Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Φοράνε κόκκινα μαγιό και σώζουν ζωές

Η πρώτη ενστικτώδης σκέψη που κάνουν οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, μπροστά στη θέα των ναυαγοσωστών κι έχει να κάνει με την «Σι Τζέι Πάρκερ», τον «Μιτς Μπιουκάναν» και το υπόλοιπο καστ του Baywatch. Κάτι που επιβεβαιώνεται για πολλοστή φορά καθώς φτάνω στην παραλία του Αγίου Κοσμά μια από τις πιο ζεστές μέρες του Ιουλίου – για να παρακολουθήσω από κοντά μία ημέρα από την εκπαίδευση των μελλοντικών ναυαγοσωστών της Ελληνικής Ναυαγοσωστικής Ακαδημίας (ΕΝΑΚ) – παρατηρώ από μακριά περίπου δεκαπέντε άτομα σε κυκλικό σχηματισμό να κάνουν ζέσταμα φορώντας κόκκινα μπλουζάκια ή/και μαγιό πάνω στα οποία υπάρχει με λευκά γράμματα το διακριτικό LIFEGUARD.

Σε μία χώρα όπως η Ελλάδα όπου από τα 16.000 χιλιόμετρα συνολικής έκτασης τα 7.500 χιλιόμετρα είναι ακτές, το 62% του πληθυσμού δεν γνωρίζει κολύμβηση. Αυτό έχει ως δυσάρεστο αποτέλεσμα η χώρα μας να βρίσκεται στην πρώτη θέση των πνιγμών στην Ευρώπη και στη δεύτερη στην παγκόσμια κατάταξη, αναλογικά με την προσβασιμότητα στον θαλάσσιο χώρο, με τους πνιγμούς να ανέρχονται στους 350-370 ετησίως.


Κάτι που παίζει ρόλο σε αυτό είναι το γεγονός ότι το 60% των ελληνικών παραλιών δεν έχει ναυαγοσώστες και από τις 3.500 διαθέσιμες θέσεις εργασίας, τελικά κάθε χρόνο καλύπτονται μόλις οι 500. Αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι, επίσης, βάσει νόμου, όλες οι πισίνες πρέπει να έχουν ναυαγοσώστη, τότε αμέσως μιλάμε για περίπου 14.000 επιπλέον διαθέσιμες θέσεις.

Τι χρειάζεται όμως για να μπορεί να γίνει κάποιος ναυαγοσώστης και ποιά διαδικασία πρέπει να ακολουθήσει; Ο κατάλληλος άνθρωπος για να μας απαντήσει είναι ο Νίκος Γιοβανίδης, διευθυντής εδώ και 21 χρόνια της ΕΝΑΚ που αποτελεί επίσημη σχολή ναυγοσωστικής αναγνωρισμένη από το Υπουργείο Ναυτιλίας και το Λιμενικό Σώμα Ελλάδος. Ο ίδιος έχει μέχρι σήμερα εκπαιδεύσει περίπου 11.000 ναυαγοσώστες. «Δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω από το να γνωρίζει απλά κάποιος κολύμβηση» λέει. «Είναι ένα επάγγελμα, εύκολο, κατά βάση εποχιακό και πολύ προσοδοφόρο». Και φυσικά, δεν σταματάει να τονίζει ότι είναι γεμάτο αδρεναλίνη.

Πράγματι, παρατηρώντας το πρώτο στάδιο εκπαίδευσης, καταλαβαίνει κανείς ότι η ναυαγοσωστική είναι μία διαδικασία που σε κρατά συνεχώς σε εγρήγορση. Αρχικά, οι εκπαιδευόμενοι, αφού κάνουν ζέσταμα με τρέξιμο και μερικά σετ ασκήσεων και κάμψεων, χωρίζονται σε ζευγάρια προκειμένου να κάνουν προσομοίωση στις λαβές διάσωσης, με τους εκπαιδευόμενους-διασώστες να τρέχουν προς τα υποτιθέμενα θύματα.

Στον πρώτο τύπο λαβής ο διασώστης κουβαλά το θύμα σαν «σακί» στην πλάτη του, περνώντας τα άκρα του γύρω από τον κορμό του, στον δεύτερο το θύμα με τον ίδιο τρόπο λαβής βρίσκεται σε διαγώνια θέση, ενώ στον τρίτο το θύμα κουβαλιέται σε οριζόντια θέση. Οι εκπαιδευόμενοι, μετά το σήμα της εκπαιδεύτριας Μαρίας Δελατόλα, σηκώνουν το χέρι και φωνάζουν «Κίνδυνος!» κατευθυνόμενοι προς το θύμα. Άλλοι από αυτούς τα καταφέρνουν πιο «σβέλτα» στη διάσωση κι άλλοι είτε «μπλέκονται» για μερικά δευτερόλεπτα με τα περάσματα τις λαβής ή στις περιπτώσεις που οι γυναίκες εκπαιδευόμενες πρέπει να κουβαλήσουν άντρες-θύματα δυσκολεύονται λίγο παραπάνω. Στο τέλος του σετ λαβών, οι ρόλοι αλλάζουν για να ακολουθηθεί η ίδια διαδικασία από την αρχή με τους αντίστροφους ρόλους ανάμεσα στους εκπαιδευόμενους.   

Σε μία χώρα όπως η Ελλάδα όπου από τα 16.000 χιλιόμετρα συνολικής έκτασης τα 7.500 χιλιόμετρα είναι ακτές, το 62% του πληθυσμού δεν γνωρίζει κολύμβηση. Αυτό έχει ως δυσάρεστο αποτέλεσμα η χώρα μας να βρίσκεται στην πρώτη θέση των πνιγμών στην Ευρώπη και στη δεύτερη στην παγκόσμια κατάταξη, αναλογικά με την προσβασιμότητα στον θαλάσσιο χώρο.

Ανεξαρτήτως επαγγελματικής ενασχόλησης με τη ναυαγοσωστική, ο κυριότερος λόγος για να γνωρίζει κανείς θαλάσσια διάσωση είναι η πρόληψη. Και η… «θαλάσσια συνείδηση» πρέπει να ξεκινάει από νωρίς, κάτι που καταλαβαίνω βλέποντας ανάμεσα στους ενήλικες εκπαιδευόμενους ένα μικρό αγοράκι. Μαθαίνω πως ο δεκάχρονος Κωνσταντίνος Γιοβανίδης είναι ο γιος του διευθυντή της ΕΝΑΚ και ρωτώντας τον πόσο καιρό ασχολείται με αυτό μου λέει χαριτωμένα: «Το θυμάμαι μια ζωή».

Στη συνέχεια μου εξηγεί πως υπάρχουν και Τμήματα Junior που κάποιος μπορεί να παρακολουθήσει από 13 ετών και διαρκούν δύο εβδομάδες. Όσοι τα παρακολουθούν το κάνουν καθαρά για δική τους γνώση και πρόληψη, καθώς, για να ασκήσει κάποιος το επάγγελμα πρέπει να έχει κλείσει τα 18. Οι junior guards ακολουθούν τα ίδια στάδια εκπαίδευσης με τους ενήλικες μαθαίνοντας τους βασικούς κανόνες ναυαγοσωστικής και ασφαλούς κολύμβησης. Αντίστοιχα, στα κανονικά Τμήματα Ενηλίκων που μπορεί να παρακολουθήσει οποιοσδήποτε όλο το χρόνο (στην περίπτωση ακτής, το ηλικιακό όριο είναι τα 45 χρόνια, ενώ στην πισίνα δεν υπάρχει όριο ηλικίας), μετά το πέρας των δύο εβδομάδων καθημερινής εκπαίδευσης σε πισίνα και θάλασσα δίνεται στους συμμετέχοντες η δυνατότητα να το ακολουθήσουν επαγγελματικά είτε εποχιακά το καλοκαίρι στη θάλασσα, είτε όλο το χρόνο σε πισίνα.

Επομένως, δεδομένου ότι κατά βάση είναι ένα εποχιακό επάγγελμα, αρκετά προσοδοφόρο και με μικρή διάρκεια εκπαίδευσης, μοιάζει ιδανικό για έναν φοιτητή. Και πράγματι, οι περισσότεροι από τους εκπαιδευόμενους που βρίσκονται σήμερα εδώ δεν φαίνονται πάνω από 20 ετών. Πλησιάζοντας τον Αγαθοκλή Θανάση μου επιβεβαιώνει όλα τα παραπάνω: έχει κλείσει τα 20, είναι φοιτητής στο Τμήμα Ναυπηγίας-Μηχανολογίας στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και αποφάσισε να γίνει ναυαγοσώστης λόγω της μεγάλης του αγάπης για τη θάλασσα, μιας και ήταν πρωταθλητής κολύμβησης ως έφηβος.

«Πρέπει να σέβεσαι τους κινδύνους της θάλασσας και να έχεις συνεχώς τα μάτια σου δεκατέσσερα», μου λέει χαρακτηριστικά. Μάλιστα ξεκινώντας την εκπαίδευση, κατάλαβε ότι τελικά παρά το κολυμβητικό παρελθόν του, δεν είχε κάποιο αβαντάζ απέναντι στους υπόλοιπους εκπαιδευόμενους. Κάπως παρόμοια είναι τα πράγματα και για την επίσης εικοσάχρονη Λουκία Λυπήρου, φοιτήτρια Χημείας στα Γιάννενα, η οποία, αποφάσισε να ακολουθήσει την εκπαίδευση προσβλέποντας αρχικά να το κάνει περιστασιακά τα καλοκαίρια, αλλά στη συνέχεια να το ακολουθήσει ενδεχομένως και ως μόνιμο επάγγελμα. «Είναι μεν ένα επάγγελμα απαιτητικό αλλά προσβάσιμο», λέει χαρακτηριστικά.

Αφού τελείωσε το μικρό διάλειμμα που ακολούθησε την εκπαίδευση-προσομοίωση στη στεριά, ήρθε η ώρα οι εκπαιδευόμενοι να δείξουν τι έμαθαν και μέσα στο νερό. Σε αυτό το στάδιο, τα υποτιθέμενα θύματα θα είναι μερικοί εθελοντές λουόμενοι. Μετά από μερικό ψάξιμο και λίγη διστακτικότητα τελικά προσφέρεται ένας κύριος γύρω στα 55 αλλά και δύο-τρία παιδάκια. Οι εκπαιδευόμενοι-διασώστες βουτούν με μία σανίδα στο νερό για να σώσουν το θύμα τους. Φτάνοντας στο σημείο του πνιγμού, αναποδογυρίζουν τη σανίδα προκειμένου να ξαπλώσουν πάνω το θύμα, φτάνοντας έτσι μέχρι τη στεριά, όπου και κάνουν τις λαβές που έμαθαν νωρίτερα, ώστε να τοποθετήσουν το θύμα ξαπλωμένο στην άμμο.

Σε αυτό το σημείο σειρά έχει το πιο πολυσυζητημένο ίσως στάδιο της διάσωσης, το «φιλί της ζωής» για τις περιπτώσεις που το θύμα δεν είναι ενεργητικό (δηλαδή έχει τις αισθήσεις του), αλλά παθητικό (δηλαδή έχει χάσει τις αισθήσεις του). Όπως ήταν κάπως προβλέψιμο, οι άντρες νιώθουν μία σχετική αμηχανία που διακόπτεται από πλάκες και γέλια στις δύο εμφυσήσεις-«φιλιά ζωής» που πρέπει να κάνουν στα θύματα ύστερα από τις δέκα πιέσεις στο στήθος. Μετά από τα δύο «φιλιά» ακολουθούν τριάντα γρήγορες συμπιέσεις στο στήθος. Μόλις σώθηκε κάποιος από πνιγμό.

Εδώ και ώρα βέβαια, παρατηρώ ανάμεσα στους εικοσάρηδες, έναν ιδιαίτερα παθιασμένο και λίγο μεγαλύτερο άντρα. Πλησιάζοντας, μαθαίνω πως ο Γιώργος Βλάχος είναι 36 ετών, στρατιωτικός στο επάγγελμα. Έμαθε από φίλους για τη Σχολή και αποφάσισε να έρθει. Μέσα από την εκπαίδευση νιώθει έτοιμος και του καλλιεργείται το αίσθημα ότι «μπορεί να βάλει το δικό του λιθαράκι και να σώσει μια ζωή». Είναι κάτι που αποφάσισε να κάνει, όπως λέει στην Popaganda, όχι αποσκοπώντας σε κάποια επαγγελματική ενασχόληση -κάτι που άλλωστε η μόνιμη εργασία του δεν θα του επέτρεπε- αλλά για να είναι καταρτισμένος ώστε να μπορεί να σώσει οποιαδήποτε στιγμή τους φίλους, την οικογένεια και τον ίδιο του τον εαυτό.

Για πολλούς το ίδιο το επάγγελμα και οι άνθρωποι του είναι μία «οικογένεια». Όπως για την Μαρία Δελατόλα, την εκπαιδεύτρια που παρατηρώ να δίνει τόση ώρα τον ρυθμό στην όλη διαδικασία με ιδιαίτερο ζήλο. Ένα δυσάρεστο περιστατικό ήταν ο λόγος που αποφάσισε να ακολουθήσει αυτό το επάγγελμα το οποίο εξασκεί τα τελευταία 15 χρόνια. Έχοντας ήδη μία σχετική εμπειρία με τη θάλασσα, μιας και ήταν αθλήτρια πόλο, αλλά και με την σωματική άσκηση γενικότερα μιας και είναι και γυμνάστρια, γρήγορα αγάπησε το επάγγελμα, και το ασκεί όλο το χρόνο, το χειμώνα σε πισίνα και το καλοκαίρι στη θάλασσα.

Νιώθει πραγματικά περήφανη για ένα περιστατικό διάσωσης, το οποίο μάλιστα της συνέβη σε στιγμή που ήταν εκτός βάρδιας και κόντεψε και η ίδια να πνιγεί. Μία ημέρα που βρισκόταν ως λουόμενη σε παραλία της Ραφήνας, δύο αδέρφια 18 χρονών άρχισαν να πνίγονται και βούτηξε αμέσως να τα σώσει. Οι δύο νεαροί, πάνω στον πανικό τους, όπως μου εξιστορεί η ναυαγοσώστρια, γραπώθηκαν κυριολεκτικά πάνω της, κάνοντας το έργο της ακόμη δυσκολότερο. Τελικά, το πείσμα και η προσπάθεια έφεραν την περιπέτεια σε αίσιο τέλος και η ίδια έχει να το λέει μέχρι και σήμερα.

Μετά το δεύτερο και μεγαλύτερο κομμάτι εκπαίδευσης στο νερό, ακολουθεί και ένα μεγαλύτερο διάλειμμα πριν από το τρίτο και τελευταίο μέρος της εκπαίδευσης στο jet ski. Όπως με ενημερώνει ο διευθυντής της, Νίκος Γιοβανίδης, η ΕΝΑΚ ήταν η πρώτη ναυαγοσωστική σχολή στην Ελλάδα που εισήγαγε στην εκπαίδευσή της τη διάσωση από jet ski ενώ σε αυτή ανήκει το πρώτο φουσκωτό ναυαγοσωστικό σκάφος της χώρας. «Το jet ski αποτελεί ένα από τα καλύτερα και ασφαλέστερα μέσα διάσωσης στον κόσμο. Η διάσωση από jet ski είναι μάλλον η πιο συναρπαστική εμπειρία σε ένα επάγγελμα που ούτως ή άλλως είναι συναρπαστικό» λέει, βάζει μπρος τη μηχανή και πάει προς τα βαθιά. 

Ελένη Τζαννάτου