Ο Δημήτρης Φραγκούλης και ο Αχιλλέας Καμζόλας, είναι μέλη του εγχώριου rock συγκροτήματος Crown Syndrome. Από το 2019, διαδίδουν τη μουσική τους στους δρόμους της Αθήνας, προσφέροντας στιγμές χαράς στους περαστικούς που συνηθίζουν να στέκονται μπροστά τους για αρκετή ώρα, δημιουργώντας το κλίμα μίας υπαίθριας συναυλίας. Εν μέσω πανδημίας, η ανάγκη να εξασφαλίσουν κάποιο εισόδημα ως ανεξάρτητοι μουσικοί, μεγεθύνθηκε, καθώς δεν λαμβάνουν κάποια στήριξη από το κράτος. Για παραπάνω από ένα χρόνο, λουκέτα «κοσμούν» τους μικρούς και μεγάλους συναυλιακούς χώρους, ενώ οι μουσικοί κοντεύουν να ξεχάσουν πώς είναι να παίζουν μπροστά στο κοινό τους.
Την περασμένη Τρίτη, ο Δημήτρης και ο Αχιλλέας φόρτωσαν την κιθάρα και τα ντραμς τους σε ένα ταξί και πήραν το δρόμο για το Περιστέρι, με σκοπό να παίξουν μουσική το απόγευμα στην πλατεία και να απομακρύνουν για λίγο τις σκέψεις των περαστικών από το βούρκο της πανδημίας. Μετά το δεύτερο κομμάτι, περίπου 50 άτομα είχαν μαζευτεί τριγύρω τους φορώντας μάσκες και απολάμβαναν το θέαμα. Ανάμεσά τους, βρίσκονταν και αρκετές οικογένειες. Για την αστυνομία, που «επιτηρούσε» επί αρκετή ώρα τον συγκεντρωμένο κόσμο, φαίνεται πως δύο άνθρωποι που παίζουν μουσική σε μία πλατεία, αποτελούν κίνδυνο διασποράς του κορωνοϊού – ή μάλλον «κίνδυνο» γενικότερα. Εξίσου «επικίνδυνοι», φαίνεται πως ήταν για εκείνους και οι πολίτες που, φορώντας τις μάσκες τους ενθάρρυναν τα παιδιά που έπαιζαν μουσική και θυμήθηκαν για λίγο τι εστί ψυχαγωγία.
Λίγο αργότερα, η επιτήρηση πήρε τη μορφή προσαγωγής για τους δύο μουσικούς, με μία διμοιρία αντρών της ΟΠΚΕ να τους οδηγεί στο αστυνομικό τμήμα Περιστερίου. Την αναίτια προσαγωγή τους, όπως κατήγγειλαν μέσω ανάρτησής τους στο Facebook, διαδέχτηκαν οι απειλές για κατάσχεση των μουσικών τους οργάνων αλλά και το διπλό πρόστιμο των 300 ευρώ που τους επιβλήθηκε. Με αφορμή το «τραγελαφικό» συμβάν, ο Δημήτρης Φραγκούλης μιλάει στην Popaganda για το χρονικό της προσαγωγής τους.
«Ξεκινάμε να πάμε στο Περιστέρι και όπως είμαστε στο ταξί, διακρίνουμε προτού φτάσουμε πολλές κλούβες, μεγάλη αστυνόμευση γενικά. Φτάνουμε στην πλατεία, ξεκινάμε να παίζουμε κι όπως βλέπουμε την ισχυρή αστυνομική παρουσία, νομίζουμε αρχικά πως έχει συμβεί κάτι άλλο. Καθώς παίζουμε καταλαβαίνουμε ότι έχουν έρθει από διάφορα κανάλια για να δείξουν τον κόσμο του Περιστερίου και τον συνωστισμό στην περιοχή, με τους αστυνομικούς να κατευθύνονται προς όποιο σημείο είχε έστω και λίγο μαζεμένο κόσμο κάνοντας τους «νταήδες».
Καθώς ο Δημήτρης και ο Αχιλλέας έπαιζαν το δεύτερο-τρίτο κομμάτι του set, περνάει από μπροστά τους μία διμοιρία, δίχως ωστόσο να τους πει αρχικά κάτι, οπότε και συνέχισαν να κάνουν τη δουλειά τους. «Ο κόσμος σιγά σιγά άρχισε να έρχεται και σε εμάς, πέρα από εκείνους που περνούσαν και στέκονταν για λίγο. Μαζεύτηκαν περίπου 50 άτομα. Την ώρα που οι άνθρωποι παρακολουθούσαν, περικυκλώνονται από πίσω τους από ΜΑΤ και σε εμάς έρχονται οκτώ άνδρες των ΟΠΚΕ μαζί με άλλους τρεις ασφαλίτες και καταλήγουμε έτσι ξαφνικά να έχουμε περικυκλωθεί».
«Ήταν κινηματογραφική στιγμή, ήταν ακραίο. Ήμαστε απλά δύο μουσικοί». Κατά τη διάρκεια που έπαιζαν, ο Αχιλλέας φορούσε μάσκα, ενώ ο Δημήτρης την είχε κατεβασμένη καθώς είχε το μικρόφωνο μπροστά του. «Μας σταματούν λοιπόν και τότε ο περισσότερος κόσμος αρχίζει να φοβάται και να απομακρύνεται (υπήρχαν αρκετές οικογένειες με παιδιά). Ορισμένοι παρέμειναν και μπροστά σε όλο τον κόσμο ο διοικητής άρχισε να φωνάζει “να τους κατασχέσετε τα πράγματα, πάρτε τους μέσα, πάρτε τα όλα”. Εμείς είχαμε μονάχα μια κιθάρα και τα ντραμς, ένα μικρό κιόλας σετάκι που δεν βγάζει τον ήχο των κανονικών τυμπάνων».
Στην αρχή, δίχως καλά καλά να έχουν καταλάβει τα αγόρια τι συνέβαινε και γιατί έχει προκληθεί όλη αυτή η ένταση, άρχισαν να μαζεύουν τα πράγματά τους με σκοπό να φύγουν. «Μας είπαν με attitude να σηκωθούμε και να φύγουμε αμέσως. Ο διοικητής καθώς μαζεύαμε συνέχισε να φωνάζει να μας κατασχέσουν τα πράγματα και μπροστά στα μάτια του κόσμου μας οδήγησαν σε μια γωνία. Υπήρχαν δύο-τρία άτομα που διαμαρτυρήθηκαν και εξέφρασαν δυσαρέσκεια, οι περισσότεροι ήταν σαστισμένοι. Δεν παρενέβη όμως ουσιαστικά κάποιος σε αυτό που συνέβαινε».
«Μας έβαλαν λοιπόν στο περιπολικό με τα πράγματα μαζί – ήμασταν συνεργάσιμοι και μπήκαμε αμέσως, δεν αντιδράσαμε – και μας πήγαν στο αστυνομικό τμήμα του Περιστερίου». Οι αστυνομικοί δεν ανέφεραν ποτέ στον Δημήτρη και τον Αχιλλέα ποια ήταν η αιτία της προσαγωγής, πέραν του ότι είναι παράνομο «αυτό» που κάνουν.
«Στο τμήμα λοιπόν, πήραν όλα μας τα στοιχεία. Στην αρχή ο ένας αστυνομικός μας καθησύχασε πως δεν θα συμβεί κάτι και πως δεν θα μας πάρουν τα πράγματα, ωστόσο αφού μας απέσπασαν τα στοιχεία και μας τόνισαν να μην ξαναπάμε να παίξουμε στην πλατεία, να μην ξαναπαίξουμε γενικώς στο δρόμο μουσική, μας έδωσαν πρόστιμο, από 300 ευρώ στον καθένα, ενώ μας είχαν καθησυχάσει στην αρχή πως δεν θα συμβεί κάτι». Από την ώρα που τους έβαλαν στο περιπολικό μέχρι την ώρα που έφυγαν εν τέλει από το τμήμα, το συμβάν διήρκησε περίπου μιάμιση ώρα.
«Τη στιγμή που μας είπαν πως θα γίνει προσαγωγή, δεν αντιδράσαμε γιατί φοβηθήκαμε μήπως μας πάρουν τα πράγματα. Χίλιες φορές το 300ρι που θα πληρώσουμε από το να μας πάρουν τα μουσικά μας όργανα. Από εδώ και στο εξής, εννοείται πως θα ξαναπαίξουμε όπως και κάνουμε τα δύο περίπου τελευταία χρόνια. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με την αστυνομία παίζοντας μουσική στο δρόμο, απλά τώρα ήταν πιο ακραίοι, πιο εξαγριωμένοι. Στο Σύνταγμα για παράδειγμα όπου παίζαμε, μας είχαν πει στο παρελθόν να σταματήσουμε και να φύγουμε και τους είπαμε ότι δεν πρόκειται να το κάνουμε».
Τα παιδιά παλαιότερα, σε αντίστοιχα σκηνικά, συνήθιζαν να κάνουν μία δημοσίευση στο Instagram και το Facebook προσκαλώντας τον κόσμο να συσπειρωθεί μαζί τους και να αντιδράσει στην προσπάθεια της αστυνομίας να καταστείλει το παίξιμό τους στο δρόμο. «Αυτή τη φορά, οι αστυνομικοί ήταν περισσότεροι από οποιαδήποτε άλλη, δεν τολμούσες να κάνεις κίνηση να φύγεις. Έκανα δύο βήματα για να πάρω κάτι από το περίπτερο και με ακολουθούσαν από πίσω. Όταν λοιπόν μου λένε πως είμαι παράνομος με αυτό που κάνω, τους λέω ναι, αλλά θα παραμείνω παράνομος γιατί αν δεν το κάνω αυτό δεν θα έχω σπίτι να μείνω. Οπότε έξω θα με βρείτε και πάλι».