Τριάντα κάτι χρόνια πριν, το 1983, ο πατέρας μου μένει στη Νέα Υόρκη. Είναι επικίνδυνη, τουτέστιν πόρνες στην Times Square, μαχαιροβγάλτες, ράπερ με αλυσίδες, μόλις πέσει η νύχτα τρέχεις και δε φτάνεις. Κι ας φαίνονται όλα ιδανικά στο film Μανχάταν του Γούντυ Άλλεν, η Νέα Υόρκη είναι επικίνδυνη. Η γιαγιά μου αποκαλεί το Μανχάταν Μαχατάν, νομίζω πιο κοντά στην ινδιάνικη ονομασία. Ο πατέρας μου, παρόλη την επικινδυνότητα έχει μόλις παρακολουθήσει το Νευρικό Εραστή και πηγαίνει να δει τον Γούντυ Άλλεν, ο οποίος, όπως κάθε Δευτέρα, όπως την Δευτέρα που κέρδισε το Όσκαρ, παίζει το κλαρινέτο του στο μικρό μπαρ του Cafe Carlyle.
Τώρα, αφού γνώρισα τον Γούντυ όταν καν δεν υπήρχα, και μετά από αναμνήσεις βιντεοκασέτας γραμμένης με ροζ γράμματα “ANNIE HALL” κανόνισα να πάω. Άγρια μεσάνυχτα, κάλεσα στο Cafe Carlyle από το gmail.
Σήμερα λοιπόν, Δευτέρα, συναντήθηκα με τον Φίλιππο στο Brooklyn. Σαν προσκύνημα στον Γούντυ μοιάζει η βραδιά, παγωμένη καθότι ο Ιανουάριος περονιάζει, ξεκινάμε από τα μέρη του, λοιπόν. Ο Φίλιππος, υιός Αλεξάνδρου, είναι παντρεμένος με την Άννι. Τυχαίον ή αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις; Η Άννι του είναι η Annie Hall ; Ο Φίλιππος μου ζητάει επιτατικά «Σε παρακαλώ, μεθαύριο που θα την δεις, μην της το πεις ότι πήγαμε στο Γούντυ απόψε!» Λίγο ντρέπεται, λίγο όλα αυτά τα σκάνδαλα, πρέπει η αποψινή αμαρτία να μείνει μυστική. Η Άννι είναι φεμινίστρια και θα του κόψει τα πόδια. Δεν αστειεύεται. Όπως όλες, δεν χωνεύει το Γούντυ.
Καθόμαστε στο γραφείο και πέρα το Μπρούκλυν σουρουπώνει υγρό. Ο Φίλιππος πιάνει την κουβέντα, κάπως ξανοίγει περισσότερο και στα ελληνικά, όχι στα αγγλικά, μου λέει για τότε που η Άννι γέμισε τον γκαζόφούρνο με γόβες και το ψυγείο με σκουπίδια, επειδή εκεί δεν θα χαλάσουσιν. Έχει φοβίες η Άννι του Φιλίππου, φοβάται τις κανθάρους και τα ιπτάμενα έντομα της Νέας Υόρκης. «Εγώ πάντα τα διορθώνω. Πάντοτε τρέχω σπίτι, της λέω ηρεμείς τώρα, ηρεμείς, και τότε καλά είναι, δηλαδή βάζω εντάξει το χάος».
Θέλω να τον ρωτήσω, τόσα πράματα πετυχαίνεις ρε Φίλιππε, τι την θες την Άννι, αφού είναι για τα σίδερα, αλλά δεν τον ρωτάω. Με την κουβέντα, αργήσαμε για τη συναυλία και ο Γούντυ θα αρχίζει σε λίγα λεπτά.
Παίρνουμε το subway από το Barclays Center, εγώ έχω αγχωθεί και χαθεί, ο Φίλιππος παίζει με κάτι χάρτες στο τηλέφωνό του και βρίσκει πού είναι το Cafe Carlyle. Αλλάζουμε βιαστικά γραμμές, ούτε καταλαβαίνω τις μετεπιβιβάσεις και φθάνουμε στο ξενοδοχείο Rosewood, στα αριστερά του οποίου είναι το γνώριμο Cafe Carlyle του Γούντυ. Φτάνουμε κι είμαστε οι τελευταίοι των τελευταίων.
«Είμαστε εδώ για το κονσέρτο!» λέει ο Φίλιππος «Ποιο κονσέρτο;» του λέει ο μαιτρ. Πολύ φαντεζί εδώ. Ο Φίλιππος κοιτάει αριστερά δεξιά μήπως τον παρακολουθεί η Άννι του, λέει απότομα και ψιθυρίζοντας «Γούντυ Άλλεν!» ξεροβήχει. «Μάλιστα κύριε, έμεινε ένα τραπέζι».
Και καθόμαστε μπροστά μπροστά, κάτω από τοιχογραφίες του Marcel Vertès, ω ναι, αυτού που πήρε το όσκαρ στο πρώτο Moulin Rouge του 1952. Ο Γούντυ έχει αργήσει δεκαπέντε λεπτά, ευτυχώς, ο παππούλης.
«Δύο μαρτίνια ;» με ρωτάει ο Φίλιππος, ο οποίος καθότι πρώτα έμαθε τα αρχαία και μετά τα νέα, αποφασίζει να κλίνει και το μαρτίνι. Πίνουμε τα μαρτίνια μας, λοιπόν, εγώ έχω υπολογίσει να κεράσω με όσα βγάζω σε ένα μήνα ιδιαιτέρων τον Φίλιππο. 300 δολλάρια. «Αν το μάθει η Άννι, θα με σκοτώσει» επανέρχεται «αλλά μία ζωή την έχουμε!» Ερχεται το γκαρσόνι, ο Φίλιππος οργιάζει «ένα Pinot Noir California, ένα φιλέ μινιόν, μία λόμπστερ σούπ, ένα πατέ πάπιας και φρέσκο φρέσκο χταποδάκι σκορδάτο παρακαλώ!» Βρε, Φίλιππε, με σκότωσες, πώς θα κεράσω; Καλά είμαστε και με τα μαρτίνια, θέλω να πω, αλλά άπαξ και δεν τον βλέπει η γυναίκα του, ο Φίλιππος μαίνεται. Βγάζουμε δεκάδες σέλφι με τις τοιχογραφίες πίσω μας, χορεύτριες γαλλίδες, τις οποίες στέλλει σε όλους τους κολλητούς του, Κοιτάχτε που ήρθα, χαχα, μάγκας, αλάνης, μπον βιβέρ.
Αίφνης, μια σκυφτή φιγούρα εμφανίζεται ανεπαίσθητη. Ένα χλιαρό χειροκρότημα ακούγεται. Βλέπουμε τον Γούντυ, έρχεται. Για όλους μας τέτοιοι άνθρωποι σαν το Γούντυ, είναι εκεί πάνω, στην μεγάλη οθόνη, όχι δίπλα μας, στα πέντε μέτρα. Αλλά απόψε, ο Γούντυ είναι εδώ. Φθάνει ήρεμος, χαιρετάει κάπως νευρικά, σφίγγει προς τα αριστερά τα χείλη του, μας χαιρετάει και αρχίζει να γδύνεται. Η μπάντα ξεκινάει, αρκετά πιο έντονα από τις υποτονικές μάλλον κινήσεις του ογδοντάχρονου Γούντυ. Τρομπέτα, τρομπόνι, μπάντζο, πιάνο και τύμπανα πάλλονται ρυθμικά καθώς ο Γούντυ απεκδύεται το μπλε πουλόβερ του. Έχει ακουμπήσει τα γυαλιά του στο γόνατο και βγάζει κάπως παιδικά το μπλε του πουλόβερ. Φορά πάλι τα μαύρα του γυαλιά, τεντώνει κάπως τα δάκτυλα και φαίνεται κωμικός σε αυτό το γαλάζιο υποκάμισο. Το δέρμα του είναι περισσότερο πορφυρό από ότι το περίμενα. Τα μαλλιά του μπερδεμένα και αραιά, το βλέμμα του κάπως μελαγχολικό. Η μπάντα που τον περιβάλλει, ο Eddy Davis και η New Orleans Jazz Band, η παρέα του, έχει αρχίσει ήδη να μας ταξιδεύει στη Νέα Ορλεάνη. Είναι όλοι τους στρουμπουλοί και στητοί, σε αντίθεση με τον ίδιο τον Γούντυ, που είναι κάπως σκυμμένος και λιγνός, όπως τον αγαπήσαμε.
Η μπάντα ήδη στροβιλίζεται, αλλά ο Γούντυ δεν βιάζεται καθόλου. Αργά, με απαλά αγγίγματα, βγάζει από τη θήκη του το κλαρινέτο του. Σα βαριεστημένος φαίνεται. Απορώ : θα παίξει αυτός ο άνθρωπος μουσική ; Μήπως πλήττει με όλους εμάς εδώ ; Μήπως του τη σπάμε κιόλας ; Το πρώτο τραγούδι τελειώνει, χειροκρότημα. Ξεκινάει το δεύτερο. Έρχεται ο σεριβότορος με την αστακόσουπα, άσε με χριστιανέ μου να δω, θα παίξει ή τζάμπα θα τις τερματίσω και τις δύο κάρτες για να σε ξεπληρώσω ;
Το τραγούδι έχει ξεκινήσει ήδη, είναι χορευτικότατο, αλλά πάλι, η μπάντα δείχνει να έχει πάρει φόρα. Ο Γούντυ ακόμα καθαρίζει με ένα πανάκι το κλαρινέτο του. Αυτό ήταν, την πατήσαμε. Τον απατεώνα. Τον αρχιψεύτη. Στα μισά του τραγουδιού, ωστόσο, ενός χοροπηδηχτού σουίνγκ, ο Γούντυ αποφασίζει να ξυπνήσει. Φυσά μία χαζά το κλαρινέτο, να δει αν λειτουργεί. Ακούγεται. Τώρα το λες; Ακούγεται σαν ρέψιμο ή ωσάν να πέρδεται στην αρχή.
Πω. Διακόπτει ο Γούντυ μετά από μόλις μισό φύσημα, η μπάντα συνεχίζει. Ταράσσομαι. Λάθος έκανα που βρέθηκα εδώ. Δεν έπρεπε να έρθουμε, Φίλιππε. Ψόφιος ο Γούντυ. Αίφνης, σα να τον χτύπησε κάτι στο κούτελο, ο Γούντυ αρχινάει το κλαρινέτο του με μια ωραία πτώση, από πανύψηλα στα βάθη της μελωδίας, σαν χοροπηδηχτό φιδιού κωμικό και ωραίο μαζί. Μωρέ, καλούλης είναι, ακούγεται. Πάλι ο ήχος σα ρέψιμο, όλο τρεμουλιάζει, αισθάνομαι ότι εκπνέει τα λοίσθια, το λοίσθιον το μίασμα λαμβάνω χεροίν, αλλά όχι, τελικά ο τρόπος που παίζει είναι μαγικός, σα να σε κοροϊδεύει ότι τάχα δεν ξέρει, όμως ξέρει, κι όλο παραπατάει πάνω στις μελωδίες της μπάντας, αλλά βρίσκει το δρόμο, σαν παιγνίδισμα και σαν απάτη, τώρα θα το χάσει και θα βγει παράφωνο, λες, αλλά δεν βγαίνει, μελωδικό είναι. Οι ώμοι του σκυφτοί, αλλά στιγμές στιγμές φουσκώνει τα χείλη και τεντώνει παθιασμένα το κλαρινέτο προς τα πάνω, σα να λέει «ακούστε το όλοι, ακούστε το, σαν πίπιζα ή σαν κλάξον, πάντως εγώ κάνω αυτό που γουστάρω κι ακούστε το!»
Εδώ βρισκόταν κι ο Γούντυ όταν έλαβε το Όσκαρ για το Νευρικό Εραστή, “Nothing special about Annie Hall” είπε κι έφυγε τρέχοντας, το 1978. Εδώ είχε τρυπώσει κι όταν βραβεύτηκε για το Μανχάτταν, εδώ είχε κρυφτεί κι όταν ξέσπασαν τα σκάνδαλα και τον έβριζαν όλοι που παντρεύτηκε την κόρη του, που όμως δεν ήταν κόρη του. Εδώ τον είδε ο πατέρας μου το ‘83, εδώ τον βλέπω κι εγώ απόψε. Έχει τρομερή θεατρικότητα, ανάμεσα στα τραγούδια κλείνει κάπως τα μάτια, με απότομες κινήσεις ξεκλειδώνει το κλαρινέτο, το σκουπίζει, χώνει το μαντήλι του μέσα και το ξαναβιδώνει. Και ξαναπιάνει την μελωδία και ξαναπαίζει. Η αστακόσουπα φεύγει μισή, γιατί στο ενδιάμεσο έχω σηκωθεί και παρακολουθώ από τη γωνία του μπαρ τον Γούντυ. Καταφθάνει το φιλέ μινιόν και το πατέ της πάπιας.
Φαντασιώσεις, σαφώς, αλλά εγώ στη γωνία βλέπω την Mia Farrow. Όχι μεγάλη, όχι τότε που του έκανε τις μηνύσεις για παρενοχλήσεις παίδων. Εδώ είναι η Μία, μοναδική, στα μικράτα της, στα ωραία της, στα τριανταπέντε της, στην Σεξοκωμωδία Θερινής Νυκτός ! Θέλω να την πιάσω, βρε Μία, γιατί του έκανες μήνυση και τον μισούνε όλοι οι Αμερικάνοι, κι αυτοί που δεν τον ξέρανε; Δεν την χάιδευε την μικρή, τόσες φορές που το έχεις πει, το πίστεψε κι η μικρή και το λέει. Βρε, Μία, άμα σου σκάσω καμιά μπούφλα θα είμαι φαλλοκράτης; Βρε Μία, ήξερα κάποτε κάποια Μία, σαν κι εσένα, που όλο χασμουριόταν, κι εγώ νόμιζα ότι είμαι βαρετός εραστής, μα αυτή έπασχε από το σύνδρομο του Ορέστη και την έπιανε ο ύπνος όλη την ώρα, μεσημεριάτικα. Βρε Μία. Τότε η Μία, η οποία χορεύει τις τζαζιές του Γούντυ, με σκουντά στην πλάτη. “Nice Glasses !” μου φωνάζει υπό τον ήχο των πνευστών. Ήθελα να μοιάζουν με του Λέννον, αλλά δεν μοιάζουν με κανενός, θέλω να της πω, αλλά δεν. Πάω να βγάλω σέλφι. Μου τη χαλάει, μου κάνει κερατάκια. “Let’s dance!” μου λέει.
Πέραν του παραληρήματος, λίγο το μαρτίνι, λίγο το Πινό Νουάρ που πίνω, τα χω μπερδεμένα κι είμαι πεπεισμένος ότι αυτή μπροστά μου η αψηλή είναι η Μία Φάρροου. Αποφασίζω να επιστρέψω στο τραπέζι μου, να φύγω όπως όπως από τούτη την πρόταση χορού. Άλλωστε, έχω αφήσει χαρούμενο τον Φίλιππο, ο οποίος έχει ξεχάσει την Άννι του. Μόλις κάθομαι, μου λέει “Αυτή είναι ίδια η Annie Hall !” Καλά, τον χαβά του κι αυτός. Εγώ ήθελα να κάνω συνοικέσιο του Γούντυ με την Μία, αλλά ο Φίλιππος βλέπει την Diane Keaton.
Σα σχολιαρόπαιδα, είναι η αλήθεια, χαιρόμαστε με τις μουσικές που πλημμυρίζουν το μπαρ του Cafe Carlyle. Σαν αφελή σχολιαρόπαιδα παίζουμε με το πατέ, κι εγώ πίνω μια το μαρτίνι, μια το κρασί, ζαλίζομαι, ώσπου έρχεται ο σερβιτόρος να αναζητήσει την πληρωμή. Μου δίνει έναν δερμάτινο φάκελο και διαβάζω μέσα : ΕΦΤΑΚΟΣΙΑ ΔΟΛΛΑΡΙΑ.
Φίλιππε μου, να πάρει η ευχή, εγώ και στις δυο μου κάρτες τις έρμες με τα κάπιταλ κοντρόλ είχα κρατήσει ίσα τα εισιτήρια κι ένα ποτό, τι μου τα θελες τα γκουρμέ; Γνωρίζω πως οι κάρτες έχουν το σύνολον διακόσια πενήντα μέσα. Ο Γούντυ συνεχίζει να παίζει στροβιλιστός. Dixieland κατάσταση, φαντασιώνομαι καπνούς από τσιγάρα, αλλά μόνον στους Madmen επιτρέπονται αυτά. Αφήνω μεγαλοπρεπώς και τις δύο κάρτες πάνω στον δερμάτινο φάκελο. «Απόψε θα πλύνουμε πιάτα στο Καφέ Καρλάηλ, όπως όλοι οι Έλληνες μετανάστες» σκέφτομαι, αν και τουρίστας. «Θα πλένω πιάτα μια βδομάδα, τα λεφτά που έχω δεν φτάνουν». Αλλά η μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρέπεια. Αφήνω απόσταση ανάμεσα στις δύο κάρτες, να φαίνονται.
Τότε, ο κύριος και θεός μου Φίλιππος κάνει ένα μαγικό. Πιάνει τις δύο κάρτες μου, τις άδειες, τις ανεπαρκείς να πληρώσουν, μα που δεν το έχω πει και αναφωνεί “No, man, I got it!” και ξαπλώνει μία όμορφη χρυσή κυρία απαλά απαλά πάνω στον λογαριασμό. Μου επιστρέφει τις άχρηστες πλην αξιοπρεπείς κάρτες μου, κι έπειτα υπογράφει για δέκα τοις εκατό πουρμπουάρ. Τουτέστιν εφτακόσια εβδομήντα ντόλαρς. Ντάξει μωρέ, δύο μήνες ιδιαίτερα, δε βαριέσαι !
Τελικά η Μία Φάρροου ήταν μοντέλο. Ήξερε και ελληνικά. Είχε ποζάρει σε δύο διαφορετικά ελληνικά περιοδικά τη δεκαετία του ενενήντα, στο ένα με περούκα κόκκινη. Νοσταλγεί την Πάττι Σμιθ. Θυμάται τα ελληνικά που ήξερε ως μοντέλο στην Αθήνα : “Τσάι με γάλα!” Μου κάνει τράκα τσιγάρο, παίζει με το χνουδωτό ζωάκι που φοράει και πάμε για ποτά στο μπαρ Watermelon.
Πρώτα όμως έχω πλησιάσει τον Γούντυ, τον έχω καλέσει να γυρίσει φιλμ στην Ελλάδα, του έχω δώσει και το βιβλίο να το υπογράψει, τσεπώνω το πλάγιο αυτόγραφο και βγάζω και σέλφι.