Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Pegasus Project: Ο κατασκοπεύσας του κατασκοπεύσαντος

Ψεύτικα δακτυλικά αποτυπώματα, γκάιντες-φλογοβόλα, τσιγάρα που ανατινάσσονται και ένα κινητό τηλέφωνο (του 1997) που ανοίγει κλειδαριές, σκανάρει δακτυλικά αποτυπώματα, λειτουργεί ως τέιζερ και -αλίμονο- ξεκλειδώνει από μακριά ένα πολυτελές Sedan: αυτά ήταν μερικά μόνο από τα μνημειώδη γκάτζετ του θρυλικού 007, αναπόσπαστο μέρος της ατσαλάκωτης γοητείας του. Κι αν η γοητεία του Τζέιμς Μποντ παραμένει αξεπέραστη, η σημερινή τεχνολογία υπερβαίνει σίγουρα τα γκάτζετ του. Πριν από λίγες ημέρες, ο πλανήτης ξύπνησε μαθαίνοντας ότι είναι το δικό σου κινητό που μπορεί να γίνει κατασκοπικό γκάτζετ εάν τρυπώσει εκεί ένα αόρατο λογισμικό, που μπορεί να υποκλέπτει μηνύματα, φωτογραφίες και περιεχόμενο ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, να ηχογραφεί τηλεφωνήματα και να ενεργοποιεί κρυφά μικρόφωνα.

Και όχι, δεν χρειάζεται να είσαι ο «κακός» της ιστορίας για να συμβεί αυτό. Δεν σε κυνηγούν κατάσκοποι-τζέντλεμαν σαν τον Μποντ. Για την ακρίβεια, σε κυνηγούν οι «κακοί»: αυταρχικά καθεστώτα ή άνθρωποι με τρομερή εξουσία και πλούτο, για τους οποίους μπορεί να είσαι απλώς ένας «ενοχλητικός» δημοσιογράφος, ακτιβιστής, δικηγόρος, πολιτικός.  

Αυτά τουλάχιστον αποκάλυψε η δημοσιογραφική οργάνωση Forbidden Stories και η Διεθνής Αμνηστία σε συνεργασία με σημαντικά δημοσιογραφικά μέσα που συνασπίστηκαν στο Pegasus Project: ότι τουλάχιστον 50.000 κινητά παγκοσμίως παρακολουθούνταν συστηματικά από αυταρχικές κυβερνήσεις μέσω του λογισμικού Pegasus της ισραηλινής εταιρείας NSO Group. Την ίδια στιγμή, η εταιρεία επιμένει ότι το λογισμικό της προορίζεται αποκλειστικά για χρήση εναντίον εγκληματιών και τρομοκρατών.

Δεν είχαν περάσει παρά λίγες ώρες από αυτές τις αποκαλύψεις και το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης σε κατηγορητήριό του ανέφερε ότι Κινέζοι χάκερ είχαν διεισδύσει σε κυβερνήσεις και πανεπιστήμια στο πλαίσιο μιας μακρόχρονης προσπάθειας υποκλοπής μυστικών επιστημονικής έρευνας. Ταυτόχρονα, η αμερικανική και άλλες κυβερνήσεις κατηγόρησαν την Κίνα ότι προσλαμβάνει χάκερ για να διεισδύσει στις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου και να υποκλέψει κυβερνητικά μυστικά, με σκοπό το κέρδος.

Στην περίπτωση του λογισμικού Pegasus όπως το αποκάλυψε το Pegasus Project φέρονται να στοχεύονται πολίτες, ενώ η δράση των Κινέζων αποτελεί text book case κατασκοπίας μεταξύ κυβερνήσεων – που τώρα μετέρχεται σύγχρονα μέσα.

Η Κίνα όμως δεν είναι η μοναδική περίπτωση. Οι κυβερνήσεις φαίνεται πως αναθέτουν ολοένα και περισσότερο το hacking σε ιδιωτικές εταιρείες, ακόμα και σε εγκληματικά στοιχεία. Η Μόσχα έχει κατηγορηθεί ότι επιδίδεται σε «outsourcing» προσλαμβάνοντας freelance hackers στο εξωτερικό για να διεισδύσει σε αμερικανικούς κυβερνητικούς λογαριασμούς – όπως φέρεται να διείσδυσε τον Δεκέμβριο του 2020. Η «βιομηχανία» χάκερ προς πρόσληψη, κυρίως μέσω του dark web, έχει γιγαντωθεί τα τελευταία χρόνια, στοχοποιώντας κυβερνήσεις, νομικές και οικονομικές εταιρείες, εταιρείες real estate, μεσανατολικές εταιρείες ενέργειας, αλλά και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.

Μπορεί λοιπόν το hacking να διαδραματίζει στον 21ο αιώνα τον ρόλο που διαδραμάτιζε η κατασκοπία στον 20ο, υπάρχει, όμως, κατά τους ειδικούς, μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ των δύο: «Τα εργαλεία της κατασκοπίας τα κατέχουν κυρίως κυβερνήσεις που τα στρέφουν ενάντια σε άλλες κυβερνήσεις. Η σχεδόν δημοκρατική φύση του hacking –που είναι πιο φθηνό από το να στήσεις μυστικές υπηρεσίες- σημαίνει ότι μπορούν να εμπλέκονται και ιδιώτες, θολώνοντας περισσότερο τα ψηφιακά νερά», έγραφαν οι New York Times. «Κι επειδή εύκολα κλιμακώνεται, σχεδόν κανένας στόχος δεν είναι πολύ μικρός. Έτσι σχεδόν όλοι είναι εκτεθειμένοι».

Συμπερασματικά, σήμερα η τεχνολογία παρακολούθησης παρέχει πανίσχυρα και φθηνά εργαλεία κατασκοπίας. Εργαλεία που χρησιμοποιούν κυβερνήσεις αλλά και ιδιώτες με εξουσία και (πολύ) χρήμα.

Βιομηχανία «χρυσοδάκτυλων»

Οι χάκερ λοιπόν που προσλαμβάνονται γι’ αυτόν το σκοπό είναι τρόπον τινά κατάσκοποι, μέρος μιας βιομηχανίας που γνωρίζει άνευ προηγουμένου άνθιση. Βασισμένος σε εκτιμήσεις της εταιρείας συμβούλων ERG Partners, ο Μπάρι Μάιερ, δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου «Spooked: The Trump Dossier, Black Cube and the Rise of Private Spies» (σε ελεύθερη μετάφραση «Υπό το βλέμμα των κατασκόπων: Το Ντοσιέ Τραμπ, η Black Cube και η Άνοδος των Ιδιωτών Κατασκόπων») υπολόγισε πως το 2018 τα έσοδα της βιομηχανίας ιδιωτών κατασκόπων ανήλθαν στα 2,5 δισ. δολ. – έχοντας μέσα σε μια δεκαετία διπλασιαστεί.

Είναι πολλοί λοιπόν όσοι προσβλέπουν σήμερα στη δόξα ενός 007. Δεν υπηρετούν όμως κανένα στέμμα παρά μόνο τη λάμψη του χρήματος. Κι αν οι κρατικές μυστικές υπηρεσίες ανέκαθεν χρησιμοποιούσαν εξ ορισμού «βρώμικες» μεθόδους, πόσο ανεξέλεγκτα μπορούν να δρουν τούτοι εδώ, μη έχοντας ούτε στοιχειωδώς να λογοδοτήσουν σε μια κρατική υπηρεσία; Κάποιοι είναι πρώην κατάσκοποι κρατικών μυστικών υπηρεσιών. Άλλοι, πρώην αστυνομικοί.

Ως προς το πώς πλούσιοι και ισχυροί χρησιμοποιούν την ιδιωτική κατασκοπία, χαρακτηριστική είναι περίπτωση του κινηματογραφικού παραγωγού Χάρβεϊ Γουάινστιν και της διεθνούς εταιρείας επιχειρηματικών πληροφοριών Black Cube.

Ιδρυμένη το 2010, η Black Cube διαφημίζει στην ιστοσελίδα της πως αξιοποιεί μια «επίλεκτη ομάδα βετεράνων από την ελίτ των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών» και παρέχει «δημιουργικές υπηρεσίες πληροφοριών». Στην περίπτωση Γουάινστιν αποδείχθηκε πράγματι «δημιουργική». Όπως αποκαλύπτει ο Μπάρι Μάιερ και αναφέρει το Wired, το 2016 η δικηγορική εταιρεία του κορυφαίου δικηγόρου Ντέιβιντ Μπόιες προσέλαβε την Black Cube για λογαριασμό του Χάρβεϊ Γουάινστιν, με σκοπό να αποτρέψει τη δημοσιοποίηση στον Τύπο των κατηγοριών για σεξουαλική παρενόχληση-κακοποίηση που αφορούσαν στον κινηματογραφικό παραγωγό.

Σύμφωνα με τον Μάιερ, το συμβόλαιο ανέφερε συγκεκριμένα ότι θα αξιοποιηθούν «άβαταρ χειριστές»: άνθρωποι που ειδικεύονται για παράδειγμα στη δημιουργία ψεύτικων σελίδων στο Facebook και προφίλ στο LinkedIn, προκειμένου να επιτευχθούν οι επιχειρησιακοί στόχοι. Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρει το Wired, μια γυναίκα βετεράνος του ισραηλινού στρατού υποδυόμενη την υπέρμαχο των γυναικείων δικαιωμάτων σε επενδυτική εταιρεία του Λονδίνου, έκανε φίλη την ηθοποιό Ρόουζ ΜακΓκόβαν που είχε δημόσια κατηγορήσει τον Γουάινστιν. Ο στόχος της πράκτορα ήταν να πείσει την ΜακΓκόβαν να μοιραστεί με εκείνη ένα μη δημοσιευμένο περιστατικό που σχετιζόταν με τον κινηματογραφικό παραγωγό.

Συγκλονιστικές αποκαλύψεις για το θέμα έκανε και o βραβευμένος με Πούλιτζερ δημοσιογράφος Ρόναν Φάροου το 2019 στο βιβλίο του «Catch and Kill». Ο Φάροου περιγράφει πώς η Black Cube τον παρακολουθούσε στενά κατά τη διάρκεια που εκείνος ερευνούσε τις κατηγορίες εναντίον του Γουάινστιν για σεξουαλική παρενόχληση-κακοποίηση σε ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκαν το φθινόπωρο του 2017.

Σύμφωνα με τον Φάροου, η Black Cube σύντομα κατάλαβε ότι δεν είχε προσληφθεί μόνο για να αποτρέψει τη δημοσιοποίηση των κατηγοριών. Η εταιρεία άρχισε να δέχεται αποστολές για να κατασκοπεύσει γυναίκες που είχαν κατηγορήσει τον Γουάινστιν και ρεπόρτερ που ερευνούσαν αυτές τις κατηγορίες. Με την πρόφαση ότι κάνει έρευνα για βιβλίο που αφορούσε στην εταιρεία του, ο Γουάινστιν φέρεται πως είχε βάλει τους υπαλλήλους του να φτιάξουν λίστες «στόχων». Ο Φάροου περιγράφει πώς δύο πράκτορες είχαν γίνει η σκιά του εκείνο το διάστημα, «στήνοντάς» τη έξω από το σπίτι του και ακολουθώντας τον σχεδόν παντού. «Πηγές με είχαν συμβουλεύει να πάρω όπλο και να μετακομίσω», αναφέρει. 

«Μαρκάροντας» στενά ακτιβιστές

«“Έχω χωθεί μέσα σε γαμάτη βρωμιά… Σκοτεινά πράγματα”, είπε ο Khaykin τρώγοντας το κεμπάπ του. Είχε υιοθετήσει και νέες μεθόδους. Μπορούσε να αποκτήσει πρόσβαση σε τραπεζικά αρχεία και μη εξουσιοδοτημένες εκθέσεις πίστωσης. Είχε και τον τρόπο να εντοπίζει τη γεωγραφική τοποθεσία ενός τηλεφώνου…», γράφει ο Φάροου στο New Yorker αναφερόμενος στον Ρώσο που τον παρακολουθούσε για λογαριασμό της Black Cube μαζί με τον Ουκρανό Ostrovskiy . «Σε κάποια φάση ο Khaykin ισχυρίστηκε ότι είχε χρησιμοποιήσει το κινητό μου για να με εντοπίσει», αναφέρει ο Φάροου διευκρινίζοντας ότι πηγή προσκείμενη στην Black Cube διέψευσε πως η εταιρεία γνώριζε ή είχε εξουσιοδοτήσει τέτοια δράση.

Ένα ακόμα περιστατικό που περιγράφει ο Φάροου έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ειδικά υπό το φως των πρόσφατων αποκαλύψεων για το λογισμικό Pegasus. Κάποια στιγμή, ζητήθηκε από τον Ουκρανό πράκτορα που παρακολουθούσε τον Φάροου να κανονίσει συνάντηση μεταξύ ενός υπό κάλυψη πράκτορα της Black Cube και του Τζον Σκοτ-Ρέιλτον, ερευνητή για το παρατηρητήριο Citizen Lab, το οποίο εντοπίζει κρατικές προσπάθειες για παρακολούθηση και hacking δημοσιογράφων. Το Citizen Lab συνεισέφερε και στην πρόσφατη έρευνα για το λογισμικό Pegasus. Το παρατηρητήριο λοιπόν είχε τότε μόλις αποκαλύψει ότι ήταν λογισμικό της ισραηλινής εταιρείας NSO Group που είχε χρησιμοποιηθεί για να χακάρει το iPhone ενός φίλου του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι, λίγο πριν το τελευταίος δολοφονηθεί από Σαουδάραβες πράκτορες. Η εταιρεία είχε αρνηθεί πως το λογισμικό της χρησιμοποιήθηκε για να στοχοποιηθεί ο Κασόγκι, αλλά αρνήθηκε κιόλας να πει αν το είχε πουλήσει στην κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας.

Στη συνάντηση, όπως διηγείται ο Φάροου, ο πράκτορας της Black Cube ρωτούσε τον ερευνητή για τo Citizen Lab, για το αν υπάρχει «ρατσιστικό στοιχείο» πίσω από την εστίαση του οργανισμού σε μια ισραηλινή εταιρεία, ενώ τον πίεζε να του πει την άποψή του για το Ολοκαύτωμα. Κι ενώ μιλούσαν, έβγαλε ένα μαύρο στυλό με ασημί κλιπ και επιχρωμιωμένο δακτύλιο και το ακούμπησε με τη μύτη προς τον Σκοτ-Ρέιλτον. Πράκτορας της Black Cube είχε αναφέρει νωρίτερα στον Φάροου ότι η εταιρεία είχε δημιουργήσει στυλό που μπορούσε να ηχογραφεί συνομιλίες. Η περιγραφή ήταν απολύτως ταιριαστή.

Όταν οι κατάσκοποι «γράφουν» τα ρεπορτάζ

Το hacking και η ιδιωτική κατασκοπία είναι πλέον τόσο διαδεδομένα, που τα όρια θολώνουν. Σε κάποιες περιπτώσεις, λοιπόν, η ιδιωτική κατασκοπία έχει διαμορφώσει και την ειδησεογραφία, καθορίζοντας πολιτικές εξελίξεις.

Το 2016, δικηγορική εταιρεία που είχε αναλάβει την προεδρική καμπάνια της Χίλαρι Κλίντον προσέλαβε την εταιρεία ερευνών Fusion GPS να διερευνήσει τυχόν σχέση του τότε υποψήφιου Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ με τη Ρωσία, όπως αποκαλύπτει ο Μάιερ. Η εταιρεία ανέθεσε την αποστολή σε έναν πρώην πράκτορα της βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών MI6, τον Κρίστοφερ Στιλ, που διατηρούσε τη δική του ιδιωτική εταιρεία πληροφοριών και είχε φροντίσει να τον ακολουθεί η φήμη μεγάλων επιτυχιών.

Το φθινόπωρο του 2016, σύμφωνα με τον Μάιερ, η Fusion GPS κάλεσε επιλεγμένους δημοσιογράφους από κορυφαία αμερικανικά μέσα να συναντηθούν στην Ουάσιγκτον με τον Στιλ, προκειμένου ο τελευταίος να τους ενημερώσει για τα ευρήματα της έρευνάς του για τις σχέσεις Τραμπ-Μόσχας. Ο Βρετανός πρώην πράκτορας της MI6 διαβεβαίωσε τους δημοσιογράφους ότι οι πηγές του είχαν διασυνδέσεις με το Κρεμλίνο και ήταν απολύτως αξιόπιστες.

Λίγο πριν την ορκωμοσία του Τραμπ στην αμερικανική προεδρία το 2017, δημοσιεύτηκε ολόκληρο το «Ντοσιέ Τραμπ» (ή «Ντοσιέ Στιλ»), 35 σελίδων. Ο ντόρος ήταν φυσικά τεράστιος, και η ζωή του Στιλ παραλίγο να γίνει ταινία αφού φαίνεται πως είχε έρθει σε συμφωνία με στούντιο ιδιοκτησίας του Τζορτζ Κλούνεϊ στο Χόλιγουντ. Ωστόσο, σιγά σιγά ο «θησαυρός» άρχισε να αποδεικνύεται άνθρακες. Σύμφωνα πάντα με τον Μάιερ, όντως η Ρωσία φέρεται να είχε προσπαθήσει να επηρεάσει τις εκλογές του 2016, αλλά πολλά από τα πιο σημαντικά περιστατικά του Ντοσιέ είτε δεν είχαν συμβεί ποτέ είτε αποδείχθηκαν λανθασμένες πληροφορίες – όπως, για παράδειγμα, ένα υποτιθέμενο βίντεο ουρολαγνείας με πρωταγωνιστή τον τέως Αμερικανό πρόεδρο ή η υποτιθέμενη συνάντηση πρώην δικηγόρου του Τραμπ στη Μόσχα με Ρώσους πράκτορες. Ένα οικονομικό ινστιτούτο στη Μόσχα φέρεται να μήνυσε τη Fusion GPS για δυσφήμιση και ο Στιλ είδε τις ελπίδες η ζωή του να γίνει ταινία να εξανεμίζονται.  

Προς μια κοινωνία με «τοίχους γεμάτους αυτιά»;

Ιδιωτικές μυστικές υπηρεσίες στις οποίες μάλιστα προσβλέπουν συχνά κορυφαίες νομικές εταιρείες, ιδιώτες χάκερ προς πρόσληψη, υψηλή τεχνολογία παρακολούθησης από ιδιωτικές εταιρείες. Όλα αυτά, δεν δημιουργούν απλώς ένα εκρηκτικό μείγμα, αλλά μετασχηματίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις, τις κοινωνίες και τη διεθνή τάξη πραγμάτων.

Είναι χαρακτηριστικό αυτό που είπε στους New York Times ο άνθρωπος που πρώτος μάς άνοιξε τα μάτια στο πώς παρακολουθούνται οι επικοινωνίες, ο Έντουαρντ Σνόουντεν, μιλώντας για την ανάγκη να απαγορευτεί το ιδιωτικό λογισμικό κατασκοπίας: «Το ευρύ εμπόριο ευαλωτοτήτων και κατορθωμάτων λογισμικού παράγει ελάχιστο όφελος για την κοινωνία και μεγάλη ζημία, ειδικά ως προς το ότι δημιουργεί μια εφήμερη μισθοφορική τάξη ψηφιακών σαμποτέρ που εργάζονται με την ίδια προθυμία για τους Σαουδάραβες, τους Κινέζους και τους Γάλλους».

Σε τελική ανάλυση, με όλη αυτή τη βιομηχανία σε πλήρη άνθιση, πόση απόσταση υπάρχει από τον εφιάλτη μιας κοινωνίας υπό διαρκή παρακολούθηση, όπου θα ασκούν (ακόμα περισσότερο) έλεγχο όσοι έχουν εξουσία και πλούτο, ενώ όποιοι «ενοχλούν» θα βρίσκονται υπό διαρκή φόβο ή/και διωγμό;

Πόσο αργά είναι άραγε για να αποτραπεί αυτή η πορεία;

Δέσποινα Παπαγεωργίου

Share
Published by
Δέσποινα Παπαγεωργίου