των μόλις τεσσάρων δημοσιογράφων μέσα σ’ αυτήν. Τη νευρικότητα που προκλήθηκε, ήρθε να πλαισιώσει με ένα αίσθημα οργής η παρουσία του μεσίτη, του ανθρώπου που μπροστά στα μάτια όσων βρέθηκαν εκείνο το μεσημέρι στη Γλάδστωνος κι όσων παρακολούθησαν μετέπειτα τα βίντεο, κλώτσησε και πάτησε μέχρι θανάτου μαζί με τον κοσμηματοπώλη (που για ακόμη μια φορά απουσίαζε απ’ την αίθουσα), το κεφάλι του Ζακ, πάνω σε σπασμένα γυαλιά. Αμετανόητος και με ειρωνικό βλέμμα, περιφέροντας ανάμεσα στην οικογένεια που θρηνεί τρία χρόνια το αδικαίωτο παιδί της, γελώντας με ένα απ’ τους δικηγόρους, την ώρα που ο πατέρας του Ζακ, κατέθετε μέσα σε κλίμα οδύνης.
«Πάω στο μνήμα του, του λέω χάθηκε να ήσουν ληστής; Να σε πιάνανε, να δικαζόσουν σήμερα εδώ, να ήσουν όμως ζωντανός»
Στη συνέχεια, ο αδερφός του Ζακ, Νίκος, κατέθεσε τον τρόπο που πληροφορήθηκε τη δολοφονία, για τις ημέρες που πήγαινε στη Γλάδστωνος ρωτώντας τι είχε συμβεί, παίρνοντας σαν απάντηση απ’ τα γύρω μαγαζιά ότι ο αδερφός του αυτοκτόνησε. Ένας άνθρωπος λιντσαρίστηκε σε δημόσια θέα και οι θεατές αυτής της κτηνωδίας αφηγούνται την ιστορία όπως τους βολεύει, για να χωράνε στο κρεβάτι τους το βράδυ.
«Για μένα είναι ένα ρατσιστικό έγκλημα. Ο αδερφός μου… του άρεσε να είναι πολύχρωμος και όμορφος. Δεν ξέρω αν είδαν ότι έχει βαμμένα νύχια ή οτιδήποτε άλλο, αλλά ξέρω ότι ήταν ένα ρατσιστικό έγκλημα».
Η γιαγιά του Ζακ, μια γυναίκα που απ’ την αρχή βρέθηκε στην πρώτη γραμμή αυτού του σκληρού αγώνα, σηκώνοντας πανό, φωνάζοντας μαζί μας συνθήματα, παρούσα σε κάθε εκδήλωση για τη μνήμη του εγγονού της, παρακολουθεί σιωπηλά την όλη διαδικασία. Η μητέρα του Ζακ, η κυρία Ελένη, ανεβαίνει στο βήμα.