Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Ο εθελοντισμός στην εποχή του covid μας δίνει «λίγη ζωή ακόμη»

Οι ανάγκες των ανθρώπων εν μέσω κορωνοϊού και ιδίως εκείνων που ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικά ομάδες, αυξάνονται, την ίδια στιγμή που οι φυσικές αποστάσεις μεταξύ μας μεγαλώνουν, με αποτέλεσμα αρκετές εθελοντικές δράσεις να αναγκάζονται να διακόψουν προσωρινά το έργο τους. Στην γειτονιά του Κεραμεικού, με τους «πολύχρωμους» ανθρώπους, καθημερινά, χαζεύοντας έξω από το παράθυρο, βλέπω να διασταυρώνονται στο οπτικό μου πεδίο χαμογελαστά πρόσωπα. Το βλέμμα μου, στρέφεται στα αλουμινένια κεσεδάκια με ζεστό φαγητό, τα οποία κρατούν ενήλικες και παιδιά, έχοντάς τα μόλις προμηθευτεί από τους εθελοντές της κοινωνική κουζίνας του Άλλου Ανθρώπου

Αυτό που περιμένω υπομονετικά, είναι να καταφέρω να βρεθώ άφοβα στο χώρο της κοινωνικής κουζίνας στη γειτονιά μου και να ανακατέψω το καζάνι του φαγητού μαζί με τους εθελοντές της, οι οποίοι παρά την «επέλαση» της πανδημίας, καθημερινά συνεχίζουν να βρίσκονται εκεί με τις μάσκες τους, για να προσφέρουν εκατοντάδες μερίδες ζεστού φαγητού στους ανθρώπους που το έχουν ανάγκη. 

Απ’ όποια μεριά κι αν την «κοιτάξεις», η αλληλεγγύη είναι το «όπλο» μας, μέσα στην ανθρωποφαγική όψη της καθημερινότητας. Τέσσερις νεαρές εθελόντριες, από τέσσερα διαφορετικά πεδία δραστηριοποίησης, που προσπαθούν μέσα από την ανθρώπινη επαφή να ανακτήσουν τη χαμένη εγγύτητα των ημερών, μίλησαν στην Popaganda για τη μαγεία της προσφοράς, ακόμη κι αν οι δυσκολίες που ανακύπτουν λόγω του κορωνοϊού, έχουν βαλθεί να τους κάνουν τη ζωή πιο δύσκολη. 

Ελένη, 22 ετών, caseworker

Η δραστηριοποίησή μου ως εθελόντρια, ξεκίνησε στο πεδίο του προσφυγικού, όταν είδα μία σχετική ανακοίνωση στη σελίδα της σχολής μου (Νομική Αθηνών). Τον περασμένο Οκτώβριο, επί covid, χωρίς να υπάρχει ωστόσο lockdown, ξεκίνησα να συνεισφέρω εθελοντικά στη θέση της caseworker (επιμελήτρια υποθέσεων) στο κοινοτικό κέντρο Khora. Αρχικά, αναλαμβάνουμε να κλείσουμε ραντεβού με το άτομο που απευθύνεται στην οργάνωση. Λόγω συνθηκών, οι συνεντεύξεις πλέον δε γίνονται στο γραφείο μας, αλλά τηλεφωνικά. Μέσω των συνεντεύξεων, μας εξηγεί γιατί ζητάει τη βοήθειά μας, από ποιο μέρος έχει φτάσει στην Ελλάδα κ.α., κι έχοντας συλλέξει αυτές τις πληροφορίες, φροντίζουμε για την υπόθεσή του, καλύπτοντας το κενό που υπάρχει στην πληροφόρηση, σε νομικό, ιατρικό και κοινωνικό πλαίσιο. Από την άφιξή του στη χώρα, μέχρι να απευθυνθεί σε μία επίσημη υπηρεσία, υπάρχει μεγάλο κενό. Οι αρμοδιότητές μας διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη αφορά την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η αίτηση ασύλου. Μπορεί για παράδειγμα κάποιοι πρόσφυγες να έχουν πάρει το καθεστώς πρόσφυγα και να χρειάζονται κάτι άλλο. 

Εμείς επικοινωνούμε με την υπηρεσία ασύλου, ή δίνουμε στους ανθρώπους τον τρόπο για να επικοινωνήσουν οι ίδιοι. Αν δεν πρόκειται για ευάλωτους πρόσφυγες, η αίτηση ασύλου γίνεται μέσω Skype με το γραφείο ασύλου, όπως συνέβαινε και προ-covid. Αυτό που άλλαξε λόγω covid, είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις ευάλωτων προσφύγων, δε δέχονταν να κλείσουμε δια ζώσης ραντεβού. Στην προηγούμενη καραντίνα, είχε κλείσει η υπηρεσία ασύλου. Στον κοινωνικό τομέα, η διεκδίκηση αξιοπρεπούς στέγασης είναι πολύ δύσκολη. Υπάρχουν ορισμένα προγράμματα στέγασης, με συγκεκριμένες προϋποθέσεις κι εμείς ελέγχουμε εάν αυτές πληρούνται κι αν υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις. Επίσης, λόγω covid τα νοσοκομεία που παρέχουν δωρεάν περίθαλψη στους πρόσφυγες, δεν κλείνουν πια ραντεβού. Στην ομάδα υπάρχει ακόμη κοινωνική κουζίνα, όπου προσφέρονται περίπου 900 γεύματα τη μέρα. Επί covid, εθελοντές της ομάδας έκαναν και delivery «κατ’ οίκον» με τα ποδήλατά τους! Έχω δει προ-covid μητέρες μόνες με τα μωρά τους, που μας έλεγαν ότι κοιμούνται σε πάρκα. Έχει έρθει ακόμη και τυφλός άνθρωπος που μόλις είχε φτάσει στην Αθήνα, να ζητήσει οδηγίες για να πάει σε μία άλλη οργάνωση. Ήταν μία πολύ δύσκολη στιγμή. 

Χριστίνα, 20 ετών, streetworker

Το περασμένο καλοκαίρι, ενημερώθηκα πως αναζητούσαν από την Emfasis Foundation εθελοντές για ένα πρόγραμμα με άστεγους τρίτης και τέταρτης ηλικίας. Στην αρχή, δραστηριοποιήθηκα σε αυτό το κομμάτι. Το ότι βγήκα από νωρίς στο δρόμο, με βοήθησε πολύ να κατανοήσω το πώς ο υπόλοιπος κόσμος αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει τους άστεγους. Στην πρώτη βάρδια, θυμάμαι να βρίσκομαι στον Πειραιά, όπου ένας κύριος μας ρώτησε τι κάνουμε. Η απάντησή του όταν του εξηγήσαμε πως ασχολούμαστε με τους αστέγους, ήταν «α, εμείς εδώ δεν έχουμε». Ο κόσμος εθελοτυφλεί, κοιτάζει περίεργα, νομίζει πως επειδή βοηθάμε κάποιον άστεγο, θα «ριζώσει» στη γειτονιά του. Στη συνέχεια, βγήκα στο street work γενικά, απευθυνόμενη προς όλες τις ηλικίες, με την εμπειρία μου να ξεκινάει εν μέσω covid. Το καλοκαίρι ωστόσο, που οι μάσκες δεν ήταν υποχρεωτικές, υπήρχε παραπάνω ζεστασιά και αμεσότητα στην προσέγγισή μας προς τους ανθρώπους, καθώς εστιάζουμε στο ψυχολογικό κομμάτι. Προσφέρουμε ό,τι μπορούμε στους ωφελούμενούς μας, με την ανθρώπινη επαφή ωστόσο να τίθεται στο επίκεντρο. Πλέον, το ότι φοράμε μάσκες με δυσκολεύει πολύ, γιατί αποζητώ πολύ την επαφή, τις εκφράσεις του προσώπου. Προσλαμβάνεις διαφορετικά το πρόβλημα του άλλου, βιώνεις μία κοινή εμπειρία. Οι ανάγκες των ανθρώπων αυξάνονται, αλλά και η δική μου, καθώς οι άνθρωποι αυτοί ζουν στο δρόμο και ο δρόμος έχει «βγει» απ’ τη ζωή μας αυτή την περίοδο. Θέλω πολύ να βρίσκομαι κοντά τους τώρα που έχουν χάσει την ελευθερία τους στις μετακινήσεις (δυσκολεύονται για παράδειγμα να πάνε να κάνουν ένα μπάνιο σε κάποιον συγγενή τους), πόσο μάλλον όταν δεν απολαμβάνουν τις ανέσεις ενός σπιτιού.

Έχει αλλάξει πολύ και η κατάσταση με τις δομές αστέγων. Δεδομένου ότι λόγω covid δε μπορούν να μπαινοβγαίνουν, πολλοί νιώθουν πως θα είναι σαν έγκλειστοι εάν πάνε. Βάζουν και λιγότερα άτομα πλέον. Εμείς κάνουμε βάρδιες και χαρτογράφηση, ξέρουμε ποιους ανθρώπους έχουμε και πού. Ο κόσμος βοηθάει πολύ, αν και οι προσφορές και οι δωρεές που έχουμε από κόσμο στο πεδίο, έχουν περιοριστεί λόγω συνθηκών. Και στο ψυχολογικό κομμάτι ακόμη, είναι πολύ πιο δύσκολο να κοιτάς τον δίπλα σου, να επικοινωνήσεις, να βοηθήσεις. Με έχει σοκάρει η ανάγκη των ανθρώπων στο δρόμο για επικοινωνία, πέρα από τα υλικά αγαθά που θα προσφέρουμε και την παραπομπή μας σε υπηρεσίες που θα χρειαστεί να πάνε. Μου έχει κάνει πολλή εντύπωση ότι δεν έχουν την αγάπη που εμείς θεωρούμε δεδομένη, αλλά οι ίδιοι την προσφέρουν εγκάρδια, και προς εμάς, που είναι πολύ γλυκό, και κυρίως προς τα ζώα. Όλοι έχουν κάποιο ζωάκι για συντροφιά, παρόλο που γνωρίζουν πως αν δεν έχουν εκείνοι να φάμε, δε θα ΄χει κι αυτό. Οι άνθρωποι κρίνουν πολύ, οπότε είναι η μόνη αγνή συντροφιά που έχουν. Υπάρχει και το στίγμα που ωθεί πολλούς άστεγους να εγκαταλείψουν τον κύκλο τους, πέραν του ότι ο ίδιος ο κύκλος τους εγκαταλείπει.

Μαρίζα, 23 ετών, εθελόντρια συντροφιάς

Ούσα φοιτήτρια ψυχολογίας, σκεφτόμουν πως θα είναι μία πολύ καλή ευκαιρία να εκπαιδευτώ, βιώνοντας εμπειρίες από τις οποίες δεν πληρώνεσαι απαραίτητα. Η ευαισθητοποίησή μου για τα παιδιά, με ώθησε να έρθω σε επαφή με το Χαμόγελο του Παιδιού. Διαβάζοντας την ιστορία του της οργάνωσης, που ξεκίνησε με ένα παιδάκι το οποίο πάλευε με τον καρκίνο, αλλά και μέσα από τη γενικότερη προσπάθειά της να προσφέρει χαρά σε παιδιά, προσφέροντάς τους φιλοξενία και αναζητώντας ένα σπίτι για εκείνα, ενώ αρχικά σκεφτόμουν πως θα συνεισφέρω για κάποιο διάστημα, εν τέλει θέλησα να παραμείνω όσο περισσότερο μπορούσα. Αποφάσισα πως για ΄μένα ήταν πολύ σημαντικό να βοηθήσω μέσω της συντροφιάς μου σε παιδιά που βρίσκονταν σε νοσοκομεία, εκ των οποίων πολλά είχαν απομακρυνθεί με δικαστική εντολή απ’ τα σπίτια τους. Στη συνέχεια εισχώρησα και στη μονάδα καρκινοπαθών παιδιών. Αρκετά από αυτά, ήταν με τους γονείς τους. Με συγκινούσαν πολύ τα παιδιά που αναζητούσαν την παρέα, ένιωθα γεμάτη συναισθηματικά, καθώς πράγματα που εγώ θεωρώ αυτονόητα, για κάποιους δεν είναι. Το να πηγαίνω και να αφιερώνω 3-4 ώρες στα παιδιά αυτά, ήταν συγκινητικό και μολονότι μας έλεγαν συνεχώς να μη δεθούμε συναισθηματικά μαζί τους, όσο δίκιο κι αν είχαν, ήταν ανέφικτο και το ήξεραν και οι ίδιοι. Δε μπορείς εύκολα να διατηρήσεις ένα δεσμό που δημιουργείς σε αυτές τις συνθήκες, γιατί πολλά απ’ τα παιδιά εν τέλει πεθαίνουν. Σε στιγματίζει κι εσένα και το παιδί η επαφή.

Η χαρά που έχουν κάθε φορά που μας βλέπουν, είναι ανεκτίμητη. Βλέπεις τα χαμογελούν τόσο έντονα, που αυτό αγγίζει την καρδιά σου. Πολλές φορές δεν ήθελα να φύγω. Αν σκεφτείς ότι τα περισσότερα απ’ αυτά τα παιδιά παλεύουν για να ζήσουν, δίχως την παρουσία ενός γονέα στη ζωή τους, και αγωνιούν για το μέλλον τους, για το αν θα γνωρίσουν μία καλύτερη μαμά ή έναν καλύτερο μπαμπά, η παρουσία μας είναι πολύτιμη για εκείνα. Πλέον, λόγω covid αυτή η επαφή δεν είναι εφικτή, οι εθελοντικές δράσεις περιορίζονται ή σταματούν, οπότε τα παιδιά αυτά είχαν μια χαρά που τους προσέφερε η ουσιαστική επαφή με τους εθελοντές, την οποία πια στερούνται. Υπάρχει πολλή απομόνωση, περιορίζονται οι δραστηριότητές τους και η ζωτική επαφή με τους ανθρώπους.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Χριστίνα Δ., 23 ετών, εθελόντρια φωτογράφος

Είμαι τελειόφοιτη φοιτήτρια του Τμήματος Φωτογραφίας και Οπτικοακουστικών Τεχνών στην Αθήνα. Έχοντας φέτος περισσότερο χρόνο και την ανάγκη να ασχοληθώ με φωτογραφικά πράγματα, ξεκίνησα να ψάχνω και είδα ότι η Ithaca Laundry αναζητούσε φωτογράφο. Δεδομένης της κατάστασης που βιώνουμε, αποζητούσα την επαφή με τον κόσμο. Είναι η πρώτη φορά που ασχολούμαι με τον εθελοντισμό και πλέον τους τελευταίους δύο μήνες είμαι μέλος της ομάδας. Βρίσκομαι όσο συχνότερα μπορώ στα διάφορα σημεία όπου πραγματοποιείται η δράση του κινητού πλυντηρίου και στόχος μου είναι η ανάδειξη του έργου της οργάνωσης, ώστε να γίνει γνωστή σε ολοένα περισσότερο κόσμο που έχει ανάγκη, αλλά και για να ευαισθητοποιήσω. Η αλλαγή εν μέσω κορωνοϊού είναι τρομερή. Η κύρια επαφή μου με τον κόσμο είναι η φωτογραφική, οπότε προσπαθώ να κερδίσω το βλέμμα τους, το ενδιαφέρον τους και να πάρω έμμεσα (ή άμεσα κάποιες φορές), την άδειά τους. Φορώντας μάσκες, αυτό δυσκολεύει, γιατί ξαφνικά οι άνθρωποι φαίνονται πιο «κακοί». Εγώ συνήθως χαμογελάω και τώρα δε μπορεί να φανεί αυτό. Αποκτώ έτσι μία απόσταση επιπλέον απ’ τον κόσμο. Υπάρχει βέβαια και η καχυποψία, γιατί οι άνθρωποι δε ξέρουν γιατί τον φωτογραφίζεις. Πολλές φορές νιώθουν ντροπή όντες ευάλωτοι και δε θέλουν να ξέρει ο κόσμος ότι έρχονται στο πλυντήριο.

Φωτογραφία: Χριστίνα Δεσύλλα (εθελόντρια Ithaca Laundry)

Βλέπουμε πολύ συχνά να έρχονται οι ίδιοι άνθρωποι. Θυμάμαι να πλησιάζει ένα παιδί 10-12 χρόνων, για να τσεκάρει αν είναι έτοιμα τα ρούχα του, κάνοντας κύκλους με το ποδήλατο. Με είχε δει με τον φακό, του είχε κινήσει το ενδιαφέρον και δυσκολευόταν να βάλει τα πράγματα στην τσάντα. Τον βοήθησα και τον ρώτησα αν θέλει να τον βγάλω μια φωτογραφία. Μου απάντησε θετικά στα αγγλικά, ήταν ενθουσιασμένος. Πόζαρε και είχε ένα γλυκύτατο χαμόγελο, που είναι όλη η αμοιβή για ‘μένα, η χαρά που βιώνω όταν βλέπω χαρούμενα προσωπάκια να παραλαμβάνουν καθαρά ρούχα. Η συμμετοχή μου στην οργάνωση με έκανε να επαναπροσδιορίσω τις προτεραιότητές μου και να δώσω λίγο μεγαλύτερη αξία στα μικρά πράγματα. Θεωρώ πως ο φωτογραφικός φακός έχει υποχρέωση να αποτυπώνει δράσεις που αφορούν ανθρώπους ευάλωτων κοινωνικά ομάδων. Δυστυχώς στην εποχή μας πολλοί άνθρωποι κλείνουν τα μάτια κι επιλέγουν να μη δουν το πρόβλημα. Κι όταν η φωτογραφική αποτύπωση πραγματοποιείται με σεβασμό κι ευαισθησία στον άνθρωπο, χωρίς να επιδιώκει τη λύπηση, είναι ικανή να βάλει το λιθαράκι της στο να επέλθει η αλλαγή της στερεοτυπικής αντίληψης που έχει η κοινωνία απέναντί τους, ούσα αρνητικά προδιατεθειμένη. 

Λουίζα Σολομών-Πάντα