Μία μέρα του Απρίλη, το 1914, μέλη της εθνοφρουράς του Κολοράντο ήρθαν σε ένοπλη σύγκρουση με Αμερικανούς απεργούς ανθρακωρύχους. Οι εργάτες ζούσαν σε σκηνές που είχαν εγκατασταθεί στην ύπαιθρο, αφού τους είχαν διώξει από τα σπίτια που τους είχε παραχωρήσει η εταιρία για την οποία δούλευαν. Η ένοπλη συμπλοκή βρήκε νεκρούς αρκετούς ανθρακωρύχους, συμπεριλαμβανομένου ενός 12χρονου αγοριού που δούλευε στα ανθρακωρυχεία, ενώ υπήρξαν θύματα και από την πλευρά της εθνοφρουράς.
Επρόκειτο για τη Σφαγή του Λάντλοου, ένα από τα πολλά στιγμιότυπα μίας παρατεταμένης σύγκρουσης που συγκλόνισε για χρόνια την Αμερική των αρχών του 20ου αιώνα. Το διακύβευμα ήταν μια ριζική κοινωνική αλλαγή: Θα μπορούσαν οι ανθρακωρύχοι, το βιομηχανικό προλεταριάτο και οι εργάτες γης του νεαρού ακόμη βιομηχανικού κράτους να οργανώσουν εργατικές ομάδες και συνδικάτα με στόχο να διαπραγματευτούν για καλύτερες συνθήκες εργασίας, όπως το μισθό τους, τις ώρες εργασίας και την κοινωνική ασφάλιση;
Αν οι εργάτες του Λάντλοου έκαναν ένα ταξίδι στο σήμερα, θα παρατηρούσαν πολλά κοινά με την εποχή τους, όπως οικονομική ανισότητα, ανεργία, φτώχεια. Όμως ταυτόχρονα θα παρατηρούσαν και μία διαφορά που θα τους πλήγωνε: την ανυπαρξία των συνδικάτων.
Κανείς θα αναρωτιόταν τι σημασία έχουν όλα αυτά σήμερα, την εποχή που η υποχώρηση του εργατικού κινήματος θεωρείται μία ανεπίστρεπτη πραγματικότητα, απότοκο της παγκοσμιοποίησης και της αυτοματοποίησης της οικονομίας που κινούνται στον αστέρα της μεταβιομηχανικής εποχής.
Την απάντηση επιχείρησε να δώσει το περιοδικό The Atlantic, με ένα άρθρο το οποίο φαντάζει αιρετικό για τα φιλελεύθερα δεδομένα του Δυτικού κόσμου.
Ενώ σήμερα συζητήσεις περιστρέφονται γύρω από τη συνεχώς διευρυνόμενη ανισορροπία πολιτικής ισχύος μεταξύ των συμφερόντων των εργαζομένων και εκείνων των οικονομικών ελίτ, Ρεπουμπλικάνοι και Νεοφιλελεύθεροι σε ΗΠΑ και Ευρώπη αντίστοιχα εκθειάζουν την ελεύθερη αγορά, απευχόμενοι την επιστροφή των συνδικάτων. Όμως το ίδιο φαίνεται να κάνουν και οι πολιτικές δυνάμεις – Δημοκρατικοί σε ΗΠΑ και Σοσιαλδημοκράτες στην Ευρώπη – που εξέφραζαν ιστορικά τα αιτήματα των συνδικάτων σε κυβερνητικό επίπεδο.
Το γιατί τα πράγματα πήραν αυτή την κατεύθυνση, γιατί αυτό είναι πρόβλημα και τι μπορεί να γίνει για να επανέλθει η πολιτική με άξονα την εργασία, αποτελούν ζητήματα που πραγματεύονται δύο συγγραφικά πονήματα που επιχειρούν να επαναφέρουν το «εργατικό ζήτημα» στο επίκεντρο του αμερικανικού – και όχι μόνο – δημοσίου διαλόγου. Πρόκειται για το βιβλίο του ιστορικού Steve Fraser The Age of Acquiscence και το βιβλίο Only One Thing Can Save Us, το οποίο έγραψε ο Αμερικανός εργατολόγος Thomas Geoghegan.
Αμφότεροι υποστηρίζουν πως η αποτελεσματική καταπολέμηση της συνεχώς διευρυνόμενης οικονομικής ανισότητας απαιτεί κάτι παραπάνω από φορολόγηση των πλουσίων ή κυβερνητικά προγράμματα για την υποστήριξη των φτωχών. Η φιλελεύθερη γκάμα λύσεων απέναντι στη στασιμότητα του εισοδήματος – η σύλληψη του Thomas Piketty για ένα παγκόσμιο φόρο πλουσίων, η πρόταση της Elisabeth Warren για φθηνότερα φοιτητικά δάνεια – δεν μπορούν να αλλάξουν το υπάρχον πολιτικό κλίμα. Σε κάθε περίπτωση, όπως τονίζει ο Geoghegan, η επικέντρωση των προσπαθειών σε μία συνεχή απόκτηση δεξιοτήτων είναι ανεπαρκής για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων σε μία οικονομία που βασίζεται στη βραχυπρόθεσμη εργασία.
Οι δύο συγγραφείς υποστηρίζουν πως, σε ένα σύστημα παραμορφωμένο σαν το σημερινό, το «εργατικό ζήτημα» αποτελεί κλειδί για να καταπολεμηθούν όχι μόνο οι οικονομικές ανισότητες αλλά και οι πολιτικές και πολιτιστικές συνέπειες που οι πρώτες αναπαράγουν. Για να επανακτηθεί μέρος της δημοκρατικής κουλτούρας και αξιών, τις οποίες έφθειραν η ανισότητα και ο τρόπος με τον οποίο οργανώθηκε η παραγωγή και κατανάλωση προϊόντων στον καπιταλισμό του 20ού αιώνα.
Τα παραπάνω δύο συγγράμματα, που απηχούν τις θεωρίες της Σχολής της Φρανκφούρτης – αν όχι το περιεχόμενο, σίγουρα το πνεύμα, που είναι πιο σημαντικό – αξίζουν την προσοχή μας για τους εξής λόγους:
1. Υιοθετούν μία πραγματιστική ανάλυση της πορείας του εργατικού κινήματος, το οποίο, από σκληρός κριτής των οικονομικών και πολιτιστικών συνεπειών της ελεύθερης αγοράς κατέληξε να ενσωματωθεί πλήρως από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής που γνώρισε πρωτόγνωρους ρυθμούς παραγωγικότητας το δεύτερο μισό του 20 αιώνα.
2. Αναζητούν μία αξιόπιστη απάντηση στο ζήτημα της «χαμένης αγωνιστικότητας» που χαρακτηρίζει το σημερινό κόσμο. Ήταν ο δυναμισμός τον οποίο απέπνεε η οικονομία που έκανε τους εργάτες του περασμένου αιώνα να είναι πιο «τολμηροί στο να οραματιστούν ένα μη-καπιταλιστικό μέλλον», αναφέρει στο βιβλίο του ο Fraser. Παρακινούμενες από τις ουτοπικές τους ελπίδες, όλο και μεγαλύτερες μερίδες εργατών βρήκαν τη δύναμη να αντιμετωπίσουν τις ανισότητες που τους περιέβαλλαν – ένα πνεύμα γενναιότητας που σήμερα έχει σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί.
3. Επιχειρούν να αποδείξουν ότι το εργατικό κίνημα συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην οικονομική σταθερότητα, την κοινωνική ανεξαρτησία και την ενστάλαξη του ιδεώδους της «κοινωνικής κινητικότητας μέσα από σκληρή δουλειά», αντιλήψεις και αρχές που ασπάστηκε ιστορικά η λεγόμενη μεσαία τάξη.
4. Έρχονται να θέσουν ερωτήματα σε μία εποχή που ο παραγόμενος πλούτος συγκεντρώνεται στα χέρια μίας οικονομικής ελίτ, σε επίπεδα ανάλογα με εκείνα που υπήρχαν στις αρχές του 20ού αιώνα. Το 1% των πλουσιότερων κατοίκων της Αμερικής κατέχει σήμερα το 40% του πλούτου και συγκεντρώνει το 20% του εθνικού εισοδήματος. Πρόκειται για ποσοστά ανάλογα με εκείνα των αρχών του 20ού αιώνα (και κατά πολύ αυξημένα από τα αντίστοιχα 25% και 9% της δεκαετίας του 1970).
5. Οι αναλύσεις τους τοποθετούνται στο πλαίσιο της νέας πραγματικότητας που επικρατεί στην εργασία: οι χαλαρότεροι δεσμοί με τη μονάδα παραγωγής, η μερική εργασία, τα συνεχώς εναλλασσόμενα ωράρια και η αύξηση των «freelancer συνεργατών» είναι μερικοί από τους παράγοντες που έχουν αποσυνθέσει το παραδοσιακό εργασιακό περιβάλλον, με ανάλογες συνέπειες στους δεσμούς των εργαζομένων και τη συμμετοχή τους στα συνδικάτα.
Από οικονομική άποψη, κάποιο μπορεί να υποστηρίξουν ότι κράτη με τόσο μεγάλες οικονομικές ανισότητες, όπως οι ΗΠΑ και τα μέλη της ΕΕ (επισημαίνεται ότι η Γερμανία βρίσκεται στην κορυφή των ευρωπαϊκών κρατών με βάση τις οικονομικές ανισότητες των πολιτών τους), είναι καταδικασμένα σε συνεχείς περιόδους ύφεσης, υψηλά επίπεδα ανεργίας και δημοσίου χρέους. Ωστόσο, όπως υποστηρίζουν οι Fraser και Geoghegan, τα βαθύτερα προβλήματα είναι ηθικά και πολιτικά. Οι αδυσώπητες ιεραρχικές σχέσεις που οι οικονομικές ανισότητες αναπαράγουν εκκολάπτουν στην κοινωνία μία νοοτροπία ήττας και γενικής παράλυσης. Σε κάθε στρώμα της σύγχρονης κοινωνίας, η ιδέα ότι μετράνε μόνο εκείνοι που έχουν λεφτά επαληθεύεται καθημερινά. Από το επίπεδο ιατρικής περίθαλψης που έχουμε μέχρι τον παιδικό σταθμό που στέλνουμε να παιδιά μας, η αποκοπή των φτωχών από τους πλούσιους καθιστά αδύνατη μία κοινή κοινωνική εμπειρία.
Μπορούμε να φανταστούμε το μέλλον με τους κανόνες ενός παλαιού πολιτικού παιχνιδιού; Κανείς δεν ξέρει. Αν όμως το εργατικό κίνημα έχει ακόμη έναν κοινωνικό ρόλο να διαδραματίσει, αυτόν θα πρέπει να τον αναζητήσει με πολύ κόπο, επιχειρώντας να χτίσει εκ του μηδενός κάτι πραγματικά νέο, κάτι διαφορετικό από αυτό που γοήτευσε τους ανθρακωρύχους του Λάντλοου. Το τι μπορεί να είναι αυτό – με τι θα μοιάζει και το πώς θα μας βοηθήσει να αλλάξουμε την κοινωνία – είναι ίσως ένα από τα αναπόφευκτα ερωτήματα του 21ου αιώνα.