Categories: ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ιστορία για τα μαύρα δολοφονημένα σώματα της φυλετικής τρομοκρατίας. Μια ιστορία οργής.

Τον Αύγουστο του 1955 η Μάμι Τιλ Μπράντλει έβαλε το 14χρονο γιο της στο τρένο που θα πήγαινε από το Σικάγο στο Μισισίπι με σκοπό να περάσει τις καλοκαιρινές του διακοπές δίπλα στους συγγενείς του. Μερικές μέρες αργότερα από το σώμα του Έμετ αφαιρέθηκε η σημασία, η πνοή, η ζωή.

Η Μάμι το παρέλαβε σε φέρετρο, ακρωτηριασμένο, παραμορφωμένο, βασανισμένο και άγρια δολοφονημένο. Η απόφαση της να μην κλείσει το φέρετρο, «να δει ο κόσμος αυτό που είδα εγώ» – όπως χαρακτηριστικά απάντησε στις επίμονες προσφορές του διευθυντή του γραφείου τελετών να ρετουσάρει την εικόνα του, διέρρηξε την παράδοση του μοναχικού, σιωπηλού και εμπεδωμένου τρόμου της αφροαμερικάνικης κοινότητας και αποτέλεσε την αρχή για το Κίνημα των Πολιτικών Δικαιωμάτων.

65 χρόνια μετά η εικόνα ενός άλλου δολοφονημένου μαύρου σώματος, του Τζόρτζ Φλοιντ, πυροδοτεί  την εξέγερση που συνταράσσει τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και συντονίζεται με όλες τις κλεμμένες ανάσες της εποχής μας. Αυτή, όμως, δεν είναι μια ιστορία 65 ετών. Είναι μια ιστορία τεσσάρων αιώνων βίας, πόνου και ανισότητας και μαζί η ενθύμηση της αμείλικτης δυνατότητας των δολοφονημένων σωμάτων να διαφεύγουν του θανάτου, να επιστρέφουν στοιχειώνοντας τα συστήματα καταπίεσης και εκμετάλλευσης. 

Στις 24 Αυγούστου του 1955 ο αφροαμερικάνος έφηβος Εμετ Τιλ πήγε μαζί με τους φίλους του στο παντοπωλείο της γειτονιάς που άνηκε στον Ρόι Μπράιαντ. Μέσα βρισκόταν η σύζυγος του Κάρολιν. Τι ακριβώς συνέβη στο παντοπωλείο δεν εξακριβώθηκε ποτέ.

Ο αρχικός ισχυρισμός της Κάρολιν ήταν ότι το αγόρι την παρενόχλησε. Ο ξάδερφος του Έμετ που βρισκόταν μαζί του είπε πως απλώς σφύριξε. Χρόνια αργότερα και αφού η Κάρολιν είχε υποπέσει σε πολλές αντιφάσεις, παραδέχτηκε ότι ο Εμετ ουδέποτε της μίλησε ή την άγγιξε «με πρόστυχο τρόπο». Σε κάθε περίπτωση αυτό παρουσιάστηκε ως αφορμή για μια από τις πιο βάναυσες φυλετικές δολοφονίες. Ο λευκός ιδιοκτήτης του παντοπωλείου μαζί με τον ετεροθαλή αδερφό του απήγαγαν μέσα στη νύχτα τον Έμετ από το σπίτι του, τον οδήγησαν σ’ έναν αχυρώνα, τον βασάνισαν με αδιανόητο τρόπο, τον πυροβόλησαν στο κεφάλι, έδεσαν στο λαιμό του έναν θηριώδη ανεμιστήρα βάρους 32 κιλών και τον πέταξαν στο ποτάμι. 

Τρεις μέρες αργότερα, όταν ανασύρθηκε το πτώμα, η Πολιτεία του Μισισίπι επέμενε να θαφτεί εκεί. Η μητέρα του αγοριού αντέδρασε. Διεκδίκησε και πέτυχε η σωρός να σταλεί στο Σικάγο. Οι αρχές αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και να στείλουν το σφραγισμένο φέρετρο στο Σικάγο, θεωρώντας ότι θα θαφτεί χωρίς να ανοιχτεί. Ήταν κι αυτή μια έκφανση της αγνωμοσύνης που απορρέει από τη λευκή αλαζονεία. Η Μάμι όχι απλά άνοιξε το φέρετρο αλλά αποφάσισε η ταφή να γίνει σε φέρετρο με γυάλινο κάλυμμα για να μπορούν όλοι να δουν ένα σώμα που πλέον λειτουργούσε ως τεκμήριο φρίκης. Οι πιο συντηρητικοί υπολογισμοί λένε ότι 10.000 πολίτες πέρασαν από την κηδεία. Κάποιες εκτιμήσεις κάνουν λόγο ακόμα και για 100.000. Σίγουρα πάντως μέσω της δημοσίευσης της εικόνας στον αμερικάνικο τύπο το περιφρονημένο και απαξιωμένο σώμα του Εμετ Τιλ εγκαταστάθηκε στις συνειδήσεις των Αφροαμερικανών ως επιτακτικότητα δράσης. 

Οι δολοφονίες των Αφροαμερικανών στο καθεστώς του Τζιμ Κρόου που διαπότιζε τον Αμερικάνικο Νότο δεν ήταν καθόλου σπάνιο γεγονός. Η ρωγμή που προκάλεσε η δολοφονία του Εμετ Τιλ ήταν στο νόημα που έφεραν τα δολοφονημένα μαύρα σώματα. Τα λιντσαρίσματα, τα βασανιστήρια και οι δολοφονίες των Αφροαμερικανών ήταν αρχικά δημόσιες τελετουργίες για τη σφυρηλάτηση της υπεροχής της λευκής κοινότητας και προειδοποίηση κινδύνου για τη μαύρη κοινότητα. Ακόμα και την εποχή της δολοφονίας του Εμετ Τιλ που το λινστάρισμα δεν ήταν αποδεκτό θέαμα αλλά παρέμενε αποδεκτή πρακτική, όλοι στην πόλη γνώριζαν τι είχε συμβεί. Η εξαφάνιση ενός μαύρου σώματος υποδαύλιζε τρομακτικές εικασίες και κυρίως φόβο. Τα μαύρα δολοφονημένα σώματα ήταν μαρτυρία της λευκής επιβολής που εγκαλούσε τα καταπιεσμένα υποκείμενα στη φυλετική τάξη πραγμάτων. Οι άνθρωποι έκρυβαν τα βασανισμένα σώματα και εσωτερίκευαν το πένθος τους.

Το νεκρό σώμα του Έμετ Τιλ σε ανοιχτό φέρετρο.

Η απόφαση της Μάμι να μη κρύψει το σώμα του παιδιού της αλλά να το εκθέσει στη δημοσιότητα, αμφισβήτησε το νόημα που η λευκή ελίτ απέδιδε στις δολοφονίες των μαύρων. Ήταν επίσης, η αναγκαία θρυαλλίδα που απελευθέρωσε τη συσσωρευμένη οργή μιας κοινότητας από την μακροχρόνια καταπίεση και το θεμελιωμένο ρατσισμό. 

Ο Έμετ Τιλ

«Ενώ το μαύρο σώμα που πονά είχε λειτουργήσει παραδοσιακά ως σύμβολο της απόλυτης λευκής εξουσίας, το πτώμα του Εμετ Τιλ έγινε ένα οπτικό ρητορικό σχήμα που απεικόνιζε την ασχήμια της φυλετικής βίας και τη δύναμη της μαύρης κοινότητας. Αυτή η αναδιαμόρφωση ήταν εν μέρει αποτέλεσμα του ότι η μαύρη κοινότητα αγκάλιασε και έφερε στο προσκήνιο το αποκείμενο σώμα του Τιλ αντί να επιτρέψει να εξοβελιστεί με ασφάλεια από τη ζωή της κοινότητας» γράφουν οι  Christine Harold και Kevin Michael Deluca στο δοκίμιο τους «Κοιτάξτε το πτώμα». 

Η δίκη έγινε το Σεπτέμβρη του 1955, όπου το σώμα των λευκών ενόρκων σε λιγότερη της μιας ώρας διαβούλευση, αθώωσε τους δύο κατηγορούμενους. Οι ίδιοι οι δράστες ομολόγησαν τη δολοφονία αργότερα στο περιοδικό Look με αντάλλαγμα 4000 δολάρια. Η δικαιοσύνη δεν αποδόθηκε. Ωστόσο, ο κινητήρας του κινήματος για τα Πολιτικά Δικαιώματα είχε πάρει μπροστά. Λίγο καιρό μετά η Ρόζα Παρκς αρνήθηκε να δώσει τη θέση της στο λεωφορείο σε λευκό άνδρα που στεκόταν όρθιος. «Σκέφτηκα τον Εμετ και δε μπορούσα να κάνω πίσω» εκμυστηρεύτηκε στη μητέρα του. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ αναφέρθηκε πολλές φορές στη δολοφονία ως αποτρόπαιο υπόδειγμα του φυλετικού μίσους. Ο Μοχάμεντ Αλι γέμισε την αγανάκτηση του με την εικόνα του δολοφονημένου σώματος του Εμετ. Η Οντρει Λορντ και η Τονι Μόρισσον έκαναν τα δάκρυα τους για τον Εμετ φλογισμένες λέξεις. Η μαύρη κοινότητα δεν απώθησε την εικόνα του τσακισμένου σώματος, δεν κλείστηκε σπίτι της για να μην πάθει ό,τι έπαθε ο Εμετ. Αγκάλιασε αυτό το σώμα, το έκανε δικό της και έριξε τα πρώτα θεμέλια για το μεγαλειώδη αγώνα των Πολιτικών Δικαιωμάτων, πετυχαίνοντας ορισμένες σημαντικές νίκες και κυρίως ανακαλύπτοντας τη δύναμη της. 

Μπορεί νομοθετικά να καταργήθηκαν οι διακρίσεις, το «αμερικάνικο όνειρο», όμως, παραμένει φυλετικοποιήμενο και γαντζωμένο από τη μνήμη των 400 περίπου ετών της δουλείας, της καταπίεσης και της ανισότητας, από τη μνήμη των 3446 λιντσαρισμάτων της περιόδου 1882 – 1968 και από την πολύ πιο πρόσφατη μνήμη των μαύρων ζωών χωρίς αξία που συνθλίβονται στα χέρια της Αστυνομίας. Σύμφωνα με έρευνα του 2019 οι Αφροαμερικανοί είναι 2,5 φορές πιο πιθανό να σκοτωθούν από αστυνομικούς συγκριτικά με τους λευκούς και  η αστυνομική βία είναι η δεύτερη κυριότερη αιτία θανάτου για τους μαύρους άνδρες ηλικίας 20-29 ετών.

Οι Αφροαμερικανοί έχουν έξι φορές περισσότερες πιθανότητες να βρεθούν στη φυλακή. Το ποσοστό αυτών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχιας είναι τρεις φορές μεγαλύτερο από τους λευκούς. Το προσδόκιμο ζωής τους υπολείπεται κατά έξι χρόνια από αυτό του λευκού πληθυσμού. Δίπλα σ’ αυτή την ποσοτικοποίηση της αδικίας προστέθηκε εσχάτως και η τρεις φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να πεθάνουν από την πανδημία Covid – 19, αφού υπερεκπροσωπούνται μεταξύ των θυμάτων κι αυτό φυσικά δε σχετίζεται με καμία γενετική μπούρδα αλλά με την οικονομική δυσπραγία που οδηγεί στην παραμέληση, με τη μειωμένη πρόσβαση στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης και με το γεγονός ότι ανήκουν σε αυξημένο ποσοστό στην κατηγορία των εργαζομένων που δεν έπαψε να είναι εκτεθειμένη. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Γι’ αυτό και 65 χρόνια μετά τη δολοφονία του Εμετ Τιλ, η επί 8 λεπτά και 45 δευτερόλεπτα εικόνα του Τζορτζ Φλοιντ να μη μπορεί να αναπνεύσει ακυρώνει τη ρουτινοποίηση του θανάτου και την κανονικοποίηση της φυλετικής βίας και παράλληλα εμβληματοποιεί το αίτημα για ανάκτηση της ιερότητας της ζωής. Και βέβαια η έκλυση του θυμού δε θα ήταν βελούδινη, δεν είναι αυτό το υλικό του. Θα ήταν σαρωτική, εκρηκτική και χειμαρρώδης. Δίκαιη όμως μέχρι το μεδούλι.

Είναι αυτή που αναγκάζει τον ορκισμένο μη ακτιβιστή Michael Jordan να αρθρώσει μια πολιτική θέση κατά του ρατσισμού, τη Μαντόνα να βρίσει δημόσια την Αστυνομία και τον Marc Jacobs να υποστηρίξει προς τιμήν του ότι το σπασμένο τζάμι δεν είναι βία, ο ρατσισμός είναι βία. Ακόμα περισσότερο να βγάζει στο δρόμο επί 10 μέρες τη μαύρη κοινότητα σε μια από τις μαζικότερες εξεγέρσεις της σύγχρονης αμερικάνικης ιστορίας και στο πλευρό της να στέκονται πολλά καταπιεσμένα υποκείμενα, γυναίκες, ΛΟΑΤΚΙ+, άνεργοι/ες, φτωχοί/ες της λευκής κοινότητας που θέλουν να αποτινάξουν τις αχρείαστες και υπεύθυνες για τόσο πόνο, ιδέες του εθνοτικοφυλετικού ρατσισμού.  

Μαρία Λούκα

Share
Published by
Μαρία Λούκα