Κρατάει χρόνια η κολόνια των μεταρρυθμίσεων στην παιδεία. Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, υπήρξαν πολλές και ποικίλες. Τις βάσεις του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος κλήθηκε να βάλει ο Καποδίστριας. Mε το που πάτησε το πόδι του στην απελευθερωμένη Ελλάδα διαπίστωσε αμέσως το πρόβλημα των υποδομών: «Διά τα σχολεία χρειάζονται οικήματα, εγώ δε φθάσας ενταύθα εύρηκα μόνον καλύβας όπου εσκεπάζοντο πλήθος οικογενειών πειναλέων». Ο τότε Υπουργός Παιδείας Σούτσος ανέφερε στην έκθεσή του προς τον Κυβερνήτη της Ελλάδας: «Όσο για την Παιδεία. Δεν έχω να σας ειπώ τίποτε. Σχολεία δεν έχομεν ούτε ένα».
Από την ίδρυση του ελληνικού Πανεπιστημίου το 1837, η πρόσβαση στο πανεπιστήμιο ήταν ελεύθερη και δωρεάν, γεγονός που οφειλόταν αφενός στην προσπάθεια διάδοσης της παιδείας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, αφετέρου στην αδυναμία των περισσότερων φοιτητών της εποχής να πληρώσουν δίδακτρα. Ο θεσμός του κλειστού αριθμού εισακτέων καθιερώθηκε το 1918, ενώ στα μετέπειτα χρόνια επρόκειτο να επεκταθεί ο θεσμός των εισαγωγικών εξετάσεων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η πρώτη σημαντική μεταπολεμική μεταρρύθμιση στην παιδεία έγινε το 1954 από τον Υπουργό παιδείας Α. Γεροκωστόπουλο, που μετέτρεψε τις εξετάσεις σε διαγωνισμό, με απώτερο σκοπό να γίνει το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση πιο «φιλικό» προς τους υποψηφίους, πολλοί από τους οποίους μετέβαιναν ήδη από τότε στο εξωτερικό για να σπουδάσουν. Η επόμενη μεταρρύθμιση έγινε το 1963-64, με εμπνευστή της τον ακαδημαϊκό Ε. Παπανούτσο και στόχο τον εκδημοκρατισμό του εκπαιδευτικού συστήματος και την παροχή δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες. Η δικτατορία κατάργησε τα βασικά σημεία της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης, διατηρώντας ωστόσο τη διεξαγωγή των εισαγωγικών εξετάσεων από το Υπουργείο Παιδείας. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, το εν λόγω Υπουργείο μπορούσε να καθορίζει ελεύθερα των αριθμών των εισακτέων στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, η ΝΔ αποφάσισε την επαναφορά της μεταρρύθμισης του 1963-64, διατηρώντας ως βασικό χαρακτηριστικό της ρύθμισης το συγκεντρωτικό τρόπο επιλογής των υποψηφίων και την μέθοδο του κλειστού αριθμού εισακτέων. Ακολούθησε η «μεταρρύθμιση Ράλλη» του 1976, που «έσπασε» το εξατάξιο γυμνάσιο σε τριτάξιο γυμνάσιο και λύκειο, ενώ το 1978 ψηφίστηκε ο νόμος 815 που ρύθμιζε τη διπλή εξεταστική δοκιμασία σε Β’ και Γ’ Λυκείου. Από το χορό των μεταρρυθμίσεων στην παιδεία δε θα μπορούσε βέβαια να λείπει το κοινωνικό ΠΑΣΟΚ. Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου καθιερώνει το 1983 το σύστημα των Γενικών Εξετάσεων και τις δέσμες. Το 1988 ακολούθησε νέα νομοθετική ρύθμιση που επέφερε αλλαγές στο νόμο του 1983.
Το 1991 ήρθε το νομοσχέδιο Κοντογιαννόπουλου, που ανάμεσα στα άλλα προέβλεπε την επιβολή «ομοιόμορφης εμφάνισης», έπαρση της σημαίας και υποχρεωτικό εκκλησιασμό, κατάργηση των δωρεάν πανεπιστημιακών συγγραμμάτων και του ασύλου. Το νομοσχέδιο προκάλεσε κύμα αντιδράσεων στις τάξεις της νεολαίας, που αντέδρασε με μαζικές καταλήψεις και διαδηλώσεις. Ο Υπουργός Κοντογιαννόπουλος οδηγήθηκε σε παραίτηση και ο Γ. Σουφλιάς που τον διαδέχτηκε, το απέσυρε. Ο νόμος 2083/1992 του Γ. Σουφλιά επέφερε μετριοπαθείς μεταρρυθμίσεις στο νόμο 1268/1982. Ακολούθησε η μεταρρύθμιση Αρσένη του 1998, που προέβλεπε την εξέταση των υποψηφίων σε 14 στη Β’ και τη Γ’ Λυκείου και την αντικατάσταση των δεσμών από πέντε επιστημονικά πεδία. Τα 14 μαθήματα για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση φάνηκαν πολλά σε μαθητές και καθηγητές, που αντέδρασαν με μακροχρόνιες καταλήψεις και κινητοποιήσεις.
Ο Πέτρος Ευθυμίου μείωσε τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα σε εννέα για τη Β’ και τη Γ’ Λυκείου, ενώ η Μαριέττα Γιαννάκου εισήγαγε τη βάση του δέκα για την εισαγωγή στα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ, μειώνοντας παράλληλα τα πανελλαδικά μαθήματα σε έξι. Το 2011 ψηφίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία ο νόμος Διαμαντοπούλου (4009/2011), ενώ επί υπουργίας Αρβανιτόπουλου εισήχθη η τράπεζα θεμάτων (που ισχύει μέχρι σήμερα), από την οποία προέρχεται το 50% των θεμάτων των πανελλαδικών εξετάσεων. Τα εξεταζόμενα μαθήματα μειώθηκαν με την ίδια νομοθετική ρύθμιση σε τέσσερα. Η νέα κυβέρνηση έχει ήδη εξαγγείλει αλλαγές στην παιδεία, με πολλές από αυτές να επικεντρώνονται στο σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι συνεχείς αλλαγές στο χώρο της παιδείας μας έκανε λοιπόν να αναρωτηθούμε:
Γιατί έχουν γίνει τόσες πολλές μεταρρυθμίσεις στον χώρο της παιδείας;
«Γιατί αδυνατούμε να συνεννοηθούμε για τα αυτονόητα», απαντά στην Popaganda η Μαριέττα Γιαννάκου, πρώην ευρωβουλευτής της ΝΔ και Υπουργός Παιδείας την περίοδο 2004-2007. «Δεν αντιλαμβανόμαστε ότι ένα καλό εκπαιδευτικό σύστημα έχει στο επίκεντρό του τον μαθητή, ότι ο διδάσκων για να επιτελέσει σωστά το έργο του πρέπει να αξιολογείται και να εκπαιδεύεται ο ίδιος, ότι η Πολιτεία πρέπει να θεραπεύει τις αδυναμίες και τις ελλείψεις και όχι να εξυπηρετεί συντεχνιακά και τοπικά συμφέροντα. Για πολλά χρόνια αρκετοί έκαναν “βολικούς” αυτοσχεδιασμούς, ενώ έπρεπε να υιοθετήσουμε εκπαιδευτικά πρότυπα που γνωρίζουν επιτυχία στην Ευρώπη και διεθνώς και να επιμείνουμε για την ποιότητα στην εκπαίδευση και την αριστεία».
Από την πλευρά του, ο Τάσος Κουράκης, Αναπληρωτής Υπουργός Παιδείας σημειώνει: «Από την εποχή του Καποδίστρια και μέχρι σήμερα, έχουν γίνει πάρα πολλές μεταρρυθμίσεις στην παιδεία. Τα τελευταία 5 χρόνια έγιναν αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα που αυξάνουν όλων των ειδών τους αποκλεισμούς. Η κατάρτιση και η μαθητεία αντικατέστησαν την ολιστική γνώση. Η απαξίωση και οι διαθεσιμότητες των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων, οι τάξεις με τους υπεράριθμους μαθητές, οι συγχωνεύσεις και οι καταργήσεις των σχολείων, η υποβάθμιση της δημόσιας παιδείας σε όφελος της ιδιωτικής, όλα αυτά δεν είναι μεταρρυθμίσεις, είναι απορρυθμίσεις. Είναι μνημονιακές επιταγές που επιβλήθηκαν ανεμπόδιστα και είχαν σαν αποτέλεσμα την υποβάθμιση της γνώσης και τη μεταμόρφωση του επιστημονικού σε εργατικό δυναμικό. Μεταρρυθμίσεις είναι η πλήρης αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος με βάση τη σύγχρονη γνώση και τις προτάσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας. Είναι η άρση των ταξικών φραγμών, η απάλειψη των κάθε λογής διακρίσεων και η δωρεάν παροχή δημόσιας παιδείας υψηλού επιπέδου».
«Η Παιδεία, πέρα από τη θεμελιώδη, ουσιαστική της σημασία για κάθε χώρα και την προοπτική της, αποτελεί έναν τομέα που συγκεντρώνει μεγάλο κοινωνικό ενδιαφέρον», υποστηρίζει ο Ανδρέας Λοβέρδος, βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και Υπουργός Παιδείας στην συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. «Οι πολιτικές του συγκεκριμένου Υπουργείου αγγίζουν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Με βάση λοιπόν μια παγιωμένη, αλλά επιτρέψτε μου να προσθέσω αναχρονιστική με βάση τις σύγχρονες απαιτήσεις, πολιτική λογική, πολλοί Υπουργοί θέλησαν να συνδέσουν το όνομά τους, με κάποια “υψιπετή” παρέμβαση που θα έκανε τη διαφορά. Ιδιαίτερα μάλιστα αυτό ήταν ορατό στα σχετικές με την τριτοβάθμια εκπαίδευση μεταρρυθμίσεις και κυρίως στον τρόπο εισαγωγής σε αυτήν. Το θέμα προκύπτει όμως αφενός από το ότι οι διάφορες παρεμβάσεις δεν βασίζονταν στο έργο των προηγούμενων και στη λεγόμενη “συνέχεια του κράτους”, αλλά γίνονταν με όρους επιφανειακής προσέγγισης, με βάση ανάγκες επικοινωνίας και επικαιρότητας και όχι πραγματικής “αρχιτεκτονικής” και, αφετέρου, η Παιδεία κάθε άλλο παρά εξαντλείται στα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η “πραγματικότητά” της έχει ήδη δομηθεί από πολύ πριν».
Σύμφωνα με τον Θέμη Κοτσυφάκη, Πρόεδρο της ΟΛΜΕ, οι συνεχείς αλλαγές στην εκπαίδευση οφείλονται στο ότι «κάθε Υπουργός Παιδείας θέλει να κάνει μια καινούρια μεταρρύθμιση. Πρόκειται μάλιστα για μεταρρυθμίσεις που κατά βάση δεν έχουν οικονομικό κόστος. Αυτό το συνεχές γαϊτανάκι, όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις, ακόμα και από το ίδιο κόμμα, δείχνουν πως ποτέ δεν έχουν καθίσει να συζητήσουν ουσιαστικά με την εκπαιδευτική κοινότητα. Και οι αλλαγές που έχουν προταθεί δεν πατάνε στην πραγματικότητα, δεν λύνουν ζητήματα και δεν βελτιώνουν την κατάσταση, αφού δεν υπάρχει διάλογος».
Ο Γιάννης Γεωργόπουλος, φοιτητής και στέλεχος της ΚΝΕ, υποστηρίζει πως «χρειάζεται να εξεταστεί τι είδους είναι όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις που για χρόνια γινόντουσαν και συνεχίζονται έως σήμερα. Ποιος είναι ο στόχος τους. Και αυτός είναι η ανάγκη που έχουν οι μεγάλες επιχειρήσεις, οι μονοπωλιακοί όμιλοι να βρίσκουν συνεχώς νέους τομείς κερδοφορίας ή εξυπηρέτησης άλλων συμφερόντων τους. Ως εκ τούτου η γοργή προώθηση των μεταρρυθμίσεων που έγιναν στη παιδεία, ειδικά τα χρόνια της κρίσης, ήρθε να καλύψει αυτήν την ανάγκη. Το να μπορέσουν να διαμορφωθούν κατάλληλα οι όροι ώστε να υπάρξουν επενδύσεις, ειδικά σε ένα τομέα όπως η παιδεία, που τα προηγούμενα χρόνια, παρά τη δραστηριότητα που υπήρχε, δεν είχαν βάλει “χοντρά” χέρι οι επιχειρήσεις».
Από την πλευρά του ο Γιώργος Μαυρωτάς, Βουλευτής Αττικής με το Ποτάμι, μας λέει πως το ράβε-ξήλωνε στην παιδεία γίνεται «γιατί υπάρχει υπερβάλλων ζήλος απ’ όσους αναλαμβάνουν ένα τόσο νευραλγικό υπουργείο και θέλουν να αφήσουν την σφραγίδα τους. Όλοι ξέρουν ότι η παιδεία νοσεί και με καλή προαίρεση θέλουν να συμβάλλουν. Όμως οι αλλαγές στην παιδεία είναι κάτι μακροπρόθεσμο πέρα από τον χρόνο του εκλογικού κύκλου. Εφόσον λοιπόν δεν υπάρχει συνέχεια στο συγκεκριμένο υπουργείο – και γι’ αυτό έχει προτείνει το Ποτάμι υφυπουργούς επί θητεία κι όχι να αλλάζουν όλα τα πρόσωπα σε κάθε αλλαγή κυβέρνησης ή ανασχηματισμό – μοιραία οι όποιες μεταρρυθμίσεις μένουν μισές και δεν αποδίδουν».
Είναι ώριμες προσπάθειες ή προχειροδουλειές οι μεταρρυθμίσεις στην παιδεία;
O κ. Κουράκης αναφέρει: «Τα νομοσχέδια που καταρτίστηκαν καθ’ υπαγόρευση των μνημονιακών εταίρων με στόχο τη διάλυση και την υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης διαστρεβλώνοντας τον μορφωτικό της ρόλο, αντικαθιστώντας τη γνώση με απλή κατάρτιση σε δεξιότητες και διαρκή μαθητεία ήταν μεθοδευμένη και όχι πρόχειρη δουλειά».
Με τη σειρά της η κ. Γιαννάκου επισημαίνει: «Προσωπικά ήμουν σταθερά υπέρμαχος της συνεννόησης και της διαβούλευσης και για το λόγο αυτό ενεργοποίησα πλήρως όλους τους θεσμούς διαβούλευσης που διασφάλιζαν την συμμετοχή όλων στο διάλογο. Βεβαίως, πάντοτε υπάρχουν αντιδράσεις, συχνά για ζητήματα άσχετα με το περιεχόμενο των αλλαγών. Ωστόσο, ζητήματα όπως η αξιολόγηση των πανεπιστημιακών τμημάτων και σχολών, η ενίσχυση της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ, οι αλλαγές σε κάθε βαθμίδα της εκπαίδευσης πράγματι εδραιώθηκαν και άντεξαν στο χρόνο».
«Δεν θέλω να μπω σε συγκεκριμένες κρίσεις, αλλά όπως προείπα, λόγω ακριβώς μιας «στρεβλής» νοοτροπίας, πέρα από λαμπρές εξαιρέσεις, οι προσεγγίσεις που επιχειρήθηκαν δεν χαρακτηρίστηκαν από την «επιστημοσύνη» και την ολοκληρωμένη εκείνη προσέγγιση που θα άξιζε στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Αυτό προκύπτει εν μέρει και από το βραχύβιο των εκάστοτε παρεμβάσεων», αναφέρει ο κ. Λοβέρδος.
«Οι αλλαγές είναι πρόχειρες», επιμένει ο κ. Κοτσυφάκης. «Ακόμα και οι καλύτερες αλλαγές χρειάζονται ένα πειραματικό στάδιο. Να δεις ποια είναι τα προβλήματα που εμφανίζονται και μετά να επεκτείνεις. Χρειάζεται κάτι μακρόπνοο. Όταν δεν έχεις αυτή την προσέγγιση και έχεις τη λογική του να κερδίσω κάτι πολιτικά σαν Υπουργός, οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να προχωρήσουν».
Ο κ. Γεωργόπουλος υπογραμμίζει πως «τα νομοσχέδια που ψηφίστηκαν τα τελευταία χρόνια, όπως και όλα άλλωστε τα νομοσχέδια που περνάνε, δεν αποτελούν προϊόν τσαπατσούλικης δουλειάς παρά τη προσπάθεια που γίνεται εντέχνως να παρουσιάζονται ως τέτοια. Είναι σχεδιασμένα ώστε να εξυπηρετούν με τον βέλτιστο τρόπο το στόχο τους. Βεβαίως ορισμένες προσαρμογές μπορεί να γίνονται, πλευρές των νόμων να αλλάζουν ή να τροποποιούνται στηριγμένες σε νέα δεδομένα ή και παραλείψεις. Παρόλα αυτά ο πυρήνας των νομοσχεδίων σπάνια αναιρείται».
Ο κ. Μαυρωτάς σημειώνει σχετικά: «Κάποιες από τις μεταρρυθμίσεις ήταν προϊόν ώριμης δουλειάς (όπως ο μεταρρυθμιστικός νόμος 4009/2011, στην διαμόρφωση του οποίου πρωτοστάτησε ο αείμνηστος καθηγητής του ΕΜΠ Βασίλης Παπάζογλου) ενώ κάποιες ήταν πρόχειρες προσπάθειες με κοινό χαρακτηριστικό το ”ράβε-ξήλωνε”».
Γιατί οι μεταρρυθμίσεις περιορίζονται στο εξεταστικό σύστημα και την ανώτατη εκπαίδευση;
«Γιατί αποτελούν δυστυχώς σύμπτωμα μιας συλλογικής νοοτροπίας», υποστηρίζει ο κ. Λοβέρδος. «Πρόκειται για τη νοοτροπία που βλέπει το εκπαιδευτικό σύστημα όχι ως απαραίτητο εφόδιο και χρήσιμο εργαλείο για μια ευτυχή και ολοκληρωμένη ζωή, αλλά ως το αναγκαίο, ίσως και “περιττό”, προστάδιο για μια “πανεπιστημιακή εκπαίδευση”, που μόνο αυτή καταξιώνει κοινωνικά. Μια ελληνική ιδιοτυπία, με σημαντικές παρενέργειες στην εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας και κοινωνίας μας, που ωθεί πλήθος ανθρώπων σε δραστηριότητες που δεν είναι συμβατές ούτε με τα ξεχωριστά ταλέντα τους, ούτε με τις ανάγκες και τις δυνατότητες της πατρίδας μας. Μια νοοτροπία που έχει παρασύρει κόμματα και πολιτικούς σε αναποτελεσματικές “κούρσες”, ακόμα και αντιπαραθέσεις που οδηγούν σε σπατάλη πολιτικού και άλλου κεφαλαίου, αντί να οδηγούν στη χάραξη μιας σταθερής και τολμηρής, πραγματικά εθνικής πολιτικής, με προτεραιότητες, στοχεύσεις και μετρήσιμα αποτελέσματα».
Από την πλευρά του ο Αναπληρωτής Υπουργός Παιδείας επισημαίνει: «Βασικός στόχος της νεοφιλελεύθερης πολιτικής είναι η παράδοση στο ιδιωτικό κεφάλαιο ολόκληρων τομέων, κλάδων και υπηρεσιών της εκπαίδευσης. Το εκπαιδευτικό σύστημα καλείται να αποτελέσει μια ενιαία αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών, με προϊόντα πλήρως τυποποιημένα και πιστοποιημένα. Με όπλο τον κατακερματισμό των πτυχίων και των γνωστικών αντικειμένων, η αγορά καλείται να παράγει αποφοίτους πολλών ταχυτήτων, αποφοίτους ευέλικτους και άρα περισσότερο ή λιγότερο αναλώσιμους. Αυτός είναι και ο λόγος που οι όποιες αλλαγές εντοπίζονται κυρίως στο εξεταστικό σύστημα και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση».
Σύμφωνα με τον κ. Κοτσυφάκη, «τα τελευταία χρόνια οι μεταρρυθμίσεις ξεκινάνε από το εξεταστικό σύστημα γιατί αυτό είναι και το εύκολο κομμάτι των αλλαγών. Οι μεταρρυθμίσεις στο περιεχόμενο είναι το δύσκολο και δεν αποδίδουν άμεσα. Οι τομές στην εκπαίδευση που θα σου φέρουν μια νέα γενιά με καλύτερη διαμόρφωση προσωπικότητας χρειάζονται χρόνο για την υλοποίηση τους αλλά και χρόνο για να φανούν τα αποτελέσματα τους. Οπότε ο υπουργός δεν θα το δει κατά τη διάρκεια της θητείας του. Γι’ αυτό οι Υπουργοί προτιμούν μεταρρυθμίσεις που φαίνονται προς τα έξω αμέσως. Ίσως κάποια ελάφρυνση στις εξετάσεις και γενικότερα μεταρρυθμίσεις που θα τους δώσουν πολιτικά οφέλη. Όμως τελικά αυτό γυρίζει εναντίον τους καθώς η δουλειά είναι επιφανειακή και δεν επικεντρώνεται στο θεσμικό κομμάτι».
«Γιατί και εδώ κοιτάμε την επιφάνεια κι όχι την ουσία», υποστηρίζει ο κ. Μαυρωτάς. «Οι πανελλήνιες εξετάσεις έχουν καταντήσει να είναι ο σκοπός όλης της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Δεκάδες χιλιάδες οικογένειες κάθε χρόνο ζουν στον αστερισμό της εισαγωγής στο πανεπιστήμιο μέσω των πανελληνίων. Μοιραία τα φώτα πέφτουν στις εξετάσεις και αδιαφορούμε για το περιεχόμενο της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε όλες τις βαθμίδες, ενώ την δουλειά για τις εξετάσεις την κάνουν ουσιαστικά τα φροντιστήρια».
Σύμφωνα με τον κ. Γεωργόπουλο, «οι μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει όλα τα τελευταία χρόνια στην παιδεία έχουν καταντήσει την εκπαιδευτική διαδικασία ένα συνεχόμενο εξεταστικό κέντρο, και όχι ένα χώρο ουσιαστικής μόρφωσης και διαπαιδαγώγησης. Με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται η κατεύθυνση όλο και περισσότερα παιδιά που οι οικογένειές τους δεν αντέχουν να ανταποκριθούν στις εξοντωτικές απαιτήσεις της συγκεκριμένης διαδικασίας, να παρατάνε το σχολείο, να απογοητεύονται. Δημιουργείται δηλαδή ένας φραγμός για τα παιδιά αυτά στο να μπορούν απρόσκοπτα να μορφωθούν. Αντίστοιχα στην ανώτατη εκπαίδευση, με την εφαρμογή των παραπάνω μεταρρυθμίσεων, παράγεται, στην βάση των απαιτήσεων των μεγαλοεπιχειρηματιών, ένα επιστημονικό δυναμικό φθηνό, αναγκασμένο για μια ζωή να στρέφεται στην ακριβοπληρωμένη κατάρτιση και δια βίου μάθηση, ώστε να συμβαδίζει κάθε στιγμή με τις ανάγκες της αγοράς».
Υπήρξε κάποια από τις μεταρρυθμίσεις στην παιδεία που να αποτέλεσε τομή στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης;
Ο κ. Κουράκης επισημαίνει: «Όταν μιλάμε για τομή, μιλάμε για κάτι θετικό. Όπως η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας, μέσα σε έναν – κατά τα άλλα – κακό νόμο, τον 309/1976.Οι απορρυθμίσεις των τελευταίων 5 ετών φυσικά δεν είναι τομή».
Ο κ. Λοβέρδος υπογραμμίζει πως «σοβαρές παρεμβάσεις στην ιστορία του εκπαιδευτικού συστήματος μπορούμε να αναζητήσουμε στην ελληνική ιστορία και μάλιστα μέσα στους κόλπους της ευρύτερης προοδευτικής παράταξης. Μπορούμε να ανατρέξουμε στον Ελευθέριο Βενιζέλο που καθιέρωσε τη δωρεάν εκπαίδευση αλλά και στο Γεώργιο Παπανδρέου με τη μεγάλη μεταρρύθμιση Παπανούτσου. Θέλω να αναφέρω και την περίπτωση του Γεωργίου Ράλλη και την καθιέρωση της δημοτικής, καθώς και τον Απόστολο Κακλαμάνη και τις πολύ σημαντικές παρεμβάσεις του στο χώρο της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Οφείλω βέβαια να αποδώσω σημασία για την παρέμβαση της Άννας Διαμαντοπούλου, όταν με τη συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής, έγιναν σημαντικές παρεμβάσεις στον τρόπο λειτουργίας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αλλαγές που μας έφεραν πιο κοντά στα διεθνή πρότυπα και που τώρα, χωρίς να έχει προηγηθεί σχετικός διάλογος ή ενημέρωση, προγραμματίζεται η ακύρωσή τους και η επιστροφή μας σε προηγούμενες δεκαετίες».
Ο κ. Μαυρωτάς αναφέρει: «Νομίζουμε ότι ο νόμος 4009/2011 για την τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν προς την σωστή κατεύθυνση για ένα ευρωπαϊκό προσανατολισμό των Πανεπιστημίων. Οι όποιες αστοχίες του που έχουν διαπιστωθεί μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο διαλόγου αρκεί να μην αλλάξει η φυσιογνωμία του και ειδικότερα το πώς διοικείται το Πανεπιστήμιο ώστε ένα μην είναι έρμαιο συμφερόντων και κομματικών γραμμών».
Ο κ. Κοτσυφάκης τονίζει πως «ο 1566/1985 ήταν ένας βασικός νόμος που ακόμη και σήμερα διατηρεί τα βασικά του χαρακτηριστικά. Ήταν μια καλή προσπάθεια που ενοποίησε κάποια θέματα στην εκπαίδευση. Από κει και πέρα όλοι οι άλλοι νόμοι έχουν καταπέσει στην πράξη».
Μιας που μιλάμε για τις μεταρρυθμίσεις στην παιδεία, είπαμε να ρωτήσουμε την κ. Γιαννάκου για τη «γεύση» που της άφησε το τριετές πέρασμά της από το Υπουργείο Παιδείας, το οποίο συνδέθηκε έντονα με το νόμο 3549/2007, που αφορούσε στη μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η πρώην Υπουργός μας είπε πως «ο χώρος της Παιδείας είναι πράγματι ευαίσθητος. Γιατί πολλά ζητήματα έχουν ιδεολογικοποιηθεί, ενώ δεν θα έπρεπε, και αρκετοί επιχειρούν να παίξουν πολιτικά παιχνίδια. Όλα αυτά, όμως, είναι εις βάρος της ουσίας της εκπαίδευσης, γιατί μας οδηγούν στην εσωστρέφεια, ενώ χρειαζόμαστε να ανοίξουμε τους ορίζοντές μας, να συγκλίνουμε προς τα καλύτερα πρότυπα στην Ευρώπη και διεθνώς. Από την άλλη πλευρά, οι αλλαγές στην εκπαίδευση δεν έχουν τον χαρακτήρα του φορολογικού συστήματος. Δηλαδή, τα αποτελέσματα των αλλαγών δεν γίνονται άμεσα αισθητά, αλλά απαιτείται χρόνος για να εκτιμηθεί η πρόοδος και να αποτιμηθούν οι αλλαγές. Θεωρώ ότι έπραξα στο ακέραιο το καθήκον μου, γιατί δημιούργησα τις προϋποθέσεις και στους διαδόχους μου να ακολουθήσουν το δρόμο των αλλαγών πάνω σε στέρεες θεσμικές βάσεις και με εκπεφρασμένη την συναίνεση».
Για το δικό του πέρασμα από το Υπουργείο Παιδείας μίλησε στην Popaganda και ο κ. Λοβέρδος :«Το Υπουργείο Παιδείας ήταν το τρίτο στη σειρά που σχετίζεται με το κοινωνικό κράτος και που είχα την τιμή να αναλάβω, μέσα σε περίοδο πρωτοφανούς κρίσης. Έχοντας την έντονη εμπειρία, με κέρδη για το σύνολο αλλά αισθητό προσωπικό κόστος, των Υπουργείων Εργασίας-Κοινωνικής Ασφάλισης και Υγείας, και έχοντας εστιάσει όλον αυτόν τον καιρό στο πραγματικό πρόβλημα της χώρας, θα θυμάστε πως είχα εκδηλώσει την επιθυμία μου αρχικά για ένα παραγωγικό Υπουργείο, που θα εστίαζε στην άρση εμποδίων, χωρίς οικονομικό κόστος, για την ώθηση της πραγματικής ανάπτυξης στον τόπο. Δέχθηκα όμως να βοηθήσω στην εθνική προσπάθεια, μέσα από το διαχρονικά κρίσιμο αυτό Υπουργείο και όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερο το αγάπησα και προσπάθησα με όλες μου τις δυνάμεις να αφήσω κάτι για τους επόμενους. Κατ’ αρχάς κατόρθωσα να ανοίξουν τα σχολεία με τα βιβλία και το προσωπικό στις θέσεις τους, παρ’ ότι όταν ανέλαβα δεν είχαν γίνει ούτε και οι μεταθέσεις. Απελευθέρωσα την έρευνα και μείωσα τη γραφειοκρατία στα ΑΕΙ. Ίδρυσα για πρώτη φορά προπτυχιακά τμήματα στην αγγλική, με δίδακτρα, που απευθύνονται σε αλλοδαπούς φοιτητές. Σεβάστηκα ό,τι καλό παρέλαβα και έδωσα έμφαση στο συνεχή διάλογο, τη δίκαιη αντιμετώπιση όλων των συμμετεχόντων στο εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και στην αλλαγή των προτεραιοτήτων σε σχέση με το περιεχόμενο της Παιδείας. Από τη στείρα συσσώρευση πληροφοριών στην πραγματική συνολική αγωγή ενός ολοκληρωμένου και υγιούς ανθρώπου και πολίτη. Η σύντομη μα πολύ περιεκτική μου διέλευση μου άφησε τελικά μια γλυκιά γεύση».
Τώρα που φέρνει η κυβέρνηση νέες αλλαγές στην Παιδεία, ρωτήσαμε τον κ. Κουράκη αν οι μεταρρυθμίσεις που δρομολογούνται συνδέονται με αύξηση των κονδυλίων για την παιδεία. «Αναμφίβολα. Η κυβέρνησή μας θα αντιμετωπίσει τις αναγκαίες δαπάνες σε σχέση με τους υπόλοιπους δημοσιονομικούς στόχους και την αναπτυξιακή πορεία της χώρας», τόνισε. Ίδωμεν…