Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

«Η μαντήλα μου δεν με κάνει λιγότερο μαχητική, ούτε λιγότερο φεμινίστρια»

Στο Ethos, την σειρά του Netflix που καταφέρε να μας ανοίξει ένα παράθυρο σε μια Τουρκία που σπάνια βλέπουμε στις σαπουνόπερες που έρχονται από την άλλη μεριά του Αιγαίου, μια εκ των πρωταγωνιστριών παραδέχεται πως αν και ψυχολόγος η ίδια, έχει μεγάλο πρόβλημα με τις ασθενείς της που φορούν μαντήλα. Η τηλεοπτική ψυχαναλύτρια δεν αντιμετωπίζει τις γυναίκες που φορούν χιτζάμπ ως κάτι εξωτικό, αλλά περισσότερο ως μια αναχρονιστική εικόνα της χώρας της και άθελα ή ηθελημένα έχει έναν υπεροπτικό ελιτισμό απέναντί τους. Εκείνη είναι σπουδαγμένη στις ΗΠΑ, ενώ εκείνες προσκολλημένες «γυναικούλες» που αρνούνται να έρθουν στον 21ο αιώνα. Το Ethos καταφέρνει με μαεστρία να δείξει την διαφορά ανάμεσα στις δυο όψεις της Τουρκίας, αποτυγχάνει όμως να μας δείξει την μεσαία όψη της, γιατί ναι μεν τα νομίσματα έχουν δυο πλευρές, αλλά καμιά φορά η ζωή έχει και μια τρίτη. 

Μπορεί η πρωταγωνίστρια της σειράς του Netflix να αντιμετωπίζεται πολλές φορές στερεοτυπικά, καθώς φοράει μαντήλα, μένει στις φτωχογειτονιές της Πόλης και είναι προσκολλημένη στη θρησκεία, υπάρχουν όμως και εκείνες οι γυναίκες που φορούν μαντήλα και δεν κάνουν τίποτα από τα παραπάνω. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων αυτών τα τελευταία χρόνια είναι η εκπρόσωπος των Δημοκρατικών στην Γερουσία των ΗΠΑ, Ιλχάν Ομάρ. Η Ομάρ, με καταγωγή από την Σομαλία, είναι το πρώτο μέλος του Κονγκέσου που έχει γεννηθεί στην Αφρική, ενώ φορά περήφανα την μαντήλα της, που δεν φαίνεται να της μπαίνει εμπόδιο στην χάραξη πολιτικής.

Στο μυαλό των περισσότερων «δυτικών» οι γυναίκες που φορούν μαντήλα είναι απρόσωπες σκιές που σπάνια περπατούν ανάμεσά μας, ενώ πολλές χώρες της Ε.Ε έχουν κατά καιρούς προσπαθήσει να περάσουν νομοσχέδια που απαγορεύουν τις μαντήλες, με πρόσχημα πάντα την ασφάλεια του συνόλου. Σπάνια όμως έχει ζητηθεί η γνώμη αυτών των γυναικών, οι οποίες αρχίζουν πια και υψώνουν ανάστημα και διεκδικούν την θέση τους στον κόσμο. Στην Ελλάδα δεν ήμασταν συνηθισμένοι να βλέπουμε γύρω μας γυναίκες που φορούν μαντήλα. Με την προσφυγική κρίση όμως αυτές οι γυναίκες βρέθηκαν να κάθονται δίπλα μας στο λεωφορείο ή να περιμένουν μαζί μας στην αυλή του σχολείου για να παραλάβουν τα παιδιά τους στο σχόλασμα.  Πώς είναι να είσαι μουσουλμάνα στην Ελλάδα του 2021;

Με αφορμή την Ημέρα της Γυναίκας τρεις νεαρές μουσουλμάνες μιλούν σε πρώτο πρόσωπο στην Popaganda για την ζωή με μαντήλα στην χώρα μας.

Αζίζα, 26 χρονών, Ελληνοαιγύπτια

«Γεννήθηκα στην Ελλάδα από Αιγύπτιο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα. Στο σπίτι μου ήμασταν πάντα αρκετά θρησκευόμενοι και για εμένα ήταν πολύ φυσιολογικό το να φορέσω τελικά μαντήλα. Την φόρεσα όταν μου ήρθε η πρώτη περίοδος, στην Δευτέρα Γυμνασίου. Θυμάμαι ότι εκείνη η πρώτη μέρα που πήγα σχολείο φορώντας μαντήλα, ήταν γεμάτη ανάμεικτα συναισθήματα. Οι περισσότεροι συμμαθητές μου με κοίταζαν με μεγάλη περιέργεια. Γενικά τα πράγματα στο σχολείο δεν ήταν εύκολα. Για πολλά χρόνια με φώναζαν Ταλιμπάν και είναι άπειρες οι φορές που μου τράβηξαν την μαντήλα για να δουν τα μαλλιά μου. Ελάχιστοι ήταν οι συμμαθητές μου που ήθελαν πραγματικά να μάθουν για την θρησκεία μου και με αντιμετώπιζαν με σεβασμό, ενώ ακόμα και καθηγητές με κοιτούσαν καχύποπτα και μου έκαναν ειρωνικά σχόλια. Τότε ήμουν πολύ συνεσταλμένη και δεν μπορούσα ούτε να διανοηθώ να απαντήσω. Αυτό άλλαξε όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο. Τότε νομίζω βρήκα την φωνή μου ως Ελληνίδα μουσουλμάνα. Όσο σπούδαζα ήμουν πολύ ενεργή σε φοιτητικές οργανώσεις και ούτε μια στιγμή δεν αισθάνθηκα πως υστερούσα σε μαχητικότητα. Έχω τσακωθεί στο μετρό με ανθρώπους που δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν το βλέμμα τους από πάνω μου και πλέον δεν αφήνω κανέναν να αμφισβητήσει την ελληνικότητά μου ή το γεγονός πως επιλέγω μόνη μου πως θα ζήσω τη ζωή μου. Η μαντήλα μου είναι δική μου επιλογή, δεν μου επιβλήθηκε ποτέ. Η αδερφή μου για παράδειγμα δεν φόρεσε ποτέ χιτζάμπ και θυμώνω που πρέπει να το λέω κάθε φορά αυτό για να καταλάβει ο κόσμος ότι δεν μου φόρεσαν την μαντήλα με το ζόρι οι γονείς μου. Το χιτζάμπ μου με κάνει να αισθάνομαι ασφαλής και προστατευμένη από ανεπιθύμητα βλέμματα, είναι κομμάτι του εαυτού μου. Η μαντήλα μου δεν με κάνει λιγότερο μαχητική, ούτε λιγότερο φεμινίστρια. Η ζωή μου δεν διαφέρει πολύ από αυτή των χριστιανών συνομηλίκων μου. Πριν την πανδημία έβγαινα, ξενυχτούσα, πήγαινα βόλτες, φλέρταρα. Όλα αυτά βέβαια, προσαρμοσμένα στην πίστη μου, αλλά και πάλι απολάμβανα τη ζωή. Εκεί που δυσκολεύτηκα πολύ ήταν στην αναζήτησή εργασίας. Κανείς δεν προσλάμβανε για σερβιτόρα ή πωλήτρια μια κοπέλα με χιτζάμπ και πάλι όμως δεν το έβαλα κάτω και επέμεινα. Πλέον απαιτώ τον σεβασμό. Οι μουσουλμάνες δεν είμαστε άβουλα πλάσματα που μας άγουν και μας φέρουν οι άνδρες. Έχουμε άποψη και φωνή, απλά στην Δύση ο κόσμος δεν είναι ακόμα διατεθειμένος να μας ακούσει». 

Φαρανγκίς, 35 ετών, πρόσφυγας από το Αφγανιστάν

«Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς φόρεσα πρώτη φορά την μαντήλα μου, αλλά νομίζω πως ήμουν κοντά 9 χρονών. Σαφώς επηρεάστηκα από την μητέρα μου που και εκείνη φορούσε μαντήλα, αλλά η επιλογή ήταν δική μου. Μου άρεσε να φοράω πολύχρωμα και όμορφα μαντήλια. Στην Ελλάδα δυστυχώς, είναι πολλά τα περίεργα βλέμματα που πέφτουν πάνω μου και οι άνθρωποι πολλές φορές με αντιμετωπίζουν σαν να είμαι κατώτερή τους. Όταν όμως, φοράω το χιτζάμπ μου αισθάνομαι άνετα και ασφαλής μέσα σε αυτό. Δεν αισθάνθηκα ποτέ πως το χιτζάμπ μου στάθηκε εμπόδιο στη ζωή μου και μπορώ να πω με μεγάλη περηφάνια πως την έχει επηρεάσει πολύ θετικά. Είναι πολλοί εκείνοι που θεωρούν πως οι μουσουλμάνοι άνδρες εξαναγκάζουν τις γυναίκες τους να φορέσουν μαντήλα για να μπορούν να τις καταπιέζουν. Θέλω να πω σε όλους αυτούς πως φοράω την μαντήλα μου, γιατί έτσι επέλεξα εγώ η ίδια. Με προστατεύει από τα ανεπιθύμητα βλέμματα της κοινωνίας. Το χιτζάμπ μου δεν βλάπτει κανένα και θα ήθελα όσοι με βλέπουν να σεβαστούν αυτή μου την επιλογή και να μην με κρίνουν». 

Φατιμά, 19 χρονών, πρόσφυγας από το Αφγανιστάν

«Πριν έρθω στην Ελλάδα ζούσα στο Ιράν και εκεί ήταν υποχρεωτικό τα κορίτσια να φορούν μαντήλα από 9 χρονών. Στο Ιράν δεν είχε σημασία, αν ήθελα να βάλω μαντήλα ή όχι. Έπρεπε να την φορέσω. Όταν ήρθα στην Ελλάδα όμως, αποφάσισα να βγάλω την μαντήλα μου. Στην αρχή ζούσαμε σε camp προσφύγων και κάθε φορά που βγαίναμε από αυτό ο κόσμος μας κοιτούσε πολύ περίεργα και μας μιλούσαν πολύ άσχημα. Στο λεωφορείο, στο μετρό… Όπου κι αν πηγαίναμε η αντιμετώπιση ήταν χάλια. Κάποια στιγμή η μητέρα μου νοσηλεύτηκε για δυο εβδομάδες και εγώ έμεινα μαζί της. Στο νοσοκομείο ήρθε ένας κύριος μεγάλος σε ηλικία και μου έβγαλε χωρίς να θέλω την μαντήλα μου. Μου έλεγε “Εδώ είναι Ελλάδα, δεν είναι ούτε Ιράν, ούτε Αφγανιστάν. Γιατί φοράς μαντήλα;”. Αυτοί ήταν οι σημαντικότεροι λόγοι που με έκαναν να την βγάλω. Πίστευα πως αν δεν φορούσα μαντήλα δεν θα με κοιτούσαν περίεργα. Όταν τελικά έβγαλα το χιτζάμπ μου ένιωσα ένα αίσθημα ελευθερίας. Όταν καλύπτεις για πολύ καιρό τα μαλλιά σου και τελικά βγάζεις την μαντήλα, νομίζεις πως σε κοιτάνε όλοι. Νιώθεις λες και ντρέπεσαι. Από την άλλη μεριά όμως, υπάρχει το αίσθημα της ελευθερίας. Δεν είμαι σίγουρη, αλλά πιστεύω πως η ζωή μου άλλαξε. Απ’ όταν έβγαλα την μαντήλα δεν μου συμβαίνουν πια τέτοια περιστατικά. Δεν έρχεται κανείς να μου πει “Γιατί φοράς μαντήλα;”, ούτε με ρωτάνε από που είμαι και πόσο καιρό ζω στην χώρα. Δεν θα ήταν εύκολο να φοράω μαντήλα στην Ελλάδα. Ακόμα και στο σχολείο δεν θα ήταν εύκολο να βρω φίλους ή να κάνω παρέα με παιδιά Έλληνες. Ξέρουν όλοι ότι δεν είμαι Ελληνίδα, αλλά δεν με κοιτούν πια περίεργα. Όσο αφορά τα κορίτσια που συνεχίζουν να φορούν μαντήλα παρόλο που ζουν στην Ελλάδα, νομίζω χωρίζονται σε δυο ομάδες. Η μια ομάδα το κάνει για λόγους θρησκείας και νιώθει ασφάλεια φορώντας χιτζάμπ. Υπάρχει όμως και η άλλη ομάδα, που η μαντήλα επιβάλλεται από την οικογένεια. Έχω να πω σε όλους όσους κοιτούν περίεργα τα κορίτσια που φορούν μαντήλα, πως αυτά τα βλέμματα τις κάνουν να αισθάνονται απίστευτα άσχημα. Τα κορίτσια αυτά φορούν την μαντήλα γιατί είναι θρήσκες και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τις κοιτά περίεργα. Είναι σαν να είσαι χριστιανός και να πας σε μια μουσουλμανική χώρα και να έχεις όλα τα βλέμματα πάνω σου. Πολλά από αυτά τα κορίτσια αισθάνονται ότι τις κοροϊδεύουν και ότι δεν θα γίνουν ποτέ ευπρόσδεκτες στην Ευρώπη. Καλό είναι να μπει ένα τέλος σε αυτή τη συμπεριφορά». 

*Χιτζάμπ: παραδοσιακό κεφαλομάντηλο των μουσουλμάνων γυναικών, με το οποίο καλύπτουν τα μαλλιά και τον λαιμό.
Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι

Γεννήθηκε στην Αλβανία, λίγο πριν την πτώση του κομμουνισμού. Ζει στην Αθήνα από το 1997, παράτησε με μεγάλη επιτυχία το τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών της Παντείου και από το 2017 ασχολείται με την δημοσιογραφία.

Share
Published by
Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι