«Και ο Τσίπρας τι δυνατότητες έχει; Αν μεν κάνει τούμπα, θα γίνει Σαμαράς (…). Αν κάνει τον σκληρό, θα βγάλει την Ελλάδα από το ευρώ. Θα έρθει εδώ, θα ζητάει δημοψηφίσματα και θα κάνει καμπάνιες κατά της Ευρώπης». Ήταν Ιανουάριος του 2015, λίγο πριν τις εκλογές. Εκείνο το απόγευμα, αν χάζευες στην τηλεόραση και έπεφτες στην (τότε) ΝΕΡΙΤ, θα πετύχαινες τον Βασίλη Λεβέντη να αναλύει την πολιτική κατάσταση. Θα παρακολουθούσες λίγο, θα γελούσες σκεφτόμενος τα βράδια του ’90 με τις πίτσες και θα άλλαζες κανάλι. Οκτώ μήνες μετά όλα είναι διαφορετικά.
Το βίντεο εκείνης της εμφάνισης μαζί με άλλες πολιτικές «προφητείες» έχει γίνει viral, η Ένωση Κεντρώων «χτυπάει» τεσσάρι στις δημοσκοπήσεις και εσύ, όταν βλέπεις τον Λεβέντη στον Μπογδάνο ή στον Παπαδάκη ούτε γελάς, ούτε κάνεις ζάπινγκ. Είναι μάλιστα τόσο περιζήτητος, που καμιά φορά μπερδεύει τον ΑΝΤ1 με τον Alpha και καταλήγει να τρέχει κατοστάρια για να προλάβει να βγει στον αέρα στην ώρα του. Είναι τα όσα παράξενα ζήσαμε τον τελευταίο χρόνο που κάνουν μια γραφική τηλεοπτική φιγούρα ελκυστική ή ο Βασίλης Λεβέντης είναι όντως μια κάποια εναλλακτική λύση; Και ποιός είναι αλήθεια αυτός ο τύπος που κάποτε έριχνε κατάρες στον Μητσοτάκη και σήμερα προβλέπει δημοψηφίσματα; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Το ’86 βάζει υποψηφιότητα για Δήμαρχος Αθηναίων και το ’89 κατεβαίνει βουλευτής με την Νέα Δημοκρατία στην Β’ Αθήνας. Κανένα από τα δύο δεν στέφεται με ιδιαίτερη επιτυχία.
Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα του κόμματος, ο Βασίλης Λεβέντης γεννήθηκε το 1951 στην Μεσσήνη. Λίγα χρόνια μετά, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Το 1969 ο μετέπειτα πρόεδρος της Ένωσης Κεντρώων περνάει στην Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ και μάλιστα αργότερα συμμετέχει στην εξέγερση του Πολυτεχνείου-«όχι ως πρωτοπόρος», σπεύδει να τονίσει σε συνέντευξή του στο «ΒΗΜΑgazino». Ακολουθούν μεταπτυχιακές σπουδές στο Μόναχο, από όπου επιστρέφει για τα γεννητούρια του ΠΑΣΟΚ. Ιδρυτικό μέλος του κόμματος του πράσινου ήλιου, λέει, στήριζε τον Αντρέα Παπανδρέου μέχρι το 1985, όταν οι διαφωνίες του με την λογική της ηγεσίας τον αναγκάζουν να αποχωρήσει. Το ’86 βάζει υποψηφιότητα για Δήμαρχος Αθηναίων και το ’89 κατεβαίνει βουλευτής με την Νέα Δημοκρατία στην Β’ Αθήνας. Κανένα από τα δύο δεν στέφεται με ιδιαίτερη επιτυχία.
Κανονικά αυτό θα έπρεπε να ήταν το τέλος της πολιτικής του καριέρας, όμως ο Λεβέντης δεν ήταν ένας απλός πολιτευτής. Ίσως κατάλαβε πολύ νωρίς την δύναμη της τηλεόρασης, ίσως στάθηκε τυχερός. Το 1990 «ιδρύει το Κανάλι 67», με τον τρόπο που τα κανάλια «ιδρύονταν» τότε. Από εκεί απευθυνόταν στον ελληνικό λαό, προβλέποντας την οικονομική καταστροφή που θα ακολουθούσε τα χρόνια της ευημερίας. Έδωσε βήμα στους τηλεθεατές του και ήταν από τους πρώτους διδάξαντες του «βγάζω γραμμή στον αέρα», πολλές φορές με σπαρταριστά αποτελέσματα. Ο πρόεδρος της Ένωσης Κεντρώων (που ιδρύθηκε δύο χρόνια αργότερα με όνομα που θύμιζε την πάλαι ποτέ Ένωση Κέντρου) έχανε συχνά την υπομονή του, καταλήγοντας να βρίζει τους συνομιλητές του, να τους κλείνει το τηλέφωνο και να προσπαθεί να ηρεμήσει ρουφώντας τον φραπέ που πάντα είχε στο πλάι του.
Ήταν πολλές οι νύχτες που οι έφηβοι των 90’s πέρασαν παρέα με τον «Πρόεδρο». Ήταν η τρας εκδοχή της πολιτικής συζήτησης, η οποία άνθιζε στα περιφερειακά κανάλια όπως περίπου κάνει σήμερα. Κι αν ακόμα κάποιοι δεν έβλεπαν τις πολύωρες εκπομπές του, ήταν σίγουρο πως κάπου είχαν πετύχει τον Γιώργο Μητσικώστα να μιμείται τα «γίδια» και τους «καρκίνους» που εξαπέλυε. Ο Λεβέντης είχε έναν κακό λόγο για όλους: τον «Γέρο της Εκάλης» Αντρέα Παπανδρέου, τον «υπουργό του διαβόλου» Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τον «μη δημοκράτη» Κωστή Στεφανόπουλο και, φυσικά, τους «ελεεινούς» τηλεθεατές του, τα «ερπετά και τα τρωκτικά», οι οποίοι τον έπαιρναν τηλέφωνα μετά από «εντολή των αφεντικών τους» ή, πιο συχνά, για να σπάσουν πλάκα.Ο Λεβέντης έβριζε ακόμα και το πασοκικό Κανάλι 29 του Γιώργου Κουρή το οποίο αποκαλούσε «χοιροστάσιο» και υποσχόταν να κλείσει όταν θα έβγαινε στην εξουσία. Φαίνεται πως οι προφητικές του ικανότητες δεν τον είχαν ενημερώσει πως το 2000 θα πουλούσε ξαφνικά το κανάλι του στον ίδιο άνθρωπο, κρατώντας μια δίωρη καθημερινή εκπομπή για τον εαυτό του και αρθρογραφώντας τακτικά στην Αυριανή.
Ο Λεβέντης έβριζε ακόμα και το πασοκικό Κανάλι 29 του Γιώργου Κουρή το οποίο αποκαλούσε «χοιροστάσιο» και υποσχόταν να κλείσει όταν θα έβγαινε στην εξουσία. Φαίνεται πως οι προφητικές του ικανότητες δεν τον είχαν ενημερώσει πως το 2000 θα πουλούσε ξαφνικά το κανάλι του στον ίδιο άνθρωπο, κρατώντας μια δίωρη καθημερινή εκπομπή για τον εαυτό του και αρθρογραφώντας τακτικά στην Αυριανή.
Παράλληλα με τις τηλεοπτικές του δραστηριότητες, ο Βασίλης Λεβέντης δεν έχανε ποτέ εκλογική αναμέτρηση. Συμμετείχε σε όλες τις εθνικές και ευρωπαϊκές εκλογές από το 1992 και έπειτα, χωρίς να πτοείται που το κόμμα του ποτέ δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα και παρά το ότι στερούταν κρατικής χρηματοδότησης. Ακόμα και όταν η τηλεοπτική του καριέρα ξεφούσκωσε, ο Λεβέντης δεν έχασε την υπομονή του. Συνέχισε τον πολιτικό του αγώνα και από το ιντερνετικό μετερίζι. Πλέον, ωστόσο, το ύφος του ήταν πιο ήρεμο. Χωρίς βρισιές και χωρίς φραπέ, προειδοποιούσε για τα δεινά που έρχονται, μέχρι που κάποια από αυτά ήρθαν, γεγονός που δεν έμεινε ανεκμετάλλευτο ούτε από εκείνον, ούτε από τους υποστηρικτές του.
Το ποσοστό του στις εκλογές του περασμένου Ιανουαρίου ναι μεν δεν του επέτρεψε να μπει στην Βουλή, ήταν όμως αρκετό για να τραβήξει την προσοχή των μεγάλων καναλιών, που τον καλούν στις εκπομπές τους σχεδόν απολογούμενοι για την χλεύη δύο δεκαετιών. Οι απόψεις του δεν είναι ποτέ υπερβολικές, τα λόγια του είναι πάντα λαϊκά, απλά και ευκολονόητα. Ο ίδιος διατείνεται ότι χρησιμοποιεί μόνο την κοινή λογική για να βγάλει τα πολιτικά του συμπεράσματα και υιοθετεί το κοστούμι που του ράβουν όσοι μέχρι χθες τον κορόιδευαν: αυτό του αγνού πολιτικού, του οποίου επιτέλους ήρθε η σειρά του. Ακόμα και ο Μητσικώστας, η σατιρική του νέμεση, σήμερα επίσημα στηρίζει την είσοδό του στο Κοινοβούλιο. Το αξιοπερίεργο είναι ότι Λεβέντη δεν ψηφίζουν μόνο όσοι μεγάλωσαν μαζί του. Μάλιστα, όπως σημειώνει ο πολιτικός αναλυτής Γιώργος Σεφερτζής, η ψήφος στον Βασίλη Λεβέντη είναι κατά βάση αντρική και νέα ηλικιακά. «Είναι δύσκολο να εντοπίσεις ακριβώς τι ψήφισαν στις προηγούμενες εκλογές όσοι σήμερα δηλώνουν πως θα ψηφίσουν Λεβέντη. Η μετακινούμενη ψήφος στις ηλικίες 18-30 καθιστά δύσκολο τον προσδιορισμό, ειδικά στους πολύ νεαρούς ψηφοφόρους. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ένας παρμένος με το σύστημα πιτσιρικάς θα μπορούσε να ψηφίσει Ένωση Κεντρώων για να το γελοιοποιήσει».
Δεν με νοιάζει αν είναι γραφικός. Ούτε αν είναι βλάκας με νοιάζει. Είδα τους έξυπνους τι έκαναν τόσα χρόνια», λέει μια νεαρή ψηφοφόρος του
Ο Γιώργος Κ. γεννήθηκε το 1990. «Δεν έχω ξενυχτήσει ποτέ με τον Λεβέντη και την εκπομπή στο κανάλι του, που ούτε θυμάμαι πώς το λένε, την έχω δει μόνο σε βίντεο στο YouTube. Αλλά ρε παιδί μου, όλοι έκαναν χοντράδες τότε. Έχω δει και εκπομπή του Πρετεντέρη που είχε καλέσει Χρυσαυγίτες και του Γιαννόπουλου που έκανε προπαγάνδα υπέρ του ΠΑΣΟΚ! Για να μην μιλήσω για τις εκπομπές του Καρατζαφέρη (που τις πρόλαβα κιόλας) που τον έκαναν όχι μόνο βουλευτή, αλλά και κυβερνητικό εταίρο! Και εμείς κρίνουμε τον Λεβέντη από δύο-τρεις εκρήξεις, δεν είναι λίγο άδικο;», αναρωτιέται. «Οι θέσεις του Λεβέντη δεν είναι ακραίες, ακριβώς το αντίθετο. Πιστεύω λοιπόν ότι πρέπει να του δοθεί μια ευκαιρία. Μπορεί να μας εκπλήξει, μπορεί και όχι».
Η επιλογή της Χρυσής Αυγής και της Ένωσης Κεντρώων δεν είναι ισοδύναμη, γιατί οι ψηφοφόροι έχουν διαφορετική ψυχολογία. Η ψήφος στην Χρυσή Αυγή βγάζει έναν εξοργισμένο λαϊκισμό, ενώ αυτή στον Λεβέντη βγάζει έναν πολιτικό κλαυσίγελω.
Η ψήφος στον Λεβέντη είναι αντισυστημική, όμως είναι διαφορετική από αυτήν στην Χρυσή Αυγή. «Η επιλογή της Χρυσής Αυγής και της Ένωσης Κεντρώων δεν είναι ισοδύναμη, γιατί οι ψηφοφόροι έχουν διαφορετική ψυχολογία. Η ψήφος στην Χρυσή Αυγή βγάζει έναν εξοργισμένο λαϊκισμό, ενώ αυτή στον Λεβέντη βγάζει έναν πολιτικό κλαυσίγελω. Είναι μάλιστα πολύ δύσκολο να προβλέψει κανείς το τελικό ποσοστό του κόμματος. Η αμμώδης σύνθεση του εκλογικού σώματος μπορεί να την εκτοξεύσει ψηλά και να την βάλει μέσα στην Βουλή, όμως μπορεί να την αφήσει στα χαμηλά. Όλα εξαρτώνται από εκείνους τους ψηφοφόρους που έχουν πολλαπλές επιλογές και θα αποκρυσταλλώσουν την άποψή τους πάνω στην κάλπη», εξηγεί ο Σεφερτζής.
Για την Μαρίνα Α. η ψήφος στην Ένωση Κεντρώων είναι ψήφος διαμαρτυρίας. «Δεν με νοιάζει αν είναι γραφικός. Ούτε αν είναι βλάκας με νοιάζει. Είδα τους έξυπνους τι έκαναν τόσα χρόνια. Μπορεί αυτό τελικά να χρειαζόμαστε: έναν βλάκα γραφικό, ο οποίος τουλάχιστον δεν θα μας κοροϊδεύει. Πόσα περισσότερα δηλαδή μπορούμε να πάθουμε; Θα κλείσει τις τράπεζες, θα υπογράψει Μνημόνια; Μου είναι αρκετό που δεν θέλει να πάμε στην δραχμή και δεν είναι φασίστας. Αν δεν ψηφίσω τον Λεβέντη, δεν θα πάω να ψηφίσω. Δεν μπορώ να βρω άλλον τρόπο να διαμαρτυρηθώ».
Όσοι του δίνουν σήμερα βήμα πέφτουν στην παγίδα που έπεσαν όσοι πήραν συνεντεύξεις από τον Μιχαλολιάκο. Είναι μια τακτική για λόγους τηλεθέασης, που όμως καταλήγει ύποπτη και επικίνδυνη
«Η ψήφος αγανάκτησης δεν έχει σχέση με το μυαλό και δεν έχει ηλικία. Ο Λεβέντης είναι μια μορφή καταγγελίας στο σύστημα», εξηγεί η Πόπη Διαμαντάκου. «Δυστυχώς, πρόκειται για ένα μιντιακό φαινόμενο της δεκαετίας του ’90, το οποίο πληρώνουμε σήμερα. Διαμόρφωσε τα πολιτικά ήθη και τις αντιλήψεις, μας εξοικείωσε με την ευκολία». Πράγματι, τι είναι οι επιθέσεις σε πολιτικούς αν όχι μια πιο deluxe έκδοση των «τρωκτικών»; Και τι είναι οι φάρσες με τις πίτσες αν όχι προάγγελος των τρολ; Η παρουσία του Βασίλη Λεβέντη στο τηλεοπτικό σκηνικό μοιάζει αμελητέα σε σχέση με όσα συνέβησαν στα χρόνια της κρίσης, όμως δεν είναι. «Όσοι του δίνουν σήμερα βήμα πέφτουν στην παγίδα που έπεσαν όσοι πήραν συνεντεύξεις από τον Μιχαλολιάκο. Είναι μια τακτική για λόγους τηλεθέασης, που όμως καταλήγει ύποπτη και επικίνδυνη».
Ίσως όντως η διαδρομή του Βασίλη Λεβέντη αποδεικνύει πόση σημασία έχει το παιχνίδι με τα Μέσα, αν ξέρεις να το παίζεις σωστά. Ο γραφικός που δικαιώθηκε είναι μια ιστορία που πουλάει και θα συνεχίσει να το κάνει παρά τους ψιθύρους, παρά τους άλλους 6 Λεβέντηδες στα ψηφοδέλτια της Ένωσης Κεντρώων –κι ας παραιτηθούν σε 6 μήνες- και παρά το βρισίδι στην καημένη την Αννούλα, που δεν είναι ούτε παλιό, ούτε δικαιολογημένο.