Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Μια συζήτηση για το catcalling, για κάτι που δεν συζητάμε όσο θα έπρεπε

«Συχνά αποτελεί προσπάθεια επιβεβαίωσης ανδρισμού κάποιου ανάμεσα σε ομοίους, είναι στιγμιαίο (τις περισσότερες φορές), παρατηρείται οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, είναι κάτι που θα ζήσει μια γυναίκα κάποια στιγμή στη ζωή της. Έχει ενδιαφέρον ότι τα παλαιότερα χρόνια, το catcalling μπορούσε να θεωρηθεί φλερτ, κυρίως στις περιπτώσεις σφυρίγματος στο δρόμο». Ο Κωνσταντίνος Κούκος σπούδασε diversity management και καταπιάστηκε με το φαινόμενο του catcalling στο πλαίσιο ενός project που έκανε με τη Μαίρη Μαρκάκη, μέσω του μη κυβερνητικού οργανισμού Humanity in Action στην Ατλάντα των ΗΠΑ. Αφορμή αποτέλεσαν κάποιες καμπάνιες και instagram accounts του εξωτερικού, τους ενδιέφερε η διαφορετική προσέγγιση του ζητήματος στην Ελλάδα σε σχέση με χώρες του εξωτερικού: πόσο συζητάμε ένα τέτοιο θέμα σε μια πόλη σαν την Αθήνα;

Στο πλαίσιο του project μίλησε με 20 γυναίκες, από 20 έως 30 ετών, που κινούνται σε διαφορετικές περιοχές της Αθήνας. «Αρχικά κάναμε συνεντεύξεις με 10 από αυτές και στη συνέχεια φτιάξαμε μια ομάδα εστίασης με τις υπόλοιπες 10. Συζητώντας τα στοιχεία που μαζέψαμε από τις συνεντεύξεις, επικεντρωθήκαμε σε τρόπους αντιμετώπισης catcalling συμβάντων. Ωστόσο, στόχος μας δεν ήταν να συλλέξουμε σχόλια, εκεί μπαίνεις σε δύσκολα μονοπάτια, με περιπτώσεις κακοποίησης πέρα από παρενόχλησης. Επικεντρωθήκαμε στο πώς ένα περιστατικό επηρεάζει μια γυναίκα και το “μετά το catcalling’” διάστημα».

Αποφάσισα να μιλήσω με φίλες, συναδέλφους, με τον «κύκλο» μου – η αλήθεια είναι ότι δεν πρόκειται για ένα θέμα που συζητάω συχνά ακόμα κι αν μου έχει συμβεί  κι έχει χαλάσει τη μέρα μου. Το πρώτο πράγμα που μου είπε η Ε. είναι πως πρόκειται για μια κατάσταση που της είναι οικεία από την εφηβεία, αν και τότε δεν γνώριζε τον ορισμό της. Ήταν κάτι που συνέβαινε σε όλες τις φίλες της, κάτι που συζητούσαν πιστεύοντας ότι θα έπρεπε να τις κολακεύει. «Η αλήθεια είναι πάντως ότι ποτέ δεν ένιωσα επιθυμητή όταν μου συμβαίνει, ίσα-ίσα με κάνει να θέλω να κρυφτώ. Εύκολα καταλαβαίνεις τη διαφορά ανάμεσα στο catcalling  και σε ένα ευγενικό κομπλιμέντο και είμαι σίγουρη πως κι εκείνοι που σε σχολιάζουν την καταλαβαίνουν. Σε έναν ιδανικό κόσμο, μπορεί να τους έβαζα στη θέση τους, αλλά δεν ξέρεις ποτέ τι είναι ο άλλος, οπότε καταλήγω να τους αγνοώ, τουλάχιστον για να μην πάρουν την ικανοποίηση ότι τους έδωσα σημασία».

Η Ντενίσα Μπαϊρακτάρη ήθελε πολύ να μιλήσει για το θέμα και μου έγραψε βιαστικά ότι «μερικές φορές ένα πιο έντονο κοίταγμα στον δρόμο με κολακεύει όπως θα με κολάκευε και αν κάποιος με κοίταζε σε ένα μπαρ, δυστυχώς όμως πρόκειται για εξαίρεση. Στον δρόμο συνήθως σου λένε ότι χυδαιότητα τους έρθει στο κεφάλι, είμαι πάντα στο τσακ να γυρίσω και να ρίξω μπουνιά αλλά δεν θα το τολμούσα ποτέ. Έχουν υπάρξει φορές που έχω φοβηθεί, σε έρημα μέρη που έχω αγνοήσει το σχόλιο κάποιου για να μην τον προκαλέσω και παρόλα αυτά εκείνος άρχισε να με βρίζει». 

«Οτιδήποτε φέρει σε άβολη, δύσκολη θέση μια γυναίκα στο δρόμο με θύτη κάποιον άντρα, σίγουρα αποτελεί παρενόχληση. Συνεπώς τα όρια τίθενται από την γυναίκα αλλά και από το πώς η κοινωνία μας έχει “μάθει” τι είναι επιτρεπτό και τι όχι».

Συνήθης μαρτυρία που άκουσε ο Κωνσταντίνος είναι η περίπτωση κατά την οποία άντρες κατεβάζουν το παράθυρο του αυτοκινήτου στο οποίο επιβαίνουν με φίλο τους και αρχίζουν τα σχόλια ακολουθώντας μια γυναίκα για αρκετή ώρα, «περιπτώσεις δηλαδή όπου κάποιος άντρας κάνει catcalling με σκοπό να επιβεβαιώσει τον ανδρισμό του σε κάποιον άλλον ή αλλιώς η τοξική αρρενωπότητα στο μεγαλείο της». Άλλο σημείο που του προκάλεσε εντύπωση είναι η αντίληψη των γυναικών για τις διαφορετικές περιοχές της πόλης και το πώς μπορούν να κινηθούν σε αυτές. «Π.χ η Β. μας είπε πως στην περιοχή της Κηφισιάς θα αισθανθεί περισσότερη ασφάλεια και δε θα μπει στη διαδικασία να ασχοληθεί σχολαστικά με τον τρόπο που θα ντυθεί (για να μην θεωρηθεί πως έχει προκαλέσει) σε σχέση με άλλες περιοχές της πόλης ή με τις διαδρομές της με τα ΜΜΜ».

Ο Κωνσταντίνος Κούκος παρομοιάζει το catcalling με την κυκλοφοριακή συμφόρηση στους δρόμους. Για τις περισσότερες γυναίκες είναι ένα αστικό φαινόμενο που συμβαίνει τόσο συχνά με αποτέλεσμα να μην μπαίνουν καν στη διαδικασία να το συζητήσουν. «Παρατηρήσαμε πως αρκετές γυναίκες στην Ελλάδα δεν γνώριζαν τι ακριβώς είναι το catcalling καθώς είναι ένα φαινόμενο τόσο συχνό, ένα κομμάτι της εμπειρίας του να περπατάς στην πόλη». Διαπίστωσε άραγε διαφορές στο πώς το αντιλαμβάνονται γυναίκες που ζουν στο εξωτερικό σε σύγκριση με την Ελλάδα; «Σίγουρα. Ωστόσο δε θα μπορούσα να πω ότι “στο εξωτερικό είναι καλύτερα τα πράγματα”. Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια ζω στην Κοπεγχάγη -που στερεοτυπικά θεωρείται “πολιτισμένη” και “καθωσπρέπει”- και παρατηρώ ότι το φαινόμενο υπάρχει κι εκεί. Δεν γνωρίζω αν είναι πιο έντονο, αλλά ξέρω σίγουρα ότι συζητιέται.  Σε μεγαλουπόλεις της Αμερικής, όπως για παράδειγμα στη Νέα Υόρκη, γίνεται περισσότερη συζήτηση κι ενημέρωση γύρω από το θέμα,  ανάλογες προσπάθειες γίνονται επίσης σε Λονδίνο και Παρίσι. Είναι εξαιρετικά προβληματικό να θεωρούμε την παρενόχληση κάτι το οποίο “γίνεται και δε μπορείς να το αλλάξεις”, όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε, μιας κι αν κάτι μας έχουν δείξει τα κινήματα είναι πως πρώτο βήμα για να αλλάξουμε ένα ζήτημα είναι να ασχοληθούμε μαζί του».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η Φιλίππα Δημητριάδη πιστεύει ότι «το να τα τσουβαλιάζουμε όλα είναι λίγο σοσιαλμιντιακή μέθοδος κι ένας τζιχαντισμός που δεν χρειάζεται. Μου έχει τύχει ας πούμε να χαμογελάσω με σχόλιο, ωστόσο, είναι σημαντικό ότι ο σχολιασμός στον δρόμο ακόμα κι αν δεν είναι χυδαίος γίνεται μόνο από άντρες, σαν να έχουν πάρει το δικαίωμα να το κάνουν. Εμείς δεν μπορούμε να πούμε σε κάποιον “είσαι πολύ ωραίος”, πόσο μάλλον “τι μωρό είσαι εσύ”». Το ντύσιμο είναι κάτι που βλέπει να εγείρει ακόμα σχόλια. «Θυμάμαι να φοράω ένα σορτσάκι κι ένα μπουστάκι κι ένας άντρας πολύ μεγαλύτερης ηλικίας από έμενα μου είπε “ζέστη ε;”. Μπορεί η λέξη να μην είναι χυδαία αλλά ήταν η εκφορά της, μια εκφορά που σε φέρνει σε δύσκολη θέση και δεν έχει κανένας το δικαίωμα να σου το κάνει αυτό. Κι όταν βγήκα έξω με μια τρύπα στο πίσω μέρος του καλσόν, την οποία είχα δει αλλά πίστευα ότι κανείς δεν θα δώσει σημασία, έγινε στο δρόμο πανικός μέχρι να φτάσω στο γραφείο. Όταν παραπονέθηκα γι’ αυτό άκουσα την ατάκα “κι εσύ τι περίμενες;”. Και το συζήτησα ακριβώς γιατί ένα χυδαίο και προσβλητικό σχόλιο μπορεί να το κουβαλάω μέσα μου όλη μέρα…» (Η Κ.. γι αντίστοιχη περίπτωση, μου είπε: «Μπήκα κατευθείαν στη διαδικασία να κοιτάξω τι ρούχα φοράω, αν μπορούν να θεωρηθούν προκλητικά κι απευθείας θύμωσα που μπήκα σε αυτή στη διαδικασία. Το αποτέλεσμα ήταν να γυρίσω με νεύρα και θυμό στο σπίτι. Θα ήθελα απλά να περπατάω στο δρόμο χωρίς να σκέφτομαι πώς να συμπεριφέρομαι και τι να φοράω»).

Ποιος είναι λοιπόν ο  τρόπος αντιμετώπισης; Ο λόγος στην Φιλίππα Δημητριάδη: «Σε εκείνους που σχολιάζουν μέσα σε ένα αυτοκίνητο έχοντας μάλιστα ταχύτητα, δεν ντρέπομαι να το πω, κάνω χειρονομία μήπως τη δουν από τον καθρέφτη. Θα ήθελα να σου πω και να μπορώ να το υποστηρίξω ότι όλες πρέπει να απαντάμε σε ό,τι μας ενοχλεί, ότι κάνοντας η καθεμία τη διαφορά στη ζωή της θα έρθουν και οι μεγαλύτερες αλλαγές για όλες αλλά το βρίσκω ουτοπικό. Εείνη την ώρα είναι λογικό να μην ξέρεις τι να πεις, είναι και ζήτημα επικινδυνότητας, πρέπει να σκανάρεις τον άλλον προκειμένου να δεις “αν σε παίρνει” να απαντήσεις και θα ήθελα να μη συμβαίνει αυτό».

Είναι θέμα προσδιορισμού των «ορίων». Πού τα βάζει ο Κωνσταντίνος Κούκος; «Τα όρια είναι λεπτά. Για παράδειγμα είχαμε κάποιες μαρτυρίες που μας είπαν πως ένα σφύριγμα μπορεί να μην το εκλάβουν απαραίτητα ως παρενόχληση. Ωστόσο οτιδήποτε φέρει σε άβολη, δύσκολη θέση μια γυναίκα στο δρόμο με θύτη κάποιον άντρα, σίγουρα αποτελεί παρενόχληση», απαντά ο Κωνσταντίνος. «Συνεπώς τα όρια τίθενται από την γυναίκα αλλά και από το πώς η κοινωνία μας έχει “μάθει” τι είναι επιτρεπτό και τι όχι».

Για την Λαμπρινή Πλατσατούρα, «το πρόβλημα έγκειται στο ότι πολλοί θεωρούν σεξουαλική παρενόχληση μόνο την περίπτωση που ο άλλος θα προσπαθήσει να έχει μαζί σου σωματική επαφή. Το να λες όμως σε μια γυναίκα που περνάς από μπροστά σου “τι κωλάρα είναι αυτή”  δεν είναι σε καμία περίπτωση φλερτ. Σίγουρα στο δρόμο θα υπάρξει κι εκείνος που θα σου κάνει ένα κοπλιμέντο, θα σου πει ότι είσαι όμορφη ή θα σου χαμογελάσει. Κι εγώ έχω πει σε άντρα ενώ οδηγούσα και περνούσε από μπροστά μου “παρακαλώ πέρνα, μου έφτιαξες τη μέρα”, αλλά δεν έχω σχολιάσει ποτέ τα οπίσθια κανενός.  Δεν με κάνουν να ντρέπομαι τα χυδαία σχόλια, αν νιώσω ότι κάποιος με προσβάλλει  θα απαντήσω, και θα βρίσω, χωρίς φόβο». 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι επιπτώσεις που έχει ένα σχόλιο από κάποιον άγνωστο, από κάποιον που δεν ρωτήσαμε τη γνώμη του, σχετίζεται άμεσα όπως φαίνεται με το ότι το φαινόμενο του catcalling αποτελεί θέμα-ταμπού για να το συζητήσουμε με ανθρώπους που έχουμε επιλέξει στη ζωή μας ακριβώς επειδή υπολογίζουμε την άποψή τους. «Οι περισσότερες γυναίκες με τις οποίες μιλήσαμε δεν μοιράζονται το περιστατικό με κάποιον και το κρατάνε “μέσα τους”. Η Κ. μας είπε επίσης “δεν μπαίνω στη διαδικασία να πω στο αγόρι μου για τέτοια συμβάντα, γιατί αν το κάνω τότε ασυναίσθητα και μόνο ίσως να κοιτάξει τι φοράω κι αυτό προφανώς το βρίσκω λάθος…επίσης δεν θέλω να τον φέρω σε δυσάρεστη θέση, γι’ αυτό το κρατάω για μένα”.  Είναι σημαντικό να εξετάσουμε σε μαρτυρίες όπως η παραπάνω το αντίκτυπο που μπορεί να έχουν αυτά τα συναισθήματα σε μια γυναίκα, το πώς μπορεί να επηρεάσουν την εργασία, τη ζωή, τις σχέσεις της με το αντίθετο φύλο. Επιπλέον, υπάρχουν περιπτώσεις που έχουν ως αποτέλεσμα κάποια σχόλια να προκαλέσουν το συναίσθημα της ντροπής σε κάποια γυναίκα επηρεάζοντας τον τρόπο που θα ντυθεί στο μέλλον. Ακόμα είναι αρκετά συχνό το να το πάρουν “στην πλάκα” ώστε οι επιπτώσεις να είναι όσο το δυνατόν πιο ανώδυνες για εκείνες», εξηγεί ο Κωνσταντίνος.  

«Ένα χυδαίο και προσβλητικό σχόλιο μπορεί να το κουβαλάω μέσα μου όλη μέρα…».

«Ας συμφωνήσουμε ότι δεν είναι το ίδιο επικίνδυνο να ακούς κάτι από άγνωστο στο δρόμο μέρα μεσημέρι και όταν γυρνάς το βράδυ μόνη σπίτι σου. Είναι όμως το ίδιο ενοχλητικό» κατά την Ελένη Τζαννάτου. «Όταν νιώθεις έντονα βλέμματα  ή λέξεις προς τα πάνω σου από πολύ μικρή ηλικία, η φοβία που αναπτύσσεις δεν ξεπερνιέται ποτέ, ενδεχομένως και να διογκώνεται. Κι αν το να σου κάνει catcalling κάποιος το βράδυ στον δρόμο για το σπίτι σου -που συνήθως αποφεύγεις επιμελώς παίρνοντας ταξί- είναι πράγματι επικίνδυνο, δεν συνεπάγεται ότι τα υπόλοιπα σχόλια, σε άλλες ώρες και μέρη είναι “ανώδυνα” και “ok”. Το να ενοχλεί αυτοβούλως ένας άντρας μια γυναίκα στο δρόμο ή γενικότερα έξω, είναι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό παραβίαση του προσωπικού χώρου του άλλου. Κι αν όλα αυτά φαντάζουν λίγο φουσκωμένα σε κάποιους, ας σκεφτούν τι σημαίνει να είσαι 14 και να σε λέει ο άλλος «καύλα» κρατώντας από το χέρι το μικρό του παιδί. Να πηγαίνεις ζιγκ – ζαγκ στα στενά προς το σπίτι σου γιατί κάπου πίσω σου περπατάει αυτός που πριν κάποια λεπτά άρχισε να σε ρωτάει το όνομά σου με το βλέμμα του Χάνιμπαλ Λέκτερ. Να είσαι γύρω στα 20, να είσαι στην παραλία με το αγόρι σου κι όταν πας μόνη σου για βουτιά ο ένας της διπλανής παρέας να αποφασίζει ότι είναι ok να σου την πέφτει ενώ κολυμπάς». Τα παραπάνω δεν αναφέρονται χάριν συζήτησης, είναι περιστατικά που περιγράφει εμπειρικά. «Σε συνδυασμό με την απομόνωση που έχουν δημιουργήσει τα κοινωνικά δίκτυα, όλα αυτά κάνουν ακόμη πιο δύσκολο το κανονικό φλερτ το οποίο δια ζώσης ήδη πνέει τα λοίσθια», καταλήγει. 

Για τη Μαρία Λούκα, το catcalling είναι ρητά μια μορφή σεξιστικής συμπεριφοράς και παρενόχλησης εις βάρος των θηλυκοτήτων στη δημόσια σφαίρα. Είναι μαζί και το συλλογικό βίωμα εκατομμυρίων γυναικών στον κόσμο που αρκετές φορές στην καθημερινότητα τους έχουν νιώσει αμηχανία, έχουν προσβληθεί και απειληθεί από κάποιο οικείο ή άγνωστο πρόσωπο στο δρόμο, όπως εξηγεί αυτολεξεί. «Το ξέρω ότι για ένα κομμάτι της κοινωνίας δεν αναγνωρίζεται καν ως παρενόχληση, όπως συμβαίνει με πολλές όψεις του σεξισμού που είναι τόσο βαθιά ριζωμένες, ώστε να κανονικοποιούνται και να μην αναγνωρίζονται ως τέτοιες. Γι’ αυτό συχνά αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα, προσλαμβάνεται ως κοπλιμέντο ή επιχειρεί ένα victim blaming του τύπου “είναι προκλητικά ντυμένη” ή “τι θέλει και κυκλοφορεί σε τέτοια μέρη”. Μ’ αυτή την έννοια αποτελεί κομμάτι της κουλτούρας του βιασμού που πάντα αποζητά δικαιολογίες για τους δράστες και ζητάει τα ρέστα από τα θύματα. Προσωπικά κι από μικρή πάντα αντιδρώ στην παρενόχληση στο δρόμο είτε συμβαίνει σε μένα, είτε συμβαίνει σε κάποια άλλη θηλυκότητα. Θεωρώ ότι έχει σημασία να κάνουμε φασαρία όταν παραβιάζονται τα δικαιώματά μας – ακόμα κι αν αυτή δεν είναι αποδεκτή, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργούμε εναλλακτικά πρότυπα μη ανοχής στο σεξισμό, διαμορφώνουμε μια αίσθηση αλληλεγγύης μεταξύ μας, ότι δεν είμαστε μόνες και διεκδικούμε το δικαίωμα μας στους δρόμους και στην πόλη».

«Κι αν όλα αυτά φαντάζουν λίγο φουσκωμένα σε κάποιους, ας σκεφτούν τι σημαίνει να είσαι 14 και να σε λέει ο άλλος “καύλα” κρατώντας από το χέρι το μικρό του παιδί».

Ένας τρόπος αντιμετώπισης από την πλευρά των γυναικών που κατέγραψε ο Κωνσταντίνος Κούκος είναι το να αποφύγουν την οπτική επαφή με εκείνον που τις σχολίασε. «Αυτό που μας είπε η Λ. το ακούσαμε κι άλλες φορές: “Πρέπει να προσπαθήσεις να μη σε επηρεάζει το φαινόμενο και να ενδυναμωθείς ίσως με το να μοιραστείς αυτές τις εμπειρίες”. Φυσικά ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης είναι εκείνος που κάνει κάθε γυναίκα να αισθάνεται περισσότερο ασφαλής σε κάποιο συμβάν. Από εκεί και πέρα είναι εξαιρετικά σημαντικό να μιλήσουμε περισσότερο για το φαινόμενο και τις επιπτώσεις του, να υπάρχει ενημέρωση. Τότε ίσως να καταφέρουμε να γίνουμε Γαλλία όπου πριν από μερικούς μήνες ένας άντρας κλήθηκε να πληρώσει πρόστιμο 300 € σε θύμα λεκτικής του παρενόχλησης». 

Με τον Κωνσταντίνο πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο, σε διαφορετική τάξη, όμως είχαμε την ίδια καθηγήτρια οικιακής οικονομίας στο Γυμνάσιο. Αδυνατώ να θυμηθώ τον λόγο που μας είχε αναφέρει το συγκεκριμένο περιστατικό, όμως η καθηγήτρια αυτή μας είχε μιλήσει για ένα οικείο της πρόσωπο, μια γυναίκα που εργαζόταν ως πλασιέ. Μας είχε περιγράψει λοιπόν ότι μια μέρα που η πρωταγωνίστρια της ιστορίας της βρισκόταν στους δρόμους για προωθήσει το προϊόν που είχε, ένας άγνωστος άντρας της είπε «μπορώ να αγοράσω όλη την τσάντα που κουβαλάς αν θες». Το ηθικό δίδαγμα εν ώρα μαθήματος ήταν πως καλό είναι τα κορίτσια της τάξης να αποφύγουμε τυχόν τέτοιου τύπου δουλειές γιατί ο κόσμος εκεί έξω είναι αδυσώπητος με τις γυναίκες.

Θυμάμαι μέχρι σήμερα αυτή την εσφαλμένη νουθεσία της, δεν ξέρω αν τη θυμάται κι εκείνος κι αν η κοινή μας καθηγήτρια θεώρησε τόσο σημαντική αυτή την ιστορία ώστε να την αναφέρει σε όλα τα τμήματα που δίδασκε. Θα θυμάμαι πάντα ότι αυτό που μας συμβούλευσε είναι να αποφεύγουμε τους δρόμους ακόμα κι αν το απαιτεί η δουλειά μας, συμβουλή γραφική και μικρόψυχη όπως τη σκέφτομαι από τα 15 μου μέχρι σήμερα. Όπως επίσης θα θυμάμαι, αν σε μερικά χρόνια από τώρα γράψω κάτι για το catcalling, να προσπαθήσω όλες οι γυναίκες που θα μιλήσουν γι’ αυτό να είναι πρόθυμες να το κάνουν επώνυμα.

Ζωή Παρασίδη

Η Ζωή Παρασίδη γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 2009 εργάζεται ως δημοσιογράφος.