Οι New York Times το 2010 επέλεξαν τον όρο mansplaining ως μία από τις λέξεις της χρονιάς, καθώς ήταν παντού στο διαδίκτυο. Δώδεκα χρόνια μετά, η συμπεριφορά ενός άντρα που εξηγεί κάτι σε μια γυναίκα σαν να μην το γνωρίζει ήδη εκείνη ή σαν να μην μπορούσε να το γνωρίζει, με ύφος συγκαταβατικό ή πατερναλιστικό δεν ανήκει καθόλου στο παρελθόν.
Η Rebecca Solnit το περιέγραφε κάπως έτσι: «Είναι η αλαζονεία που το καθιστά δύσκολο, κατά καιρούς, για κάθε γυναίκα σε οποιονδήποτε τομέα. Είναι αυτό που εμποδίζει τις γυναίκες να πουν τη γνώμη τους και να μην ακούγονται, όταν τολμούν να το κάνουν. Αυτό που βυθίζει τις νεαρές γυναίκες στη σιωπή, δείχνοντάς τους, με τον ίδιο τρόπο που το πετυχαίνει και η παρενόχληση στους δρόμους, ότι αυτός δεν είναι ο κόσμος τους», γράφει ο Solnit, υπογραμμίζοντας ότι όλες οι γυναίκες ξέρουν για τι πράγμα μιλάει.
Με 58.000 retweets και περισσότερα από 184.000 likes, το tweet της Nicole Gugliucci από το 2017 εξακολουθεί να έχει αντίκτυπο σήμερα. «Οι φίλοι μου επινόησαν μια λέξη: hepeated», ανακοίνωσε η Αμερικανίδα καθηγήτρια αστρονομίας και φυσικής. Συνέχισε, λέγοντας ότι εμφανίζεται «όταν μια γυναίκα προτείνει μια ιδέα και αυτή αγνοείται, αλλά μετά ένας άντρας λέει το ίδιο πράγμα και σε όλους αρέσει». Όπως παρατηρεί ένα πρόσφατο άρθρο στην The Guardian, ο όρος hepeating είναι «απλώς ο πιο πρόσφατος στον διευρυνόμενο κατάλογο όρων για σεξιστική ανδρική συμπεριφορά, ένα γλωσσάρι που ξεκίνησε με το mansplaining».
Βεβαίως, από το mansplaining, το γλωσσάρι επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει το manterrupting, —την συνήθεια να διακόπτει ένας άντρας άσκοπα μια γυναίκα ενώ μιλάει—καθώς και το manologue, τον ανδρικό μονόλογο, δηλαδή όταν ένας άντρας δίνει διαλέξεις σε μια γυναίκα ή μια ομάδα γυναικών απλώς για να εξηγήσει την εκτεταμένη γνώση του για κάτι. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε το manspreading, το οποίο αναφέρεται στις περιπτώσεις που ένας άνδρας κάθεται με τα πόδια ορθάνοιχτα σε δημόσιους χώρους, καταλαμβάνοντας περισσότερο χώρο από τα άλλα άτομα γύρω του. Υπάρχει επίσης, για παράδειγμα, το bropropriation, η οικειοποίηση των ιδεών των γυναικών από τους άνδρες.
Πέρα από τη σοσιαλμιντιακή χρήση αυτών των λέξεων, οι συνήθειες που περιγράφουν, στις οποίες οι άνδρες κυριαρχούν στον διαδικτυακό και φυσικό χώρο, έχουν επίσης μια επιστημονική βάση που αποδεικνύει την ύπαρξή τους. Μια έρευνα του Πανεπιστημίου Στάνφορντ του 2021 διερεύνησε τις διακρίσεις λόγω φύλου σε σεμινάρια οικονομικών επιστημών σε 33 ιδρύματα των ΗΠΑ, αναλύοντας 468 σεμινάρια σε ολόκληρη τη χώρα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι άνδρες διακόπτουν τις γυναίκες πιο συχνά. Οι άνδρες κάνουν επίσης περισσότερες ερωτήσεις στις γυναίκες στο τέλος μιας παρουσίασης ή ομιλίας από ό,τι σε άλλους άνδρες, με το ύφος αυτών των ερωτήσεων να τείνει να είναι πιο εχθρικό ή πατερναλιστικό.
Στην καθημερινή ζωή, για παράδειγμα, μια δημοσιογράφος προτείνει στο εβδομαδιαίο meeting να γίνει ένα ρεπορτάζ για τη βία κατά των γυναικών, όταν πλησιάζει η Παγκόσμια Ημέρα Ενάντια στη Βία Κατά των Γυναικών. Μετά από αυτήν, παίρνει το λόγο ένας άντρας συνάδελφος και λέει με πιο περίπλοκο ύφος, αλλά χωρίς να προσθέτει κάτι επί της ουσίας στην ιδέα: «Ας κάνουμε μια σειρά ρεπορτάζ για την Παγκόσμια Ημέρα Ενάντια στη Βία Κατά των Γυναικών. Είναι μια σημαντική ημέρα και το κοινό θα θέλει να διαβάσει τις ιστορίες και να τις μοιραστεί». Η γυναίκα δημοσιογράφος του κάνει παρατήρηση για το συμβάν, εκείνος ισχυρίζεται ότι δεν το άκουσε και θα κάνει ακριβώς το ίδιο στο επόμενο meeting. Αυτό είναι hepeating.
Μια εργαζόμενη σε υπηρεσία επικοινωνίας, η Κ.Ν., 32 ετών, λέει ότι ως γυναίκα σε ένα δημιουργικό επάγγελμα, είναι τυπικό να βιώνεις το hepeating. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι μπορεί να ξεκινήσει την ιδέα, αλλά «αυτός που την ολοκληρώνει πάντα είναι άντρας» και έτσι, «στο τέλος φαίνεται ότι ήταν δική του ιδέα, παίρνει την αναγνώριση και νιώθεις αγανάκτιση». Ωστόσο, είναι χειρότερο από μια στιγμή θυμού. Το hepeating και το mansplaining «παρακάμπτουν την αντίληψή σου» σε σημείο που η γυναίκα που την μειώνουν ύστερα αναρωτιέται: «Ήταν πραγματικά δική μου αυτή η ιδέα; Έχω το δικαίωμα να την υπερασπιστώ ή θα μοιάζω με κακιά συνάδελφο;». Όλα αυτά δημιουργούν μια αμυντική στάση στις συναντήσεις της δουλειάς.
Όταν ο Πρόεδρος Ομπάμα ανέλαβε τα καθήκοντά του, «τα δύο τρίτα των κορυφαίων συμβούλων του ήταν άνδρες», όπως έγραψε η δημοσιογράφος Juliet Eilperin στην Washington Post. «Οι γυναίκες παραπονέθηκαν ότι έπρεπε να παλέψουν πολύ για να μπουν σε σημαντικές συναντήσεις» και ακόμη και τότε, μπορούσαν να αγνοηθούν. Οι γυναίκες ηγέτες χρησιμοποίησαν μια στρατηγική ενίσχυσης. Όταν μια γυναίκα αναφερόταν σε ένα βασικό σημείο στις συναντήσεις του Λευκού Οίκου, άλλες γυναίκες το επανέλαβαν, δίνοντας τα εύσημα στην αρχική συγγραφέα. Αυτό ανάγκασε τους άνδρες στην αίθουσα να αναγνωρίσουν τη συνεισφορά και τους στερήθηκε την ευκαιρία να διεκδικήσουν την ιδέα ως δική τους.
Τι χρειάζεται τελικά; Περισσότερες γυναίκες στην αίθουσα συσκέψεων.
–
Με πληροφορίες από El Pais και Guardian.