Συμπληρώθηκε ένας μήνας από τότε που ο διαιτητής Ριτσόλι σφύριξε λήξη στο 20ο Παγκόσμιο Κύπελλο, το γερμανικό Vierter. Η αστερόσκονη έχει πια κατακαθίσει και οι περισσότερες –κυρίως οι ευρωπαϊκές- χώρες έχουν στραφεί στις εσωτερικές τους διοργανώσεις που ξεκινούν η μία μετά την άλλη, παράλληλα με τις ηπειρωτικές. Στη Βραζιλία πάλι, όπου μάλλον θα περάσουν τουλάχιστον 2-3 αιώνες για να ψυχανεμιστούν την ιδέα να ξαναδιοργανώσουν Μουντιάλ, προς το παρόν σκέφτονται να ξαναεκλέξουν την Ντίλμα Ρουσέφ στην Προεδρία της χώρας. Πέρα από αυτό, το Μπραζιλεϊράο σήμανε επανεκκίνηση, μόλις τρεις μέρες μετά το τελευταίο σφύριγμα στον τελικό του Μαρακανά, ύστερα από ένα διάλειμμα ενάμιση μήνα. Και ήδη στο διάστημα που κύλησε μετά την επανέναρξη, έχει εκτυλιχτεί μπόλικο δράμα, με κεντρική πρτωταγωνίστρια τη Φλαμένγκο, την πιο δημοφιλή ομάδα της χώρας.
Για πολλούς πιτσιρικάδες της δεκαετίας του ’80, ειδικά αυτούς που είχαν ξετρελαθεί με τη Σελεσάο των Μουντιάλ ’82 και ’86, η Φλαμένγκο ήταν η ομάδα-μύθος. Ίσως μάλιστα υπήρξε η τελευταία τέτοια, στα τελειώματα της εποχής πριν από την τηλεόραση, όπου αφηνόταν -και μπορούσε ακόμα να περάσει- γενικά η αίσθηση ότι «εκείνοι οι τύποι εκεί κάτω παίζουν κάτι άλλο», είναι μάγοι, ζογκλέρ και όλα τα συναφή. Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και στα μέρη μας, πολύ συχνά κάποιο μπουλούκι με το όνομα Φλαμένγκο συμμετείχε στα κατά τόπους αυτοσχέδια πρωταθλήματα αλάνας, που τότε συνήθως διοργανώνονταν στα όρια των κατά τόπους ενοριών, προτού ακόμα προκύψει το 5Χ5. Κάπου βέβαια προς τα τέλη των 80s, με μια κάποια αργοπορία, η ΕΡΤ-2 αποφάσισε να αφιερώσει μερικά απογεύματα, σε περιγραφή Γιάννη Αργυρίου αν θυμάμαι καλά, μεταδίδοντας μαγνητοσκοπημένους αγώνες από το «Πρωτάθλημα των Μάγων», βάζοντας στα σπίτια τη Φλαμένγκο, τη Φλουμινένσε, τη Βάσκο ντα Γκάμα, τη Σάντος, την Κορίνθιανς και όλες τις άλλες υπερομάδες της Βραζιλίας, στο ξεκίνημα της παρακμής του μεγάλου πρωταθλήματος της χώρας. Οι πιο πολλοί τηλεθεατές απάντησαν με βαθιά χασμουρητά, οι μεταδόσεις γρήγορα διακόπηκαν, ο Μποσμάν έφερε Βραζιλιάνους από Α έως Ω διαλογής στη Ευρώπη, οι ομάδες της χώρας αποψιλώθηκαν, οι μύθοι ξεθώριασαν.
Πραγματικά όμως, στο διάστημα ‘75-‘85 η Φλαμένγκο ήταν φανταστική, με κορωνίδα το παταγώδες 3-0 κόντρα στη Λίβερπουλ στο Τόκιο, στον τελικό του Διηπειρωτικού του 1981. Ήταν στο μέσο της χρυσής εφταετίας των Άγγλων στην Ευρώπη, όπου κατακτούσαν απανωτά τα Πρωταθλητριών από το ‘77, όταν έσκασε αυτό το χαστούκι από τη λατινοαμερικάνικη πλευρά, απέναντι μάλιστα στην τοπ ομάδα της εποχής, που στην Ευρώπη θεωρούταν λίγο-πολύ ανίκητη. Η Φλαμένγκο τότε αποτελούταν κυρίως από διεθνείς μπακ και χαφ που βρίσκονταν μεταξύ 21 και 25 ετών (Ζούνιορ, Λεάντρο, Αντράντε, Αντίλιο, Τίτα, Μόζερ), έπαιζαν περίπου 5 χρόνια όλοι μαζί και είχαν για προπονητή έναν αρκετά πρεσβύτερο πρώην συμπαίκτη τους, τον χαφ Πάουλο Καρπετζιάνι, που μόλις είχε σταματήσει τη μπάλα. Είχαν επίσης, ως συνήθως, σχετικά μέτριους φορ (έναν Νούνες και κάποιον Λίκο) και τερματοφύλακα (Ραούλ), αλλά βέβαια τα πάντα επισκιάζονταν από τη μορφή του Ζίκο, του απόλυτου, σε παγκόσμιο επίπεδο, 10αριού εκείνης της δεκαετίας.
Ήταν πάντως μόλις ένα χρόνο νωρίτερα, το 1980, όταν η Φλαμένγκο κατέκτησε το πρώτο Παν-βραζιλιανικό πρωτάθλημα στην ιστορία της, παρόλο που είχε προλάβει στις προηγούμενες δεκαετίες να χτίσει τον μύθο της, κυρίως χάρη στις μεγάλες της επιτυχίες σε επίπεδο Καριόκα, στην ευρύτερη δηλαδή περιοχή του Ρίο ντε Τζανέιρο. Σε μια χώρα τεράστια σε έκταση που άργησε, λόγω γενικής φτώχειας, να οργανώσει τις αεροπορικές της υποδομές, ήταν φυσικό κι επόμενο να καθυστερήσει χαρακτηριστικά η δυνατότητα διοργάνωσης ένος μητροπολιτικού πρωταθλήματος, με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον να στρέφεται για χρόνια στις κατά τόπους συγκρούσεις. Σ’ εκείνα τα χρόνια και μέχρι το 1971, όταν και διοργανώθηκε επίσημα το πρώτο Μπραζιλεϊράο, η Φλαμένγκο όχι μόνο κυριάρχησε απέναντι στις τρεις μεγάλες συντοπίτισσες αντιπάλους της, Φλουμινένσε, Βάσκο ντα Γκάμα και Μποταφόγκο, αλλά ταυτόχρονα έπλασε το στίγμα της ως ομάδας τού λαού, προερχόμενης από τη λαϊκή συνοικία των Φλαμανδών –εξού και Φλαμένγκο- του Ρίο. Ειδικά βέβαια απέναντι στη Φλουμινένσε, από τα σπλάχνα της οποίας (βλέπε: δυσαρεστημένα μέλη) γεννήθηκε η ποδοσφαιρική Φλαμένγκο και κατ’ επέκταση το διάσημο ντέρμπι Φλα-Φλου στη 2η δεκαετία του 20ου αιώνα, η κόντρα, πέρα από εξαντλητικά ανταγωνιστική (στο 33-31 είναι το σκορ στα τοπικά πρωταθλήματα, υπέρ της Φλα), είχε και τις απαραίτητες ταξικές της συνδηλώσεις. Έτσι η Φλαμένγκο σήμερα θεωρείται η ομάδα των 40 εκατομμυρίων φτωχών, που μοιράζονται το Μαρακανά με τους, σαφώς λιγότερους και άρα πιο εστέτ της Φλουμινένσε, που έχουν άλλωστε τις ρίζες τους στην παραδοσιακά κυριλέ γειτονιά Λαρανζέιρας.
Πήρε πολλά χρόνια ώστε το Μπραζιλεϊράο να αποκτήσει ένα σταθερό και νορμάλ φορμά, και μόλις από το 2006 διατηρεί τη σημερινή του μορφή, με 20 ομάδες, αγωνιστικές δύο γύρων και πρωταθλητή τον 1ο της βαθμολογίας στο τέλος. Πολύς κόσμος ακόμα διαμαρτύρεται αναπολώντας τα υπερπολύπλοκα συστήματα πολλαπλών ομίλων και πλέι-οφ, που πάντως δημιούργησαν αξέχαστες μάχες με κορυφαία, ίσως, ανάμνηση τη ρεβάνς του τελικού πρωταθλήματος του 1983, Φλαμένγκο-Σάντος 3-0, όταν στο Μαρακανά κόπηκαν κάτι παραπάνω από 155.000 εισιτήρια, ρεκόρ ασύλληπτο για το ποδόσφαιρο από τότε μέχρι σήμερα. Δείτε τα στιγμιότυπα, που κλείνουν με πατροπαράδοτο, πολύ ξύλο στο τέλος:
Ήταν η μέρα που μέσα στο μεθύσι του τίτλου ο Ζίκο ανακοίνωσε την πρόθεσή του να αναχωρήσει για την Ευρώπη, με απρόσμενο τελικά προορισμό το Ούντινε, αφήνοντας τη Φλαμένγκο να θυμηθεί της ρίζες της ως συλλόγου κωπηλασίας (ακόμα η επίσημη ονομασία της είναι Clube de Regatas do Flamengo – Όμιλος Λεμβοδρομιών του Φλαμένγκο), και να τραβήξει πολύ –μα πολύ- κουπί έκτοτε. Ουσιαστικά διανύει περίπου 30 χρόνια πια, στα οποία οι χαρές είναι πολύ λιγότερες από τις λύπες, τα άγχη, ακόμα και τα ντου των αγανακτισμένων οπαδών ενάντια στα ίδια τα βλαστάρια τους. Κι είναι πραγματικά αδιανόητο για μια ομάδα με τέτοια φήμη, ότι έχει κερδίσει μόλις ένα πρωτάθλημα τα τελευταία 22 χρόνια, αυτό του 2009, ενώ οι σημαντικοί διεθνείς της τίτλοι περιορίζονται στο νταμπλ που πέτυχε το 1981, κερδίζοντας τα μονάκριβά της Λιμπερταδόρες και Ιντερκοντινένταλ. Το πιο τρελό απ’ όλα, η Φλαμένγκο μνημονεύτηκε πάλι σε τοπ επίπεδο τη μέρα του Μινεϊράζο, επειδή η Γερμανία φορούσε φανέλες σαν τις δικές της, ρουμπινί και μαύρες οριζόντιες ριγέ, όταν σάρωνε με την περίφημη πια 7άρα τη Βραζιλία.
Από τη Φλαμένγκο έχει περάσει ένα μεγάλο μέρος του αφάν-γκατέ του βραζιλιάνικου παιχνιδιού, ξεκινώντας από βιβλικές μορφές σαν κι αυτές του προπολεμικού αρχισκόρερ Λεονίντας, του πρωταγωνιστή στα χρόνια του Μαρακανάζο, Ζιζίνιο, του Μάριο Ζαγκάλο, ακόμα και του Γκαρίντσα σ’ ένα σύντομο πέρασμα στα τελειώματά του, και φτάνοντας, ύστερα από τη χρυσή γενιά των 70s-80s, μέχρι μια σειρά από τοπ ονόματα, σαν κι αυτά των Μπεμπέτο, Ρομάριο, Ρενάτο, Αλνταΐρ, Ζίνιο, Λεονάρντο, Τζαλμίνια, Ζουνίνιο, και τους πιο πρόσφατους Ζούλιο Σέζαρ (γκολκίπερ), Ροναλντίνιο, Αντριάνο και Βάγκνερ Λαβ. Ταυτόχρονα με το να μεγαλοπιάνεται, το κλαμπ πάλευε, ειδικά από το Πρωτάθλημα του 1992 και μετά, με οικονομικές φουρτούνες, κακοδιαχειρίσεις και χρεοκοπίες βασικών και πολλά υποσχόμενων χορηγών, γεγονότων που είχαν εύλογο αγωνιστικό αντίκτυπο, με πολλούς παίκτες να αποχωρούν απλήρωτοι και η ομάδα να γλιτώσει σε τουλάχιστον 4 περιπτώσεις (1995, 2001, 2002, 2004), τον υποβιβασμό την τελευταία αγωνιστική. Ακόμα και μέσα στα χρόνια μιας κάποιας αναλαμπής, που οδήγησαν και στο πιο πρόσφατο πρωτάθλημα του 2009, η Φλαμένγκο έγραψε το δικό της Μαρακανάζο, όταν αποκλείστηκε από τη μεξικάνικη Κλαμπ Αμέρικα χάνοντας με 0-3 εντός έδρας ενώ είχε νικήσει με 2-4 στο Μεξικό, και μένοντας έξω από τα προημιτελικά του Κόπα Λιμπερταδόρες του 2008.
Τα γκραν-γκινιόλ σκηνικά απέναντι στον υποβιβασμό επαναλήφτηκαν τόσο το 2010, όσο και το 2013, ωστόσο η Φλαμένγκο παραμένει μέχρι σήμερα μία από τις 5 ομάδες της Βραζιλίας (μοναδική του Ρίο) και μέλος μιας ευρύτερης, προφανώς ολοένα συρρικνούμενης κάστας συλλόγων ανά τον κόσμο, που παίζουν μόνιμα στην Α` κατηγορία από την ίδρυση του εγχώριού τους πρωταθλήματος.
Οι κακές, στα όρια του απαίσιου, εμφανίσεις της ομάδας κατά το πρώτο κομμάτι της φετινής σεζόν μαρτυρούν ότι δύσκολα η Φλα θα καταφέρει και φέτος να τη σκαπουλάρει. Έκλεισε τις πρώτες 9 αγωνιστικές μέχρι το μουντιαλικό μπρέικ με 7 βαθμούς και στον πάτο της βαθμολογίας, ενώ η επάνοδος ήταν εξίσου τρομακτική, με δύο κολλητές ήττες από Ατλέτικο Παραναένσε και Ιντερνασιονάλ, που έδειξαν να τη βυθίζουν ακόμη περισσότερο,
Παράλληλα εκτυλίσσονταν εξωφρενικά σκηνικά, με κυνηγητά, κλοτσιές και μπουνιές περήφανων οπαδών της Φλα εναντίον συγκεκριμένων στόχων, όπως ο διεθνής αριστερός μπακ, πρώην της Άρσεναλ, Αντρέ Σάντος, που έτρεξε ματωμένος να κρυφτεί μέσα σ’ ένα βανάκι στο αεροδρόμιο του Πόρτο Αλέγκρε, κατά την επιστροφή της ομάδας μετά την 4άρα από την Ιντερνασιονάλ. Λίγες μέρες μετά, ύστερα από μια ακόμη ήττα στην έδρα της νεοφώτιστης Σαπεκοένσε, η έτερη φίρμα της τρέχουσας ομάδας, ο άτυχος πολυτραυματίας Ελάνο, δήλωσε την πρόθεσή του να εγκαταλείψει τη Φλα, με την οποία έχει άλλωστε ελάχιστες συμμετοχές, μνημονεύοντας μια μικρή μειοψηφία κακών οπαδών που έχουν βάλει στο στόχαστρο τον ίδιο και την οικογένειά του.
Είναι κάτι που τείνει να γίνει παράδοση, μοναδική σε συχνότητα, αυτά τα ντου των οπαδών, τα οποία ακριβώς επειδή έχουν συνήθως για στόχους τους πιο ακριβοπληρωμένους παίκτες, γεννούν υπόνοιες ότι αν δεν πατρονάρονται, τουλάχιστον σιγοντάρονται από διοικητικούς, μαρτυρώντας πάντως τη βαθιά και χρόνια αρρώστια του κλαμπ. Υπήρχαν περιπτώσεις όπως το Μάρτιο του 2002, ύστερα από μια ήττα στη Χιλή από την Ουνιβερσιδάδ Κατόλικα, που σφράγισε τον αποκλεισμό της Φλαμένγκο από τη συνέχεια του Λιμπερταδόρες, όταν οι επισκέπτες στο προπονητικό κέντρο της Γκάβεα ξεκίνησαν πετώντας τούβλα προς στόχους όπως οι Ζούλιο Σέζαρ, Λεονάρντο, Ζουνίνιο και ο πολύ αγαπητός –τελικά- Σέρβος Ντέγιαν Πέτκοβιτς, προτού το ρίξουν στη συνέχεια στο κυνηγητό. Ακόμα χειρότερα ήταν τα πράγματα στην εφιαλτική σεζόν του 2004, ύστερα από μια συντριβή-Μινεϊράζο με 6-1 από την Ατλέτικο στο Μπέλο Οριζόντε το Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς, όταν η υποδοχή στο αεροδρόμιο Σάντος Ντιμόντ του Ρίο περιλάμβανε σώμα με σώμα μάχες μεταξύ παικτών και οπαδών, με κύριους πρωταγωνιστές τους Ντούγκλας Σίλβα, Ζίνιο, Ζούνιορ Μπαϊάνο και –πάλι- τον κίπερ Σέζαρ (ο οποίος παρεμπιπτόντως σημάδεψε και το φετινό Μινεϊράζο), που ούρλιαζε σε κατάσταση αμόκ: “Αφήστε τα καραγκιοζιλίκια, εγώ είμαι Φλαμένγκο από 5 χρονών, την υποστηρίζω πολύ πιο πολύ από σας, σας σιχάθηκα πια!” Πολλοί παίκτες υποχρεώθηκαν τότε να προσλάβουν σωματοφύλακες, ωστόσο και πάλι ένα αήττητο φίνις 5 αγώνων που ακολούθησε έσωσε την ομάδα από τον υποβιβασμό, δικαιώνοντας την οπαδική ψυχασθένεια του στιλ “μόνο έτσι καταλαβαίνουν”. Επίσης σταθμός σε αυτή την αλλοπρόσαλλη σχέση ήταν η μολότοφ που έριξαν κατά την εξέλιξη ενός ντου, μέσα σ’ ένα γήπεδο του προπονητικού κέντρου την ώρα της προπόνησης, τον Αύγουστο του 2008, με αποτέλεσμα να πέσουν –ελαφρά- τραυματίες οι Ομπίνα, Ντινίνιο και Εγκίντιο.
Κι αυτά ήταν μόνο τα πιο χαρακτηριστικά, γι’αυτό και κανείς μπορεί μόνο να φαντάζεται τι θα συμβεί εφόσον το ψυχόδραμα ολοκληρωθεί τη φετινή σεζόν, που έχει ακόμα πολύ δρόμο. Ήδη το ρόλο του σωτήρα ανέλαβε να παίξει ένας παμπάλαιος γνώριμος, στην 4η θητεία του στη Φλαμένγκο, πρώην πολύφερνος και νυν ορισμός του γυρολόγου, ο Βαντερλέι Λουξεμπούργκο. “Πιστεύω ότι θα καταφέρουμε να σώσουμε την ομάδα”, δεν σταματά να δηλώνει, θυμίζοντας δικούς μας αντίστοιχους κόουτς ειδικών αποστολών, ανακουφισμένος ύστερα από δύο ψυχοβγαλτικές νίκες κόντρα σε Μποταφόγκο και Σπορτ Ρεσίφε, που άνοιξαν μια μικρή χαραμάδα ελπίδας.