Στο μυαλό μου, η Ιερά Οδός ήταν πάντα ταυτισμένη με την άσφαλτο που στενεύει κάπως επικίνδυνα κοντά στην Γεωπονική, με την αγορά του Αιγάλεω κατεβαίνοντας προς τα δυτικά, με μπόλικο μεταμεσονύχτιο junk food, με αφίσες μεγάλων (και νεώτερων που διεκδικούν τα σκήπτρα της διασκέδασης) ονομάτων της ελληνικής μουσικής βιομηχανίας, εκείνης τουλάχιστον που προσανατολίζεται προς το ελαφρύ/λαϊκό τραγούδι.
Η Ιερά Οδός παραμένει ίδια. Το ίδιο και οι εικόνες της. Εκείνη που άλλαξε ραγδαία, εκείνη που δεν έμεινε ανέπαφη από την κρίση, αλλά μοιραία προσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες είναι η βαριά βιομηχανία της νύχτας. Που τις Κυριακές χτυπά πια κάρτα λίγο πιο νωρίς…
Κυριακή, ώρα 19:20 και στην εντυπωσιακά μεγάλη πίστα του νυχτερινού κέντρου Ιερά Οδός κρατάνε το πρώτο πρόγραμμα τρία πρόσωπα που δεν μου θυμίζουν κάτι. Το μπροστινό από μένα τραπέζι έχει ανάμεσα σε -ήδη άδεια- μπουκάλια κρασιού ένα καρτελάκι που μαρτυρά πως είναι κλεισμένο από μια ΜΚΟ. Οι συνδαιτυμόνες έχουν αφήσει μόλις τα πιρούνια τους κάτω, το γεύμα στις πίστες φαίνεται να έχει επιστρέψει τη συγκεκριμένη μέρα κοστίζοντας 75 ευρώ ανά δύο άτομα. Μια σαλάτα, ένα κυρίως πιάτο και μία φιάλη κρασί βοηθούν την ώρα να περάσει μέχρι να βγει το όνομα για το οποίο έκαναν την κράτησή τους.
Ο κύριος που μας υποδέχεται εργάζεται δέκα χρόνια σαν μετρ. Πλέον σερβίρει μπουκάλια των 150 ευρώ ανά τέσσερα άτομα αλλά και τα φτηνότερα φοιτητικά που κοστίζουν 130. Aυτά όμως λέει πως φεύγουν το Σάββατο κυρίως στο συγκεκριμένο σχήμα, «σήμερα είναι μέρα για μεγαλύτερες ηλικίες, τουλάχιστον εδώ». Πιο άνετα ντυμένος από όσο θυμάμαι ομόλογούς του τα παλιότερα χρόνια. Τίποτα δεν τον εμποδίζει να φορέσει ένα άνετο αθλητικό παπούτσι και να αφήσει το πουκάμισο του έξω από το παντελόνι. Εκτός από το γεγονός πως πλέον βρίσκεται στο πόστο του νωρίς το απόγευμα της Κυριακής -αλλά το ξημέρωμα της Δευτέρας δεν τον βρίσκει ξύπνιο- τι άλλο έχει αλλάξει στο επάγγελμα του; «Το φιλοδώρημα. Ή δίνουν λίγα ή δεν δίνουν καθόλου».
Φαίνεται πως το μαύρο εξακολουθεί να θεωρείται ιδανικό χρώμα για μια τέτοια έξοδο, πλέον όμως συναντάς και πιο casual παρουσίες, ντεσέν που γυαλίζουν διακριτικά, λιγότερο περίπλοκα χτενίσματα. Οι ξηροί καρποί σερβίρονται άφθονοι σε ρηχό πιάτο, μια τσελίστρια στην λουσμένη με κόκκινο φως πίστα σολάρει εκείνη τη στιγμή και τα ράφια γεμάτα λουλούδια στα δεξιά μου θυμίζουν την φιλοσοφία της «ανοιχτής κουζίνας» των σημερινών εστιατορίων.
Αφού καλωσορίζει «τα παιδιά», η Ελένη Βιτάλη μας ευχαριστεί που διαλέξαμε αυτές τις τέσσερις ώρες να τις περάσουμε εκεί, το γυναικοκρατούμενο πίσω τραπέζι της απαντά «καλώς σε βρήκαμε» και κάπου εκεί ξεκινούν τα επιφωνήματα που μαρτυρούν νταλκά και κέφι ταυτόχρονα, εκείνα τα μακρόσυρτα φωνήεντα που συνοδεύουν είτε την εναρκτήρια μελωδία είτε το ρεφρέν, αναλόγως με το που αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι το εκάστοτε τραγούδι μιλάει στην καρδιά του.
Μια γυναίκα που με βλέπει να σημειώνω, με ρωτάει αν ακολουθώ κάποιον σελέμπριτι που βρίσκεται ανάμεσά μας. Της εξηγώ ότι μου κάνει εντύπωση που ο κόσμος επιλέγει μια απογευματινή ώρα για να παρακολουθήσει κάτι που έχουμε συνδυάσει με τις μεγάλες ώρες. Μου ανταπαντά πως αν μου δινόταν η ευκαιρία να ακούσω ζωντανά κάποιον καλλιτέχνη που μου αρέσει χωρίς να το ξενυχτήσω ώστε να αδυνατώ να σηκωθώ από το κρεβάτι την επόμενη, δεν θα το έκανα; Της δίνω δίκιο, και ποιος δεν θέλει να διασκεδάσει, αλλά κατά τις 22:00 να τραβήξει τον δρόμο για το σπίτι του αφού την επόμενη μέρα τον περιμένει δουλειά; Εκείνη ισχυρίζεται πως έχει πάει μάλιστα άλλες τρεις φορές για να ακούσει τον Πάριο.
-Η Έλενη δεν σας αρέσει
-Ναι αμέ, αλλά όχι σαν τον Γιάννη.
Από την σκηνή η Βιτάλη προλογίζει τα περισσότερα κομμάτια της επαινώντας τους συνθέτες και τους στιχουργούς, τον τρόπο με τον οποίο έχουν αποδώσει τον έρωτα, περιγράφοντας σε τι κατάσταση βρισκόταν όταν έγραφε τα δικά της. Την γνωστή «Κιβώτο» την ολοκλήρωσε ούσα πολύ νέα έτσι ώστε σήμερα να απολογείται για τον αθυρόστομο στίχο της. «Δεν πειράζει κορίτσι μου. Πες το. Μαλακία!» της αποκρίνεται πάλι το πίσω τραπέζι που αρέσκεται στο να σχολιάζει κάθε πρόζα. Μέχρι το ρολόι να δείξει 20:00 οι χορευτικές φιγούρες περιορίζονται σε κινήσεις χεριών, φιλικά αγγίγματα στον ώμο και αγκαλιές. Εκτός από τις παρέες του μπαρ που είναι ήδη όρθιες, σταδιακά το μαγαζί σηκώνεται για να απολαύσει τη χορευτική διασκευή ενός κομματιού που -στην αυθεντική του εκτέλεση- το λες «της τάβλας». Πληροφορούμαστε πως έγραψε το «Εγώ τραγούδαγα (τα βράδια στα σκυλάδικα)» όταν ήταν αρκετά θυμωμένη με την τότε κατάσταση που επικρατούσε στα νυχτερινά κέντρα. «Μόνο που αν δεν είχα ζήσει το τότε δεν θα ήμουν μαζί σας τώρα» αποφαίνεται η Ελένη Βιτάλη και χαιρετάει τον Βαγγέλη με την κιθάρα του, τον Σπύρο με τα κρουστά του και την υπόλοιπη ορχήστρα ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ως είθισται δηλαδή.
Είναι 20:10, τα όργανα παίζουν πλέον μόνα τους, με έναν πομπώδη τρόπο που προμηνύει πως θα βγει στη σκηνή το επόμενο κραταιό όνομα του σχήματος. Ο Γιάννης Πάριος εμφανίζεται στη σκηνή και δέχεται ένα εκκωφαντικό χειροκρότημα. Καθώς ανοίγει το σακάκι του κουμπιού του για να δώσει στο κοινό το πρώτο άνετο κρεσέντο του, μια παρέα κάνει παρατήρηση σε μια κοντινή της για το γεγονός πως ακούγεται η συζήτησή τους και η ατμόσφαιρα χαλάει.
Ο μετρ μου εξηγεί πως το πρόγραμμα της Κυριακής το προτιμούν κάθε λογής σύλλογοι. Στο μεταξύ, ο γνωστός και ως «τροβαδούρος του έρωτα» ερμηνεύει περί ουρανού και αντίστοιχες εικόνες παρελαύνουν στην γιγαντοοθόνη που στέκεται ψηλά και πίσω του. Ατάκες ανάλογες του «δώσε πόνο» και «τι λέει τώρα;» συνοδεύουν κομμάτια ερωτικού περιεχόμένου, η ώρα έχει πάει μόλις λίγο μετά τις 20:30. Δυο νέα κορίτσια στο μπαρ πίνουν ένα ποτό των 15 ευρώ, ήθελαν να το απολαύσουν Κυριακή ακριβώς για τον ίδιο λόγο που μου εξήγησε πριν η -γηραιότερη από εκείνες- θαυμάστρια του Γιάννη Πάριου. Αποφεύγουν την έξοδο του Σαββάτου κι έχοντας κατά νου πως κοντοζυγώνει η αρχή μιας νέας εβδομάδας βρίσκουν έναν λόγο παραπάνω για να μην το παρακάνουν με το αλκοόλ.
-Μα δεν είναι πολύ νωρίς για να ακούμε τέτοια κομμάτια;
-Λίγο.
-Τι ρόλο παίζει η ώρα αν σου αρέσουν;
Απομακρύνομαι, απορημένη με μένα που ρώτησα κάτι τέτοιο, η ώρα είναι 20:47, ο Γιάννης Πάριος τραγουδάει για ένα αμάρτημα καρδιάς κι όλο το μαγαζί είναι όρθιο, ακόμη κι εκείνοι που έχουν κρεμάσει τα μπουφάν τους από τα κάγκελα του εξώστη και δεν μου φάνηκαν πολύ ενεργοί στην αρχή. Καθώς ο τραγουδιστής αναπαύεται για λίγο καθισμένος σε μια καρέκλα, του γίνεται μια παραγγελιά από τους προνομιούχους που μπορούν να συνομιλούν με την πίστα. Εκείνος αποκρίνεται ότι «όλα θα ακουστούν, αν κάποιος βιάζεται να πάει για ύπνο από τώρα» και το γνωστό τραπέζι που δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω απαντά με την σειρά του «μπράβο Γιάννη, μεγάλε», αλλά το σχόλιο δεν φτάνει μέχρι τον αποδέκτη του. Παρόλα αυτά τον προτρέπουν να το «κάψει» ενώ κατευθύνομαι προς την έξοδο, εκεί όπου δύο τραπέζια φιλοξενούν από έναν μοναχικό γλεντζέ το καθένα.
Λίγα μέτρα πιο κάτω και στην άνοδο του δρόμου, μια αφίσα εμπνευσμένη από το Pulp Fiction μας κατευθύνει με τα βελάκια της προς το άλλο σχήμα που «το καίει» τα απογεύματα της Κυριακής. Στο Φως, ο μέσος όρος ηλικίας πέφτει και το μισό κοινό είναι φανερά παθιασμένο με την Καίτη Γαρμπή που ερμηνεύει εκείνη τη στιγμή ποτ πουρί όλες τις παλιές τις επιτυχίες. Μπλέκοντας τις με Τερέζα και με άλλα χιτ της Βίσση επί Καρβέλα. Μέσα σε όλο αυτό το medley ρετροσπεκτίβας, παρακολουθώ κάποιον που με κάνει να απορώ με τις αντοχές του στον χορό. Έχει παραγγείλει μπουκάλι των 110 ευρώ, αφού αν έχεις πάσο γλιτώνεις 30 απ’ όσο κοστίζει κανονικά και μοιράζεσαι το πόσο διά του έξι αντί διά του τέσσερα. Μου ζητά να μην τον φωτογραφίσω, γιατί υποτίθεται πως συγγράφει το κομμάτι που έχει αναλάβει σε μια ομαδική φοιτητική εργασία, αλλά Κυριακή είναι, και ο θεός ξεκουράστηκε, «και γιατί να μην τα κάνουμε όλα ώπα». Η οθόνη του κινητού του δείχνει πως η ώρα είναι 21:30, εκείνος όμως θα έφευγε στη λήξη του κεφιού, δηλαδή τα μεσάνυχτα.
-Αν δεν ήσουν εδώ που θα ήσουν;
-Σπίτι για να τελειώσω την εργασία.
-Αν δεν είχε εξεταστική;
-Μάλλον θα έβγαινα να χαζέψω καμιά ταινία.
Από τα τραπέζια που φτάνουν να αγγίξουν τα πόδια που έκλεβαν την παράσταση στα μουσικά βίντεο των ‘90ς μια γυναικεία παρουσία ρίχνει στην μικροσκοπική πίστα στοίβες πανέρια του δωδεκάευρου. Το μπουζούκι φαίνεται να έχει χάσει την υπεροχή που είχε κάποτε έναντι των άλλων οργάνων και η νεότερη του σχήματος, Στέλλα Καλλή, συνοδεύει σε μερικά- ξεσηκωτικά για το κοινό- ντουέτα την βετεράνο του είδους. Η παλιά του σχήματος χαριτολογεί με το γεγονός πως η νέα παραμένει ανύπαντρη και μαζί αφιερώνουν στίχους στο γυναικείο πλήθος που απαντά χοροπηδώντας στους ρυθμούς τους. Λίγο μετά καλούν έναν άλλον τραγουδιστή που τις τίμησε με την παρουσία του εκείνο το βράδυ προκειμένου να τις συνοδεύσει σε μερικά κομμάτια. Εκείνος, ο Γιώργος Τσαλίκης, αφηγείται μια ιστορία κατά την οποία στα early 00s η «Καιτούλα» είχε επενδύσει σε ένα φόρεμα των 20.000 ευρώ γνωστού ξένου οίκου μόδας. Περιγράφει μια βραδιά τους με λεπτομέρειες που δεν έχουν σημασία, αφού μόνο η τιμή του ρούχου έκανε ένα κορίτσι μπροστά μου να αναλογιστεί πως τότε ήταν «άλλες εποχές». Εποχές που έτσι όπως την έβλεπα δεν έχει προλάβει καμία από τις δυο μας, εκείνες που τα νυχτερινά κέντρα ήταν ανοιχτά από την Πέμπτη μέχρι το Σάββατο, αυστηρά μετά τις 22:30.
Παρουσίες που γνωρίζουν πως να αναδείξουν την πλάτη τους κινούνται στον χώρο σε μια προσπάθεια να απαθανατίσουν ένα πιο μακρινό πορτρέτο της γνωστής τραγουδίστριας πριν ξαναβρούν τη θέση τους στους καναπέδες που παίζουν τον ρόλο των μπροστινών τραπεζιών. Η «Καιτούλα» ξεκουράζει για λίγο τις χορδές της χορεύοντας μια παλιά αγγλόφωνη ποπ επιτυχία. Το μαγαζί αρνείται να καθίσει, η ώρα είναι λίγο μετά τις 22:00, τα κορίτσια με τα λουλούδια δείχνουν να γνωρίζουν απ’ έξω όλο το πρόγραμμα αλλά λικνίζονται πιο διστακτικά από τις παρέες που χορεύουν δίπλα τους εκστατικά. Στις τουαλέτες, δύο φίλες περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους. Ήρθαν μέχρι εδώ γιατί τις πληροφόρησαν πως το σχήμα είναι «ανεβαστικό», βγήκαν και το Σάββατο αλλά προτίμησαν να κινηθούν προς Πανόρμου τότε. Οι Κυριακές συνήθως είναι μελαγχολικές και σήμερα εκείνες θα το άλλαζαν αυτό. Δεν είχαν κράτηση, πλήρωσαν είσοδο 10 ευρώ με ποτό αλλά την επόμενη φορά σκοπεύουν να έρθουν με μεγαλύτερη παρέα, μάλλον όχι με τα αγόρια τους που δεν είναι και πολύ χορευταράδες.
-Καίτη ή Στέλλα;
-Δύσκολο. Ταιριάζουν όμως, κάνουν κέφι.
-Θα ξαναβγείτε απόγευμα σε πίστα;
-Απόγευμα; Εδώ μέσα είναι πάντα νύχτα.