Πέρα όμως από την ατομική ανάγκη για συναναστροφή ή απομόνωση πόσο οι ίδιες οι συνθήκες διαβίωσης επηρεάζουν τη διάθεσή μας, κατά πόσο μας καταστούν ομαδικούς παίχτες ή μας σπρώχνουν σε αναζήτηση προσωπικού χώρου; Η αρχιτέκτονας Τζίνα Σωτηροπούλου υπογραμμίζει «Όλοι έχουμε ανάγκη από χώρο, όπως έχουμε ανάγκη από χρόνο. Ο συνωστισμός και η μεγάλη πυκνότητα που συναντάμε στις πόλεις, και ειδικά στην Αθήνα, μας κάνουν να ασφυκτιούμε. Οι περισσότερες οικογένειες ζουν σε 100 τετραγωνικά μάξιμουμ ενώ σε πολλά σπίτια τα παιδιά μοιράζονται ένα δωμάτιο. Στις πόλεις έχουμε έλλειψη ιδιωτικότητας. Μπορείς όμως πιο εύκολα να βυθιστείς στην ανωνυμία που παρέχει το πλήθος, να χαθείς και τελικά να απομονωθείς, να βρεις τον εαυτό σου. Όπου παρουσιάζεται μεγάλος πληθυσμός η κατάργηση της ιδιωτικότητας δεν είναι ηθελημένη, δεν είναι επιλογή μας να βρισκόμαστε κολλητά στο τρόλεϊ με άγνωστους ανθρώπους. Οι οικονομικές, οι κοινωνικές και οι εργασιακές συνθήκες επηρεάζουν δημιουργώντας αποξένωση. Αν υπήρχαν περισσότερα δρομολόγια αστικών συγκοινωνιών, οι περισσότεροι θα είχαν τον χώρο τους, δεν θα ένιωθαν στριμωγμένοι. Αν στον εργασιακό χώρο υπήρχαν κοινόχρηστοι χώροι, π.χ. μια ευρύχωρη κουζίνα όπου θα μπορούσαν οι συνάδελφοι να γευματίσουν μαζί, θα υπήρχε κοινωνικοποίηση, θα γεννιόντουσαν περισσότερες φιλίες». Από την άλλη ο ψυχίατρος-παιδοψυχίατρος κ. Παναγιώτης Γεωργίτσης δίνει τη δική του διάσταση για το πού η μοναξιά αποτελεί μεγαλύτερο ζήτημα: «Έχω την εντύπωση ότι το αίσθημα της μοναξιάς είναι εντονότερο στην επαρχία. Αυτή η ιδέα της γειτονιάς, της κοινότητας, στην οποία όλοι καλημερίζονται νομίζω ότι αντικατοπτρίζει το πώς ήταν η ελληνική επαρχία πριν 40 χρόνια και δεν έχει σχέση με το σήμερα. Η αυστηρή κοινωνική κριτική που ασκείται ακόμη στις μικρές κοινωνίες είναι ασφυκτική για τους νέους ανθρώπους και τους αναγκάζει να απομονώνονται, δεν είναι τυχαίο που υπάρχει η παροιμία ‘μικρό χωριό, κακό χωριό’». Η Γιώτα Προκόπη που είναι μια 38χρονη δημόσια υπάλληλος που από τα 19 ζει μόνη έχοντας επιλέξει να μην συγκατοικήσει/συζήσει ποτέ έως τώρα παραδέχεται «Σε κάποια φάση της ζωής μου επέλεξα να αλλάξω γειτονιά και να πάω να μείνω κοντά σε φίλους. Ήταν μετά από έναν χωρισμό και ήταν βαρύ το φορτίο της μοναξιάς».
Στην αλλαγή των συνθηκών διαβίωσης έχει ασφαλώς συμβάλλει και η οικονομική κρίση. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που αν και χρόνια ζούσαν αυτόνομοι στα σπίτια τους αναγκάστηκαν να μετακομίσουν, να επιστρέψουν στις πατρικές εστίες είτε γιατί απολύθηκαν είτε γιατί ο μισθός τους δεν τους εξασφαλίζει πια την αυτοσυντήρησή τους. Προσωπικά, ζω μακριά από τους γονείς μου από τα 19 και δεν μπορώ να φανταστώ μεγαλύτερη οπισθοδρόμηση στη ζωή ενός ανθρώπου. Για τον Βασίλη Ραΐση τα πράγματα είναι ξεκάθαρα «Από τι στιγμή που υπάρχει κρίση και κάποιοι άνθρωποι καταστρέφονται οικονομικά σημαίνει ότι αρχίζουν να αμφισβητούν την όλη πορεία τους και το πώς χειρίστηκαν τα πράγματα στην ζωή τους και άσχετα αν βγαίνουν σε μια πορεία και φωνάζουν κατά των κυβερνώντων τελικά είτε επειδή τους πείθουν είτε επειδή έτσι λειτουργούν οι άνθρωποι πάντα νιώθουν μια ενοχή του τύπου ‘Ναι, αυτοί είναι οι αλήτες που μας έφεραν μέχρι εδώ αλλά εγώ καταστράφηκα, εγώ έπρεπε να φροντίσω για τον εαυτό μου’. Άρα η αίσθηση ότι προκάλεσαν την δική τους καταστροφή και πιθανόν των οικογενειών τους τους οδηγεί στην απόφαση να μην συνεχίσουν την μάχη είτε ατομικά είτε κοινωνικά και να αποσυρθούν. Άρα ναι, η κρίση έφερε μοναξιά».
Οι οικονομικές, οι κοινωνικές και οι εργασιακές συνθήκες επηρεάζουν δημιουργώντας αποξένωση. Αν υπήρχαν περισσότερα δρομολόγια αστικών συγκοινωνιών, οι περισσότεροι θα είχαν τον χώρο τους, δεν θα ένιωθαν στριμωγμένοι. Αν στον εργασιακό χώρο υπήρχαν κοινόχρηστοι χώροι, π.χ. μια ευρύχωρη κουζίνα όπου θα μπορούσαν οι συνάδελφοι να γευματίσουν μαζί, θα υπήρχε κοινωνικοποίηση, θα γεννιόντουσαν περισσότερες φιλίες»
Και μετά από τις υπαρκτές πόλεις με τις ρεαλιστικές δομές και συνθήκες οι απέραντες ψηφιακές πόλεις των κοινωνικών δικτύων δίνουν νέες διαστάσεις στους όρους σύνδεση, φιλία, κοινωνικοποίηση, απομόνωση. Θυμάστε αλήθεια τις εποχές που όταν έβγαινες από το σπίτι σου δεν μπορούσε να σε εντοπίσει κανείς γιατί πολύ απλά δεν υπήρχε όχι ίντερνετ αλλά ούτε κινητό τηλέφωνο; Και τώρα όλη την ώρα ξέρεις ότι κάποιος μπορεί να σε παρακολουθεί. Δεν αναφέρομαι καν σε μυστικές υπηρεσίες, κυβερνήσεις, εταιρίες, αναφέρομαι πολύ απλά στην μάνα σου, τον γκόμενο σου, την κολλητή σου που στράβωσαν επειδή α) δεν σήκωσες το τηλέφωνο γιατί έκανες μπάνιο ρε αδερφέ, β) έχει περάσει ένα ολόκληρο τέταρτο επειδή δεν απάντησες στο pm ενώ το έχεις διαβάσει -το “seen 01:12” είναι ο μεγαλύτερος ρουφιάνος και ετοιμάζεται ακόμη μεγαλύτερος γ) το αφεντικό σου ξέρει ότι ποστάρεις τραγουδάκια στο fb αντί να του γράφεις το θέμα (καλή ώρα…).
Κάπου εκεί τα κοινωνικά δίκτυα, και το internet γενικότερα, έχουν δώσει μια απίστευτη αίσθηση επικοινωνίας αλλά και ελέγχου ταυτόχρονα, αίσθηση που αμφιβάλλω αν οι περισσότεροι από εμάς μπορούμε να τη χειριστούμε. Ο κ. Γεωργίτσης μας λέει ότι «Το να μπορείς μέσω της τεχνολογίας να επικοινωνείς με τους άλλους, οποιαδήποτε ώρα το θελήσεις και χωρίς ιδιαίτερο κόστος αυτό είναι θετικό αλλά προκύπτουν και ορισμένα παρατράγουδα. Σε ορισμένες περιπτώσεις καταργείται η ιδιωτικότητα και η αυτονομία και εκεί λειτουργεί αλλοτριωτικά το κοινωνικό δίκτυο. Υπάρχουν αρκετά νεαρά άτομα που αισθάνονται μέσα τους κενό και προσπαθούν να το γεμίσουν ‘μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου’ όπως λέει ο Καβάφης, θέλουν δηλαδή να νιώσουν αποδοχή μέσω των likes και των ψηφιακών φίλων. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου έφηβοι παθαίνουν εξάρτηση από δίκτυα όπως το facebook. Επίσης αρκετά είναι τα περιστατικά που οι έφηβοι ανταλλάσουν μεταξύ τους κωδικούς καταργώντας έτσι την ανεξαρτησία τους, κι αυτό το θεωρώ δείγμα ερημιάς και απελπισμένης προσπάθειας για σύνδεση και αποδοχή» ενώ ο Βασίλης Ραΐσης συμπληρώνει «Σε γενικές γραμμές νομίζω ότι τα κοινωνικά δίκτυα έχουν θετική χροιά. Έχουν δώσει βήμα σε ανθρώπους που λόγω συνθηκών έχουν κλειστεί στα σπίτι τους. Από την άλλη δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος γιατί με την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση επικοινωνίας που δημιουργείται μέσω facebook δε θα βγουν ποτέ από τα σπίτια τους για να γνωρίσουν ανθρώπους με σάρκα και οστά. Θα πω κι εγώ το κλισέ ότι από μόνο του το μέσο είναι καλό αφού σου παρέχει τη δυνατότητα επικοινωνίας, από εκεί και πέρα το χειρίζεσαι ανάλογα με το ποιος είσαι». Και οι νέοι που χωράνε μέσα σε όλο αυτό το πανηγύρι κοινωνικότητας; Ο Πάνος Τσίρος, που είναι επίσης καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση βλέπει ότι οι νέοι είναι μόνοι, «Βιώνουν μια μοναξιά επιβεβλημένη από τα πράγματα. Υπάρχει κάτι στην πραγματικότητά που ζούμε που τους κάνει μόνους με την αρνητική έννοια. Τα παιδιά που βλέπω εγώ είναι μόνα τους. Μπορεί να είναι πολύ κοινωνικά, να βγαίνουν έξω, να πηγαίνουν σε πάρτυ αλλά όταν μιλάνε δεν μοιράζονται τίποτα. Αυτό έχει να κάνει με το ότι ο σημερινός πολιτισμός δεν αποδέχεται την διαφορετικότητα. Συμπέρασμα; Θέλει να τους κάνει όλους ίδιους με ισοπεδωτικό τρόπο. Προσπαθεί να βάλει τους νέους να μιλάνε όλοι με το ίδιο κατασκευασμένο μοτίβο. Κι αυτό είναι η ουσία της μοναξιάς. Επίσης ο σημερινός πολιτισμός κατασκευάζει ιδιαιτερότητες. Οπότε βλέπεις παιδιά που υποκρίνονται τον ιδιαίτερο, όχι τον ιδιαίτερο τρόπο που έχουν επιλέξει να ζουν αλλά αυτόν που τους υποδεικνύουν ως τέτοιο».
Υπάρχουν αρκετά νεαρά άτομα που αισθάνονται μέσα τους κενό και προσπαθούν να το γεμίσουν ‘μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου’ όπως λέει ο Καβάφης, θέλουν δηλαδή να νιώσουν αποδοχή μέσω των likes και των ψηφιακών φίλων.
Ξέρω ότι έχουμε ανάγκη να μένουμε μόνοι μας όσο ανάγκη έχουμε να βρισκόμαστε μαζί με άλλους. Το ζητούμενο είναι η ισορροπία που μοιάζει να έχει χαθεί μέσα σε μια ψευδαίσθηση κοινωνικότητας. Ούτε μόνος, ούτε μαζί με άλλους. Μιλάς αλλά δεν εκφράζεσαι. Θέλεις να επικοινωνήσεις αλλά φοβάσαι. Ο Πάνος Τσίρος διατυπώνει έναν συλλογισμό, που αν μη τι άλλο έχει ενδιαφέρον: «Νιώθει κανείς μοναχικά, με την αρνητική έννοια, επειδή νομίζει ότι όντως είναι μόνος του, ότι δεν έχει τίποτα να μοιραστεί με τους άλλους. Αλλά αν πιστέψει ότι και οι άλλοι έχουν τα ίδια ζητήματα με αυτόν, πριν ακόμη κοινωνικοποιηθεί παύει να αισθάνεται μόνος. Δεν φοβάται πια. Αν κάποιος δεν φοβάται, μπορεί στην πρώτη συνάντηση να σου μιλάει 15 ώρες, να στα πει όλα. Κι αν εσύ θέλεις όντως να τον δεις θα τον αποδεχτείς, ό,τι κι αν σου πει». Από την άλλη η αίσθηση ότι μπορείς να μπορείς να τα βγάλεις πέρα μόνος σου σε γεμίζει δύναμη, όπως λέει η Γιώτα «το να αντιμετωπίζεις μόνος σου δύσκολες καταστάσεις είναι σα να σε βάλουν στην Ομόνοια για να μάθεις να οδηγείς. Αν τα καταφέρεις εκεί, θα τα καταφέρεις παντού».
Επανέρχομαι στις αρχικές μου αναζητήσεις. Σκέφτομαι ότι είμαστε φτιαγμένοι από το λεγόμενο εγωιστικό γονίδιο και ταυτόχρονα έχουμε την τάση να είμαστε κοινωνικοί και να λειτουργούμε σε ομάδες. Η αλληλεγγύη δεν είναι μόνο μια αλτρουιστική επιλογή είναι και μια έξυπνη λύση που μας διασφαλίζει, τουλάχιστον σε ένα βαθμό, την επιβίωση αλλά και μια ζωή που μας καλύπτει συναισθηματικά, τουλάχιστον όταν εκφράζει την αγάπη. Αναρωτιέμαι αν η ανάγκη μας να μην αισθανόμαστε μόνοι δεν είναι παρά μια ακόμη εγωιστική ανάγκη. Διαβάζω τα λόγια του εξελικτικού βιολόγου και γιατρού Randolf Nesse «Η ανακάλυψη ότι οι αλτρουιστικές μας τάσεις εξελίσσονται χάρη στα ιδιοτελή κίνητρα των γονιδίων μας είναι μια από τις πιο ενοχλητικές στην ιστορία της επιστήμης. Από τη στιγμή που τη συνειδητοποίησα, έχασα πολλές νύχτες τον ύπνο μου προσπαθώντας να βρω μια εναλλακτική πρόταση που δε θα έθιγε τόσο πολύ το αίσθημά μου για το Καλό και το Κακό. Είναι φανερό πως η ανακάλυψη αυτή υπονομεύει τις ηθικές δεσμεύσεις». Οι απαντήσεις δεν είναι έτοιμες, καλό όμως είναι να γίνονται οι ερωτήσεις. Ίσως στην τελική δεν γεννηθήκαμε για να είμαστε ευτυχισμένοι αλλά θα πεθάνουμε προσπαθώντας. Όπως κάθε φορά που χτυπώ σε αδιέξοδο, έστω και παροδικό, στρέφομαι στην Τέχνη, το πιο εγωιστικό και ταυτόχρονα πιο γενναιόδωρο από όλα τα ανθρώπινα δημιουργήματα.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στο ποίημα του «Επικίνδυνη μοναξιά» γράφει:
Ὅταν τὶς νύχτες τριγυρνῶ στὴ μοναξιά μου,
ψάχνω μέσ᾿ σὲ χιλιάδες πρόσωπα νὰ βρῶ
ἐκεῖνο τὸ τρεμούλιασμα στὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ σου.
Page: 1 2