Είναι άνθη γεννημένα από κάποια θυσία, πίστεψαν πολλοί στην πάροδο των αιώνων για τις παπαρούνες. Φυτρώνουν εκεί που ανακατώνονται δάκρυα με αίμα.
Γι’ αυτό φύτρωσαν κατά χιλιάδες στις πεδιάδες της Φλάνδρας, όταν αυτές υποδέχτηκαν στοργικά το αίμα των χιλιάδων πεσόντων στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο – και η παράταιρη με το βομβαρδισμένο τοπίο ομορφιά τους γέμισε με δάκρυα τα μάτια του υπολοχαγού Τζον ΜακΚρέι, ο οποίος έγραψε:
«Στις πεδιάδες της Φλάνδρας/ οι παπαρούνες ανεμίζουν/ Ανάμεσα στους σταυρούς, σειρά με τη σειρά/ Τη θέση μας έτσι θυμίζουν‧… Κι αν η πίστη σου καμφθεί, για μας που έχουμε πεθάνει/ Δεν θα κοιμηθούμε ποτέ όσο φυτρώνουν παπαρούνες/ Στις πεδιάδες της Φλάνδρας».
Από τότε στον Καναδά, τη Βρετανία κι αλλού, γιορτάζουν την Ημέρα Μνήμης με κονκάρδες και αναθήματα με παπαρούνες.
Γι’ αυτό φύτρωσαν στο χώμα όπου ενώθηκε το αίμα του σκοτωμένου από τον ζηλόφθονο θεό Άρη Αδώνιδος, με τα δάκρυα της θεάς Αφροδίτης, που θρηνούσε για τον νεκρό εραστή της.
Καθώς διανύουμε την Εβδομάδα των Παθών, τα λουλούδια αυτά γεννιούνται παντού, ακόμα και στις πιο μικρές σχισμές λεφτεριάς ανάμεσα στα τσιμέντα.
Τι χρώμα είχε φέτος ο Χριστός; Είχε το χρώμα του νεαρού μετανάστη που βρέθηκε νεκρός, ξεπαγιασμένος, έξω από ένα ξωκλήσι την Εβδομάδα των Παθών.
Τι φύλο είχε ο Χριστός; Ήταν γυναίκα, και κάηκε ζωντανή μαζί με τα δυο παιδιά της στο φτωχικό τους, καθώς αποζητούσαν λίγη ζεστασιά από ένα μαγκάλι.
Τι ηλικία είχε ο Χριστός; Ίδια με το τρίχρονο προσφυγάκι που αντί να αντιλαλεί από το γέλιο του η πλάση, βρέθηκε νεκρό, σε προχωρημένη σήψη κάπου στο Αιγαίο.
Ναι. Κι ακόμα άφησε την τελευταία του πνοή σ’ ένα ρημαγμένο απ’ τους «Ρωμαίους» νοσοκομείο – ευάλωτος, πένητας κι ολομόναχος γέροντας, χωρίς να προλάβει ούτε καν η νοσοκόμα να του κρατήσει το χέρι.
Ποιος θα λογοδοτήσει φέτος για τη Σταύρωση τόσων Χριστών;
Και φέτος τα αργύρια ήταν πολλά. Τα τσέπωσε χοντρά ο Ισκαριώτης από τότε που η αμοιβή του «αναπροσαρμόστηκε» με βάση μια ρήτρα.
Δες, όμως, τις παπαρούνες. Κοίταξέ τες. Ξέρουν.
Στο λουλούδι αυτό ανέκαθεν σφιχταγκαλιάζονταν ο θάνατος με τη ζωή.
«Ήταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που ‘ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ’ άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα», έγραφε ο Στρατής Μυριβήλης στο «περιβόλι του Θανάτου» του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
«Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής. Ακουμπώ πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ. Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά… Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα. Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ’ αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός…»
Η παπαρούνα του χάρισε προς στιγμήν λυτρωτική Λησμοσύνη για το μεγάλο θανατικό.
Γιατί, βλέπεις, όσο χρειαζόμαστε την προστασία της μητέρας των Μουσών θεάς Μνημοσύνης για να αναζητούμε την Αλήθεια (από το «α» το στερητικό και το «λήθη» – δηλαδή, να μη λησμονείς), άλλο τόσο χρειάζεται κάποτε να προσφεύγουμε στη θεά Λήθη, για να ρίξει βάλσαμο στον πόνο που συχνά προκαλεί ακριβώς η ανακάλυψη της Αλήθειας.
Άλλωστε, ολόκληρη θεά, η Δήμητρα, κατέφυγε στον ζωμό αυτού του μαγικού λουλουδιού για να γαληνέψει τη δυστυχία της όταν ο Πλούτωνας απήγαγε τη λατρεμένη θυγατέρα της Περσεφόνη. Γι’ αυτό δημιούργησε την παπαρούνα και την έχρισε ιερό φυτό της.
Κι η Ωραία Ελένη έδωσε στον Τηλέμαχο και τους συντρόφους του στην Τροία χυμό παπαρούνας –το «νηπενθές»- για να λησμονήσουν τη λύπη τους για την ήττα.
Η λησμονιά βέβαια κάποτε φλερτάρει με τον Ύπνο, που έσταζε όπιο απ’ το λουλούδι με το ραβδί του, και τον Θάνατο – τους γιους του Άδη.
Πιο πολύ απ’ όλους, είναι οι Εσταυρωμένοι που έχουν ανάγκη τo βάλσαμο της Λησμονιάς, υψωμένοι στο Μαρτύριό τους από εκείνους που ξεδιάντροπα μιλούν στην Αγορά για πατρίδα και θρησκεία, κι από πίσω μεθοδεύουν την εξολόθρευση μικρών Χριστών και διώχνουν τις τρανς Μαρίες Μαγδαληνές απ’ τα συσσίτια:
«μὲ τί βιασύνη προχωρεῖ ὁ Ἰησοῦς/ ἐφέτος/ πρὸς τὴν Ἀνάσταση…/ Παραμερίζει/ πανέρια τεράστια/ γιομάτα βιολέτες/ σπρώχνει τοὺς ἀέναους/ παπάδες/ τινάζει/ νευρικὰ πρὸς τὰ πίσω/ τὴ μαλλούρα του/ τὸ γεγονὸς εἶν’ ὁλοφάνερο:/ βαρέθηκε», έγραφε ο Νίκος Καρούζος.
Πώς να μη βαρεθεί;
Δυο χιλιετίες θυσιάζεται, κι ο ήλιος δεν γυρνά.
Η πορεία της ανθρωπότητας θυμίζει εκείνο έναν διάλογο από τη βιτριολική σάτιρα των Μόντι Πάιθον «Ένας Προφήτης, Μα τι Προφήτης», όπου ο κοινός θνητός Μπράιαν περνιέται κατά λάθος για τον Χριστό:
«Συνέλαβαν τον Μπράιαν, θα τον σταυρώσουν!»
«Μάλιστα. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να συζητήσουμε άμεσα».
Γι’ αυτό Άνοιξη χωρίς παπαρούνες δεν νοείται.
«Θὰ πρέπει νὰ ἦταν ἄνοιξη/ γιατὶ ἡ μνήμη αὐτὴ/ ὑπερπηδώντας παπαροῦνες ἔρχεται», έγραφε η Κική Δημουλά.
Κι ο Οδυσσέας Ελύτης είδε ακόμα παραπέρα: «Άπλωσε μια πρασιά στοργής/ για να κυλήσει ο ήλιος στο κεφάλι του./ Ν’ ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες,/ τις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποι/ για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος./ Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη/ φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας».
Οι παπαρούνες έχουν αναλγητικές ιδιότητες. Κυρίως, όμως, παυσίλυπες.
Ας περισυλλέξουμε λοιπόν με ιερή φροντίδα το αίμα των Εσταυρωμένων μας, κι ας το ενσταλάξουμε με στοργή στα πιο πολύτιμα χωράφια της μνήμης, να φυτρώσουν οι πιο άλικες παπαρούνες.
Κι ας τις δρέψουμε έπειτα σε τεράστιες αγκαλιές, για να λησμονήσουμε τον πόνο που μας έκανε να επιτρέψουμε στις ελπίδες μας να ξοφλήσουν.
Κλαίγοντας η μια στην αγκαλιά της άλλης, η Μνημοσύνη κι η Λησμονιά θα αναστήσουν την Ελπίδα.
Κάπως έτσι, ο μόνος δρόμος για την Ανάσταση περνά μέσα από τα Λιβάδια με τις Παπαρούνες.
Καλό Πάσχα σε όλους.