«Οι θιασώτες του καπιταλισμού είναι συχνά υπέρμετρα συντηρητικοί και απορρίπτουν μεταρρυθμίσεις στον τρόπο με τον οποίο το σύστημα λειτουργεί, μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να το ενδυναμώσουν και να του επιτρέψουν να επιβιώσει. Οι θιασώτες του καπιταλισμού φοβούνται ότι η μεταρρύθμιση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος μπορεί να αποτελέσει ένα πρώτο βήμα για την κατάργησή του». Αυτές οι λέξεις θα μπορούσαν να είχαν γραφεί σήμερα, όμως δεν αποτυπώθηκαν στο χαρτί παρά σχεδόν έναν αιώνα πριν, από τον Τζον Μέιναρντ Κέινς, σε ένα δοκίμιο με τίτλο «Το τέλος του Laissez Faire».
Οι παραπάνω φράσεις είναι επίκαιρες, καθώς, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της εταιρείας Legatum Institute,που θα δοθεί αυτή την εβδομάδα στη δημοσιότητα, τόσο ο καπιταλισμός ως οικονομικό σύστημα, όσο και η επιχειρηματικότητα ως θεσμός δεν απολαμβάνουν ευρείας «συμπάθειας» από λαούς δυτικών χωρών – με κύρια παραδείγματα κράτη που έχουν να επιδείξουν μία σχετικά καλά οργανωμένη καπιταλιστική οικονομία: Βρετανία, Γερμανία, ΗΠΑ. Ένας από τους κεντρικούς άξονες στο ζήτημα της μεταρρύθμισης του καπιταλισμού έγκειται στο ότι οι αντιδραστικοί υποστηρικτές του, στους οποίους αναφέρεται ο Κέινς, βρίσκονται ακόμα εδώ και είναι το ίδιο – αν όχι ακόμη περισσότερο – αντιδραστικοί. Πρόκειται για τους εκπροσώπους του ακραίου οικονομικού φιλελευθερισμού, που εμφανίζονται πάντα πρόθυμοι να υποστηρίξουν όποιο μέτρο αντιλαμβάνονται ως βήμα προς περισσότερη και βαθύτερη οικονομική ελευθερία.
Το credo των ακραίων φιλελευθέρων περιλαμβάνει δωρεές εκατομμυρίων σε πολιτικά κόμματα από πολυεθνικές επιχειρήσεις, την απαλλαγή των ιδιωτών από οποιαδήποτε ευθύνη για την παγκόσμια ανεργία, τη συνεχώς αυξανόμενη ροή οικονομικών μεταναστών, την παντελή ανυπαρξία κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Όλες αυτές οι ιδέες υποστηρίζονται συχνά ως καθόλα «δίκαιες», με αρκετή δόση νομικίστικων επιχειρημάτων.
Με το να υπεραμύνονται οποιασδήποτε τεχνολογικά νόμιμης επιχειρηματικής δραστηριότητας, οι υποστηρικτές του laissez-fair γίνονται ακούσια σύμμαχοι ακραίων αριστερών κομμάτων. Αν και στην παγκόσμια πολιτική σκηνή τα αριστερά κόμματα δεν κατάφεραν αυξήσουν την πολιτική και κοινωνική τους επιρροή μετά το ξέσπασμα της Κρίσης του 2008, αναπτύσσονται σήμερα εξελίξεις που δείχνουν ότι ξαναμπαίνουν στο πολιτικό παιχνίδι. Μία από αυτές είναι η νίκη του Τζάστιν Τρουντό στις εκλογές του Καναδά.
Ο Τρουντό εξελέγη με ατζέντα την αναθεώρηση της φορολογίας στους πλούσιους προς το υψηλότερο και την αύξηση του δανεισμού της χώρας. Διατηρεί επιφυλάξεις απέναντι στο ελεύθερο εμπόριο, ενώ στηρίζει τόσο τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, όσο το ρόλο του κράτους ως ρυθμιστή της οικονομίας, με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος. Γιος και «πολιτικός διάδοχος» του πρώην πρωθυπουργού, Πιέρ Τρουντό, ο νέος ηγέτης του Καναδά αποτελεί έναν Εντ Μίλιμπαντ με καλύτερη κώμη. Ο ίδιος υποστήριξε ότι η πολιτική πρόταση που απέρριψε η Βρετανία το Μάιο μπορεί να πετύχει πολιτικά αν βρεθούν οι σωστοί άνθρωποι να την προωθήσουν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι την ημέρα έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν το όριο της απόλυτης φτώχιας τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Η Ευρώπη προσπαθεί εδώ και μία επταετία να διαχειριστεί την οικονομική κρίση στην Ευρώπη. Τόσο η ηπειρωπτική Γηραιά Ήπερος, με βασικό δόγμα την ακραία λιτότητα, όσο και η Μεγάλη Βρετανία, με την μετριοπαθή λιτότητα σε συνδυασμό με πιο επιθετικές παρεμβάσεις στην οικονομία, κατάφεραν να ξεπεράσουν την κρίση. Σε όλες της χώρες της ΕΕ, εξαιρουμένης της Ελλάδας, η ανεργία έχει σημειώσει κάμψη, με την ανάπτυξη να είναι, αν και αδύναμη, σταθερή.
Η υπόσχεση της κυβέρνησης Κάμερον να αυξήσει τις επενδύσεις σε υποδομές ενδέχεται να αποτελέσει μία πρώτη προσπάθεια αλλαγής του μίγματος οικονομικής πολιτικής. Αυτό θα πρέπει ωστόσο να συνδυαστεί με άλλα μέτρα, όπως την «αποκαθήλωση» του Σίτι, και θα πρέπει να επεκταθεί σε όλη την Ευρώπη. Όπως υπογράμμισαν σειρά αναλύσεων γύρω από τις αιτίες της φούσκας στα στεγαστικά δάνεια των ΗΠΑ, που προκάλεσε την οικονομική κρίση του 2008, η μεταρρύθμιση του καπιταλισμού θα πρέπει να βάζει τέλος στις τάσεις των επιχειρήσεων για βραχυπρόθεσμο υψηλό κέρδος, που συχνά συνδυάζεται με οικονομικές αποφάσεις υψηλού ρίσκου – τις συνέπειες των οποίων φέρουν οι πολίτες που δεν της πήραν – και πρακτικές που προσπαθούν να παρακάμψουν την «καθαρτική δράση» του ανταγωνισμού. Σήμερα φαίνεται απίθανο να υιοθετήσει η Συντηρητική Δεξιά την παραπάνω ατζέντα, που σε ένα ιδανικό σενάριο θα μπορούσε να αποτελέσει πολιτικό τέκνο της Κεντροαριστεράς. Η ανάδειξη του Τζέρεμι Κόρμπιν στην ηγεσία των Εργατικών στη Βρετανία, όπως και του Τρουντό στον Καναδά, θα μπορούσε να οδηγήσει τον εν λόγω ιδεολογικό χώρο προς αυτή την κατεύθυνση.
Η ιδιωτική πρωτοβουλία είναι μία ανεπίστρεπτη κατάκτηση. Ωστόσο, ρυθμιζόμενη από το κράτος, θα μπορούσε να πετύχει καλύτερα αποτελέσματα στην προσπάθειά της να μειώσει των αριθμό των πολιτών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχιας, ζήτημα που, μαζί με εκείνο της ανισότητας, αποτελούν δύο από τα μεγαλύτερα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι την ημέρα έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν το όριο της απόλυτης φτώχιας τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Η μείωση της απόλυτης φτώχιας αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα των τελευταίων ετών. Ωστόσο, η πλειοψηφία των πολιτών στις δυτικές χώρες πιστεύουν ότι η φτώχια και η πείνα αυξάνεται. Αυτή η εικόνα οφείλεται στο γεγονός ότι η πολυεθνική επιχειρηματικότητα, δρώντας κατά βάση ανεξέλεγκτη, προκαλεί στους πολίτες ένα γενικευμένο και καθόλα δικαιολογημένο αρνητικό συναίσθημα προς το καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αν οι υπαρκτές αστοχίες του καπιταλισμού διορθωθούν, θα έχουμε όλοι μία καθαρότερη εικόνα για τις επιτυχίες του.