Το θέμα διάβασμα, μέρες που ‘ναι, είναι φλέγον. Είναι ο μήνας που -σχεδόν- κάθε φοιτητής καταλαβαίνει ότι τα μεγαλεπήβολα σχέδια που είχε κάνει με το τέλος της εξεταστικής του εαρινού εξαμήνου για διάβασμα όλο το καλοκαίρι, προετοιμασία και τα λοιπά, έχουν πέσει στο κενό του ήλιου και της θάλασσας και πως οι διακοπές έφυγαν ανεπιστρεπτί. Είναι ο μήνας που θυμάται φίλους και γνωστoύς που «ίσως να έχουν περάσει το τάδε μάθημα» και που επιστρατεύεται το ξυπνητήρι και ο καφές για να βγει το διάβασμα. Και σε αυτό το σημείο τίθεται το ερώτημα: πώς διαβάζει κανείς καλύτερα; Στην «οικιακή γαλήνη» ή στα αναγωστήρια όπου τέτοιες μέρες επικρατεί το αδιαχώρητο;
Η λίστα με τα αναγνωστήρια της πρωτεύουσας είναι μεγάλη. Αρχικά κάθε βιβλιοθήκη λειτουργεί ως ιδιότυπο αναγνωστήριο. Τα «αυθεντικά» είναι επίσης πολλά με κορυφαία του Παντείου και της Πανεπιστημιακής Λέσχης του ΕΚΠΑ στην Ιπποκράτους. Προσφέρουν μπόλικο χώρο, βιβλία να δανειστείς -στην Ιπποκράτους με την προϋπόθεση να μην τα πάρεις φεύγοντας-, ίντερνετ και το κυριότερο: ησυχία και συγκέντρωση μπας και περάσεις το μάθημα που σε κυνηγάει από το πρώτο εξάμηνο και έχεις βαρεθεί να το βλέπεις στο πρόγραμμα να σε στοιχειώνει. Όπως επίσης είναι αρκετά λογικό, τα αναγνωστήρια αυτά έχουν ωράριο, με τα περισσότερα να ανοίγουν κατά τις 8 και να κλείνουν στις 9, χωρίς να λειτουργούν τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες. Επειδή όμως ζούμε για τις εξαιρέσεις, το Γουδή έχει ένα φωτεινό κτίριο στον χάρτη, το περίφημο κτίριο 14 της Ιατρικής, το Παπουλάκειο Αναγνωστήριο, το στέκι των φοιτητών.
Το ραντεβού δόθηκε λίγο μετά τις 11 το βράδυ, ώρα κάπως περίεργη για διάβασμα. Εκτός και αν είσαι βραδινός τύπος, αλλά και πάλι τέτοια ώρα το πιο πιθανό είναι να διαβάζεις στο ημιφωτισμένο γραφείο του σπιτιού σου. Το Παπουλάκειο είναι παντός καιρού και πάσης ώρας. Δεν κλείνει. Δεν μένει μόνο ανοιχτό 24 ώρες το 24ώρο, αλλά δέχεται επισκέψεις και Σαββατοκύριακα και αργίες. Τα Σαββατόβραδα της εξεταστικής μάλιστα έχει πιο πολύ κόσμο από τα μαγαζιά της πλατείας του Αγίου Θωμά παραδίπλα. Φτάνοντας στην Μικράς Ασίας ο φύλακας δε θα σε ρωτήσει πού πας, τι θέλεις, ποιος είσαι. Μάλλον τα ξέρει όλα αυτά. Η απάντηση στο «πού στο καλό πηγαίνω μέσα στο σκοτάδι;» είναι γνωστή σε όλους πια: «Ευθεία, εκεί στο φως. Ακολούθα τους υπόλοιπους με τις τσάντες τέλος πάντων».
Σίγουρα εκ πρώτης όψης δεν εντυπωσιάζεται κανείς, νοσοκομειακό φως και ένα κλασικό πανεπιστημιακό κιτρινισμένο κτίριο. Τα τραπέζια χωρούν γύρω στα τέσσερα άτομα και από αυτή την αίθουσα έχουν περάσει γενιές και γενιές «πονεμένων» φοιτητών που έκαναν ολονυχτίες πάνω από τα βιβλία εν όψει της εξεταστικής. Για Τετάρτη βράδυ είχε πράγματι πολύ κόσμο, σχεδόν γεμάτο και ήδη πολλές παρέες είχαν σχηματιστεί στον προαύλιο χώρο μιλώντας, καπνίζοντας, πίνοντας Red Bull, μπύρα ή καφέ («η φράπα είναι για δύο» όπως λέει το άσμα και ο τοίχος). Οι μισοί μιλούσαν για τα μαθήματα, οι άλλοι μισοί για το τι θα κάνουν μετά ενώ κάποια ζευγαράκια κάθονταν στα παγκάκια και μοιράζονταν τον πόνο και την αγωνία τους για το αν θα περάσουν το μάθημα της Παρασκευής.
Ο Νεόφυτος και ο Αντώνης είναι από την Κύπρο και σπουδάζουν Τεχνολογία Ιατρικών Οργάνων και Φαρμακευτική αντίστοιχα. Επειδή μένουν κοντά και τα χρόνια περνούν χωρίς να πλησιάζει το πτυχίο, αποφάσισαν να έρθουν στο αναγνωστήριο για διάβασμα γιατί αφενός δεν συγκεντρώνονται στα σπίτια τους -αν και μένουν μόνοι τους- και αφετέρου εδώ γνωρίζουν κόσμο στα διαλείμματα για καφέ και τσιγάρο. «Έχουμε έρθει στις τελευταίες δύο εξεταστικές και μας βολεύει λόγω της απόστασης αλλά και του ωραρίου. Όποια ώρα και αν ξυπνήσεις, ετοιμάζεσαι και έρχεσαι. Έχει τύχει όμως κυρίως κατά τις 2 με 3 το μεσημέρι να έρθουμε και να μην υπάρχει καμία θέση στην αίθουσα. Αντίθετα υπήρχε ουρά με παιδιά που περίμεναν να κάτσουν μέχρι και δύο ώρες». Και έτσι συχνά οι μεσημεριανοί επισκέπτες βρίσκονται προ του διλήμματος: αναμονή και στήσιμο ή διάβασμα πίσω στο σπίτι; Υπάρχει όμως και μια τρίτη επιλογή, μάλλον και η πιο δημοφιλής, μια μπύρα στο δίπλα παρκάκι ή έστω στην πλατεία του Αγ. Θωμά. Τα παιδιά πάντως, όσες φορές έχουν βρεθεί σε αυτή τη θέση, έχουν πάρει την τελευταία επιλογή με διάφορες παρέες που γνωρίζουν στην ουρά. Μπορεί το διάβασμα να πηγαίνει στον «βρόντο» αλλά «ουδέν κακό αμιγές καλού».
Στο «ντέρμπι» Ιπποκράτους– Γουδή, ο Γιάννης, τελειόφοιτος Ψυχολογίας, δίνει ισοπαλία διακρίνοντάς τα στα σημεία. «Στο αναγνωστήριο της Ιπποκράτους οι υποδομές είναι διαφορετικές, καλύτερες. Έχει υπολογιστές και περισσότερες πρίζες για όσους θέλουν να δουλέψουν για μια εργασία ενώ έχει και περισσότερη ησυχία. Εδώ, ειδικά όταν έχει κρύο και όλοι κάθονται στον προθάλαμο, αναπόφευκτα δημιουργείται μία διαρκής βαβούρα που σε εμποδίζει συχνά να συγκεντρωθείς». Το θέμα του σεβασμού όμως, ευτυχώς, λειτουργεί αμοιβαία και έτσι δεν φτάνει κανείς στο σημείο να αγανακτήσει. Η πιο περίεργη περίπτωση είναι τι συμβαίνει όταν γίνονται πάρτυ στην Ιατρική που «αρκετοί έχει τύχει να φύγουν από το πάρτυ για να διαβάσουν όπως και άλλοι να πάνε μετά το διάβασμα ενώ φυσικά η μουσική ακούγεται στο αναγνωστήριο». Σίγουρα, το μεγαλύτερο ατού του είναι πως ακόμη και τις αργίες το αναγνωστήριο μένει ανοιχτό και δεν έχει τόσο κόσμο όσο τις καθημερινές ή τα Σαββατοκύριακα.
Το καλοκαίρι ίσως είναι καλή ιδέα να μην έρθει κανείς, τουλάχιστον τις μεσημεριανές ώρες γιατί εκτός από το πλήθος κόσμου που θα δει να περιμένει, θα πρέπει να αντέξει και την ζέστη αφού η μόνη πηγή δροσιάς είναι τα παράθυρα, δώρον άδωρον δηλαδή. Όλοι οι φοιτητές που έχουν γίνει θαμώνες συμφωνούν σε πολλά σημεία. Μετανιώνουν που δεν έρχονταν νωρίτερα αφού στατιστικά έχουν περάσει περισσότερα μαθήματα από τότε που ξεκίνησαν το διάβασμα εκεί, εκπλήσσονται με το κλίμα που δημιουργείται με το πέρασμα της πόρτας χωρίς να υπάρχει κάποιος «μπαμπούλας» στον ρόλο του επιτηρητή και αναγνωρίζουν την ευκολία κοινωνικοποίησης. Εξάλλου είναι πράγματι ενδιαφέρον όταν από εκεί που διαβάζεις Ανατομία καταλήγεις να συζητάς για την Μακροοικονομία και την Ιστορία της Τέχνης και μετά να πίνεις μπύρες στο Λαϊκό όπου «οι μισοί είναι γνωστοί από εδώ», όπως επιβεβαιώνει ο Γιάννης.
Εν τέλει, το διάβασμα, έστω και όταν γίνεται από ανάγκη, κάνει καλό και το αναγνωστήριο είναι μια καλή αφορμή να ξεφύγουν όλοι από την «εξεταστική μιζέρια» ή έστω να την μοιραστούν με ομοιοπαθείς. Όπως και να ‘χει, όλοι οι φοιτητές που πηγαίνουν στο αναγνωστήριο στο Γουδή εκφράζουν ένα κοινό αίτημα: αν έχεις πάει εκεί από νωρίς και έχεις φύγει όχι απλά για μισή ώρα αλλά για παραπάνω αφήνοντας τα πράγματα σου για να «καπαρώσεις» την θέση, μην το κάνεις. Είναι σαν εκείνες τις ενοχλητικές πετσέτες στις άδειες ξαπλώστρες που μένουν εκεί με τις ώρες. Σε κανέναν δεν αρέσει και όλους τους ενοχλεί.