Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Μαθήματα από την Ισλανδία: Πώς οι ανυπότακτοι του Βορρά καθιέρωσαν στην τετραήμερη εργασία

Στον καιρό της πανδημίας, θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα βαφτίζονται μάγισσες και ρίχνονται στην πυρά από το εμμονικό νεοφιλελεύθερο ιερατείο. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εργασίας διαπίστωνε πρόσφατα πως η επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα έχει μεγεθυνθεί, ενώ η Διεθνής Συνομοσπονδία Εργατικών Συνδικάτων τόνιζε πως η παραβίασή τους σημείωσε το 2020 υψηλό επτά ετών και ότι πολλές χώρες εκμεταλλεύονται την πανδημία για να προωθήσουν την αντεργατική ατζέντα τους. Σχέδια που καιροφυλακτούσαν σκονισμένα σε συρτάρια, ξεθάφτηκαν όπως όπως για να εφαρμοστούν με τον κόσμο κλεισμένο στα σπίτια του, ανήμπορο να αντιδράσει. Ο εργαζόμενος κόσμος βουλιάζει στην κινούμενη άμμο ενός νέου ολοκληρωτισμού. Όλος ο εργαζόμενος κόσμος; Όχι όλος. Μια λιλιπούτεια χώρα στη βόρεια εσχατιά του πλανήτη, εκεί όπου η λάβα δεκαπέντε ενεργών ηφαιστείων σφιχταγκαλιάζεται ασυγκράτητη με την νηφάλια απεραντοσύνη των πάγων, βγάζει (ξανά) γλώσσα στο παγκόσμιο κατεστημένο: Είναι η Ισλανδία, και μόλις καθιέρωσε μετά βαΐων και κλάδων την τετραήμερη εργασία.

Η χώρα προχώρησε σε αυτή την τεράστια αλλαγή εφόσον δύο πιλοτικά της προγράμματα απέδειξαν ότι η τετραήμερη εργασία λειτουργεί ευεργετικά για την ποιότητα ζωής και την ψυχική υγεία των εργαζομένων, αλλά αυξάνει και την παραγωγικότητα. Τα αποτελέσματα των προγραμμάτων αποτυπώθηκαν στην έκθεση Going Public: Iceland’s Journey to a Shorter Working Week.

Πώς κατάφερε να πάει κόντρα στους καιρούς το αντισυμβατικό αυτό μακρινό έθνος που πριν μια δεκαετία είχε φέρει την παγκόσμια ελίτ στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού, ρίχνοντας την κυβέρνηση που τους χρεοκόπησε, αρνούμενο να πληρώσει τα σπασμένα των τραπεζιτών του παρά τις τρομακτικές απειλές του διεθνούς κατεστημένου, φυλακίζοντας υπαίτιους τραπεζίτες και πολιτικούς και γράφοντας νέο Σύνταγμα;

Σίγουρα κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει εν μία νυκτί. Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή.

Αποδομώντας το κυρίαρχο αφήγημα: Η υπερεργασία είναι αντιπαραγωγική

Η Ισλανδία ξεκίνησε το πρώτο πιλοτικό πρόγραμμα για την τετραήμερη εργασία το 2015, την ίδια χρονιά που στην Ελλάδα η δημοκρατία υφίστατο άλλη μια βαρύτατη ήττα καθώς η πολιτική ηγεσία ξεπουλούσε το δημοψήφισμα. Η παγωμένη αυτή χώρα είχε ανακάμψει πλέον με εντυπωσιακό τρόπο από τη χρεοκοπία του 2008 λίγο πολύ επειδή έκανε ακριβώς τα αντίθετα από την Ελλάδα για να αντιμετωπίσει την κρίση χρέους. Κι έμοιαζε πάλι να τα έχει όλα: συγκαταλεγόταν στις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες του πλανήτη, με στιβαρό κοινωνικό κράτος και τον ΟΟΣΑ να την κατατάσσει 2η στη λίστα των χωρών με την Καλύτερη Ποιότητα Ζωής, μετά τη Δανία.

Το δεύτερο πιλοτικό πρόγραμμα ξεκίνησε το 2017. Τη χρονιά εκείνη η Ισλανδία φιγούραρε ψηλά στη λίστα του ΟΟΣΑ ως χώρα με σχεδόν ανύπαρκτη ανισότητα, με το έκτο χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας (3,4%), το έκτο μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα (46.981 δολάρια) και το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας του ενεργού εργασιακά πληθυσμού (87%) – μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.

Όμως, οι Ισλανδοί γνώριζαν καλύτερα από τους δείκτες αν είναι ευχαριστημένοι. Εργάζονταν κατά μέσο όρο 44,4 ώρες την εβδομάδα, το τρίτο υψηλότερο ποσοστό στις μετρήσεις της Eurostat, και 47 χρόνια κατά τη διάρκεια της ζωής τους – τα περισσότερα στην Ευρώπη. Ένιωθαν πια ότι η εργασιακή καθημερινότητά τους δεν άφηνε να ανθίσουν παραμύθια στη ζωή τους. Κι αγαπούν πολύ τα παραμύθια.  

Πράγματι, ο ΟΟΣΑ τοποθετούσε την Ισλανδία μεταξύ των χωρών με τις λιγότερες ελεύθερες ώρες την εβδομάδα – που είναι προϋπόθεση για την ισορροπία προσωπικής και επαγγελματικής ζωής. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χώρα φιγούραρε σε αυτόν τον δείκτη δίπλα στο Μεξικό, τη Χιλή και την Ιαπωνία. Μια μελέτη του 2005, μάλιστα, που αφορούσε ανεπτυγμένες οικονομίες του Βορρά, διαπίστωσε πως ένας στους τέσσερις Ισλανδούς ένιωθε πολύ κουρασμένος όταν τέλειωνε την εργασία του για να κάνει δουλειές στο σπίτι – το υψηλότερο ποσοστό από όλες τις χώρες της έρευνας.

Και φυσικά, εκτός από επιβλαβής για το άτομο, η υπερεργασία είναι και αντιπαραγωγική. «Εξουθενωμένο από τις πολλές ώρες στη δουλειά, το ισλανδικό εργατικό δυναμικό είναι συχνά εξαντλημένο, κάτι που μειώνει την παραγωγικότητα», σημειωνόταν στην έκθεση με τα συμπεράσματα των πιλοτικών προγραμμάτων για την τετραήμερη εβδομάδα. «Σε έναν φαύλο κύκλο, η χαμηλή παραγωγικότητα καταλήγει να κάνει αναγκαίες τις περισσότερες ώρες εργασίας για να “αναπληρώσει” τη χαμένη απόδοση, μειώνοντας με τη σειρά της την “ωριαία παραγωγικότητα” ακόμα περισσότερο».

Λογικό. Κάνουμε την οποιαδήποτε δουλειά πιο γρήγορα όταν είμαστε ξεκούραστοι και πιο αργά όταν έχουμε παραδώσει σώμα και πνεύμα από την εξάντληση. Ζούμε όμως σε εποχές που η κατήχηση του νεοφιλελεύθερου ιερατείου θέλει την υπερεργασία μέγιστη αρετή, για να καλύψουν το γεγονός ότι αυτή απλώς εξυπηρετεί τα συμφέροντα της εργοδοσίας. Αρκεί να αναρωτηθούμε γιατί το νέο εργασιακό νομοσχέδιο που ψηφίστηκε στην Ελλάδα απέσπασε διθυραμβικά σχόλια από τον Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων, ενώ τα συνδικάτα ζητούσαν την απόσυρσή του. Προφανώς επίσης η υπερεργασία αυξάνει την ανεργία, καθώς ένας εργαζόμενος δουλεύει για δύο ενώ ο γηραιός πληθυσμός που δεν αφήνεται να συνταξιοδοτηθεί καταλαμβάνει θέσεις εργασίας νέων.

Η Ισλανδία στην αντεπίθεση: «Γιατί είναι ο εργαζόμενος που πρέπει πάντα να κάνει θυσίες;»

Αν ξύσει κάποιος την επιφάνεια των οικονομικών δεικτών της Ισλανδίας για το 2015, θα ανακαλύψει πως η ισλανδική κοινωνία ακόμα έβραζε καθώς η ανάκαμψη από τη χρεοκοπία έγινε με τρόπο που καλλιέργησε ανισότητες, σύμφωνα με ανεξάρτητους οικονομολόγους.

Δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη λοιπόν η παγωμένη αυτή χώρα δονούνταν συχνά από διαδηλώσεις. Για παράδειγμα, στις 5 Ιουνίου 2015, 1.000 πολίτες πραγματοποίησαν συγκέντρωση μπροστά από το κτίριο της κυβέρνησης στο Ρέικιαβικ. Σε μια χώρα 357.000 κατοίκων, η συγκέντρωση χιλίων ατόμων είναι είδηση. Διοργανωτές ήταν τα δύο μεγαλύτερα συνδικάτα του ισλανδικού δημόσιου τομέα, των πανεπιστημιακών καθηγητών και των νοσοκόμων, που βρίσκονταν ήδη σε απεργία για εβδομάδες. Θα ακολουθούσαν κι άλλες απεργίες, με συμμετοχή περισσότερων συνδικάτων.

Τι συνέβαινε;  

Η χρεοκοπία της χώρας είχε αλλάξει ριζικά την ψυχολογία των πολιτών. «Δεν υπάρχει πια εμπιστοσύνη… Οι πολιτικοί πρέπει να το συνειδητοποιήσουν αυτό», θα έλεγε ένας 57χρονος διαδηλωτής στο Al Jazeera.

Αυτή η διαδήλωση ήταν ένας σταθμός σε μια πορεία που έγινε εμφανής το 2013, όταν το βασικό εργατικό συνδικάτο της χώρας προσπάθησε να εφαρμόσει την πολιτική της δεκαετίας του ’90, συμφωνώντας σε μικρές και σταδιακές αυξήσεις μισθών με αντάλλαγμα τον χαμηλό πληθωρισμό και το σταθερό νόμισμα. Το ’90 όμως ακόμα και αυτές οι μικρές αυξήσεις συμβάδιζαν με το κόστος ζωής. Αντιλαμβανόμενα ότι επιδιώκεται παρόμοια συμφωνία τώρα, πολλά μέλη των συνδικάτων άρχισαν να αγωνιούν. Ψηλάφιζαν ακόμα νωπές τις πληγές από τη χρεοκοπία και τη μείωση των μισθών τους, όπως έγραφε το Al Jazeera. «Όταν στις διαπραγματεύσεις συμφώνησαν σε αύξηση μόλις 2,8% για τους περισσότερους εργαζόμενους, πολλά συνδικάτα έγιναν πυρ και μανία. Γιατί να συνεχίζουν τις θυσίες τα μέλη τους, είπαν, όταν οι τραπεζίτες και οι επιχειρηματίες γίνονται πιο πλούσιοι;» συμπλήρωνε το δημοσίευμα.

Το 2014, οι πιο εξειδικευμένοι δημόσιοι υπάλληλοι, εκπαιδευτικοί και γιατροί, κατέβηκαν σε απεργία απορρίπτοντας την κυβερνητική πρόταση για αύξηση μισθών 3%. Μόλις άρχισαν να αυξάνονται οι μισθοί για κάποιους από τους εξειδικευμένους του δημοσίου, κι άλλα συνδικάτα δημόσιου και ιδιωτικού τομέα προχώρησαν σε απεργίες, διεκδικώντας 50% αύξηση στο κατώτατο μισθό. Το 90% των Ισλανδών στήριζε αυτή τη διεκδίκηση, σύμφωνα με σχετική έρευνα.

Όσο απίθανο κι αν ακούγεται το αίτημα για 50% αύξηση, ήταν αναγκαίο σύμφωνα με την αγγλόφωνη ισλανδική ιστοσελίδα Reykjavik Grapevine. Ο τότε χαμηλότερος μισθός έφτανε οριακά για έναν γονιό με δύο παιδιά χωρίς να υπολογίζεται το κόστος στέγασης. Για παράδειγμα, ο μισθός ενός δασκάλου ανερχόταν ετησίως σε 48.932 δολάρια στη Δανία και μόλις σε 28.100 δολάρια στην Ισλανδία (ποσό προσαρμοσμένο στην αγοραστική δύναμη). Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, το υψηλό κόστος ζωής ανάγκαζε πολλούς Ισλανδούς να κάνουν δύο δουλειές για να επιβιώσουν.

Τι πέτυχαν λοιπόν αυτές οι απεργίες; Τον Μάη του 2015, και σε πείσμα των εργοδοτών που απειλούσαν ότι θα αναγκαστούν να αυξήσουν τις τιμές και να απολύσουν εργαζομένους, τελικά το αίτημα των συνδικάτων έγινε δεκτό. Ήταν μια μεγάλη νίκη.

Οι Ισλανδοί όμως δεν σταμάτησαν εκεί. Ο αγώνας συνεχίστηκε για να βελτιωθούν οι συνθήκες και για εργαζόμενους άλλων σωματείων, περιλαμβανομένων νοσοκόμων, αρχιτεκτόνων, ηλεκτρολόγων.

Επιπλέον, οι Ισλανδοί πήραν τα συνδικάτα τους πίσω, εκλέγοντας νέους ριζοσπάστες επικεφαλής στη θέση των παλιών και συμβιβασμένων. Το 2019, νέοι επικεφαλής θεωρούσαν πως υπάρχει μια επανάσταση σε εξέλιξη. «Είναι δύσκολο να το χαρακτηρίσουμε διαφορετικά, με την έννοια ότι έχουμε διαλύσει μια συγκεκριμένη δομή εξουσίας στο εργατικό κίνημα που υπήρχε για δεκαετίες», έλεγε ο επικεφαλής του σωματείου VR Ragnar Þór Ingólfsson στο Reykjavik Grapevine. Και ο Vilhjálmur Birgisson του συνδικάτου Akranes που εξελέγη το 2004 συμφωνούσε και πιστεύει πως τόσο οι αρχισυνδικαλιστές όσο και η ισλανδική κυβέρνηση «άφησαν τους εργαζόμενους με μόνη επιλογή το να πάρουν πίσω τα συνδικάτα τους». Ριζοσπαστική ηγεσία εξέλεξε και το 2019 το συνδικάτο Efling. Έτσι, ο αγώνας για βελτίωση των εργασιακών συνθηκών κλιμακώθηκε.

Σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου συχνά περιμένουμε διαφορετικό αποτέλεσμα υιοθετώντας ίδιες «λύσεις», οι Ισλανδοί αποδείκνυαν για μία ακόμα φορά πως δεν φοβούνται να αναποδογυρίσουν την πραγματικότητα όταν αυτή δεν τους αρέσει.

Εν άρχη ην ο συνδικαλισμός

Σε αυτές τις συνθήκες λοιπόν ξεκίνησε και η καμπάνια για λιγότερες ώρες εργασίας. Πρώτα από λίγες λαϊκές οργανώσεις, έπειτα έγινε σημαία πολλών εργατικών συνδικάτων της Ισλανδίας, περιλαμβανομένου του μεγαλύτερου BSRB. Κι έτσι χτίστηκε μια κοινωνική συναίνεση, «με τους πολίτες να αναγνωρίζουν την αδικία και τη μη αποδοτικότητα των πολλών ωρών εργασίας – ειδικά σε σύγκριση με τους Σκανδιναβούς γείτονές τους», επεσήμαινε η έκθεση.

Η φράση-κλειδί εδώ είναι «εργατικά συνδικάτα». Η Ισλανδία είναι η πιο συνδικαλιζόμενη χώρα του ΟΟΣΑ και, όπως ο ίδιος ο οργανισμός παραδεχόταν, «το σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών έχει συνεισφέρει σε υψηλό επίπεδο διαβίωσης και μια περιεκτική κοινωνία».

Το 2017, το 79% των μισθωτών ανήκε σε κάποιο συνδικάτο, ποσοστό ελαφρά χαμηλότερο από το 90,4% του 2016 που έκανε την Ισλανδία την πιο συνδικαλιζόμενη χώρα παγκοσμίως. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος, αρκεί να σημειώσουμε ότι το 2016, η συμμετοχή στα συνδικάτα ήταν 52% στη Νορβηγία, 65% στη Φινλανδία, 66% στη Σουηδία, 67% στη Δανία (οι σκανδιναβικές χώρες είναι στην κορυφή), ενώ είναι μόλις μεταξύ 20 και 30% στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ (με εξαίρεση το Βέλγιο που έχει παρόμοια δομή με τη Σκανδιναβία) και 10% στις ΗΠΑ. Επιπλέον, στις σκανδιναβικές χώρες, το 80-90% των εργαζομένων καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

Την ίδια χρόνια, το 87% των Ισλανδών δήλωνε σε έρευνα του τμήματος Κοινωνικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου της Ισλανδίας πως οι εργαζόμενοι χρειάζονται ισχυρά συνδικάτα για να προστατεύουν τα συμφέροντά τους και μόλις το 5% δήλωνε πως πιστεύει ότι τα ισχυρά συνδικάτα βλάπτουν την οικονομία.

Στην ίδια έρευνα (και πού να βρούμε μαντίλι να κλάψουμε στην Ελλάδα, αγαπητέ αναγνώστη κι αγαπητή αναγνώστρια), οι περισσότεροι Ισλανδοί δήλωναν ευχαριστημένοι από τη δουλειά τους, το 80% ότι έχει καλές σχέσεις με τους προϊσταμένους του, το 77% ότι νιώθει εργασιακή ασφάλεια, το 79% ότι βρίσκει τη δουλειά του ενδιαφέρουσα και το 77% ότι είναι υπερήφανοι για την εταιρεία όπου εργάζονται.

Διαλύοντας το κυρίαρχο αφήγημα: Λιγότερη δουλειά, περισσότερη ευημερία

Τα πιλοτικά προγράμματα τετραήμερης εργασίας που πραγματοποιήθηκαν το διάστημα 2015-2019 στην Ισλανδία αποφασίστηκαν από το δημοτικό συμβούλιο του Ρέικιαβικ και την ισλανδική κυβέρνηση μετά από πιέσεις συνδικάτων και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών. Σε αυτά συμμετείχε περί το 1,3% του εργατικού δυναμικού της Ισλανδίας, ήτοι 2.500 πολίτες, από όλο το εργασιακό φάσμα – από γραφεία και βρεφονηπιακούς σταθμούς μέχρι κοινωνικές υπηρεσίες και νοσοκομεία. Μειώθηκαν οι ώρες εργασίας, αλλά όχι οι μισθοί.

Τα αποτελέσματα ήταν θετικά και «μεταμορφωτικά», κατά την έκθεση, τόσο για τους εργαζόμενους, όσο και για τις επιχειρήσεις. «Η ευημερία των εργαζομένων αυξήθηκε ως προς πολλούς δείκτες, από το εκλαμβανόμενο στρες και την εξάντληση στην καλή υγεία και την ισορροπία εργασίας-ζωής». Επίσης, «η παραγωγικότητα και η παροχή υπηρεσιών παρέμεινε στα ίδια επίπεδα ή βελτιώθηκε στην πλειοψηφία των χώρων εργασίας που συμμετείχαν στο πρόγραμμα».

Κι ήταν τα συνδικάτα που μετά την επιτυχία του προγράμματος πίεσαν και πέτυχαν μόνιμη μείωση ωρών εργασίας. Έτσι, σήμερα, το 86% των εργαζομένων της Ισλανδίας είτε εργάζεται τέσσερις ημέρες την εβδομάδα είτε διατηρεί το δικαίωμα να το πράξει. Η τετραήμερη εργασία έγινε πράξη με συμβάσεις των οποίων η διαπραγμάτευση έγινε μεταξύ του 2019 και του 2021 και ισχύουν ήδη για τους περισσότερους εργαζομένους.

«Οι συμβάσεις είναι η μεγαλύτερη πρόοδος που έχουμε δει για πάνω από 40 χρόνια», λέει η επικεφαλής της Ομοσπονδίας Νοσοκόμων Ισλανδίας Guðbjörg Pálsdóttir στην έκθεση.

Το επιτυχημένο πείραμα της Ισλανδίας διέλυσε τα επιχειρήματα κυρίως ενώσεων εργοδοτών και δεξαμενών σκέψης ότι η μείωση των ωρών εργασίας σημαίνει και εντατικοποίηση ώστε «να βγει η δουλειά». Αυτό δεν συνέβη, γιατί προσωπικό και μάνατζερ αναθεώρησαν όλο το εργασιακό μοντέλο ώστε να εξοικονομήσουν χρόνο. Για παράδειγμα, έκαναν πιο σύντομα τα meeting, έκοψαν περιττές διαδικασίες, αναδιοργάνωσαν βάρδιες.

Ίσως στην επιτυχία να συνέβαλε κι αυτό που είχε πει το λατρεμένο παιδί της χώρας, η τραγουδίστρια Μπιορκ: «Δεν έχουμε πολλή ιεραρχία και κανείς δεν είναι πιο σημαντικός από τον άλλον…»

Σε ελάχιστους τομείς δεν μπόρεσε να εφαρμοστεί χωρίς κόστος το μοντέλο της τετραήμερης εργασίας. Ο βασικός ήταν της δημόσιας υγείας. Εκεί λοιπόν η ισλανδική κυβέρνηση αύξησε τη χρηματοδότηση κατά 33,6 εκατ. δολάρια ώστε να προσληφθεί κι άλλο προσωπικό για να καλύψει τις ανάγκες. Λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη ότι ο ισλανδικός προϋπολογισμός ανερχόταν το 2018 στα 7,1 δισ. δολάρια, γίνεται αντιληπτό ότι το κόστος δεν είναι μεγάλο.

Επηρέασαν μέχρι και τους Ιάπωνες, ενώ η Ελλάδα κωφεύει

Ο αντίλαλος από το ριζοσπαστικό πείραμα της Ισλανδίας έφθασε ακόμα και σε μια από τις χώρες με τις περισσότερες ώρες εργασίας στον κόσμο, την Ιαπωνία. Τον Ιούνιο, και στο πλαίσιο της παρουσίασης της ετήσιας οικονομικής της πολιτικής, η ιαπωνική κυβέρνηση πρότεινε στις εταιρείες να επιτρέπουν στο προσωπικό τους την τετραήμερη εργασία, με σκοπό να βελτιωθεί η ισορροπία επαγγελματικής-προσωπικής ζωής,

Η ιαπωνική κυβέρνηση έκρινε ότι κάτι τέτοιο θα είχε πολλαπλά οφέλη, με ένα από τα σημαντικότερα ότι οι άνθρωποι θα έχουν πλέον χρόνο για προσωπική ζωή και δημιουργία οικογένειας, καθώς η χώρα έχει δημογραφικό πρόβλημα – τον γηραιότερο πληθυσμό στον κόσμο.

Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα γυρίζει επιδεικτικά την πλάτη στο επιτυχημένο πείραμα της Ισλανδίας. Το νομοσχέδιο για τα εργασιακά που ψηφίστηκε πρόσφατα το αποδεικνύει περίτρανα, καθώς σύμφωνα με αναλυτές και την αξιωματική αντιπολίτευση καταστρατηγεί στην πράξη το οκτάωρο και θεσμοθετεί δεκάωρη εργασία με «πληρωμή» σε ρεπό. Επιπλέον, περιορίζει ασφυκτικά το δικαίωμα στην απεργία. «Πόσο φιλεργατικό είναι να στερούμε τη δυνατότητα στις μητέρες που το θέλουν, να δουλεύουν λίγο παραπάνω Δευτέρα-Πέμπτη και να κάθονται την Παρασκευή και να πληρώνονται, για να βλέπουν τα παιδιά τους; Να τον χαίρονται τον φιλεργατισμό τους στον ΣΥΡΙΖΑ!» έγραφε ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης στο Twitter. Και κάπου εκεί σαν να ακούσαμε τα ηφαίστεια της Ισλανδίας να βρυχώνται.

Η Ισλανδία ιδρύθηκε κάποτε από βόρεια φύλα «που δεν ήθελαν να γονατίσουν στον πρώτο χριστιανό βασιλιά της Νορβηγίας». Κι έτσι προτίμησαν να μετοικήσουν σε ένα αδιαπραγμάτευτα παγωμένο κομμάτι γης, με πυρωμένα σπλάχνα τα ενεργά του ηφαίστεια. Αυτό το ατίθασο λοιπόν έθνος που δεν δέχεται να ανήκει πουθενά παρά μόνο στα ξωτικά του, δείχνει τον δρόμο.

Δέσποινα Παπαγεωργίου

Share
Published by
Δέσποινα Παπαγεωργίου