Δευτέρα βράδυ, ώρα εννέα. Μόλις φτάνω στον αριθμό 14 της οδού Πετμεζά στο Κουκάκι, όπου στεγάζεται η ελληνική Mensa, ένα «σμήνος» από παιδιά 6-8 ετών μού κλείνουν, άθελά τους, την είσοδο. Πριν από λίγο, τελείωσε το μάθημα για χαρισματικούς ανήλικους που παρακολουθούν και, αν κρίνω από τις χαρούμενες φωνές και το ζωηρό γέλιο τους, το έχουν απολαύσει. Το ίδιο φανερώνει και η ικανοποίηση στα πρόσωπα των γονιών τους, που έχουν έρθει για να τα συνοδεύσουν μέχρι το σπίτι. «Καλώς ήρθες», μου λέει μια κοπέλα γύρω στα 30. Είναι μία από τις δασκάλες τους.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Το μακρινό … 1946, ο Αυστραλός δικηγόρος Ρόλαντ Μπέριλ και o βρετανός φοιτητής Λάνσελοτ Γουέαρ, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με τρένο, είχαν την ιδέα να εντοπίσουν, να συγκεντρώσουν και να αξιοποιήσουν τα άτομα με την υψηλότερη ευφυία, προκειμένου αυτά να δράσουν προς όφελος της ανθρωπότητας και να αποτραπούν άλλες καταστροφές, όπως ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος που είχε μόλις προηγηθεί. Έτσι, την 1η Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ιδρύθηκε στην Οξφόρδη η Mensa, ένας οργανισμός που μπορούσε να ενταχθεί οποιοσδήποτε διέθετε ανώτατο επίπεδο νοημοσύνης, ενώ διαμορφώθηκε και το κατάλληλο IQ τεστ μέσω που καθιερώθηκε ως κριτήριο για τα μέλη του. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, δημιουργήθηκε παράρτημα στην Αμερική, ενώ στις 28 Δεκεμβρίου 1985 ιδρύθηκε το αντίστοιχο στην Ελλάδα. «Οι στόχοι τόσο της διεθνούς, όσο και της ελληνικής MENSA είναι τρεις», μου εξηγεί ο κ. Χρήστος Αποστολίδης, πρόεδρος του οργανισμού στη χώρα μας τα τελευταία οκτώ χρόνια. «Η αναγνώριση των ανθρώπων με την υψηλότερη ευφυία ανά τον κόσμο, η αλληλεπίδραση μεταξύ τους ώστε να αναπτύξουν ιδέες και δράσεις με θετικό αντίκτυπο στην κοινωνία, καθώς και η υποστήριξη περεταίρω ερευνών σχετικά με τα χαρακτηριστικά της ανεπτυγμένης νοημοσύνης».
Όποιος επιθυμεί να μάθει τον δείκτη νοημοσύνης του, έχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει στο τεστ της Mensa που παρέχει αξιόπιστο αποτέλεσμα. Στο τεστ, περιλαμβάνονται 45 ερωτήσεις με τη μορφή σχηματικών παραστάσεων και σειρά αυξανόμενης δυσκολίας. Πρέπει να απαντηθούν μέσα σε 20 λεπτά κι εξετάζουν την αντιληπτικότητα, δηλαδή τον συνδυασμό ταχείας αντίληψης, ορθής κρίσης και κοινής λογικής. Η πρώτη μορφή των συγκεκριμένων ασκήσεων σχηματίστηκε από τον Γάλλο ψυχολόγο Αλφρέντ Μπινέ το 1905, όταν εκείνος θέλησε να μελετήσει τη νοητική υστέρηση κάποιων παιδιών. Μέσα στις επόμενες δεκαετίες, αυτές μετεξελίχθηκαν και πλέον συνθέτουν το επίσημο IQ τεστ του οργανισμού. Μάλιστα, αν κάποιος επιθυμεί να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε αυτό, δεν είναι απαραίτητο να κατοικεί στην Αθήνα, εφόσον, μέχρι σήμερα, έχει διεξαχθεί σε περισσότερες από είκοσι πόλεις ανά την Ελλάδα.
Σε τι επίπεδο νοημοσύνης, λοιπόν, αντιστοιχεί κάθε σκαλί της κλίμακας του συγκεκριμένου τεστ;
Ο μέσος όρος ευφυίας θεωρείται το 100, το 70% του ανθρώπινου πληθυσμού κυμαίνεται μεταξύ 85 και 115, ενώ όσοι φτάσουν ή ξεπεράσουν το 130 συγκαταλέγονται στα άτομα ανώτατης αντίληψης. Χαρακτηριστικό, μάλιστα, είναι ότι το αποτέλεσμα δεν εξαρτάται από το μορφωτικό ή το κοινωνικό επίπεδο των συμμετεχόντων, εφόσον το τεστ μπορεί να διεξαχθεί ακόμη και από κάποιον που δεν γνωρίζει καν γραφή ή ανάγνωση. «Η ευφυία κάθε ατόμου είναι κατά 80-85% έμφυτη και κληρονομική, δεδομένου ότι σχετίζεται με τους νευρώνες του εγκεφάλου και τις συνάψεις μεταξύ τους. Μόνο κατά 15-20% επηρεάζεται από το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει», εξηγεί ο κ. Αποστολίδης. «Συνεπώς, μπορεί μεν να την αυξήσει στην πορεία, αλλά σε μικρό βαθμό». Εκείνοι, πάντως, που καταφέρνουν να αγγίξουν το 130, αποτελούν μόλις το 2% του ανθρώπινου πληθυσμού κι έχουν τη δυνατότητα να εγγραφούν ως μέλη της MENSA.
Η Γιάννα Πρεκετέ είναι μέλος της Mensa εδώ κι ένα χρόνο. Ωστόσο, είχε δείξει σημάδια της υψηλής ευφυίας της από πολύ νωρίς. Στην προνηπιακή ηλικία, ξεκίνησε να διαβάζει και να γράφει, αντιλαμβανόταν τις μαθηματικές πράξεις με αρκετή ευκολία, ενώ μελετούσε και βιβλία της αδελφής της που ήταν κατά δύο έτη μεγαλύτερη. Έτσι, όταν πήγε στην πρώτη δημοτικού, διέθετε γνώσεις και δεξιότητες που τα υπόλοιπα παιδιά δεν είχαν ακόμη αποκτήσει. Τα επόμενα χρόνια, έγινε μεν από τους δημοφιλέστερους μαθητές του σχολείου, αλλά στην εφηβεία η διαφορά με τους συνομηλίκους της άρχισε να φαίνεται εντονότερα δε. «Π.χ., δεν μου άρεσε να κάνω κοπάνα, εκτός αν ήθελα να διαβάσω για διαγώνισμα της επόμενης ημέρας ή να συμμετάσχω σε μια αντιπολεμική πορεία. Επίσης, έβρισκα βαρετό να κάθομαι σε μια καφετέρια επί ώρες και να κουβεντιάζω συνέχεια τα ίδια. Προτιμούσα να κάνω κάτι πιο ενδιαφέρον», θυμάται. Σιγά-σιγά, η δυσκολία να ενταχθεί στις παρέες των συμμαθητών της την απομόνωνε, ώσπου, στο λύκειο, βρέθηκε χωρίς φίλους. Έκανε σπουδές φιλολογίας και ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κι, όταν πλέον είχε γίνει 29 ετών, αποφάσισε να δώσει το τεστ της Mensa, αναζητώντας την αιτία των διαφορών που είχε παρατηρήσει στον εαυτό της όλα τα προηγούμενα χρόνια, καθώς και μια ομάδα ατόμων με τα οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να επικοινωνήσει καλύτερα. Το τεστ αποκάλυψε δείκτη νοημοσύνης 135 και, όπως η ίδια αναφέρει, «τότε κατάλαβα πραγματικά τι μου συνέβαινε».
Αντίστοιχη, είναι και η ιστορία του Γιώργου Αυγουλέα, ο οποίος είναι επίσης μέλος της Mensa. Από τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια, αντιλαμβανόταν με ευκολία τα μαθήματα του σχολείου και, συνεπώς, δεν χρειαζόταν να μελετάει πολύ. Παράλληλα, η «απόκλιση» από τους συνομηλίκους του ήταν εμφανής. Για παράδειγμα, μπορεί να έπαιζαν μαζί μπάσκετ ή ποδόσφαιρο, αλλά, όταν θα έφτανε η ώρα να αναπτύξουν μια συζήτηση, η επικοινωνία γινόταν πιο δύσκολη. Ακόμη και τα αστεία που έλεγαν εκείνοι, τού φαίνονταν κάπως … σαχλά. «Δεν είναι απαραίτητο να υπάρχουν κραυγαλέες διαφορές, αλλά έστω και οι μικρές, όπως αυτές, μπορεί να αποτελούν ενδείξεις», εξηγεί. Στη συνέχεια, σπούδασε προγραμματισμό ηλεκτρoνικών υπολογιστών στην Αθήνα και την Αγγλία, ενώ, πέρυσι, αποφάσισε να δώσει το τεστ της Mensa μετά από παρότρυνση μιας φίλης του. Το αποτέλεσμα; 139. «Αυτό, βέβαια, είναι απλώς ένας αριθμός, που, από μόνος του, δεν σημαίνει κάτι ιδιαίτερο», τονίζει. «Από κει και πέρα, τι θα καταφέρει κανείς στη ζωή του εξαρτάται και από την προσωπικότητά του». Σε ηλικία 30 ετών, έχει συμπληρώσει πέντε χρόνια επιτυχημένης επαγγελματικής πορείας στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, ενώ, παράλληλα, έχει ανοίξει δύο δικές του επιχειρήσεις κι ετοιμάζει την τρίτη.
Σήμερα, η Mensa διαθέτει 135.000 μέλη σε περισσότερες από 100 χώρες του κόσμου, και παραρτήματα σε 45 από αυτές. Ο Στίβεν Χόκινγκ, ο σκακιστής Γκάρι Κασπάροφ και ο συνιδρυτής της Microsoft, Πολ Άλεν, αποτελούν λίγα μόνο από ταονόματα που έχουν ενταχθεί στη μακρά λίστα όσων ανήκουν στην κοινότητα. Στην Ελλάδα, ο αριθμός των ενεργών μελών είναι περίπου 850. Έχουν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στα συνέδρια και τις διαλέξεις που πραγματοποιούνται στην Ευρώπη, την Αμερική και την Ασία μαζί με άλλα μέλη της Mensa από όλο τον κόσμο. «Το σπουδαιότερο, βέβαια, είναι οι ιδέες και οι δράσεις που γεννιούνται εκεί με στόχο την προσφορά προς την κοινωνία. Διότι αν αποτελούσαμε ένα κλειστό κλαμπ ευφυών ατόμων που απλώς συναντιούνται και συζητούν, δεν θα είχε κανένα νόημα», επισημαίνει ο κ. Αποστολίδης – σημειωτέον, όταν έδωσε το τεστ, διαπιστώθηκε ότι διαθέτει δείκτη νοημοσύνης 156. Επιπλέον, σημαντικές είναι και οι ομάδες ειδικού ενδιαφέροντος που έχουν σχηματιστεί, εφόσον μέλη της Mensa δίνουν τακτικά ραντεβού για να πάρουν μέρος σε αγώνες σκάκι ή γρίφων, να παίξουν επιτραπέζια παιχνίδια, να επισκεφθούν μουσεία, να κάνουν εκπαιδευτικές εκδρομές. Παραδείγματος χάριν, η Γιάννα από τότε που εγγράφτηκε στον οργανισμό, βρήκε την παρέα που της έλειπε για να πηγαίνει σε παραστάσεις όπερας, ενώ ο Γιώργος γνώρισε το μπριτζ.
Πέρα από όλα τα παραπάνω, όμως, μια από τις πιο αξιόλογες δράσεις της Mensa και, ειδικότερα, του ελληνικού παραρτήματος αποτελούν τα εκπαιδευτικά προγράμματα για χαρισματικά παιδιά, σχεδιασμένα από την επιστημονικά υπεύθυνη κα. Δανάη Δεληγεώργη. Όσοι ανήλικοι – ακόμη και από 4 ετών – παρουσιάζουν χαρακτηριστικά ιδιαίτερα υψηλής νοημοσύνης κατόπιν αξιολόγησης από αρμόδια ομάδα, εντάσσονται σε μια σειρά ειδικών μαθημάτων. Μάλιστα, η Γιάννα, αξιοποιώντας τις σπουδές φιλολογίας και ψυχολογίας που έχει κάνει, διδάσκει εκεί. «Στόχος δεν είναι τόσο ο εμπλουτισμός των γνώσεων των συγκεκριμένων παιδιών, γιατί, αυτό, πηγαίνοντας σε ένα καλό σχολείο ή διαβάζοντας περισσότερα βιβλία, μπορούν να το καταφέρουν από μόνα τους», μου εξηγεί. «Στόχος είναι να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν την υψηλότερη ευφυία τους, να καταλάβουν γιατί σκέφτονται και λειτουργούν διαφορετικά από τους συμμαθητές τους και να μάθουν να διαχειρίζονται τα έντονα συναισθήματα – όπως του άγχους και του θυμού – που ίσως προκαλέσει αυτή η απόκλιση. Πολλοί ανήλικοι με ανεπτυγμένη νοημοσύνη όχι μόνο δεν γνωρίζουν το προσόν τους, αλλά, αντίθετα, θεωρούν ότι έχουν κάποιο πρόβλημα συμπεριφοράς κι αισθάνονται μειονεκτικά έναντι των άλλων. Αν, όμως, προσεχθούν και καλυφθούν οι ιδιαίτερες κοινωνικές και συναισθηματικές ανάγκες τους, θα μπορέσουν να συναναστραφούν με τους συνομηλίκους τους χωρίς δυσκολία». Τι ώθησε, όμως, την ίδια να διδάξει στα συγκεκριμένα μαθήματα; «Ουσιαστικά, ήθελα να προσφέρω σε αυτά τα παιδιά την υποστήριξη και την καθοδήγηση που δεν είχα εγώ στην ηλικία τους», απαντά.
Τα μέλη της Mensa παραδέχονται ότι, στην καθημερινότητά τους, διευκολύνονται από τον υψηλό δείκτη νοημοσύνης με διάφορους τρόπους: Να αντιλαμβάνονται καλύτερα και ταχύτερα μια κατάσταση, να επιλύουν προβλήματα πιο εύκολα και αποτελεσματικά, να προσεγγίζουν ένα ζήτημα από διαφορετικές σκοπιές. Από την άλλη πλευρά, μια από τις βασικές και πιο συνηθισμένες δυσκολίες για όσους ανήκουν στο εξυπνότερο 2% του πληθυσμού είναι η επικοινωνία και η συνεννόηση με τον κοινωνικό τους περίγυρο. «Σε αυτό, παίζει ρόλο η συναισθηματική νοημοσύνη, η οποία είναι διαφορετική από το IQ», διευκρινίζει ο κ. Αποστολίδης. «Μεγάλος αριθμός ευφυών ατόμων δεν διαθέτει σχεδόν καθόλου αυτό το χαρακτηριστικό. Αν, λοιπόν, κάποιος έχει και ανεπτυγμένη συναισθηματική νοημοσύνη, θα βρει τρόπους να συνδιαλέγεται και να συναναστρέφεται ομαλά με τους γύρω του. Αν όχι, είναι πιθανό να αποθαρρυνθεί, να καταλήξει να ζει απομονωμένος, ακόμη και να αναπτύξει παραβατική συμπεριφορά».
Σε τι βαθμό αναγνωρίζεται η Mensa στην Ελλάδα του 2017; Σε περίπτωση, π.χ., που κάποιος είναι μέλος της, το συγκεκριμένο προσόν εκτιμάται στον επαγγελματικό του τομέα ή περνά αδιάφορο; «Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου οι εργοδότες και οι προϊστάμενοι αισθάνονται φόβο αν μάθουν ότι κάποιος υπάλληλος έχει ανώτατη ευφυία. Ουσιαστικά, τον θεωρούν απειλή για τη δική τους θέση», αναφέρει ο Γιώργος. «Oρισμένοι με είχαν συμβουλεύσει να μην το εντάξω στο βιογραφικό μου. Γενικά, λοιπόν, μπορεί ενέχει ρίσκο να το αναφέρει κανείς, αλλά, φυσικά, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις στις οποίες εκτιμάται». Πάντως, αν στον χώρο εργασίας ένα μέλος της Mensa προκαλεί αντικρουόμενες συμπεριφορές, δεν φαίνεται να ισχύει το ίδιο στις διαπροσωπικές σχέσεις. Τόσο ο Γιώργος, όσο και η Γιάννα, θυμούνται ότι όταν οι φίλοι και οι γνωστοί τους έμαθαν τα αποτελέσματα του IQ τεστ, χάρηκαν ιδιαίτερα. «Βέβαια, αυτό σχετίζεται και με το γεγονός ότι ήμασταν 29 ετών», συμπληρώνει ο Γιώργος. «Σε μικρότερες ηλικίες, π.χ. στα 18 ή τα 20, δεν αποκλείω να είχαμε δεχτεί και σχόλια δυσπιστίας ή ακόμη και χλευασμού».
Μία από τις βασικότερες δυσκολίες στη σύχγρονη λειτουργία της Mensa είναι η φυγή μεγάλου αριθμού μελών στο εξωτερικό. Μέχρι σήμερα, έχουν ήδη φύγει 150. «Αυτό αποτελεί μια μεγάλη αιμορραγία όχι μόνο για τη Mensa, αλλά για την Ελλάδα συνολικά. Οι πιο ευφυείς, ικανοί και αξιόλογοι φεύγουν, διαπιστώνοντας ότι δεν έχουν προοπτική εδώ. Πρόκειται για ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα της χώρας και φοβάμαι ότι, μέσα στα επόμενα χρόνια, θα εξακολουθήσουμε να χάνουμε όσους διαθέτουν το πιο δυνατό μυαλό», επισημαίνει ο κ. Αποστολίδης. Επιπλέον, μία ακόμη δυσκολία αποτελεί το γεγονός ότι τα έσοδα προέρχονται αποκλειστικά από τις συνδρομές των μελών, εφόσον δεν υπάρχει οικονομική υποστήριξη από κρατικούς φορείς.
Παρά τις αντιξοότητες, όμως, ο οργανισμός δεν παύει να θέτει στόχους. Πρώτον, να γίνει ευρύτερα γνωστός σε πανελλαδικό επίπεδο. «Είναι βέβαιο ότι υπάρχουν ακόμη δεκάδες χιλιάδες πολίτες ανώτατης ευφυίας, που, είτε δεν γνωρίζουν καν τη Mensa, είτε δεν έχουν μετρήσει τον δείκτη νοημοσύνης τους. Χρειάζεται, λοιπόν, να ενταχθούν στην κοινότητα, θα την υποστηρίξουν και θα υποστηριχθούν από αυτήν», τονίζει ο κ. Αποστολίδης. Δεύτερον, να επεκταθούν τα εκπαιδευτικά προγράμματα για χαρισματικά παιδιά σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Σήμερα, υλοποιούνται στην Αθήνα και την Πάτρα, από τον ερχόμενο Σεπτέμβρη θα ξεκινήσουν στη Θεσσαλονίκη και το Ηράκλειο Κρήτης κι έπεται συνέχεια. «Υπό τις παρούσες συνθήκες, αν ένα χαρισματικό παιδί γεννηθεί στην επαρχία ή, ακόμη περισσότερο, σε ένα απομακρυσμένο χωριό, είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστεί και να ενταχθεί σε αντίστοιχο εκπαιδευτικό πρόγραμμα», αναφέρει η Γιάννα. «Αυτό, όμως, πρέπει να αλλάξει».
Ολοκληρώνοντας τη συζήτηση, θέτω κι ένα ερώτημα λίγο… φιλοσοφικό. Η ευφυία είναι ανάλογη της ποιότητας ζωής και της ευτυχίας; Ή μήπως, σε ορισμένες περιπτώσεις, το αντίστροφο; «Μπορεί να συμβεί είτε το ένα, είτε το άλλο. Εξάλλου, ο ορισμός της ευτυχίας είναι διαφορετικός για κάθε άνθρωπο», απαντά ο κ. Αποστολίδης. «Συνήθως, όμως, σχετίζεται με τις απαιτήσεις που έχει κανείς από τη ζωή, τους στόχους που θέτει, καθώς και από την τύχη. Συνεπώς, ένας άνθρωπος με υψηλή νοημοσύνη κι ένας με χαμηλότερη είναι πιθανό να νιώθουν εξίσου ευτυχισμένοι», συμπληρώνει η Γιάννα. «Πρόκειται για ένα ερώτημα παρόμοιο με εκείνο για τη σχέση ευτυχίας και χρήματος. Κάποιος που διαθέτει μεγαλύτερο πλούτο είναι και πιο ευτυχισμένος; Όχι απαραίτητα», προσθέτει ο Γιώργος. «Η ευφυία αποτελεί, ουσιαστικά, ένα όχημα, το οποίο σου δίνει πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων. Μπορεί να στραφεί εναντίον σου αν το παραμελήσεις ή αν του επιτρέψεις να σε περιθωριοποιήσει. Όλη η ουσία, λοιπόν, βρίσκεται στον βαθμό και στον τρόπο με τον οποίο θα επιλέξεις να την αξιοποιήσεις».