Το ραντεβού μου με το Μάνο Σταραμόπουλο, αθλητικό δημοσιογράφο το είχαμε κλείσει σε κάποιο καφέ στην οδό Βουλής, μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού. Λίγη όρεξη για δουλειά και η μπάλα είναι μία καλή δικαιολογία για να την αφήσεις.
Η πρώτη μου επικοινωνία με τον Έλληνα «διεθνολόγο του ποδοσφαίρου» – και απεσταλμένο πολλών διεθνών αθλητικών ΜΜΕ, όπως A Bola, Mundo Deportivo, καθώς και του France Football – έγινε λίγες ώρες πριν μεταβεί στο Βερολίνο, για να παρακολουθήσει τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, μεταξύ Μπαρτσελόνα και Γιουβέντους, με τον οποίο οι μπλαουγκράνα απέσπασαν τον τέταρτο τίτλο του πρωταθλητή των πρωταθλητών την τελευταία δεκαετία.
Αυτός ήταν και ο λόγος που η συζήτησή μας ξεκίνησε από τις εντυπώσεις που άφησε ο 24ος τελικός Τσάμπιονς Λιγκ. «Αναμενόμενο το 3-1», λέει ο κ. Σταραμόπουλος. «Όσο κι αν ενδόμυχα έλεγα ότι κάτι μπορεί να καταφέρει η Γιουβέντους, φάνηκε ότι η τριπλέτα Σουάρες – Μέσι – Νειμάρ είναι μία από τις καλύτερες που έχει αναδείξει το παγκόσμιο ποδόσφαιρο». Καλύτερη και από αυτή της Ρεάλ Μαδρίτης, με Ρονάλντο, Μπενζεμά και Μπέιλ; «Ναι, ναι, καλύτερη».
Ο Μάνος Σταραμόπουλος έχει μία ιδιαίτερη σχέση με το Τσάμπιονς Λιγκ. «Έχω παρακολουθήσει όλους τους τελικούς από την αρχή του θεσμού, όταν η Μπαρτσελόνα επικράτησε της Σαμπντόρια με 2-1, χάρη σε ένα πανέμορφο τέρμα του Ρόλαντ Κούμαν». Το ωραιότερο τέρμα των τελικών ήταν όμως άλλο: «Σίγουρα του Ζιντάν στη Γλασκόβη, που με το αριστερό έκανε το 2-1 σε βάρος της Λεβερκούζεν».
Ποιος ήταν ο πιο συγκλονιστικός των τελικών; «Εκείνος του 1999, μεταξύ Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και Μπάγερν Μονάχου, στη Βαρκελώνη, όπου μέσα σε ένα λεπτό γύρισε το σύμπαν. Καθόμουν, τότε, δίπλα σε ένα Κροάτη συνάδελφο και είχαμε σηκώσει τα χέρια, καθώς πιστεύαμε ότι το παιχνίδι έχει τελειώσει και ότι η Μπάγερν ήταν πρωταθλήτρια. Δεν πρόλαβαν να ενωθούν οι δύο παλάμες κι η Γιουνάιτεντ είχε ισοφαρίσει. Και μετά από λίγο, η Γιουνάιτεντ έκανε το 2-1. Μείναμε άφωνοι. Ήταν κάτι το απίστευτο. Συγκλονιστικός ήταν σίγουρα και ο τελικός του 2005, μεταξύ Μίλαν και Λίβερπουλ, η οποία ισοφάρισε σε 3-3, ενώ στο ημίχρονο βρίσκονταν πίσω στο σκορ με 3-0. Αλλά τότε υπήρχε ένα ολόκληρο ημίχρονο. Θα μπορούσε να γίνει και 5-3. Στον τελικό του 1999, η Μπάγερν δεν είχε χρόνο να αντιδράσει, ούτε σέντρα δεν προλάβαινε να κάνει. Υποστηρίζω την Μπάγερν και αυτό ήταν ένα παιχνίδι που δεν πρόκειται να ξεχάσω».
Εντάξει, άμα πιάσεις το Τσάμπιονς Λιγκ, θα πεις μία κουβέντα και για τις ελληνικές ευρωπαϊκές βραδιές. Ελληνικές στιγμές στο Τσάμπιονς Λιγκ; «Δεν θα ξεχάσω το 2-2 που έφερε ο Ολυμπιακός με την Πόρτο στην Πορτογαλία. Φαινόταν ότι είχε χαθεί το παιχνίδι και όμως από το πουθενά ο Ολυμπιακός κατάφερε να ισοφαρίσει σε 2-2».
Η μαγική ευρωπαϊκή βραδιά για τον Παναθηναϊκό εξελίχθηκε στο Άμστερνταμ, όπου και πέτυχε «με 1-0 μία εκπληκτική νίκη επί του Άγιαξ». «Φοβερή η κούρσα του Δώνη και εξίσου εντυπωσιακό το τελείωμα του Βαζέχα. Μετά ξεχωρίζει η νίκη του Παναθηναϊκού με 1-0, κόντρα στην Πόρτο του Μουρίνιο, για το κύπελλο UEFA, όπου και όλοι πίστεψαν ότι η πρόκριση είχε κλειδώσει για τον τριφύλλι.
Όσον αφορά την ΑΕΚ, σίγουρα το 3-3 στη Φιλαδέλφεια κόντρα στην πλήρη Ρεάλ Μαδρίτης. Ακόμα μένει το «αν» στο τετ-α-τετ του Νικολαΐδη με τον Κασίγιας, όταν θα μπορούσε να γράψει και το 4-2.
Ο Μάνος Σταραμόπουλος είναι ο μοναδικός Έλληνα αθλητικός δημοσιογράφος που ψηφίζει για τη Χρυσή Μπάλα. «Όλα ξεκίνησαν το 1989, όταν μία Δευτέρα με πήραν και μου είπαν: “Μάνο ο Γιάννης Διακογιάννης δεν θα συνεχίσει να ψηφίζει για τη Χρυσή Μπάλα. Μπορείς να συνεχίσεις εσύ;”. Τρελάθηκα εκείνη τη στιγμή. Ο Διακογιάννης ήταν αυτός που με ενέπνευσε να αγαπήσω το διεθνές ρεπορτάζ. Ήταν για μένα ο κορυφαίος δημοσιογράφος στο χώρο του αθλητισμού. Δεν κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ».
«Όμως η πορεία στη δημοσιογραφία δεν είναι μόνο Τσάμπιονς Λιγκ και Χρυσή Μπάλα. Ξεκινάς από χαμηλά. Και πρώτα πρέπει να κολλήσεις το «μικρόβιο». «Κατάφερα να κάνω το χόμπι μου επάγγελμα. Θυμάμαι, πήγαινα Πέμπτη δημοτικού, όταν στην απέναντι πολυκατοικία έμενε ένας παιδικός μου φίλος, μεγαλύτερός μου κατά τέσσερα χρόνια. Ήταν ο “καλύτερος ποδοσφαιριστής της γειτονιάς’’. Κάποια στιγμή, λοιπόν, ενώ παίζαμε κάνοντας ποδοσφαιρικές ερωτήσεις ο ένας στον άλλον, είδα στο σπίτι του ένα τετράδιο. Εκεί κρατούσε σημειώσεις για τις ομάδες. Αποφάσισα να το κάνω και εγώ. Προσπαθούσα μάλιστα να το “εξελίσσω”, βάζοντας δίπλα σε κάθε ποδοσφαιριστή παύλα, όταν έπαιρνε μεταγραφή και σταυρό, όταν έφευγε από τη ζωή. Πολύ αργότερα, στον Πειραιά όπου μεγάλωνα, είδα στο περίπτερο το περιοδικό Σουτ. Είχε 14 δραχμές. Ήταν το πρώτο περιοδικό που αγόραζα. Έκτοτε με το χαρτζιλίκι μου, δύσκολες εποχές, προσπαθούσα να το παίρνω τακτικά. Τότε ξεκίνησε να θεριεύει μέσα μου η φλόγα για να γίνω δημοσιογράφος». Το ταξίδι ξεκίνησε κάπως έτσι: «Απλώς κάποια στιγμή χτύπησα την πόρτα σε διάφορες εφημερίδες». «Τελικά κατάφερα και πήγα στη Βραδυνή το 1978. Συνάδελφος με το Βαγγέλη το Δουκάκο, Μιχάλη Νομικό, τον Γιάννη τον Αμανατίδη που έπειτα έγινε διευθυντής. Και έρχεται λοιπόν το Μαιο του 83, ημέρα Τρίτη, ο Ελευθερος Τύπος. Διευθυντής του αθλητικού τμήματος ήταν ο αείμνηστος μεγάλος δημοσιογράφος και δάσκαλος Χρήστος Ράπτης. Με πήρε λοιπόν τηλέφωνο για να πάω στα γραφεία για ραντεβού. Γύρω στις 25 Μαιου ανέλαβα στον Ελέυθερο Τύπο. Αυτός που με έκανε να αγαπήσω το επάγγελμα θεωρητικά είναι ο Γιάννης Διακογιάννης αλλά στην πράξη είναι ο Χρήστος ο Ράπτης, ο οποίος μου έμαθε τα βασικά βήματα και τα λάθη που πρέπει να αποφευγω στην αθλητική δημοσιογραφία».
Το βάπτισμα του πυρός: «Ήταν ημέρες καλοκαιριού, όταν στη Βραδυνή – όπου εργαζόμουν – δεν μπορούσαμε να κλείσουμε το φύλλο λόγω των πολλών αδειών. Ο αρχισυντάκτης, ο Γιάννης Μουμουζέλος, είπε στον αείμνηστο Λευτέρη Γενεράλης: “Κύριε Λευτέρη, δεν κλείνουμε’’. Ο λόγος ήταν ότι δεν είχε ολοκληρωθεί η σελίδα των αθλητικών που είχε η Βραδυνή. Εγώ, λοιπον, δίπλα, καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Πέταξα την κουβέντα “ρε παιδιά να κάνουμε ένα αφιέρωμα στην Μπουντεσλίγκα που ξεκινάει αύριο’’. To ακούει ο Γενεράλης και για ένα λεπτό υπάρχει απόλυτη σιγή στην αίθουσα. «Ναι», λέει ξαφνικά. Τα έχασα εγώ, πήρα αμέσως τον αδερφό μου τηλέφωνο και του ζήτησα να μου φέρει πληροφορίες για το γερμανικό πρωτάθλημα που είχα σε ένα ντοσιέ. Το αποκορύφωμα όλης αυτής της εμπειρίας ήταν όταν αποφασίστηκε να μπει κάτω από το κείμενο το όνομα μου. Συγκλονιστικές στιγμές».
Και από τα γραφεία της Βραδυνής στον κύκλο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Πώς είναι να ξέρεις προσωπικά τον Φραντς Μπέκενμπάουερ και τον Μισέλ Πλατινί; «Ο Φραντς είναι κορυφαία ποδοσφαιρική προσωπικότητα. Το Δεκέμβριο του 2007, στη Λουκέρνη, όπου είχε γίνει η κλήρωση της τελικής φάσης του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 2008. Εκεί, λοιπόν, που με είχε πάρει αγκαζέ, του είπα: “εσύ με τόση δημοτικότητα, άνθρωπος κύρους, αν βάλεις υποψηφιότητα για την προεδρία της FIFA, θα κερδίσεις τον Μπλάτερ”. Μου απάντησε: “Σε ευχαριστώ γι’αυτό που λες αλλά εγώ έχω 3 μικρά παιδιά. Αν ζω όπως ο Μπλάτερ, σήμερα σε ένα αεροπλάνο, αύριο σε ένα ελικόπτερο, τα παιδιά μου δεν θα με γνωρίσουν ποτέ. Και δεν είμαι κανένα μικρό παιδάκι. Τα περιθώρια του χρόνου στενεύουν’’. Ήταν μία απόφαση που μου προκάλεσε σεβασμό».
Δίπλα στον Μπεκενμπάουερ, «σπουδαίος αθλητής και άνθρωπος» είναι και ο Πλατινί. «Και αυτό δεν αφορά μόνο τις επιδόσεις του ως ποδοσφαιριστή, αλλά και ως ανθρώπου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πλατινί κατάφερε και μπήκε πολύ γρήγορα στα διοικητικά της UEFA. Το αξίζει. Είναι πολύ δημοκρατικός, λατρεύει το ποδόσφαιρο και είναι ανοιχτός σε όλους. Αν τον δεις στο δρόμο και του μιλήσεις, θα σου απαντήσει πολύ φιλικά. Του αρέσει να μιλάει για ποδόσφαιρο και γενικά αποφεύγει να μιλάει για πολιτική. Μπορεί να καθίσει και να σου μιλάει τρεις ώρες για μπάλα».
«Απίθανο παιδί είναι και ο Φαν Μπάστεν. Τον πέτυχα τυχαία στο αεροδρόμιο στην Αθήνα, την εποχή που έπαιζε στον Άγιαξ. Ήταν πολύ άνετος και μιλούσε πολύ απλά. Την ίδια εποχή, Έλληνας διεθνής που έπαιζε στη Φέγενορντ – έχει περάσει και από την Ισπανία – ζητούσε λεφτά για να σου μιλήσει».
Όσον αφορά τον αμφιλεγόμενο Μπλάτερ; «Ο Μπλάτερ είναι πιο απόμακρος σε σχέση με τον Πλατινί. Και αυτό δεν είναι αδικαιολόγητο. Ο Πλατινί υπήρξε ποδοσφαιριστής, ενώ ο Μπλατερ όχι. Ο πρώην πρόεδρος της FIFA έμαθε πολύ γρήγορα το έργο του διοικείν. Γι’ αυτό και την εποχή της δικής του θητείας, η FIFA έγινε μια πολυεθνική δύναμη στο χώρο του ποδοσφαίρου, με πολλά έσοδα απο τηλεοπτικές διαφημίσεις, συμβόλαια. Το ποδόσφαιρο έγινε χάρη στο Μπλάτερ μια παγκόσμια υπερδύναμη».
Θα μπορούσαν να ακυρωθούν τα δύο προσεχή Μουντιάλ σε Ρωσία και Κατάρ, το 2018 και 2022 αντίστοιχα, λόγω των όσων λέγονται για «κινήσεις κάτω από το τραπέζι» μεταξύ Μπλάτερ και ομοσπονδιών; «Σε καμία περίπτωση», απαντά ο Μάνος Σταραμόπουλος. «Η εκτελεστική επιτροπή της FIFA συνεδρίασε εκ νέου την άνοιξη λόγω των όσων ακούγονταν και επιβεβαίωσε ότι τα Μουντιάλ θα διεξαχθούν κανονικά. Άλλωστε είναι δύσκολο να αλλάξεις την έδρα μίας διοργάνωσης, ειδικά αφού ξεκινήσουν τα έργα. Υπάρχουν συμφωνίες μεταξύ των κρατών».
Βέβαια, τα παθήματα και τα σκάνδαλα διαφθοράς στο διεθνές ποδόσφαιρο ίσως θα μπορούσαν να γίνουν μαθήματα για το ελληνικό, που δεν περνάει και την καλύτερη φάση της ιστορίας του. «Θα πρέπει κάποια στιγμή να καθίσουμε όλοι σε ένα τραπέζι, να κλείσουν την πόρτα, να πετάξουν το κλειδί από το παράθυρο και να μην βγούμε μέχρι να λύσουμε τα προβλήματα γύρω από το ποδόσφαιρο. Όλοι μπορούν να κερδίσουν από το ποδόσφαιρο. Πρώτον, όσα άτομα εμπλέκονται έχουν δωρεάν διαφήμιση. Έπειτα είναι οι επαφές, οι γνωριμίες και η δύναμη που αυτές φέρνουν. Πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμα των Γερμανών, που κάθισαν κάποια στιγμή και έβαλαν τους κανόνες που όλοι έπρεπε να ακολουθήσουν. Θα πρέπει να αναδειχθεί καλύτερα το προϊόν και να σταματήσουν οι μουρμούρες και οι προσβολές. Έτσι νομίζω ότι θα αρχίσουν να έρχονται και οι χορηγοί». Κάποιος, όμως αποδέχεται αυτή τη συμπεριφορά. «Πάνω από όλα πρέπει να υπάρχει παιδεία. Στο ελληνικό λεξιλόγιο δεν πρέπει να υπάρχει λέξη ήττα και ισοπαλία. Οι γονείς πρέπει πρώτα από όλα να μάθουν στα παιδιά τους ότι το ποδόσφαιρο είναι παιχνίδι και όχι πόλεμος. Καμιά φορά οι γονείς είναι χειρότεροι χουλιγκάνοι. Όλοι νομίζουν πως έχουν γεννήσει τον επόμενο Μέσι.»
Παρά τη γενικότερη παρακμή, ίσως το φετινό πρωτάθλημα να είναι πιο ανταγωνιστικό, μιας και επιστρέφει η ΑΕΚ στην πρώτη εθνική. «Σημαντικό γεγονός για το ελληνικό ποδόσφαιρο.Η ΑΕΚ είναι μεγάλη ομάδα, έχει πολύ κόσμο πλάι της».
Μαζί με το ελληνικό, έχουν ήδη ξεκινήσει και τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Ο Μάνος Σταραμόπουλος σχολιάζει: Στην Αγγλία «περιμένω πολύ ισχυρή τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ», ενώ στην Ισπανία η «επιλογή Μπενίτεθ για τον πάγκο της Ρεάλ δεν ήταν και η καλύτερη. Ο Αντσελότι τα είχε πάει περίφημα και πιστεύω ότι ο Μπενίτεθ αποτελεί πισογύρισμα για τη Ρεάλ. Όμως πρέπει να περιμένουμε τα αποτελέσματα. Γενικά, δύσκολα θα χάσει η Μπαρτσελόνα το πρωτάθλημα από τη Ρεάλ». Στην Ιταλία, «η Γουβέντους έκανε κάποιες επιλογές που έχουν ρίσκο, όπως η αγορά του Κεντίρα. Σημαντικές είναι οι απώλειες των Πίρλο, Τέβες και Βιντάλ. Θα πρέπει να δούμε βέβαια τον νεοαποκτειθέντα Μάτζουκιτς, καθώς και τον Μοράτα, που πιστεύω ότι θα έχει σημαντική εξέλιξη από την περυσινή σεζόν.
Όσον αφορά την Ίντερ 2.0 του Μαντσίνι, «δε μπορώ να πω ότι είναι ο ιδανικός προπονητής για μια ομάδα όπως η Ίντερ, αν θέλει να χτυπήσει τη Γιουβέντους στο πρωτάθλημα. Ο κατά τα άλλα εξαιρετικός παλαίμαχος ποδοσφαιριστής Μαντσίνι δε με έχει πείσει ακόμα ότι είναι προπονητής επιπέδου Μουρίνιο ή Βένγκερ». Και για τη Ρόμα του Ρούντι Γκαρσία; «Είναι θαυμάσιο να τη βλέπεις να παίζει, όμως είναι δύσκολο να πάρει το πρωτάθλημα».
Πέρα από τις αντικειμενικές δημοσιογραφικές κρίσεις, κάθε αθλητικός δημοσιογράφος κρύβει μέσα του ένα μικρό φίλαθλο. Και αυτό σημαίνει ότι όλοι – άντε, σχεδόν όλοι – έχουμε σε κάποιες ομάδες μία κάποια μεγαλύτερη αδυναμία. «Τσέλσι, Μπάγερν Μονάχου και Μίλαν», απαντάει ο Μάνος Σταραμόπουλος. «Όσο αφορά τις εθνικές, μικρός υποστήριζα την Αγγλία αλλά με τα χρόνια κάπου άρχισα να συμπαθώ τη Γερμανία, αφού οι Άγγλοι έχουν σε δεύτερη μοίρα την εθνική τους ομάδα». Και γιατί έτσι; «Το 1969 είχα δει το παιχνίδι Μίλαν – Άγιαξ, το 4-1 της Μαδρίτης για τον τελικό του Πρωταθλητριών. Ακόμη, ο πρώτος τελικός κυπέλλου Αγγλίας που μεταδόθηκε στην Ελλάδα ήταν ο επαναληπτικός τελικός μεταξύ Τσέλσι και Λιντς Γιουνάιτεντ. Το τελικό 2-2 έδωσε στην Τσέλσι τον τίτλο, αφού στο πρώτο παιχνίδι είχε κερδίσει με 2-1. Με την Μπάγερν κόλλησα λόγω Μπέκενμπάουερ. Από τη Μίλαν με μάγεψε ο Ριβέρα. Κάθε Τετάρτη είχε σε μαγνητοσκόπηση ευρωπαϊκούς αγώνες και καθόμουν μπροστά στην τηλεόραση να τους δω».