Κάπως μου έχει κολλήσει ένα αγγλικό απόφθεγμα που λέει πως, όταν δεν έχεις τι να πεις, καλύτερα να μιλάς για τον καιρό. Δεν έχω βει κάποιον να του το αποδώσω αλλά όπως και να ‘χει μπορώ να το αντιστρέψω στο ερώτημα: μιλάμε τόσο για τον καιρό, επειδή δεν έχουμε να πούμε κάτι;
Φυσικά και όχι. Θυμάμαι τον πατέρα μου, με το που έπιανε Οκτώβριος κι έπεφτε λίγο η θερμοκρασία, έβαζε ένα πουλόβερ και τριγύρναγε στο σπίτι, σφαλίζοντας τα παράθυρα που τον αφορούσαν, λέγοντας εμφατικά «χειμώνας». Έξω η θερμοκρασία ήταν απλά στους 20 βαθμούς. Άλλοι φίλοι ξεκινάνε να λένε «πο, πο, τη ζέστη είναι αυτή» από τις 15 Μαΐου και δεν σταματάνε μέχρι να ξεκινήσουν τα σχολεία, γνωρίζοντας βέβαια ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει παραδοσιακά ζέστη και γι’ αυτό πάμε στις παραλίες. Δεν είναι ανάγκη να το τονίζουμε συνέχεια όπως είναι και πλεονασμός να λέμε «βρέχει» την ώρα που βρέχει. Αλλά το κάνουμε.
Μιλάμε τόσο πολύ για τον καιρό γιατί μας αφορά όλους, αυτό που αναφέρουμε είναι αντιληπτό απ’ όλους και επίσης είναι επαληθεύσιμο απ’ όλους. Επίσης είναι ένα εύκολο θέμα σε αυτούς που έχουν συχνή επικοινωνία. Για παράδειγμα ένα ζευγάρι που ζει χρόνια μαζί και τα έχει πει όλα, αλλά κάτι πρέπει να βγει από τα χείλη τους ώστε να υπάρχει κάτι που να σέρνεται κόντρα στον έρωτα που χάνεται.
– Ζέστη σήμερα ε;
– Ναι, πολύ.
– Τι έφαγες;
Όπως το φαγητό έτσι και ο καιρός είναι ένα θέμα ρουτίνας και πάνω σε αυτή τη ρουτίνα βασίστηκε η εκκωφαντική επιτυχία των smartphones, των tablets και των κοινωνικών δικτύων. Πέρα απ΄όλα τ’ άλλα στα social media μπαίνουμε τις ώρες που θέλουμε να γεμίσουμε τη βαρεμάρα μας και βλέπουμε τι κάνουν οι υπόλοιποι την ώρα που θέλουν να γεμίσουν τη βαρεμάρα τους. Όλο το διαδίκτυο, επίσης, τα έχει φέρει έτσι ώστε ν’ αντικατασταθεί η κουλτούρα του ζάπινγκ με αυτή του «refresh». Αυτήν εξυπηρετούν οι συνεχείς ανανεώσεις στα ειδησεογραφικά και όχι μόνο sites, αλλά αυτήν εξυπηρετούν και οι συνεχείς εναλλαγές στoυς τοίχους μας, αυτήν εξυπηρετούν και οι συνεχείς αλλαγές του καιρού στις σχετικές εφαρμογές. Αλλά υπάρχει και η κανονική ζωή.
Ένα κρύο βράδυ του Ιανουαρίου βρέθηκα σ΄ ένα φιλικό σπίτι. Ήσυχη ατμόσφαιρα, όχι πολλά σκαμπανεβάσματα στην κουβέντα. Σε μια γωνιά ο Κωνσταντίνος Μελιτάς, 36 ετών, που μπορείς να τον πεις πολλά εκτός από μετεωρολόγο, μας εξηγεί για τα συστήματα που θα κατέβουν από τη Σιβηρία. Είμαστε στην πρώτη εβδομάδα του χρόνου κι ο «αντικυκλώνας» έχει πλασαριστεί ήδη δυνατά στον διαγωνισμό για τη λέξη της χρονιάς. Ο συνομιλητής μου δεν έχει κάποιο πτυχίο σχετικό με την πρόβλεψη του καιρού αλλά πιστεύει πως «ο καιρός είναι μια εύκολη συζήτηση. Δεν χρειάζεται γνώσεις, ούτε καν άποψη, είναι απλή και χωρίς εντάσεις. Θα σε βγάζει πάντα από τη δύσκολη θέση στο ασανσέρ, ενώ συχνά λειτουργεί και ως μέσο πρώτης προσέγγισης. Με πόσα άλλα θέματα μπορείς να το κάνεις αυτό; Όταν υπάρχουν δε ακραία καιρικά φαινόμενα, η συζήτηση αποκτά και ενδιαφέρον».
Το ένα φέρνει το άλλο και αναγκαστικά η παρέα αναρωτιέται πού βρίσκει κανείς πληροφορίες. «Σε ήσυχες -καιρικά- περιόδους παρακολουθώ το blog του Δημήτρη Ζιακόπουλου και την αξιόλογη δουλειά που γίνεται από τους ερευνητές του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών στο meteo.gr», απαντά με ηρεμία ο Κωνσταντίνος Μελιτάς. «Επίσης, αρκετά συχνά παρακολουθώ την ΕΜΥ και τις σελίδες και τα fora ερασιτεχνών μετεωρολόγων Σε περιόδους ασυνήθιστων καιρικών φαινομένων, ανατρέχω επιπλέον στα παγκόσμια αριθμητικά μοντέλα πρόγνωσης, αλλά -όσο πλησιάζει η κακοκαιρία- και στα περιοχικά.» Δεν έχει κάτι καλύτερο να κάνει, άραγε;
«Νομίζω ότι δεν έγκειται εκεί το θέμα και θα σας πω τι εννοώ». Η Νικολέτα Ζιακοπούλου, μετεωρολόγος στην τηλεόραση του Σκάι, προσπαθεί να βάλει τα πράγματα στη θέση τους «Σε παγκόσμιο επίπεδο ο καιρός είναι από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες στο decision making, στη λήψη αποφάσεων από το πού θα πάμε, πώς θα πάμε, τι θα αγοράσουμε, τι θα φορέσουμε, τι ψυχολογία θα έχουμε. Στην Αμερική έρευνες έχουν δείξει ότι σε όλες τις ηλικιακές βαθμίδες (μεταξύ των ενηλίκων) ο καιρός αποτελεί το πιο δημοφιλές θέμα για το οποίο οι πολίτες ζητούν ενημέρωση. Είναι προφανές ότι για κάποιες ομάδες όπως οι γεωργοί, οι ναυτικοί κλπ ο καιρός είναι ζωτικής σημασίας, αλλά μην ξεχνάμε ότι κυρίως τα τελευταία χρόνια και οι πληθυσμοί στα μεγάλα αστικά κέντρα πλήττονται από ακραία καιρικά φαινόμενα όπως καύσωνες, πλημμύρες, συχνά με απώλειες. Οπότε κατά τη γνώμη μου είναι λογικό να ασχολούμαστε πολύ με τον καιρό. Το πρόβλημα προκύπτει όταν ασχολούνται με τον καιρό «πολλοί» που είτε δεν έχουν τις γνώσεις και δεν συνειδητοποιούν τα όρια της επιστήμης μας είτε έχουν ίδιον όφελος, κυρίως στο χώρο του διαδικτύου, κερδίζοντας από τα παραπάνω κλικ.»
Ας κάνουμε ένα διάλειμμα από τη θεωρία και ας πάμε λίγο στην πράξη. Δεν υπάρχει διαφωνία (εκτός αν είσαι ο Ντόναλντ Τραμπ και η παρέα του) στο ότι η αύξηση των εκπομπών ρύπων διοξειδίου του άνθρακα στον πλανήτη είναι εκπληκτικά αλματώδης τα τελευταία χρόνια. Δεν υπάρχει έρευνα που να λέει το αντίθετο. Ακόμα και με τις σημαντικές μειώσεις που πετυχαίνουν ορισμένες χώρες τα νούμερα είναι εφιαλτικά. Αποτέλεσμα είναι ν’ αυξάνεται η θερμοκρασία του πλανήτη εξαιτίας του φαινομένου του θερμοκηπίου (το 2016 βέβαια μειώθηκε η τρύπα του όζοντος), να λιώνουν οι πάγοι και να παρατηρούνται εντυπωσιακά καιρικά φαινόμενα όπως τυφώνες, κυκλώνες, έντονες βροχοπτώσεις σε ορισμένες περιοχές, έντονες ξηρασίες σε άλλες. Η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη (το 2016 ήταν 1,3 βαθμούς Κελσίου) δεν είναι κάτι που επηρεάζει άμεσα το μικροκλίμα, δηλαδή τον καιρό. Θα έχουμε χειμώνα στην Ελλάδα για πολλά ακόμα χρόνια ενώ και έντονα καιρικά φαινόμενα όπως ο αντικυκλώνας που βιώνουμε αυτές τις μέρες έχουν ξανασυμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν.
Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία δέκα χρόνια οι μέσες χειμωνιάτικες θερμοκρασίας είναι οι υψηλότερες από το 1900 κι έπειτα με εξαίρεση τον φετινό χειμώνα όπου με μέση θερμοκρασία 8,7 βαθμούς και μέση μέγιστη 12,2 βαθμούς, είναι ο έβδομος πιο κρύος χειμώνας στην Αθήνα από το 1897. Τα νούμερα τ’ αντιγράφω από άρθρο του Γιάννη Παλαιολόγου στην Καθημερινή όπου μεταξύ άλλων γράφει και κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον: Οι υψηλές χειμωνιάτικες θερμοκρασίες που επικράτησαν τα τελευταία χρόνια, παρά το γεγονός ότι είχαν θετικό αντίκτυπο στην τσέπη μας όσον αφορά τη θέρμανση, είχαν αρνητική επίδραση στην ψυχολογία μας αφού επέτειναν το γεγονός της μη κανονικότητας στην καθημερινότητα μας. Βέβαια μπορεί ο χειμώνας να είναι «κανονικός» αλλά από τον Δεκέμβρη του 2016 είχαμε τρεις ειδοποιήσεις της ΕΜΥ για έκτακτα φαινόμενα και οι συνεχόμενες χαμηλές θερμοκρασίες μπορούν να χαρακτηρίσουν τον καιρό «ακραίο», αφού το θερμόμετρο κατά τύχη ξεπερνά τους 15 βαθμούς σε ολόκληρη τη χώρα. Αλλά αφού ο φετινός χειμώνας είναι μια επιστροφή στην «κανονικότητα» τότε γιατί δεν αντιμετωπίζεται ανάλογα από τα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης;
«Όταν βγάζει Έκτακτο η ΕΜΥ οφείλουν όλοι να κάθονται προσοχή», διασαφηνίζει εξαρχής ο διευθυντής της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, Αντώνης Λάλος. «Ακόμα και αν πέφτει λάθος;» τον ρωτώ. «Εμείς είμαστε ο κρατικός φορές που είναι υπεύθυνος για τις προγνώσεις και τις προειδοποιήσεις για το κοινό. Όπως λέει και ο τίτλος, μιλάμε για προγνώσεις. Αν ξέραμε τι θα γίνει ακριβώς θα ονομαζόταν διάταγμα και όποιος δεν το πιστεύει θα του κόψουμε τα χέρια και τα πόδια.» Διευκρινίζει πως στην Δυτική Ελλάδα οι προγνώσεις είναι πιο εύκολες και θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουν τη μορφή διατάγματος. «Αν η Αττική ήταν κάπου στην Δυτική Ελλάδα η πρόγνωση θα ήταν διάταγμα. Είναι η Πίνδος που φρενάρει διάφορα συστήματα οπότε μπορούμε να ξέρουμε πολλές περισσότερες πληροφορίες. Όμως, γενικά μετά το διάβα που έχουν οι αέριες μάζες ανατολικότερα, συμβαίνουν πολλά και διάφορα καθώς συναντούν κοιλάδες, θάλασσες, κόλπους κλπ. Αν παρατηρήσει κάποιος την Αθήνα θα διαπιστώσει ότι έχει διάφορα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα.»
Ποια είναι αυτά, όμως; «Πλεονέκτημα ότι ο καιρός βγαίνει πολλές φορές πιο ήπιος από ό,τι φανταζόμαστε, μειονέκτημα από την άλλη ότι τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά δημιουργούν ένα φυσικό εμπόδιο που, όσον αφορά την πρόγνωση, μπορεί να έχει ο καθένας τις απόψεις του.» Προσθέτει επίσης πως «δεν υπάρχει χώρα του κόσμου που σε τοπικό επίπεδο να κάνει την τέλεια πρόγνωση. Το να μπορέσουμε να προβλέψουμε τον καιρό στο σπίτι μας απέξω είναι ένα ζήτημα που υπάρχει στη μετεωρολογική κοινότητα. Μπορεί να έχει χιονίσει μισό μέτρο 3 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι σου και επειδή σε σένα να έχει ρίξει 3 πόντους να μην είσαι και τόσο ικανοποιημένος.» «Τα επιστημονικά μας εργαλεία, στα οποία στηρίζονται και τα περισσότερα weather apps, αν και έχουν βελτιωθεί πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια έχουν ακόμη αρκετές ατέλειες και αφήνουν περιθώρια αστοχίας. Πόσο μάλλον και στη δική μας χώρα που έχουμε τόση ποικιλομορφία στο ανάγλυφο, θάλασσες, νησιά, ακτογραμμές, βουνά που είναι πολύ δύσκολο να αποτυπωθούν ακριβώς σε ένα καιρικό μοντέλο.» συμπληρώνει η Νικολέτα Ζιακοπούλου.
«Το μόνο που μ’ ενδιαφέρει είναι ο μετεωρολόγος να μην προσπαθεί να εντυπωσιάσει και να μην έχει παρασυρθεί από τον ενθουσιασμό του. Αν και ενέχει ένα στοιχείο υποκειμενισμού, η πρόγνωση γίνεται με συγκεκριμένα εργαλεία. Με τα διαθέσιμα –μέχρι σήμερα– εργαλεία δεν μπορεί να είναι 100% ασφαλής, ειδικά σε περιόδους κακοκαιρίας. Ο κόσμος, βέβαια, δεν τα σηκώνει κάτι τέτοια. Τα λάθη δεν συγχωρούνται Αν τους έχεις πει ότι θα βρέξει, σου στέλνουν φωτογραφίες με ήλιο. Τι να πεις… Βέβαια, Θα πρέπει να διαχωρίσουμε την υστερία από την προειδοποίηση. Στα media που γίνεται εμπορευματοποίηση της είδησης, υπάρχει -ούτως ή άλλως- υστερία, κακή αισθητική και ανακρίβειες. Τα υπόλοιπα, καλώς προειδοποιούν. Η προετοιμασία είναι προτιμότερη από την υποτίμηση του πιθανού κινδύνου». Θα μπορούσε να είναι λόγια των επιστημόνων που φιλοξενούνται στο ρεπορτάζ της Popaganda, αλλά όχι, η παραπάνω παράγραφος ανήκει στον «καιρόφιλο» Κωνσταντίνο Μελιτά.
Η Νικολέτα Ζιακοπούλου υπογραμμίζει πως ο «μετεωρολόγος κρίνεται κάθε στιγμή, από τον κάθε άνθρωπο, είτε ειδικό είτε όχι, σε κάθε σημείο της χώρας. Είναι τέτοια η φύση της δουλειάς μας που ο καθένας μπορεί να σε τσεκάρει και που αρκετοί επιθυμούν να ξέρουν τι καιρό θα κάνει με ακρίβεια ακόμη και πάνω από το σπίτι τους, ούτε καν σε ολόκληρη τη γειτονιά τους. Για αυτό λέω ότι η μετεωρολογία χρειάζεται εκτός από προπονημένους μετεωρολόγους και προπονημένο κοινό που δικαιούται μεν να αμφισβητεί και να κρίνει μια πρόγνωση αφού όμως προηγουμένως γνωρίζει τα ρεαλιστικά όρια της επιστήμης και το τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν.» Ο Αντώνης Λάλος συμφωνεί πως «προφανώς κάποιοι συνάδελφοι αισθάνονται ότι είναι και δημοσιογράφοι και ηθοποιοί και αυτό αποτελεί ένα ζήτημα. Τώρα σε σχέση με τους δημοσιογράφους ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Έλεγαν πχ ότι τσακώθηκαν οι μετερεολόγοι για το αν θα είναι πολλά ή λίγα τα χιόνια και δεν είμαστε μόνο εμείς που τα ρίχνουμε ο ένας στον άλλον. Εμείς δεν τσακωνόμαστε ποτέ και δεν μας αφορά αυτό.»
«Κολασμένη Παγωνιά», «Η χώρα στην κατάψυξη», «Η Αριάδνη θα μας πιει το αίμα» και άλλοι τέτοιοι τίτλοι προταγωνίστησαν τον τελευταίο καιρό βάζοντας δημοσιογράφους και μετεωρολόγους να παριστάνουν καθημερινά το Νοστράδαμο πάνω από τα κεφάλια μας. Καταρχάς κάτι που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι στην Ευρώπη δεν υπάρχει ονοματοδοσία συστημάτων όπως συμβαίνει στην Αμερική. Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού τ’ ακραία καιρικά φαινόμενα είναι κάτι συνηθισμένο, οπότε τους δίνουν ένα όνομα ώστε να τα ξεχωρίζουν μεταξύ τους, Στην «γειτονιά» μας όταν ακούτε πολύ για Βίκτωρες και Αριάδνες καλύτερα ν’ αναζητήσετε αλλού για να πάρετε πληροφορίες.
«Αυτός που “πονάει” τον καιρό, που έχει ξενυχτήσει για μια πρόγνωση, ο μετεωρολόγος που σέβεται τον εαυτό του και την επιστήμη του, δεν τρομοκρατεί», Νικολέτα Ζιακοπούλου.
«Οι υπερβολές και οι τρομολαγνίες ξεκινούν κυρίως από άτομα που δεν έχουν σχέση με την επιστήμη», λέει η Νικολέτα Ζιακοπούλου «Αυτός που “πονάει” τον καιρό, που έχει ξενυχτήσει για μια πρόγνωση, ο μετεωρολόγος που σέβεται τον εαυτό του και την επιστήμη του δεν τρομοκρατεί. Προειδοποιεί βεβαίως, χωρίς υπερβολές όμως, ώστε να διατηρήσει και την αξιοπιστία του. Δυστυχώς όμως, ειδικά στο αχανές διαδίκτυο που δίνει τη δυνατότητα σε πολλούς να πλασαριστούν ως ειδικοί, ο καιρός είναι ένα προϊόν και μάλιστα ένα προϊόν που πουλάει πολύ. Οι βαρύγδουποι, συνήθως παραπλανητικοί τίτλοι και η καταστροφολογία διεκδικούν τα κλικ μας. Καλό είναι να μην τα χαρίζουμε εύκολα, να φιλτράρουμε και να ελέγχουμε τις πηγές ενημέρωσής μας γιατί σε μια πραγματικά μεγάλη και επικίνδυνη κακοκαιρία νομίζω ότι θέλουμε να ενημερωθούμε έγκαιρα αλλά κυρίως σωστά.»