«Ιανουάριος 2020. Μόρια. Εκεί που δεν υπάρχουν περιθώρια για όνειρα. Εκεί που η ζωή έχει γίνει ένας εφιάλτης. Εκεί που προσπαθώ καθημερινά να ανακουφίσω έναν πόνο που θα καίει άσβεστος, ίσως και για πάντα. Εκεί που αυτοί οι άνθρωποι, οι τσακισμένοι από τον πόλεμο και από την καθημερινή διάψευση κάθε προσδοκίας για κάτι καλύτερο, με μαθαίνουν να κοιτώ τη ζωή, να την μάχομαι και να την αγαπώ. Αυτοί οι άνθρωποι, ζωντανή απόδειξη εκείνου του στίχου του Χέμινγουεϊ που με συγκινούσε από μικρή: “Ένας άνθρωπος καταστρέφεται μα ποτέ δεν νικιέται”.
Είναι η τάση τους για ζωή που καίει και φέγγει πιο πολύ από τον πόνο τους. Γιατί η ψυχή τους είναι βαθιά. Κρύβει την ελπίδα πως ο άνθρωπος θα αντέξει και ο κόσμος θα αντέξει και θα τα καταφέρει. Αυτοί οι άνθρωποι που γίνονται κάποιες φορές μια φωτεινή σημαδούρα στον θανατηφόρο πάτο της Μόριας.
Αυτοί οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους. Τα πιο πολύτιμά τους που μου εμπιστεύονται. Αυτά που δεν θα μπορέσει ποτέ κανείς να τους πάρει. Τούτες οι ιστορίες, ένα νήμα που με δένει με την ιστορία των δικών μου ανθρώπων, με την ιστορία του τόπου μου.
Σεπτέμβρης του ‘22 και η γιαγιά μου, μωρό ακόμα στην αγκαλιά της μάνας της μαζί με τα αδέλφια της, ταξίδεψαν μέσα σε μία βάρκα από το Αϊβαλί για την Μυτιλήνη, αναζητώντας ζωή κι όχι θάνατο, μέλλον κι όχι θάνατο.
Την είπαν Έλλη γιατί κατάφεραν να φτάσουν στην Ελλάδα ζωντανοί. Κάθε μάνα στη Μόρια και κάθε μωρό στη Μόρια ήταν, είναι και θα μπορούσε να είναι η γιαγιά μου, η προγιαγιά μου. Η ιστορία δεν κάνει διακρίσεις και γυρίζει σαν ένας κύκλος που μας περικλείει όλους.
Στον τόπο αυτό, στην Επάνω Σκάλα, προσπάθησαν να ξαναχτίσουν τη ζωή που γκρεμίστηκε εκεί απέναντι κοιτώντας πάντα αντίκρυ με έναν κόμπο νοσταλγίας στο λαιμό, γι’ αυτά που έχασαν και δεν θα είχαν ποτέ πια…
Άραγε κι αυτοί οι άνθρωποι που κάθονται τώρα στο πεζούλι εκεί στη Σκάλα να έχουν τον ίδιο κόμπο; Άραγε αυτός δεν είναι ο κόμπος που μας κάνει όλους ένα, αδέλφια; Αυτός ο κόμπος που δεν ξεχωρίζει γιατί στην οδύνη είμαστε όλοι ίσιοι και αληθινοί.
Κάθε φορά που περπατώ στο λιμάνι της Μυτιλήνης σκέφτομαι τις ιστορίες των ανθρώπων, τους εφιάλτες, τα βασανιστήρια, τα σημάδια στο σώμα τους, τον πόνο. Σκέφτομαι και τις ιστορίες που άκουγα μικρή των δικών μου ανθρώπων που δεν πρόλαβα να γνωρίσω. Τους εφιάλτες του παππού μου που ήταν αιχμάλωτος των Τούρκων το ’22, το κλάμα στον ύπνο του, τα σημάδια, αλλά και τη νοσταλγία για το Ουσάκ, τον τόπο που άφησε κυνηγημένος, που νοσταλγούσε τα βράδια, παίζοντας ούτι. Ίσως σε κάθε θύμα βασανιστηρίων που βλέπω σκέφτομαι πως θα μπορούσε να είναι ο παππούς μου.
Σκέφτομαι πως όταν ήμουν μικρή, τότε που δεν καταλάβαινα καλά τι σήμαιναν αυτές οι λέξεις, ο πατέρας μου, μου έλεγε “κορίτσι μου, τον πρόσφυγα και τον μετανάστη πρέπει να τους σέβεσαι γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος από την νοσταλγία της πατρίδας”. Και αυτές οι λέξεις έμειναν μέσα μου σαν σπόρος που τον φύτεψαν όλοι αυτοί οι τσακισμένοι από τον πόνο και οι όμορφοι μέσα στην βαθιά ψυχή τους άνθρωποι.
Με έμαθαν πιο πολλά από όσα κατάφερα να τους δώσω. Με έκαναν να αγαπήσω τις ασαφείς ρίζες μου, να δέσω το νήμα της ιστορίας μου και του τόπου μου.
Και με έμαθαν πως είμαστε όλοι πρόσφυγες. Τίποτα δεν είναι δεδομένο παρά μόνο η ψυχή μας. Έμαθα πως πατρίδα είναι οι μνήμες μας, ο κόμπος νοσταλγίας στο λαιμό που μπορεί να μας δέσει μεταξύ μας.
Έμαθα να σκύβω με σεβασμό και υπερηφάνεια για να ακούσω τον λυγμό τους και να τους δίνω το χέρι. Έμαθα πως η ελπίδα και η ανθρωπιά βρίσκεται μέσα σε μία λασπωμένη σκηνή και έμαθα να αντέχω γιατί αντέχουν…
Δεν γνώρισα τους παππούδες μου, γνώρισα όμως πολλούς αδελφούς τους και η νοσταλγία μου για αυτό που δεν γνώρισα ημέρευε σαν τη βάρκα που κατάφερε τελικά να φτάσει στην ακτή».
Μπορείτε να βοηθήσετε το έργο των Γιατρών Χωρίς Σύνορα εδώ.